Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Ο ΣΥΡΙΖΑ ως νεο-ΠΑΣΟΚ και η Αριστερά: Θέλει; Μπορεί; Έχει σημασία;

του Γιώργου Παπανάγνου απο τα Ενθεματα...

Φωτογραφία του Ανρί Καρτιέ – Μπρεσόν, 1936
Απο τις εκλογές του Ιούνη έχει αρχίσει ένας έντονος διάλογος γύρω από το αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι, μπορεί, ή ακόμα και αν θα έπρεπε να προσδοκά να γίνει το νέο ΠΑΣΟΚ. Για πολλούς, η ενδεχόμενη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα νεο-ΠΑΣΟΚ είναι κάτι αναπόφευκτο, κυρίως επειδή δείχνει να το θέλει. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης συνήθως προβάλλουν με χαιρεκακία την υιοθέτηση από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ ορισμένων παραδοσιακών σημαινόντων του πολιτικού λόγου του ΠΑΣΟΚ, επισημαίνοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να γίνει συστημικό κομμάτι του πολιτικού σκηνικού. Από τη άλλη, υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να γίνει νεο-ΠΑΣΟΚ, είτε διότι (για μερικούς) παραμένει στην «άκρα» κινηματική Αριστερά είτε επειδή (για άλλους) οι εποχές δεν είναι οι ίδιες. Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι κρίσεις αυτές αποτελούν συνάρτηση του πώς αντιλαμβάνεται κανείς το ΠΑΣΟΚ ως πολιτικό μόρφωμα. Για μια καλύτερη εικόνα, μια σφαιρικότερη προσέγγιση είναι απαραίτητη.
Η πορεία του ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να γίνει κατανοητή στο πλαίσιο της μεταπολίτευσης και των ρηματικών κομβικών σημείων που την χαρακτήρισαν.[1] Αυτό που χαρακτήρισε εν γένει τη μεταπολίτευση ήταν η μαζική επιθυμία για μια πιο δίκαιη κοινωνία, με τη δημιουγία κοινωνικού κράτους και την ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών (εκσυγχρονισμός ηθών). Το ΠΑΣΟΚ έδωσε την απάντηση σε αυτές ακριβώς τις ανησυχίες. Με βασικά σημαίνοντα το σοσιαλισμό, τη Δημοκρατία, αλλά και την ατομική πολιτική και κοινωνική χειραφέτηση συνάρθρωσε έναν άκρως πειστικό και τελικά ηγεμονικό πολιτικό λόγο. Είναι σαφές ότι το λαϊκό στοιχείο στον πολιτικό λόγο του ΠΑΣΟΚ (ιδιαίτερα μετά το 1985) υπερεκτάθηκε, με αποτέλεσμα τις λαϊκίστικες υπερβολές που, σε συνδυασμό με το εκλογικό σύστημα (ο πρώτος τα παίρνει όλα), είχαν τις γνωστές καταστροφικές συνέπειες στην οικονομία, τη δημόσια διοίκηση κ.τ.λ.
Μετά τις αποτυχίες της δεκαετίας του 1980 το ΠΑΣΟΚ συνάρθρωσε ένα καινούργιο πολιτικό πρόταγμα, με βασικό σημαίνον τον εκσυγχρονισμό. Αν οι πολιτικές αναφορές των δεκαετιών του 1960 και του 1970 επέτρεπαν σοσιαλιστικές αναζητήσεις και οράματα, ήταν σαφές ότι μετά και την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης ο φιλελευθερισμός ήταν κυρίαρχος. Ο εκσυγχρονισμός του ΠΑΣΟΚ αποδέχτηκε τις βασικές οικονομικές συνταγές της ΟΝΕ,[2] αλλά από την άλλη δεν απεμπόλησε τη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους –παρά τις περικοπές στο πλαίσιο ενός εξορθολογισμού των δαπανών– αλλά και τον εκσυγχρονισμό των ηθών (Συνήγορος του Πολίτη, ταυτότητες κ.ά.), με ομολογουμένως μικρότερη ένταση από τη δεκαετία του 1980. Η ρήξη του ΠΑΣΟΚ με το παρελθόν, αν και σημαντική, δεν ήταν τόσο δραματική όσο πιστεύουν ορισμένοι. Το ΠΑΣΟΚ στην ουσία δεν έκανε κάτι διαφορετικό από ό,τι όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης. Αναπροσάρμοσε την οικονομική πολιτική του, επιχειρώντας να γίνει η κεντροαριστερή κυβερνητική λύση στο πλαίσιο του ηγεμονικού νεοφιλελεύθερου παραδείγματος.
Σήμερα είναι πλέον σαφές (σχεδόν) στους πάντες ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο παρήγαγε αναρίθμητα αδιέξοδα. Η θεωρία της διάχυσης (trickle down)[3] ήταν εξαρχής αμφισβητήσιμη (το λιγότερο), ενώ η τυφλή προσήλωση στην αύξηση του ΑΕΠ και στην επιδίωξη ολοένα και μεγαλύτερων κερδών είχαν ως συνέπεια τη διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Στην Ελλάδα, παράλληλα, ήταν σαφές ότι στο πλαίσιο του στυγνού δικομματισμού οι πιο ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις (όπως η φοροσυλλογή) παραπέμφθηκαν στις καλένδες. Πολύ απλά, το ΠΑΣΟΚ, παρά τις κατά καιρούς μεγαλόσχημες διακηρύξεις του, δεν ενδιαφέρθηκε να αυξήσει σημαντικά τα δημόσια έσοδα — αδιαφορία που απογείωσε η ΝΔ. Εν τέλει, το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ, στο όνομα της απελευθέρωσης των αγορών (deregulation) και έναντι του πολιτικού κόστους, επέτρεψε τον ατομικό πλουτισμό των Ελλήνων σε βάρους του κράτους. Όσο τα νούμερα ήταν καλά, τα επιτόκια επέτρεπαν το δανεισμό και το ΑΕΠ αυξανόταν, δεν υπήρχε πρόβλημα. Η λογική αυτή αποδείχτηκε –και ήταν εξαρχής– καταστροφική.
Επιστρέφοντας, στον ΣΥΡΙΖΑ οφείλει κανείς να αναλύσει την παρούσα συγκυρία προκειμένου να κατανοήσει τι ακριβώς είναι το κόμμα της Αριστεράς ή, ακόμα καλύτερα, τι μπορεί να γίνει. Ο κύκλος της μεταπολίτευσης έκλεισε αμετάκλητα. Επιπλέον, σε παγκόσμιο επίπεδο το ζητούμενο για τις προοδευτικές δυνάμεις είναι η τελική ρήξη με το νεοφιλελευθερισμό. Προφανώς, μια τέτοια ρήξη περνάει μέσα από την υπέρβαση των προαναφερθέντων αξιωμάτων της ΟΝΕ και τη δημιουργία κοινωνικά συνεκτικών κοινωνιών. Στην Ελλάδα, περνά πρωτίστως μέσα από τη συστηματική πάταξη της φοροδιαφυγής και τον δικαιότερο καταμερισμό των φοροευθυνών. Μια κυβέρνηση που θα έχει αυτό ως πρώτο στόχο θα μπορέσει να αντιμετωπίσει καλύτερα και τις λοιπές δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.[4] Από την άλλη, η πολυπληθής μεσαία τάξη που στήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές επιθυμεί την παραμονή της χώρας στο ευρώ και στην Ευρώπη,[5] την ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών και του κοινωνικού κράτους, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ουσιαστική αναβάθμιση του δημόσιου τομέα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει λοιπόν την ιστορική ευκαιρία να συναρθρώσει έναν ηγεμονικό πολιτικό λόγο, με κομβικά σημεία την ανάπτυξη, τη (δίκαιη) συλλογή των φόρων, την αναβάθμιση του μοντέλου παραγωγής και την εμβάθυνση του κοινωνικού κράτους. Με άλλα λόγια, έχει την ευκαιρία, ως δύναμη της Αριστεράς, να βάλει τις βάσεις για το ποιοτικό ξεπέρασμα της μεταπολίτευσης. Αυτό ωστόσο προϋποθέτει ρήξεις και πολιτικές συγκρούσεις, τόσο με μερίδα του κεφαλαίου όσο και με όσους βολεύονται με την «απλή», καθημερινή φοροδιαφυγή και τις πελατειακές σχέσεις. Ο δικομματισμός, ο φόβος μπροστά στο πολιτικό κόστος και η απόλυτη κυριαρχία του πρώτου κόμματος έθρεψαν τα αδιέξοδα της μεταπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πιστός στις αρχές του, θα πρέπει (από θέση εξουσίας ή μη) να πιέσει για την εφαρμογή της απλής αναλογικής (ή τουλάχιστον ενός αναλογικότερου νόμου). Η υπέρβαση της μεταπολίτευσης οφείλει να έχει ως καταστατικό στοιχείο τη δημιουργία πολυκομματικών κυβερνήσεων και ευρύτερων συμμαχιών που θα ανατρέψουν παγιωμένες νοοτροπίες.
Είναι, μπορεί ή θέλει λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει το «νέο ΠΑΣΟΚ»; Είναι σαφές ότι αν θεωρήσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ ως τη δύναμη πρωτοπορίας που από τα αριστερά έχει την ευκαιρία να προτάξει έναν ηγεμονικό πολιτικό λόγο, τότε, ναι, μπορεί να γίνει το «νέο ΠΑΣΟΚ». Αν θεωρήσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ως στόχο να γίνει ο δεύτερος πόλος του δικομματισμού, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε είναι ούτε πρέπει να γίνει το «νέο ΠΑΣΟΚ». Αν, τέλος, αναλογιστεί κανείς τις αξιακές αναφορές και τις προσδοκίες της μεσαίας και της εργατικής τάξης της Ελλάδας του 1980 και αυτής του 2012, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε είναι ούτε μπορεί να γίνει το «νέο ΠΑΣΟΚ».
Τελικά, γίνεται κατανοητό ότι αυτή η συζήτηση δεν έχει και τόση σημασία. Σαφώς, τα λειτουργικά χαρακτηριστικά των κομμάτων στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας επιτρέπουν τη διατύπωση αναλογιών. Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ έχουν κοινές αξιακές καταβολές, παρελθοντικές και σύγχρονες, οπότε είναι τουλάχιστον αστείο να μιλά κανείς για καπήλευση σημαινόντων. Από την άλλη, οι εποχές και οι προκλήσεις είναι διαφορετικές, απαιτούν διαφορετικά πολιτικά προτάγματα και συναρθρώσεις. Αυτό που προέχει είναι η πολιτική πράξη και το πώς η Αριστερά, με ευθύνη, θα καταφέρει να βάλει τις βάσεις για την υπέρβαση.
Ο δρ Γ. Παπανάγνου είναι επισκέπτης ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Ηνωμένων Εθνών-Ινστιτούτο Συγκριτικών Μελετών Περιφερειακής Ενοποίησης.

[1] Ernesto Laclau, On Populist Reason, Verso 2005.
[2] Ανεξαρτησία κεντρικών τραπεζών, προτεραιότητα στη μάχη κατά του πληθωρισμού, σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, ιδιωτικοποιήσεις και απελευθέρωση των αγορών.
[3] Σύμφωνα μ’ αυτήν, τα κέρδη και οι φοροαπαλλαγές για τα μεγάλα εισοδήματα θα έχουν ως συνέπεια και την άυξηση των χαμηλών εισοδημάτων.
[4] Επιγραμματικά, την έλλειψη καινοτομίας και έρευνας, τη χαμηλή παραγωγικότητα και τον πληθωρισμό που δημιουργείται κυρίως από τη λειτουργία διαφόρων ειδών καρτέλ. Για μια λεπτομερή ανάλυση, http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=674854
[5] Χωρίς βέβαια να αποκλείεται, αν συνεχιστούν οι καταστροφικές πολιτικές της ύφεσης, αυτή η στάση να αλλάξει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων