του Δημητρη Ψαρρα, απο το Alter Thess...
Όπως έχει υποστηρίξει και ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος στο πρώτο φύλλο της «Εφ.Συν.», η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής μπορεί να γίνει με την εφαρμογή του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα που προβλέπει τη δίωξη των ηγετών εγκληματικής οργάνωσης ως ηθικών αυτουργών για τις παράνομες πράξεις των μελών της.
Χρειάστηκε δυστυχώς να έχουμε και έναν Ελληνα νέο νεκρό, ανάμεσα στα πολυάριθμα θύματα της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης, για να αποφασίσει η κυβέρνηση ότι πρέπει να αντιδράσει με αποφασιστικό τρόπο. Και ενώ μέχρι τις πρωινές ώρες χτες οι εκπρόσωποί της συνέχιζαν να αναμασούν την καραμέλα των «δύο άκρων», τελικά παρενέβη ο κ. Δένδιας να ανακοινώσει ότι τις προσεχείς ημέρες θα τεθεί σε δημόσιο διάλογο πρόταση νομοθετικής παρέμβασης, με αντικείμενο τη διεύρυνση του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα περί εγκληματικής οργάνωσης και του άρθρου 195 του Ποινικού Κώδικα περί του τι συνιστά κατάρτιση ένοπλης ομάδας.
Η παρέμβαση του αρμόδιου υπουργού κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Μόνο που είναι περιττή. Εξηγούμαστε. Η ανακοίνωση καταφέρεται ρητά εναντίον του «νεοναζιστικού μορφώματος» και εισηγείται τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν εναντίον της Χρυσής Αυγής, χωρίς -όπως συνέβαινε μέχρι χτες- να επιχειρηθεί κάποιος συμψηφισμός με το «άλλο άκρο». Αλλά χρόνος για τέτοιου είδους «δημόσιο διάλογο» δεν υπάρχει.
Αλλωστε διαθέτουμε πικρή πείρα από τον διάλογο, τον οποίο είχε ξεκινήσει και πάλι με δική της πρωτοβουλία η κυβέρνηση, για την υιοθέτηση του λεγόμενου «αντιρατσιστικού νόμου», που κι αυτός προβλήθηκε ως αντίδοτο για τη δράση της Χρυσής Αυγής και τελικά κατέληξε στο αρχείο, ενώ ακόμα και ο υπουργός που συνέταξε το σχέδιο νόμου βρέθηκε μαζί με το κόμμα του εκτός κυβέρνησης. Δικαιούται λοιπόν να είναι κανείς επιφυλακτικός για παρόμοιες προτάσεις διαλόγου, οι οποίες μοιάζουν περισσότερο με προσπάθεια της κυβέρνησης να κερδίσει καιρό και να εκτονώσει την ένταση, παρά με σοβαρή απόπειρα εφαρμογής του νόμου για την καταστολή της δράσης αυτής της συμμορίας.
Αλλά το σοβαρότερο είναι άλλο. Η δικαιολογία που προβαλλόταν μέχρι σήμερα για την ανοχή των κρατικών μηχανισμών (της αστυνομίας και της δικαιοσύνης) απέναντι στις προκλητικές ενέργειες της οργάνωσης ήταν ότι δεν πρέπει μέσω διώξεων να επιβεβαιωθεί ο «αντισυστημικός» χαρακτήρας της οργάνωσης και επομένως οφείλουμε να κλείνουμε τα μάτια στη δράση της. Ως επικουρικό επιχείρημα αναφερόταν ότι κάθε απόπειρα απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής θα προσέκρουε και στο Σύνταγμα, το οποίο δεν επιτρέπει, σύμφωνα με τη γνώμη των περισσότερων συνταγματολόγων, την απαγόρευση κομμάτων.
Αυτό είναι σωστό, αλλά δεν εισηγείται κανείς μια παρόμοια απαγόρευση. Οχι μόνο επειδή είναι πιθανό να προσκρούει σε συνταγματική διάταξη, αλλά και επειδή δεν θα έχει καμιά πρακτική συνέπεια. Ηδη εδώ και δύο δεκαετίες ο φίρερ Μιχαλολιάκος δηλώνει κυνικά και με κάθε ευκαιρία ότι σ' αυτή την περίπτωση θα αλλάξει το όνομα της οργάνωσης και θα συνεχίσει τη δράση της. Εκείνο που έχει προταθεί από σειρά νομικών και οργανώσεων υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ότι πρέπει να εφαρμοστεί εναντίον της ηγεσίας της οργάνωσης το ισχύον άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο προβλέπει τη δίωξη των ηγετών εγκληματικής οργάνωσης ως ηθικών αυτουργών για τις παράνομες πράξεις των μελών της.
Τη θέση αυτή διατύπωσε εδώ και έναν σχεδόν χρόνο με εξαιρετική σαφήνεια ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος και μάλιστα στο πρώτο φύλλο της «Εφ.Συν.». Απαντώντας σε ερώτημα για τον τρόπο θεσμικής αντιμετώπισης της δράσης της Χρυσής Αυγής, ο κ. Αλιβιζάτος είχε υποστηρίξει ότι «πρέπει κανείς να πάρει υπόψη ότι η ομάδα αυτή μοιάζει περισσότερο με εγκληματική οργάνωση του άρθρου 187 Π.Κ. παρά με πολιτικό κόμμα», επομένως «η απάντηση είναι απλή: Σε νομικό επίπεδο η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής μπορεί να γίνει με την επιβολή στα μέλη της που εκτρέπονται -συμπεριλαμβανομένων και των βουλευτών της- των ποινών που προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας σε σειρά άρθρων του. Είτε ως φυσικοί αυτουργοί, εφόσον διαπράττουν οι ίδιοι αξιόποινες πράξεις, είτε ως ηθικοί, εφόσον ως ηγετική ομάδα τα σχεδιάζουν, οι χρυσαυγίτες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κοινοί εγκληματίες» («Ως κοινοί εγκληματίες», «Εφ.Συν.», 5.11.2012).
Η υπόδειξη αυτή ήταν σημαντική. Διότι η καταδίκη ως ηθικών αυτουργών των ηγετών της εγκληματικής οργάνωσης θα έχει παρεπόμενη ποινή και την αφαίρεση των πολιτικών τους δικαιωμάτων και φυσικά την αποβολή τους από τη Βουλή. Για να συμβεί αυτό δεν χρειάζεται καμιά νέα νομοθεσία. Εχουν εξιχνιαστεί ήδη σειρά κακουργηματικών πράξεων των στελεχών της οργάνωσης, και πολλές υποθέσεις έχουν τελεσιδικήσει μέχρι και το ανώτατο δικαστήριο, ενώ άλλες διώξεις δεν έχουν φτάσει ακόμα στο ακροατήριο. Ολες αυτές οι δικογραφίες δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για τον χαρακτήρα της οργάνωσης, την αυστηρά ιεραρχική (στρατιωτική) δομή της και την ευθύνη της ηγεσίας για τη δράση της «Φάλαγγας», δηλαδή των χρυσαυγίτικων Ταγμάτων Εφόδου. Αν μέχρι σήμερα δεν έχουν εφαρμοστεί εναντίον της οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Μόνο που μέχρι σήμερα κανείς δεν αποφάσισε να θέσει αυτές τις διατάξεις σε εφαρμογή. Είναι καιρός.
Εφημερίδα των Συντακτών
Όπως έχει υποστηρίξει και ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος στο πρώτο φύλλο της «Εφ.Συν.», η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής μπορεί να γίνει με την εφαρμογή του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα που προβλέπει τη δίωξη των ηγετών εγκληματικής οργάνωσης ως ηθικών αυτουργών για τις παράνομες πράξεις των μελών της.
Χρειάστηκε δυστυχώς να έχουμε και έναν Ελληνα νέο νεκρό, ανάμεσα στα πολυάριθμα θύματα της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης, για να αποφασίσει η κυβέρνηση ότι πρέπει να αντιδράσει με αποφασιστικό τρόπο. Και ενώ μέχρι τις πρωινές ώρες χτες οι εκπρόσωποί της συνέχιζαν να αναμασούν την καραμέλα των «δύο άκρων», τελικά παρενέβη ο κ. Δένδιας να ανακοινώσει ότι τις προσεχείς ημέρες θα τεθεί σε δημόσιο διάλογο πρόταση νομοθετικής παρέμβασης, με αντικείμενο τη διεύρυνση του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα περί εγκληματικής οργάνωσης και του άρθρου 195 του Ποινικού Κώδικα περί του τι συνιστά κατάρτιση ένοπλης ομάδας.
Η παρέμβαση του αρμόδιου υπουργού κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Μόνο που είναι περιττή. Εξηγούμαστε. Η ανακοίνωση καταφέρεται ρητά εναντίον του «νεοναζιστικού μορφώματος» και εισηγείται τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν εναντίον της Χρυσής Αυγής, χωρίς -όπως συνέβαινε μέχρι χτες- να επιχειρηθεί κάποιος συμψηφισμός με το «άλλο άκρο». Αλλά χρόνος για τέτοιου είδους «δημόσιο διάλογο» δεν υπάρχει.
Αλλωστε διαθέτουμε πικρή πείρα από τον διάλογο, τον οποίο είχε ξεκινήσει και πάλι με δική της πρωτοβουλία η κυβέρνηση, για την υιοθέτηση του λεγόμενου «αντιρατσιστικού νόμου», που κι αυτός προβλήθηκε ως αντίδοτο για τη δράση της Χρυσής Αυγής και τελικά κατέληξε στο αρχείο, ενώ ακόμα και ο υπουργός που συνέταξε το σχέδιο νόμου βρέθηκε μαζί με το κόμμα του εκτός κυβέρνησης. Δικαιούται λοιπόν να είναι κανείς επιφυλακτικός για παρόμοιες προτάσεις διαλόγου, οι οποίες μοιάζουν περισσότερο με προσπάθεια της κυβέρνησης να κερδίσει καιρό και να εκτονώσει την ένταση, παρά με σοβαρή απόπειρα εφαρμογής του νόμου για την καταστολή της δράσης αυτής της συμμορίας.
Αλλά το σοβαρότερο είναι άλλο. Η δικαιολογία που προβαλλόταν μέχρι σήμερα για την ανοχή των κρατικών μηχανισμών (της αστυνομίας και της δικαιοσύνης) απέναντι στις προκλητικές ενέργειες της οργάνωσης ήταν ότι δεν πρέπει μέσω διώξεων να επιβεβαιωθεί ο «αντισυστημικός» χαρακτήρας της οργάνωσης και επομένως οφείλουμε να κλείνουμε τα μάτια στη δράση της. Ως επικουρικό επιχείρημα αναφερόταν ότι κάθε απόπειρα απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής θα προσέκρουε και στο Σύνταγμα, το οποίο δεν επιτρέπει, σύμφωνα με τη γνώμη των περισσότερων συνταγματολόγων, την απαγόρευση κομμάτων.
Αυτό είναι σωστό, αλλά δεν εισηγείται κανείς μια παρόμοια απαγόρευση. Οχι μόνο επειδή είναι πιθανό να προσκρούει σε συνταγματική διάταξη, αλλά και επειδή δεν θα έχει καμιά πρακτική συνέπεια. Ηδη εδώ και δύο δεκαετίες ο φίρερ Μιχαλολιάκος δηλώνει κυνικά και με κάθε ευκαιρία ότι σ' αυτή την περίπτωση θα αλλάξει το όνομα της οργάνωσης και θα συνεχίσει τη δράση της. Εκείνο που έχει προταθεί από σειρά νομικών και οργανώσεων υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ότι πρέπει να εφαρμοστεί εναντίον της ηγεσίας της οργάνωσης το ισχύον άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο προβλέπει τη δίωξη των ηγετών εγκληματικής οργάνωσης ως ηθικών αυτουργών για τις παράνομες πράξεις των μελών της.
Τη θέση αυτή διατύπωσε εδώ και έναν σχεδόν χρόνο με εξαιρετική σαφήνεια ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος και μάλιστα στο πρώτο φύλλο της «Εφ.Συν.». Απαντώντας σε ερώτημα για τον τρόπο θεσμικής αντιμετώπισης της δράσης της Χρυσής Αυγής, ο κ. Αλιβιζάτος είχε υποστηρίξει ότι «πρέπει κανείς να πάρει υπόψη ότι η ομάδα αυτή μοιάζει περισσότερο με εγκληματική οργάνωση του άρθρου 187 Π.Κ. παρά με πολιτικό κόμμα», επομένως «η απάντηση είναι απλή: Σε νομικό επίπεδο η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής μπορεί να γίνει με την επιβολή στα μέλη της που εκτρέπονται -συμπεριλαμβανομένων και των βουλευτών της- των ποινών που προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας σε σειρά άρθρων του. Είτε ως φυσικοί αυτουργοί, εφόσον διαπράττουν οι ίδιοι αξιόποινες πράξεις, είτε ως ηθικοί, εφόσον ως ηγετική ομάδα τα σχεδιάζουν, οι χρυσαυγίτες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κοινοί εγκληματίες» («Ως κοινοί εγκληματίες», «Εφ.Συν.», 5.11.2012).
Η υπόδειξη αυτή ήταν σημαντική. Διότι η καταδίκη ως ηθικών αυτουργών των ηγετών της εγκληματικής οργάνωσης θα έχει παρεπόμενη ποινή και την αφαίρεση των πολιτικών τους δικαιωμάτων και φυσικά την αποβολή τους από τη Βουλή. Για να συμβεί αυτό δεν χρειάζεται καμιά νέα νομοθεσία. Εχουν εξιχνιαστεί ήδη σειρά κακουργηματικών πράξεων των στελεχών της οργάνωσης, και πολλές υποθέσεις έχουν τελεσιδικήσει μέχρι και το ανώτατο δικαστήριο, ενώ άλλες διώξεις δεν έχουν φτάσει ακόμα στο ακροατήριο. Ολες αυτές οι δικογραφίες δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για τον χαρακτήρα της οργάνωσης, την αυστηρά ιεραρχική (στρατιωτική) δομή της και την ευθύνη της ηγεσίας για τη δράση της «Φάλαγγας», δηλαδή των χρυσαυγίτικων Ταγμάτων Εφόδου. Αν μέχρι σήμερα δεν έχουν εφαρμοστεί εναντίον της οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Μόνο που μέχρι σήμερα κανείς δεν αποφάσισε να θέσει αυτές τις διατάξεις σε εφαρμογή. Είναι καιρός.
Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου