Του Χρηστου Λασκου, απο το Red NoteBook...
Ένας θεμελιώδης δείκτης για να μετρηθεί η αποτελεσματικότητα
της αστικής πολιτικής απέναντι στην κρίση είναι η εξέλιξη του ποσοστού
εκμετάλλευσης.
Γιατί, μόλο που, διεθνώς, η δημόσια συζήτηση έχει μονοπωληθεί από τη σύγκρουση μεταξύ νεοκεϋνσιανών, τύπου Κρούγκμαν ή Μάρτιν Γουλφ, και austerians οπαδών της «επεκτατικής λιτότητας», με αποτέλεσμα να επικεντρώνεται στα ζητήματα της βραχυπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής –ως γνωστόν, μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί–, για τους μαρξιστές τα ουσιώδη εντοπίζονται αλλού.
Γνωρίζοντας πως οι εξελίξεις στο πλαίσιο των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών καθορίζονται κατεξοχήν από την πορεία της κερδοφορίας, οι μαρξιστές επιμένουν πως η υπέρβαση της καπιταλιστικής κρίσης προϋποθέτει την τόνωση του ποσοστού κέρδους. Πράγμα που σημαίνει: α) ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και β) καταστροφή κεφαλαίου, στο μέτρο που οι όροι αξιοποίησης είναι δυσμενείς.
Η δεύτερη, η «εκκαθαριστική» λειτουργία της καπιταλιστικής κρίσης, εξελίσσεται μετά το 2009 με άνισο τρόπο σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι, ωστόσο, πολύ μακριά από το να έχει ολοκληρωθεί. Πράγμα που προϊδεάζει για την πιθανότητα μιας νέας έντασης κρίσης στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Ειδικά στην Ελλάδα, η αδυναμία «απομόχλευσης», που σημαίνει και αδυναμία να προχωρήσει η απαξίωση και η καταστροφή του κεφαλαίου στο μέτρο που θα έπρεπε, για να επανέλθει ο ελληνικός καπιταλισμός σε τροχιά ενίσχυσης της συσσώρευσης, είναι πραγματικά ακραία. Είναι ενδεικτικό πως το δημόσιο χρέος παραμένει στο 180% περίπου, ενώ το αντίστοιχο χρέος των επιχειρήσεων έχει φτάσει στο 235%, διπλάσιο από το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ή θα υπάρξει μια ριζική εξέλιξη σε αυτά τα μέτωπα ή λύση δεν πρόκειται να δοθεί.
Δεδομένου, λοιπόν, πως η καταστροφή κεφαλαίου δεν εξελίσσεται με τους αναγκαίους ρυθμούς –μην ξεχνάμε πως την τελευταία φορά που «ολοκληρώθηκε» μια διαδικασία τέτοιας καταστροφής είχαμε το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο– και η υπερσυσσώρευση παρατείνεται, όλο το βάρος της αστικής πολιτικής πέφτει στην επίταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, στην προσπάθεια, δηλαδή, να αυξηθεί το ποσοστό εκμετάλλευσης παρασύροντας στην ίδια κατεύθυνση και το ποσοστό του κέρδους.
Τα στοιχεία της βάσης δεδομένων AMECO της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πολύ χαρακτηριστικά και δείχνουν ανάγλυφα τον τρόπο που εξελίσσεται η καπιταλιστική επίθεση. Η μείωση του μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ, ως δείκτης αύξησης της εκμετάλλευσης, αποτελεί μια σταθερά για το σύνολο των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, παίρνοντας τις μεγαλύτερες τιμές στις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση.
Έτσι, στις ΗΠΑ η μείωση είναι μέχρι στιγμής 4%, στην Εσθονία 7%, περίπου όσο και σε Ισπανία και Πορτογαλία, στην Ισλανδία κοντά στο 9%. Στην Ιρλανδία και τη Ρουμανία γύρω στο 10%, ενώ στη Λιθουανία και την Κύπρο φτάνει το 13%. Στην Ελλάδα η αντίστοιχη μείωση είναι 14% και στην κάτοχο του ευρωπαϊκού ρεκόρ Λετονία 18%. Αυτό σημαίνει πως στη Λετονία έχουμε μια μεταφορά εισοδήματος από τους μισθούς προς τα κέρδη που αντιστοιχεί στο 18% του ΑΕΠ!
Από τα στοιχεία αυτά συνάγεται αυτό που είναι γνωστό στους μαρξιστές, αλλά είναι σα να μην υπάρχει για νεοκεϋνσιανούς και νεοφιλελεύθερους. Ας το υπογραμμίσουμε, λοιπόν, για άλλη μια φορά: η καπιταλιστική παραγωγή –αυτό είναι το μάθημα του Μαρξ– είναι παραγωγή υπεραξίας και κέρδους μέσω της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Ό,τι, λοιπόν, επηρεάζει το βαθμό της εκμετάλλευσης είναι καθοριστικό για την πορεία της συσσώρευσης. Σε τελευταία ανάλυση, το σύνολο των αντιφάσεων που συνυπάρχουν σε έναν συγκεκριμένο καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό επικαθορίζονται από τον ταξικό συσχετισμό, δηλαδή από τη δυνατότητα (ή την αδυναμία) του κεφαλαίου να εκμεταλλεύεται την εργατική τάξη στον «κατάλληλο» βαθμό.
Τα στοιχεία, όμως, δείχνουν και κάτι άλλο, που έχει μείζονα σημασία για τη συζήτηση στο εσωτερικό της ελληνικής Αριστεράς. Η συγκεκριμένη πρακτική του κεφαλαίου αφορά τόσο τις χώρες του ευρώ (Ελλάδα, Κύπρος) όσο και αυτές που διαθέτουν «νομισματική αυτονομία» (Λιθουανία, Λετονία). Και, επιπλέον, δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε χώρες, που εφαρμόζουν μνημόνια (Ιρλανδία, Ισπανία) και σε όσες επέλεξαν μια «νεοκεϋνσιανή» οικονομική πολιτική (Ισλανδία).
Η αστική τάξη επιλέγει από μια ποικιλία οικονομικών «εργαλείων» με σταθερές την επίθεση στην εργατική τάξη και την ένταση του βαθμού εκμετάλλευσής της. Έχει σημασία να μην το ξεχνάμε όταν συζητάμε οι αριστεροί μεταξύ μας. Αλλιώς θα έχουμε το παράδοξο να γίνονται έμπρακτοι υποστηρικτές της νεοκεϋνσιανής πολιτικής οι θεωρητικά πιο πούροι αντίπαλοι του κεϋνσιανισμού. Σωστότερα, το βλέπουμε ήδη να συμβαίνει.
Πραγματικά, αν αφαιρέσουμε διάφορες «αντικαπιταλιστικές» σάλτσες, μεγάλο μέρος της συζήτησης γίνεται με κλασικούς και πολύ ορθόδοξους όρους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως το σύνολο σχεδόν της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς θεωρεί την Αργεντινή ως παράδειγμα προς μίμηση σε ό,τι αφορά την άσκηση της οικονομικής πολιτικής σε κρισιακό περιβάλλον. Δεν θα κρίνω αναλυτικά εδώ αυτήν τη στάση. Θα επιστήσω, απλώς, την προσοχή στο γεγονός πως οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις των Κίρχνερ άσκησαν πολιτικές οι οποίες αύξησαν το ποσοστό κέρδους, που είχε υποστεί πραγματικό καταποντισμό μετά το 1997, στο προηγούμενο σχεδόν επίπεδο. Αυτό ήταν το αληθινό μυστικό της ανάκαμψης μετά το 2001. Και πρόκειται για ακόμη μια δικαίωση της μαρξικής οπτικής για τα πράγματα.
Ας μην ξεχνάμε: ακόμη σήμερα, ή ακόμη περισσότερο σήμερα, ο Μαρξ είναι χρησιμότερος στην εκπόνηση της ανάλυσης και της πρακτικής μας σε σχέση με πολλούς που ρητά ή υπόρρητα καθορίζουν την συζήτηση.
Γιατί, μόλο που, διεθνώς, η δημόσια συζήτηση έχει μονοπωληθεί από τη σύγκρουση μεταξύ νεοκεϋνσιανών, τύπου Κρούγκμαν ή Μάρτιν Γουλφ, και austerians οπαδών της «επεκτατικής λιτότητας», με αποτέλεσμα να επικεντρώνεται στα ζητήματα της βραχυπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής –ως γνωστόν, μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί–, για τους μαρξιστές τα ουσιώδη εντοπίζονται αλλού.
Γνωρίζοντας πως οι εξελίξεις στο πλαίσιο των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών καθορίζονται κατεξοχήν από την πορεία της κερδοφορίας, οι μαρξιστές επιμένουν πως η υπέρβαση της καπιταλιστικής κρίσης προϋποθέτει την τόνωση του ποσοστού κέρδους. Πράγμα που σημαίνει: α) ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και β) καταστροφή κεφαλαίου, στο μέτρο που οι όροι αξιοποίησης είναι δυσμενείς.
Η δεύτερη, η «εκκαθαριστική» λειτουργία της καπιταλιστικής κρίσης, εξελίσσεται μετά το 2009 με άνισο τρόπο σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι, ωστόσο, πολύ μακριά από το να έχει ολοκληρωθεί. Πράγμα που προϊδεάζει για την πιθανότητα μιας νέας έντασης κρίσης στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Ειδικά στην Ελλάδα, η αδυναμία «απομόχλευσης», που σημαίνει και αδυναμία να προχωρήσει η απαξίωση και η καταστροφή του κεφαλαίου στο μέτρο που θα έπρεπε, για να επανέλθει ο ελληνικός καπιταλισμός σε τροχιά ενίσχυσης της συσσώρευσης, είναι πραγματικά ακραία. Είναι ενδεικτικό πως το δημόσιο χρέος παραμένει στο 180% περίπου, ενώ το αντίστοιχο χρέος των επιχειρήσεων έχει φτάσει στο 235%, διπλάσιο από το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ή θα υπάρξει μια ριζική εξέλιξη σε αυτά τα μέτωπα ή λύση δεν πρόκειται να δοθεί.
Δεδομένου, λοιπόν, πως η καταστροφή κεφαλαίου δεν εξελίσσεται με τους αναγκαίους ρυθμούς –μην ξεχνάμε πως την τελευταία φορά που «ολοκληρώθηκε» μια διαδικασία τέτοιας καταστροφής είχαμε το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο– και η υπερσυσσώρευση παρατείνεται, όλο το βάρος της αστικής πολιτικής πέφτει στην επίταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, στην προσπάθεια, δηλαδή, να αυξηθεί το ποσοστό εκμετάλλευσης παρασύροντας στην ίδια κατεύθυνση και το ποσοστό του κέρδους.
Τα στοιχεία της βάσης δεδομένων AMECO της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πολύ χαρακτηριστικά και δείχνουν ανάγλυφα τον τρόπο που εξελίσσεται η καπιταλιστική επίθεση. Η μείωση του μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ, ως δείκτης αύξησης της εκμετάλλευσης, αποτελεί μια σταθερά για το σύνολο των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, παίρνοντας τις μεγαλύτερες τιμές στις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση.
Έτσι, στις ΗΠΑ η μείωση είναι μέχρι στιγμής 4%, στην Εσθονία 7%, περίπου όσο και σε Ισπανία και Πορτογαλία, στην Ισλανδία κοντά στο 9%. Στην Ιρλανδία και τη Ρουμανία γύρω στο 10%, ενώ στη Λιθουανία και την Κύπρο φτάνει το 13%. Στην Ελλάδα η αντίστοιχη μείωση είναι 14% και στην κάτοχο του ευρωπαϊκού ρεκόρ Λετονία 18%. Αυτό σημαίνει πως στη Λετονία έχουμε μια μεταφορά εισοδήματος από τους μισθούς προς τα κέρδη που αντιστοιχεί στο 18% του ΑΕΠ!
Από τα στοιχεία αυτά συνάγεται αυτό που είναι γνωστό στους μαρξιστές, αλλά είναι σα να μην υπάρχει για νεοκεϋνσιανούς και νεοφιλελεύθερους. Ας το υπογραμμίσουμε, λοιπόν, για άλλη μια φορά: η καπιταλιστική παραγωγή –αυτό είναι το μάθημα του Μαρξ– είναι παραγωγή υπεραξίας και κέρδους μέσω της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Ό,τι, λοιπόν, επηρεάζει το βαθμό της εκμετάλλευσης είναι καθοριστικό για την πορεία της συσσώρευσης. Σε τελευταία ανάλυση, το σύνολο των αντιφάσεων που συνυπάρχουν σε έναν συγκεκριμένο καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό επικαθορίζονται από τον ταξικό συσχετισμό, δηλαδή από τη δυνατότητα (ή την αδυναμία) του κεφαλαίου να εκμεταλλεύεται την εργατική τάξη στον «κατάλληλο» βαθμό.
Τα στοιχεία, όμως, δείχνουν και κάτι άλλο, που έχει μείζονα σημασία για τη συζήτηση στο εσωτερικό της ελληνικής Αριστεράς. Η συγκεκριμένη πρακτική του κεφαλαίου αφορά τόσο τις χώρες του ευρώ (Ελλάδα, Κύπρος) όσο και αυτές που διαθέτουν «νομισματική αυτονομία» (Λιθουανία, Λετονία). Και, επιπλέον, δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε χώρες, που εφαρμόζουν μνημόνια (Ιρλανδία, Ισπανία) και σε όσες επέλεξαν μια «νεοκεϋνσιανή» οικονομική πολιτική (Ισλανδία).
Η αστική τάξη επιλέγει από μια ποικιλία οικονομικών «εργαλείων» με σταθερές την επίθεση στην εργατική τάξη και την ένταση του βαθμού εκμετάλλευσής της. Έχει σημασία να μην το ξεχνάμε όταν συζητάμε οι αριστεροί μεταξύ μας. Αλλιώς θα έχουμε το παράδοξο να γίνονται έμπρακτοι υποστηρικτές της νεοκεϋνσιανής πολιτικής οι θεωρητικά πιο πούροι αντίπαλοι του κεϋνσιανισμού. Σωστότερα, το βλέπουμε ήδη να συμβαίνει.
Πραγματικά, αν αφαιρέσουμε διάφορες «αντικαπιταλιστικές» σάλτσες, μεγάλο μέρος της συζήτησης γίνεται με κλασικούς και πολύ ορθόδοξους όρους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως το σύνολο σχεδόν της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς θεωρεί την Αργεντινή ως παράδειγμα προς μίμηση σε ό,τι αφορά την άσκηση της οικονομικής πολιτικής σε κρισιακό περιβάλλον. Δεν θα κρίνω αναλυτικά εδώ αυτήν τη στάση. Θα επιστήσω, απλώς, την προσοχή στο γεγονός πως οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις των Κίρχνερ άσκησαν πολιτικές οι οποίες αύξησαν το ποσοστό κέρδους, που είχε υποστεί πραγματικό καταποντισμό μετά το 1997, στο προηγούμενο σχεδόν επίπεδο. Αυτό ήταν το αληθινό μυστικό της ανάκαμψης μετά το 2001. Και πρόκειται για ακόμη μια δικαίωση της μαρξικής οπτικής για τα πράγματα.
Ας μην ξεχνάμε: ακόμη σήμερα, ή ακόμη περισσότερο σήμερα, ο Μαρξ είναι χρησιμότερος στην εκπόνηση της ανάλυσης και της πρακτικής μας σε σχέση με πολλούς που ρητά ή υπόρρητα καθορίζουν την συζήτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου