Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Διμέτωπος αγώνας...

Του Κύρκου Δοξιάδη απο τα Ενθεματα...

Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, αλλά και πιο πρόσφατα, στη δουλειά μου γενικότερα αλλά και σε κάποια από τα κείμενά μου εδώ στα «Ενθέματα», έχω διαφοροποιηθεί από την τάση της Αριστεράς να ερμηνεύει τα πάντα με βάση κάποιο διπολικό σχήμα: κεφάλαιο / εργασία, καπιταλισμός / σοσιαλισμός, μονοπώλια / αντιμονοπωλιακές δυνάμεις, ιμπεριαλισμός / αντιιμπεριαλισμός, παγκοσμιοποίηση / αντιπαγκοσμιοποίηση. Τάση η οποία υποστηρίζω ότι σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον οικονομικό αναγωγισμό και στον φιλοσοφικό ολισμό που χαρακτηρίζουν τον παραδοσιακό μαρξισμό. Επειδή όμως το μέλημά μου σε τούτο εδώ το κείμενο είναι περισσότερο πολιτικό παρά θεωρητικό, θα επισημάνω και μια άμεσα πολιτική αιτία για την διπολιστική τάση της Αριστεράς.
Είναι πιο εύκολο να έχεις έναν αντίπαλο παρά δύο (ή περισσότερους). Ακόμη και αν εξακολουθείς να εναντιώνεσαι σε (τουλάχιστον) δύο διακριτές και μη αναγώγιμες μεταξύ τους δυνάμεις, συχνά επιλέγεις τη χειρότερη από τις δύο και προσωρινά τουλάχιστον αγωνίζεσαι εναντίον εκείνης, αφήνοντας τη λιγότερο κακή στην ησυχία της. Αν μάλιστα αυτό είναι εφικτό, συμμαχείς κιόλας με τη δεύτερη εναντίον της πρώτης. Η Αριστερά στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν σταμάτησε να είναι αντικαπιταλιστική στην ιδεολογία της, κάθε άλλο. Επέλεξε όμως να συμμαχήσει με όλες τις αντιφασιστικές και αντιναζιστικές δυνάμεις των καπιταλιστικών χωρών. Σε εκείνη μάλιστα την περίπτωση δεν ήταν απλώς «πιο εύκολο» για την Αριστερά να έχει έναν αντίπαλο, το ενιαίο μέτωπο εναντίον του φασισμού-ναζισμού επιβαλλόταν από τις συνθήκες – κάθε άλλη επιλογή της Αριστεράς πιθανότατα θα είχε ολέθριες συνέπειες για την ανθρωπότητα.
Το άρθρο του Στρατή Μπουρνάζου «Κίνδυνος Θάνατος» στα προηγούμενα «Ενθέματα» είναι ένα γενναίο κείμενο. Γενναίο διότι θέτει –επιτέλους– το αίτημα για την ευρύτερη δυνατή συμμαχία στην Ελλάδα σήμερα εναντίον του σύγχρονου ναζισμού, δηλαδή εναντίον της Χρυσής Αυγής, με την επίγνωση όμως προφανώς ότι οι συνθήκες –ακόμα τουλάχιστον– κάθε άλλο παρά είναι τέτοιες που να καθιστούν αυτονόητη μια συμμαχία αυτού του είδους όπως συνέβαινε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Διάφοροι είναι οι παράγοντες που συντελούν σε αυτό, θα απομονώσω εδώ δύο από τους πιο σημαντικούς.
Ο πρώτος και κυριότερος βέβαια είναι ότι στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία η πόλωση μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων προεξάρχει τόσο πολύ που οποιαδήποτε συμμαχία που δεν απευθύνεται σε δυνάμεις που εντάσσονται εξ ολοκλήρου σε μία από τις δύο πλευρές αυτού του διπόλου καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής αν όχι ανέφικτη. Αυτή η πόλωση είναι παντελώς αδύνατον να αποκτήσει δευτερεύουσα σημασία για την Αριστερά — η ίδια η ύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ ως υπολογίσιμης πολιτικής δύναμης ικανής να διεκδικήσει την εξουσία οφείλεται στην εν λόγω πόλωση. Κατά συνέπεια, η πρόταση του Στρ. Μπουρνάζου για ευρεία αντιφασιστική συμμαχία μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο ως πρόταση για δύο διαφορετικά μέτωπα που πρέπει να έχει ανοιχτά ταυτόχρονα η Αριστερά: ένα αντιφασιστικό-αντιναζιστικό και ένα αντιμνημονιακό-αντινεοφιλελεύθερο.
Υπάρχει όμως ένας δεύτερος παράγοντας που καθιστά το ούτως ή άλλως δύσκολο έργο του διμέτωπου αγώνα της Αριστεράς ακόμα δυσκολότερο. Η ατυχέστατη για την Αριστερά –και επωφελέστατη για την ίδια– επιλογή της Χρυσής Αυγής να συγκαταλέγεται στις αντιμνημονιακές δυνάμεις έχει κάνει τους μνημονιακούς και καθεστωτικούς κύκλους να τρίβουν τα χέρια τους (βλ. ιδίως το πρόσφατο άρθρο του Στέφανου Κασιμάτη «Η ευκαιρία της Χρυσής Αυγής για τη δημοκρατία», Η Καθημερινή, 16.9.2012). Η «θεωρία των δύο άκρων» δίνει και παίρνει ίσως όσο ποτέ άλλοτε στη χώρα μας. Με κάποιον που σε εξομοιώνει με τη Χρυσή Αυγή δεν μπορείς να συμμαχήσεις εναντίον της. Υπ’ αυτή την έννοια, σε αυτό ειδικά το ζήτημα, δεν συμμερίζομαι την αισιοδοξία του Σ. Μπουρνάζου όταν λέει: «[...] αν κάποιοι εκσυγχρονιστές, μεταρρυθμιστές, σοσιαλδημοκράτες, κεντρώοι ή δεξιοί θεωρούν κύριο εχθρό τη Χρυσή Αυγή, χωρίς συμψηφισμούς και θέλουν να συμπράξουν μαζί μας, τότε αρνούνται, εμπράκτως, τη θεωρία των “δύο άκρων”. Κι αυτό μπορεί να αποτελέσει λυδία λίθο για τις συμμαχίες». Μάλλον αντίστροφα πάει, δυστυχώς. Για να συμπράξουν μαζί μας, θα πρέπει να έχουν ήδη αρνηθεί τη «θεωρία των δύο άκρων». Και πόσοι άραγε είναι αυτοί στο «εκσυγχρονιστικό» στρατόπεδο πλην του Σωτήρη Βαλντέν; (Βλ. Σ. Βαλντέν, «Αντιφασιστικό μέτωπο και “μεταρρυθμιστικός” σεχταρισμός» (http://www.metarithmisi.gr). Συμφωνώντας με τον Σ. Μπουρνάζο ότι πρόκειται για σημαντικό άρθρο, πιστεύω ταυτόχρονα πως είναι αποκαρδιωτικό ότι ο Σ. Βαλντέν μοιάζει να απευθύνεται και να ασκεί κριτική στους περισσότερους από τους κατά τα άλλα ομοϊδεάτες του.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες, η Αριστερά στην παρούσα συγκυρία δεν έχει άλλη επιλογή από τον διμέτωπο αγώνα. Για να έχει έστω και μικρή πιθανότητα επιτυχίας, πρέπει πρώτα απ’ όλα να ξεκαθαρίσει στον εαυτό της και στον κόσμο που απευθύνεται ότι πρόκειται όντως για δύο διακριτά μεταξύ τους μέτωπα. Ναι, η ύπαρξη της Χρυσής Αυγής, διαμέσου της «θεωρίας των δύο άκρων», βολεύει μια χαρά την αδίστακτη αντι-αριστερή προπαγάνδα των μνημονιακών δυνάμεων. Ναι, η Χρυσή Αυγή και οι σημερινοί αυταρχικοί κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους είναι σε τεράστιο βαθμό συγκοινωνούντα δοχεία. Πέρα όμως από τις όποιες αναλύσεις και θεωρητικές προσεγγίσεις, αυτό που έχει σημασία είναι ότι, στη συνείδηση των ανθρώπων που προσελκύει –και όχι μόνο–, η Χρυσή Αυγή έχει κατορθώσει να καταχωριστεί ως αντιμνημονιακή. Θα ήταν ανέφικτο και πολιτικά ανεδαφικό αυτούς τους ανθρώπους να προσπαθήσουμε να τους πείσουμε ότι «κατά βάθος» είναι μνημονιακή και συστημική. Πιο εφικτό θα ήταν να εξηγήσουμε με κάθε δυνατό τρόπο το προφανές: Ακόμα και με το πρόσχημα της αντίστασης στη βαρβαρότητα των μνημονίων και του νεοφιλελευθερισμού, ο εκφασισμός της ελληνικής κοινωνίας ισοδυναμεί με την αυτοκτονία της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων