Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Η στρατηγική διαχείρισης της κρίσης ανιχνεύει τα σημεία διακλάδωσής της...

TOY ΣΠΥΡΟY ΛΑΠΑΤΣΙΩΡΑ απο την Αυγη...
Η μία πλευρά, αυτή του IMF, έχει δίκιο. Το δημόσιο χρέος είναι αρκετά υψηλό. Αυτό το γεγονός έχει δύο συνέπειες. Πρώτον, υψηλό τμήμα του ΑΕΠ δαπανάται για τόκους, ακόμη και με τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια τα οποία διαμορφώνονται. Δεύτερον, μετά το 2016, που τελειώνει το πρόγραμμα χρηματοδότησης, υπάρχουν μεγάλες χρηματοδοτικές ανάγκες. Ενδεικτικά, μεταξύ 2016-2030, τα χρεωλύσια μόνο ανέρχονται σε 252 δισ. και οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους είναι γύρω στα 400 δισ. - αλλά, ταυτόχρονα, και απροσδιόριστες: εφόσον αυτός ο αριθμός αποτελεί εκτίμηση που εξαρτάται από την πορεία των επιτοκίων και ένα μεγάλο μέρος των δανείων πλέον είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο. Δηλαδή, μπορεί να υπερβαίνει αρκετά αυτό το ποσό, το οποίο έχει υπολογιστεί στη βάση των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων που έχουν διαμορφωθεί με τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ευρωζώνη. Υπάρχουν έτη, ενδεικτικά την περίοδο 2021-2025, που οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους με το υπάρχον δανειακό πρόγραμμα υπερβαίνουν τα 30 δισ. ανά έτος, δηλαδή πάνω από 10% του ΑΕΠ (200 δισ. εκτιμάται για το 2016 με τις αισιόδοξες προβλέψεις της Ε.Ε.). Από αυτά, κατά μέσο όρο κατ’ έτος για την ίδια περίοδο, τα 20 δισ. αφορούν χρεωλύσια κοντά στο 7% του ΑΕΠ (αν η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με τους αισιόδοξους ρυθμούς μεγέθυνσης 4,5% κατ’ έτος από το 2016 μέχρι το 2025).
Αυτή η αριθμητική μάς λέει το εξής απλό: αν η Ελλάδα δεν έχει βγει στις αγορές, ώστε να χρηματοδοτεί τα χρεωλύσια μέσω νέων εκδόσεων ομολόγων, πρέπει είτε τα πρωτογενή πλεονάσματα να είναι πρωτοφανούς ύψους είτε να υπάρξει νέο πρόγραμμα μακρόχρονης χρηματοδότησης. Και αυτή η διαπίστωση δεν παίρνει υπόψη της τί σημαίνει το εκτός αγορών για τη χρηματοδότηση των τραπεζών και του λοιπού ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Με τέτοιο ύψος χρηματοδοτικών αναγκών, η επιστροφή στις αγορές δεν προβλέπεται αυτή τη δεκαετία με όρους βιώσιμους. Επομένως, μία εκ των προϋποθέσεων του προγράμματος εσωτερικής υποτίμησης καθίσταται επιτακτική και ρητή: για την επιστροφή στις αγορές, ως πηγή χρηματοδότησης συνολικά της ελληνικής οικονομίας, απαιτείται είτε «κούρεμα» των διακρατικών δανείων σε πολύ μεγάλο ποσοστό (μιας και το 120%, ως στόχος για το 2020 ή το 2025, είναι επίσης αυθαίρετο και από κάποιες απόψεις υψηλό) είτε εξομάλυνση σε βάθος ενός αιώνα των χρηματοδοτικών αναγκών με μακρόχρονη αναστολή καταβολής τόκων, νέα ιστορικά χαμηλά επιτόκια και ωρίμανση λήξεων ομολόγων και δανείων σε αυτό το ιστορικό βάθος. Γι’ αυτό τον σκοπό ωστόσο, χωρίς «κούρεμα», θα πρέπει να συμμετέχουν σε μια νέα αναδιάρθρωση εν συνόλω τα δάνεια της Ε.Ε., τα δάνεια του EFSF, τα ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ και εν μέρει και τα ομόλογα του PSI και διάφορα άλλα «ψιλά».
Από την άλλη πλευρά, μια τέτοια λύση έχει συνέπειες. Πρώτον, αποτελεί έναν δεύτερο σταθμό στον δρόμο που έχει ανοίξει, των αναδιαρθρώσεων χρέους στον αναπτυγμένο κόσμο, συγκροτεί παράδειγμα και γι' άλλες χώρες, και, δεύτερον, αυξάνει τα χρηματοδοτικά βάρη σε άλλες χώρες. Το τελευταίο είναι σημαντικό. Σημαίνει ότι τις επιβαρύνει δημοσιονομικά και όσο και αν οι ζημίες από την περίπτωση της Ελλάδας θα είναι μικρές, ειδικά για τις «μεγάλες» χώρες, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για λύσεις πέραν των πολιτικών λιτότητας. Το γεγονός ότι μειώνονται οι βαθμοί δημοσιονομικής ελευθερίας τους στη διαχείριση της κρίσης θέτει σε δοκιμασία τα «κοινωνικά συμβόλαια» που έχουν συγκροτήσει και δημιουργεί συνθήκες επιτάχυνσης της κοινωνικής όξυνσης και πολιτικής ρευστότητας - ειδικά στη Γερμανία εν όψει των εκλογών του φθινοπώρου του 2013. Επιπλέον, θα θέσει σε δοκιμασία τις ισορροπίες που έχουν συγκροτηθεί εντός Ε.Ε. και την αναγκαιότητα, χωρίς να υπάρχουν ακόμη οι προϋποθέσεις, να αναδιαταχθεί χρονικά, αλλά και σε ουσιώδεις πλευρές, η στρατηγική διαχείρισης της κρίσης που έχει συγκροτηθεί τα τελευταία έτη.
Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο. Μια επίλυση τώρα του προβλήματος στην Ελλάδα, με δυνατότητα επιστροφής στις αγορές εντός δεκαετίας και αύξηση των δημοσιονομικών βαθμών ελευθερίας στη διαμόρφωση πολιτικής, θα έδινε πολλούς βαθμούς ελευθερίας και στην κυβέρνηση της Αριστεράς που ετοιμάζεται να προκύψει το 2013. Το ΔΝΤ έγινε φίλος του ΣΥΡΙΖΑ; Όχι φυσικά, αλλά η τρέχουσα ευρωπαϊκή πολιτική επιβαρύνει και την παγκόσμια οικονομία και συγχρόνως οξύνει την κοινωνική πόλωση, ενώ δημιουργεί τις συνθήκες δυνητικής ανόδου της Αριστεράς πανευρωπαϊκά, εξωθώντας τις δυνατότητες παγκόσμιας διαχείρισης της κρίσης του 2008 στα οριακά της σημεία.
Σε κάθε περίπτωση, οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί για τη διαχείριση της κρίσης φαίνεται να οδηγούν σε έναν συμβιβασμό αυτής της διαφοράς, με ένα ελαφρώς βελτιωμένο πρόγραμμα χρηματοδότησης, το οποίο δεν θα απαντά στο κεντρικό ζήτημα, ασχέτως του ότι η ελληνική πλευρά μάλλον έχει βάλει το κεφάλι κάτω από την άμμο και πουλάει επικοινωνιακότητα αισιοδοξίας στο εσωτερικό, κάτι σαν πασατέμπο για το έργο: «η ανεργία αυξάνεται και ο κόσμος κρυώνει».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων