Ο ματωμένος ευρωβουλευτής καταγγέλλει την αστυνομία, αλλά τα
λαλίστατα κατά τα άλλα κυβερνητικά «ηχεία» καθεύδουν. Στη σκηνή του
θεάτρου, αντίθετα, ένας νέος πολιτικός (δημοσιογράφος της τηλοψίας)
τυγχάνει ευρύτατης τηλεοπτικής κάλυψης. Μιλάει για ιδέες. Στην
πραγματικότητα προβάλλει τον εαυτό του ως «ιδέα»! Η φιλοδοξία του
συναντάται με την επιδίωξη της καθεστηκυίας τάξης να χειραγωγήσει και να
περιορίσει στην κοίτη της την οργή των εξαθλιωμένων, κυρίως των νέων
ανέργων.
Το καινούργιο πολιτικό μόρφωμα επιχειρεί να επιτύχει εκεί που απέτυχαν τα άλλα πολιτικά σχήματα(«58», «Ελιά»). Έτσι, διαμορφώνεται μία συνδυασμένη λειτουργία εκμαυλισμών και εκφοβισμών, που παράγει την παραπλάνηση, ή τη συμμόρφωση και την υποταγή, νοθεύοντας σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας και επιβάλλοντας μία εικονική και συμβολική πολιτική που ως στρατηγική μορφή επικοινωνίας δεν αποσκοπεί στο περιεχόμενο αλλά στο φενακισμό των αισθήσεων και των συνειδήσεων.
Εδώ η πολιτική καθίσταται παράσταση και ακολουθία προσποιήσεων όπου με την κατάλληλη σκηνοθεσία δημιουργούνται οι εντυπώσεις νοήματος εκεί όπου δεν υπάρχουν παρά μόνο ιριδίζουσες σαπουνόφουσκες. Σ’ αυτό το περιβάλλον σύγχυσης ο πολίτης καλείται να βρει τη σχέση της πραγματικής πολιτικής και της παράστασης, προσφεύγοντας στο νόμο των πιθανοτήτων και βασιζόμενος σε διάφορες πληροφορίες, που διοχετεύονται από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ.
Με άλλα λόγια η όποια απόφασή του βρίσκεται ανάμεσα στην ορθολογική κρίση και τη ζαριά, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το παιγνίδι του «στοιχήματος». Μέσω αυτής της διαδικασίας οι πολίτες κατηγοριοποιούνται: Πρώτον, στους οπαδούς που αντλούν από το απόθεμα αφοσίωσης στο κόμμα και παρακολουθούν το θέαμα χωρίς να επηρεάζεται η σταθερή τους απόφαση. Δεύτερον, στους «ευαίσθητους ορθολογιστές» που υποστηρίζουν την ηθική της πολιτικής και οι οποίοι απαυδισμένοι από τη σκηνοθεσία καταφεύγουν στην αποχή και την ψήφο με «σφιγμένα δόντια».
Και, τέλος, στους ανυποψίαστους που αποτελούν την πλειονότητα και οι οποίοι αναζητούν στο δικό τους κόσμο ζωής τα σημεία προσανατολισμού, ώστε μέσω της ταύτισης να νοηματοδοτήσουν τα θεάματα και τα πρόσωπα της πολιτικής. Στον Σταύρο Θεοδωράκη, συνεπώς, που είναι ένας αυτοδημιούργητος από την Αγία Βαρβάρα, θα αναζητήσουν το πρόσωπο που είναι πιο κοντά τους και με το οποίο θα ταυτιστούν. Γι’ αυτό το λόγο οι «σκηνοθέτες-σύμβουλοι» θα υποκαταστήσουν τον πολιτικό ορθολογισμό με τις προθέσεις, την ηθική και την αξιοπιστία με το λαϊκό παρελθόν του νέου πολιτικού.
Όλα αυτά έχουν ως προϋπόθεση τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης. Γι’ αυτό επεβλήθη το «μαύρο» στην ΕΡΤ, γι’ αυτό το «σβήσιμο» των αντιμνημονιακών ΜΜΕ, γι’ αυτό και τα θαλασσοδάνεια στα μνημονιακά. Γι’ αυτό τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα έχουν επιβληθεί προ πολλού στην πολιτική διαδικασία. Γι’ αυτό και οι εκλογές δεν έχουν κανένα νόημα, όπως επισημαίνει ο Νόαμ Τσόμσκι, καθώς η αντιπροσώπευση εξαντλείται στην εκπροσώπηση των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων.
Ο οικονομικός και πολιτικός νεοφιλελευθερισμός κυριαρχεί ήδη παντού. Ο Λέστερ Θόροου, εδώ και χρόνια, υποστηρίζει ότι έχουμε ολιγαρχία και όχι δημοκρατία καθώς στις εκλογές ψηφίζουν μόνο οι πλούσιοι, οι οποίοι αγοράζουν τα πακέτα των ψήφων των «κάτω». Από την πλευρά του ο Πωλ Κρούγκμαν θεωρεί ότι το πολιτικό σύστημα λειτουργεί συνολικά «προς όφελος λίγων μεγάλων συμφερόντων». Ο πολιτικός ανταγωνισμός έχει καταστεί πλέον ένας ανταγωνισμός στη διαφθορά.
Για να γίνει όμως αυτό χρειάζονται μηχανισμοί-θεσμοί και μία κουλτούρα διακομματικής (μεγαλο-συνασπισμικής) διαχείρισης της διαφθοράς. Πάνω απ’ όλα χρειάζεται η διάβρωση εκείνων των κοινωνικών κανόνων και θεσμών στους οποίους στηρίζεται η «σχετική ισότητα» και η αντικατάστασή τους μ’ ένα δίκτυο θεσμών με οσμή μαφίας μέσω των οποίων αμείβονται οι νομιμόφρονες και τιμωρούνται οι διαφωνούντες. Οι θεσμοί αυτοί προμηθεύουν στους υπάκουους πολιτικούς τους απαραίτητους πόρους (χρήματα, πρόσβαση στα ΜΜΕ) για να κερδίζουν τις εκλογές, αλλά και ασφαλή καταφύγια στην περίπτωση αποτυχίας(θέσεις σε πανεπιστήμια, εταιρείες). Αντιθέτως, διώκουν και υπονομεύουν τους ανυπάκουους.
Οι ίδιοι θεσμοί συντηρούν το μεγάλο ετοιμοπόλεμο στρατό διανοουμένων και ακτιβιστών που θα εκλαϊκεύσουν και θα ενισχύσουν αντιλήψεις όπως περί της αχρηστίας του κράτους, της ανάγκης μειώσεως των μισθών και των συντάξεων, ή της ελάφρυνσης της φορολόγησης των επιχειρήσεων κ.ά. Οι «κάτω» θα πρέπει να πειθαρχούν, όχι με μία συνειδητή αλλά με μία ασυνείδητη πειθαρχία μέσω της συμβολικής τάξης και της συνήθειας (habitus), όπως αυτή του ανθρώπου που δεν σκέφτεται, του νευρόσπαστου, της μαριονέτας, του ζόμπι, ενός νέου είδους άσκεφτου ατόμου.
Συνεπώς, ο σημερινός κατακτητής είναι τα πλανητικά καρτέλ της πραγματικής και της χρηματοπιστωτικής οικονομίας. Αυτοί και οι εντόπιοι τοποτηρητές τους είναι οι αντίπαλοι του 99% των Ελλήνων, των Ιταλών, των Ισπανών, των Πορτογάλων. Σ’ αυτούς και στους εγχώριους τοποτηρητές τους θα απευθυνθεί το ηχηρό «Όχι στην ολιγαρχία» των πολιτών της Ευρώπης στις εκλογές του Μαΐου.
Το καινούργιο πολιτικό μόρφωμα επιχειρεί να επιτύχει εκεί που απέτυχαν τα άλλα πολιτικά σχήματα(«58», «Ελιά»). Έτσι, διαμορφώνεται μία συνδυασμένη λειτουργία εκμαυλισμών και εκφοβισμών, που παράγει την παραπλάνηση, ή τη συμμόρφωση και την υποταγή, νοθεύοντας σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας και επιβάλλοντας μία εικονική και συμβολική πολιτική που ως στρατηγική μορφή επικοινωνίας δεν αποσκοπεί στο περιεχόμενο αλλά στο φενακισμό των αισθήσεων και των συνειδήσεων.
Εδώ η πολιτική καθίσταται παράσταση και ακολουθία προσποιήσεων όπου με την κατάλληλη σκηνοθεσία δημιουργούνται οι εντυπώσεις νοήματος εκεί όπου δεν υπάρχουν παρά μόνο ιριδίζουσες σαπουνόφουσκες. Σ’ αυτό το περιβάλλον σύγχυσης ο πολίτης καλείται να βρει τη σχέση της πραγματικής πολιτικής και της παράστασης, προσφεύγοντας στο νόμο των πιθανοτήτων και βασιζόμενος σε διάφορες πληροφορίες, που διοχετεύονται από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ.
Με άλλα λόγια η όποια απόφασή του βρίσκεται ανάμεσα στην ορθολογική κρίση και τη ζαριά, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το παιγνίδι του «στοιχήματος». Μέσω αυτής της διαδικασίας οι πολίτες κατηγοριοποιούνται: Πρώτον, στους οπαδούς που αντλούν από το απόθεμα αφοσίωσης στο κόμμα και παρακολουθούν το θέαμα χωρίς να επηρεάζεται η σταθερή τους απόφαση. Δεύτερον, στους «ευαίσθητους ορθολογιστές» που υποστηρίζουν την ηθική της πολιτικής και οι οποίοι απαυδισμένοι από τη σκηνοθεσία καταφεύγουν στην αποχή και την ψήφο με «σφιγμένα δόντια».
Και, τέλος, στους ανυποψίαστους που αποτελούν την πλειονότητα και οι οποίοι αναζητούν στο δικό τους κόσμο ζωής τα σημεία προσανατολισμού, ώστε μέσω της ταύτισης να νοηματοδοτήσουν τα θεάματα και τα πρόσωπα της πολιτικής. Στον Σταύρο Θεοδωράκη, συνεπώς, που είναι ένας αυτοδημιούργητος από την Αγία Βαρβάρα, θα αναζητήσουν το πρόσωπο που είναι πιο κοντά τους και με το οποίο θα ταυτιστούν. Γι’ αυτό το λόγο οι «σκηνοθέτες-σύμβουλοι» θα υποκαταστήσουν τον πολιτικό ορθολογισμό με τις προθέσεις, την ηθική και την αξιοπιστία με το λαϊκό παρελθόν του νέου πολιτικού.
Όλα αυτά έχουν ως προϋπόθεση τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης. Γι’ αυτό επεβλήθη το «μαύρο» στην ΕΡΤ, γι’ αυτό το «σβήσιμο» των αντιμνημονιακών ΜΜΕ, γι’ αυτό και τα θαλασσοδάνεια στα μνημονιακά. Γι’ αυτό τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα έχουν επιβληθεί προ πολλού στην πολιτική διαδικασία. Γι’ αυτό και οι εκλογές δεν έχουν κανένα νόημα, όπως επισημαίνει ο Νόαμ Τσόμσκι, καθώς η αντιπροσώπευση εξαντλείται στην εκπροσώπηση των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων.
Ο οικονομικός και πολιτικός νεοφιλελευθερισμός κυριαρχεί ήδη παντού. Ο Λέστερ Θόροου, εδώ και χρόνια, υποστηρίζει ότι έχουμε ολιγαρχία και όχι δημοκρατία καθώς στις εκλογές ψηφίζουν μόνο οι πλούσιοι, οι οποίοι αγοράζουν τα πακέτα των ψήφων των «κάτω». Από την πλευρά του ο Πωλ Κρούγκμαν θεωρεί ότι το πολιτικό σύστημα λειτουργεί συνολικά «προς όφελος λίγων μεγάλων συμφερόντων». Ο πολιτικός ανταγωνισμός έχει καταστεί πλέον ένας ανταγωνισμός στη διαφθορά.
Για να γίνει όμως αυτό χρειάζονται μηχανισμοί-θεσμοί και μία κουλτούρα διακομματικής (μεγαλο-συνασπισμικής) διαχείρισης της διαφθοράς. Πάνω απ’ όλα χρειάζεται η διάβρωση εκείνων των κοινωνικών κανόνων και θεσμών στους οποίους στηρίζεται η «σχετική ισότητα» και η αντικατάστασή τους μ’ ένα δίκτυο θεσμών με οσμή μαφίας μέσω των οποίων αμείβονται οι νομιμόφρονες και τιμωρούνται οι διαφωνούντες. Οι θεσμοί αυτοί προμηθεύουν στους υπάκουους πολιτικούς τους απαραίτητους πόρους (χρήματα, πρόσβαση στα ΜΜΕ) για να κερδίζουν τις εκλογές, αλλά και ασφαλή καταφύγια στην περίπτωση αποτυχίας(θέσεις σε πανεπιστήμια, εταιρείες). Αντιθέτως, διώκουν και υπονομεύουν τους ανυπάκουους.
Οι ίδιοι θεσμοί συντηρούν το μεγάλο ετοιμοπόλεμο στρατό διανοουμένων και ακτιβιστών που θα εκλαϊκεύσουν και θα ενισχύσουν αντιλήψεις όπως περί της αχρηστίας του κράτους, της ανάγκης μειώσεως των μισθών και των συντάξεων, ή της ελάφρυνσης της φορολόγησης των επιχειρήσεων κ.ά. Οι «κάτω» θα πρέπει να πειθαρχούν, όχι με μία συνειδητή αλλά με μία ασυνείδητη πειθαρχία μέσω της συμβολικής τάξης και της συνήθειας (habitus), όπως αυτή του ανθρώπου που δεν σκέφτεται, του νευρόσπαστου, της μαριονέτας, του ζόμπι, ενός νέου είδους άσκεφτου ατόμου.
Συνεπώς, ο σημερινός κατακτητής είναι τα πλανητικά καρτέλ της πραγματικής και της χρηματοπιστωτικής οικονομίας. Αυτοί και οι εντόπιοι τοποτηρητές τους είναι οι αντίπαλοι του 99% των Ελλήνων, των Ιταλών, των Ισπανών, των Πορτογάλων. Σ’ αυτούς και στους εγχώριους τοποτηρητές τους θα απευθυνθεί το ηχηρό «Όχι στην ολιγαρχία» των πολιτών της Ευρώπης στις εκλογές του Μαΐου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου