Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, απο το Red NoteBook...
Τους τελευταίους μήνες, και εξαιτίας του αυτοματισμού με τον οποίο συνδέονται στη “μέση” συνείδηση μετανάστες και νεοναζισμός, πέρασε μάλλον απαρατήρητη μια σημαντική εξέλιξη, που δυστυχώς επιβεβαίωσε δραματικά η δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
O ναζισμός δεν είναι (μόνο) ρατσισμός
Μέχρι πρότινος φαινόταν να λειτουργεί ένας ιδιότυπος καταμερισμός εργασίας: Από τη μια πλευρά, τμήματα του κρατικού μηχανισμού “πολιτικοποιούνταν” όλο και περισσότερο απέναντι σε κάθε εκδοχή “εσωτερικού εχθρού” – βασανίζοντας και διαπομπεύοντας συλληφθέντες για τρομοκρατία, βασανίζοντας αντιφασίστες, επιστρατεύοντας απεργούς και σφραγίζοντας καταλήψεις· από την άλλη, υποδύομενοι τη φωνή της “σιωπηλής κοινωνίας”, οι νεοναζί αναλάμβαναν τη “διαχείριση” του μεταναστευτικού (την αντιμετώπιση του εσω-εξωτερικού εχθρού), φτάνοντας ως εκεί που το κράτος δεν μπορούσε να φτάσει: πραγματοποιώντας εκατοντάδες επιθέσεις σε όλη την Ελλάδα και τελικά δολοφονώντας, τον περασμένο Ιανουάριο, τον Σαχτζάτ Λουκμάν.
Το τελευταίο διάστημα φαίνεται ο καταμερισμός αυτός να τροποποιείται, με τρόπο που παραπέμπει στην περίοδο μετά το Δεκέμβρη του 2008: Από τη μια πλευρά το κράτος, αφουγκραζόμενο τη “σιωπηλή κοινωνία”, αναλαμβάνει την “ορθολογική” επίλυση του μεταναστευτικού (στρατόπεδα και κράτηση μέχρι θανάτου, συνέχιση του Ξένιου Δία, μπλοκάρισμα της ιθαγένειας)· από την άλλη οι νεοναζί, παρεμβαίνοντας περισσότερο ως κόμμα και λιγότερο ως κίνημα, αναβαθμίζουν τη δράση τους κατά της Αριστεράς, του αντιεξουσιαστικού χώρου και των κινημάτων αλληλεγγύης, φτάνοντας ως εκεί που το κράτος δεν μπορεί (ακόμα) να φτάσει: επίθεση στα γραφεία και σε στέλεχος του ΝΑΡ τον Ιούνιο, επίθεση στο “Συνεργείο”, στο “Μυρμήγκι” και σε γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο, επίθεση και πάλι σε γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές του Σεπτέμβρη, ενέδρα σε μέλη του ΚΚΕ προ ημερών, και τελικά δολοφονία του Παύλου Φύσσα, γνωστού αντιφασίστα στο Κερατσίνι.
Αυτός είναι ο τρόπος των νεοναζί, όχι μόνο να παρεμβαίνουν στην πολιτική συγκυρία, ιδίως μάλιστα σε περίοδο ανόδου των αγώνων όπως αυτή που διανύουμε, αλλά και να αμφισβητούν το μονοπώλιο της ΝΔ στην “κεντρική πολιτική”. Αυτός είναι, τέλος, ο λόγος που τα αποτελέσματα των επιθέσεών τους δεν μπορούν να αποδοθούν στην κακιά στιγμή ή σε λάθος. Τα περί “επαγγελματικού χτυπήματος” στον Φύσσα, όπως και το ότι στο Πέραμα από τύχη και μόνο δεν υπήρξε νεκρός, μάλλον επιβεβαιώνουν ότι η Χρυσή Αυγή συνειδητά δεν αρκείται σε “συμβολικά” χτυπήματα. Γιατί άραγε η εμφύλια βία να είναι λιγότερο φονική από τη ρατσιστική;
Θεωρία των άκρων: το ύστατο καταφύγιο μιας αμήχανης ΝΔ
Αναβαθμίζοντας τη στρατηγική της έντασης, και περνώντας από την εθνοκάθαρση σε εμφυλιακού τύπου επιθέσεις, η Χρυσή Αυγή επιδιώκει να “επιβεβαιώσει” τις γνωστές περσινές δηλώσεις Παναγιώταρου, σύμφωνα με τις οποίες στην Ελλάδα βρίσκεται σε εξέλιξη ένας εμφύλιος πόλεμος. Η ίδια, όμως, δεν κάνει άλλο από το να αποδεικνύει τη συνέπειά της με όσα κάνουν παντού και πάντα οι ναζί – πράγμα που τώρα της επιτρέπουν η διαρκής δημοσκοπική της άνοδος και, κυρίως, το διπλό παιχνίδι που παίζει μαζί της η ΝΔ. Για να υπάρξει “εμφύλιος”, δεν αρκεί ένα άκρο – δεν αρκούν ούτε καν δύο. Για να υπάρξει εμφύλιος, χρειάζεται κυβέρνηση και κρατικός μηχανισμός. Το θέμα λοιπόν είναι τι κάνουν οι αντίπαλοι της εμφυλιοπολεμικής Χρυσής Αυγής, και, κυρίως, τι κάνει η ΝΔ.
Λίγες μόλις ώρες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, κι ενώ τελευταία πληθαίνουν τα προσκλητήρια συνεργασίας που απευθύνονται σε χρυσαυγίτες, η ΝΔ όχι μόνο δεν εγκαταλείπει τη θεωρία των άκρων, αλλά φτάνει να αναζητά ισοδύναμο του μαχαιροβγάλτη της Αμφιάλης στις τάξεις των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, κινούμενη μεταξύ ακροδεξιάς εξαχρείωσης, φαιδρότητας και πολιτικής αμηχανίας. Είναι ακριβώς αυτή η αδιαφοροποίητη στάση, και επιπλέον η αναβάθμιση της σύγκρουσης με τον ΣΥΡΙΖΑ, που ουσιαστικά αποτελούν επιβράβευση του εμφυλιοπολεμικού προσανατολισμού της Χρυσής Αυγής, την ώρα που αυτός “αποδίδει” τον πρώτο νεκρό. Όσοι έμειναν στα στημένα από τη Χρυσή Αυγή επεισόδια στο Μελιγαλά, με τα οποία υποτίθεται ότι οι νεοναζί κήρυξαν πόλεμο στη ΝΔ, θα έπρεπε να αναρωτηθούν για τη σκοπιμότητα της παρουσίας της ΝΔ σε “γιορτές” όπως αυτή, που μάλλον δεν προάγουν την εθνική συμφιλίωση. Να αναρωτηθούν, γιατί αυτό που τμήματα της ΝΔ νοσταλγούν, οι νεοναζί το αναβιώνουν.
Αδυνατώντας να συγκρατήσει τις διαρροές ψηφοφόρων της προς τη Χρυσή Αυγή λόγω του Μνημονίου, και ταυτόχρονα εμμένοντας ακριβώς στην πολιτική που προκαλεί τις διαρροές αυτές, η ΝΔ επιμένει σε μια τακτική ενσωμάτωσης της ατζέντας της Χρυσής Αυγής, και συχνότερα πλέον και της ίδιας, μολονότι οι δημοσκοπήσεις κραυγάζουν για το ποιος ωφελείται από την τακτική αυτή. Κάπως έτσι, η ΝΔ “χρίζει” τους νεοναζί ομάδα κρούσης της – ένα είδος εξωτερικών “Κενταύρων” ή “Ρέιντζερς”, σε μια περίοδο που, αντίθετα με τη δεκαετία του ΄80, υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις ώστε περιστατικά σαν αυτό της Τρίτης να μην είναι “μεμονωμένα”. Εκτός από την εκλογική αναποτελεσματικότητα, με άλλα λόγια, ούτε η τακτική της όλο και πιο δεξιάς ΝΔ θα έλεγε κανείς ότι προάγει την εθνική συμφιλίωση.
Βαϊμάρη ή νοτιότερα;
Για όλους αυτούς τους λόγους είναι άτοπες οι αναλύσεις περί σκηνικού Βαϊμάρης που στήνουν, υποτίθεται, τα “άκρα”. Αν χρειάζεται οπωσδήποτε μια ιστορική αναλογία για να καταλάβουμε τι συμβαίνει σήμερα, αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί (με την επίγνωση των ορίων κάθε αναλογίας) στην Ιταλία των χρόνων της στρατηγικής της έντασης: της περιόδου όπου νεοφασίστες, τμήματα του κρατικού μηχανισμού και διεθνείς μυστικές υπηρεσίες συνέπρατταν εναντίον των ανατρεπτικών κινημάτων, εξωθώντας στα άκρα την πολιτική σύγκρουση, υποχρεώνοντας την Αριστερά σε κυβερνητική συνεργασία με τη Δεξιά, και τορπιλίζοντας στη συνέχεια και αυτή τη συνεργασία.
Επειδή, εκτός από τη Βαϊμάρη, στο δημόσιο λόγο έχει ταλαιπωρηθεί αφάνταστα και η στρατηγική της έντασης, ας το πούμε όσο πιο καθαρά γίνεται: η αποσταθεροποίηση που επιδιώκει η Ακροδεξιά υπήρξε διαχρονικά όρος για τη σταθεροποίηση του κράτους. Για να ανακτήσει αυτό την πρωτοβουλία των κινήσεων, να επιβεβαιώσει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας σε βάρος των αντιπάλων του, και σε περιόδους όπως αυτή, να ανασχέσει τη δυναμική της Αριστεράς, εκτρέποντας και απομονώνοντας τους κοινωνικούς αγώνες.
Την ίδια στιγμή, ισχύει και κάτι ακόμα: ότι η αναγνώριση του αποσταθεροποιητικού ρόλου μιας τέτοιας στρατηγικής, στην οποία τμήματα του κρατικού μηχανισμού συμμετέχουν με πράξεις και παραλείψεις, μπορεί να οδηγήσει και στον προληπτικό αυτοπεριορισμό της Αριστεράς. Αυτό, όμως, θα ήταν ένα πάτημα μιας άλλης μπανανόφλουδας...
Δημοκρατικό τόξο και φασισμός
Τα παραπάνω εξηγούν, νομίζω, γιατί η Αριστερά δεν πρέπει να επιτρέψει τη “χρυσαυγιτοποίηση” της πολιτικής σύγκρουσης· γιατί δεν πρέπει να επιτρέψει στη Χρυσή Αυγή να εκτρέψει τους αγώνες της περιόδου, και γιατί δεν πρέπει να αγνοήσει τον “καταμερισμό εργασίας” που προϋποθέτει κάθε στρατηγική της έντασης. Γιατί, με άλλα λόγια, χρειάζεται να παραιτηθεί από την μεταπολιτευτική επιμονή να ταυτίζει τη δημοκρατία με μια καλή συνεννόηση σε επίπεδο κορυφών. Αυτό που εγγυάται τη δημοκρατία (και την ασφάλεια...) είναι η μαζική συμμετοχή και η υγειονομική ζώνη που δημιουργούν οι αγώνες απέναντι στο φασισμό – όχι η απόσυρση.
Από την άλλη πλευρά, η αποφυγή της “χρυσαυγιτοποίησης” της πολιτικής σύγκρουσης δεν σημαίνει ανάθεση του αντιφασισμού στο κράτος. Επιστρέφοντας (μόνο για λίγο) στη Βαϊμάρη, ας μην ξεχνάμε ότι οι διάφορες απαγορεύσεις σε βάρος των ναζί από το κράτος της Βαϊμάρης αποδεικνύονταν σύντομα προσχηματικές, έφτιαχναν όμως τον καμβά για αντίστοιχα μέτρα εναντίον των κομμουνιστών, που αποδεικνύονταν πιο “κυριολεκτικά” – και πιο βίαια. Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε όλοι.
Με αυτή την έννοια, οι εκκλήσεις προς την Αριστερά να συμπράξει στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού τόξου, είναι ειλικρινείς μόνο υπό τον όρο της καταγγελίας της θεωρίας των δύο άκρων και της ανάληψης συγκεκριμένης δράσης για τη διάρρηξη του συνεχούς κράτους-παρακράτους, από τα ΜΜΕ μέχρι την Αστυνομία και τη Δικαιοσύνη. Σε μία τέτοια θεσμική “περικύκλωση” των ναζί, η Αριστερά έχει κάθε λόγο να διεκδικήσει πρωταγωνιστικό ρόλο –ποιος άλλος θα μπορούσε να τον έχει, εξάλλου;–, τον ίδιο δηλαδή που αντικειμενικά διαθέτει στην προσπάθεια να ανακτηθεί κοινωνικό έδαφος από τη Χρυσή Αυγή.
Θεσμική περικύκλωση, διάρρηξη του συνεχούς κράτους παρακράτους και αυτοτελής αντιμετώπιση της εγκληματικής δράσης των νεοναζί. Ως προς την τελευταία, η ενεργοποίηση του υφιστάμενου ποινικού κώδικα (άρθρο 187 περί εγκληματικής οργάνωσης) θα αρκούσε – και θα επιβεβαίωνε ότι τηρούνται έστω οι ίσες αποστάσεις από τα άκρα. Το γεγονός ότι αυτό δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα, μαρτυρά ότι το πρόβλημα δεν είναι γενικώς τα άκρα αλλά ο εξτρεμισμός ενός όλο και πιο εμφυλιοπολεμικού εθνικού τόξου. Η Χρυσή Αυγή είναι ποινικό φαινόμενο. Δεν είναι, όμως, μόνο τέτοιο.
O ναζισμός δεν είναι (μόνο) ρατσισμός
Μέχρι πρότινος φαινόταν να λειτουργεί ένας ιδιότυπος καταμερισμός εργασίας: Από τη μια πλευρά, τμήματα του κρατικού μηχανισμού “πολιτικοποιούνταν” όλο και περισσότερο απέναντι σε κάθε εκδοχή “εσωτερικού εχθρού” – βασανίζοντας και διαπομπεύοντας συλληφθέντες για τρομοκρατία, βασανίζοντας αντιφασίστες, επιστρατεύοντας απεργούς και σφραγίζοντας καταλήψεις· από την άλλη, υποδύομενοι τη φωνή της “σιωπηλής κοινωνίας”, οι νεοναζί αναλάμβαναν τη “διαχείριση” του μεταναστευτικού (την αντιμετώπιση του εσω-εξωτερικού εχθρού), φτάνοντας ως εκεί που το κράτος δεν μπορούσε να φτάσει: πραγματοποιώντας εκατοντάδες επιθέσεις σε όλη την Ελλάδα και τελικά δολοφονώντας, τον περασμένο Ιανουάριο, τον Σαχτζάτ Λουκμάν.
Το τελευταίο διάστημα φαίνεται ο καταμερισμός αυτός να τροποποιείται, με τρόπο που παραπέμπει στην περίοδο μετά το Δεκέμβρη του 2008: Από τη μια πλευρά το κράτος, αφουγκραζόμενο τη “σιωπηλή κοινωνία”, αναλαμβάνει την “ορθολογική” επίλυση του μεταναστευτικού (στρατόπεδα και κράτηση μέχρι θανάτου, συνέχιση του Ξένιου Δία, μπλοκάρισμα της ιθαγένειας)· από την άλλη οι νεοναζί, παρεμβαίνοντας περισσότερο ως κόμμα και λιγότερο ως κίνημα, αναβαθμίζουν τη δράση τους κατά της Αριστεράς, του αντιεξουσιαστικού χώρου και των κινημάτων αλληλεγγύης, φτάνοντας ως εκεί που το κράτος δεν μπορεί (ακόμα) να φτάσει: επίθεση στα γραφεία και σε στέλεχος του ΝΑΡ τον Ιούνιο, επίθεση στο “Συνεργείο”, στο “Μυρμήγκι” και σε γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο, επίθεση και πάλι σε γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές του Σεπτέμβρη, ενέδρα σε μέλη του ΚΚΕ προ ημερών, και τελικά δολοφονία του Παύλου Φύσσα, γνωστού αντιφασίστα στο Κερατσίνι.
Αυτός είναι ο τρόπος των νεοναζί, όχι μόνο να παρεμβαίνουν στην πολιτική συγκυρία, ιδίως μάλιστα σε περίοδο ανόδου των αγώνων όπως αυτή που διανύουμε, αλλά και να αμφισβητούν το μονοπώλιο της ΝΔ στην “κεντρική πολιτική”. Αυτός είναι, τέλος, ο λόγος που τα αποτελέσματα των επιθέσεών τους δεν μπορούν να αποδοθούν στην κακιά στιγμή ή σε λάθος. Τα περί “επαγγελματικού χτυπήματος” στον Φύσσα, όπως και το ότι στο Πέραμα από τύχη και μόνο δεν υπήρξε νεκρός, μάλλον επιβεβαιώνουν ότι η Χρυσή Αυγή συνειδητά δεν αρκείται σε “συμβολικά” χτυπήματα. Γιατί άραγε η εμφύλια βία να είναι λιγότερο φονική από τη ρατσιστική;
Θεωρία των άκρων: το ύστατο καταφύγιο μιας αμήχανης ΝΔ
Αναβαθμίζοντας τη στρατηγική της έντασης, και περνώντας από την εθνοκάθαρση σε εμφυλιακού τύπου επιθέσεις, η Χρυσή Αυγή επιδιώκει να “επιβεβαιώσει” τις γνωστές περσινές δηλώσεις Παναγιώταρου, σύμφωνα με τις οποίες στην Ελλάδα βρίσκεται σε εξέλιξη ένας εμφύλιος πόλεμος. Η ίδια, όμως, δεν κάνει άλλο από το να αποδεικνύει τη συνέπειά της με όσα κάνουν παντού και πάντα οι ναζί – πράγμα που τώρα της επιτρέπουν η διαρκής δημοσκοπική της άνοδος και, κυρίως, το διπλό παιχνίδι που παίζει μαζί της η ΝΔ. Για να υπάρξει “εμφύλιος”, δεν αρκεί ένα άκρο – δεν αρκούν ούτε καν δύο. Για να υπάρξει εμφύλιος, χρειάζεται κυβέρνηση και κρατικός μηχανισμός. Το θέμα λοιπόν είναι τι κάνουν οι αντίπαλοι της εμφυλιοπολεμικής Χρυσής Αυγής, και, κυρίως, τι κάνει η ΝΔ.
Λίγες μόλις ώρες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, κι ενώ τελευταία πληθαίνουν τα προσκλητήρια συνεργασίας που απευθύνονται σε χρυσαυγίτες, η ΝΔ όχι μόνο δεν εγκαταλείπει τη θεωρία των άκρων, αλλά φτάνει να αναζητά ισοδύναμο του μαχαιροβγάλτη της Αμφιάλης στις τάξεις των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, κινούμενη μεταξύ ακροδεξιάς εξαχρείωσης, φαιδρότητας και πολιτικής αμηχανίας. Είναι ακριβώς αυτή η αδιαφοροποίητη στάση, και επιπλέον η αναβάθμιση της σύγκρουσης με τον ΣΥΡΙΖΑ, που ουσιαστικά αποτελούν επιβράβευση του εμφυλιοπολεμικού προσανατολισμού της Χρυσής Αυγής, την ώρα που αυτός “αποδίδει” τον πρώτο νεκρό. Όσοι έμειναν στα στημένα από τη Χρυσή Αυγή επεισόδια στο Μελιγαλά, με τα οποία υποτίθεται ότι οι νεοναζί κήρυξαν πόλεμο στη ΝΔ, θα έπρεπε να αναρωτηθούν για τη σκοπιμότητα της παρουσίας της ΝΔ σε “γιορτές” όπως αυτή, που μάλλον δεν προάγουν την εθνική συμφιλίωση. Να αναρωτηθούν, γιατί αυτό που τμήματα της ΝΔ νοσταλγούν, οι νεοναζί το αναβιώνουν.
Αδυνατώντας να συγκρατήσει τις διαρροές ψηφοφόρων της προς τη Χρυσή Αυγή λόγω του Μνημονίου, και ταυτόχρονα εμμένοντας ακριβώς στην πολιτική που προκαλεί τις διαρροές αυτές, η ΝΔ επιμένει σε μια τακτική ενσωμάτωσης της ατζέντας της Χρυσής Αυγής, και συχνότερα πλέον και της ίδιας, μολονότι οι δημοσκοπήσεις κραυγάζουν για το ποιος ωφελείται από την τακτική αυτή. Κάπως έτσι, η ΝΔ “χρίζει” τους νεοναζί ομάδα κρούσης της – ένα είδος εξωτερικών “Κενταύρων” ή “Ρέιντζερς”, σε μια περίοδο που, αντίθετα με τη δεκαετία του ΄80, υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις ώστε περιστατικά σαν αυτό της Τρίτης να μην είναι “μεμονωμένα”. Εκτός από την εκλογική αναποτελεσματικότητα, με άλλα λόγια, ούτε η τακτική της όλο και πιο δεξιάς ΝΔ θα έλεγε κανείς ότι προάγει την εθνική συμφιλίωση.
Βαϊμάρη ή νοτιότερα;
Για όλους αυτούς τους λόγους είναι άτοπες οι αναλύσεις περί σκηνικού Βαϊμάρης που στήνουν, υποτίθεται, τα “άκρα”. Αν χρειάζεται οπωσδήποτε μια ιστορική αναλογία για να καταλάβουμε τι συμβαίνει σήμερα, αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί (με την επίγνωση των ορίων κάθε αναλογίας) στην Ιταλία των χρόνων της στρατηγικής της έντασης: της περιόδου όπου νεοφασίστες, τμήματα του κρατικού μηχανισμού και διεθνείς μυστικές υπηρεσίες συνέπρατταν εναντίον των ανατρεπτικών κινημάτων, εξωθώντας στα άκρα την πολιτική σύγκρουση, υποχρεώνοντας την Αριστερά σε κυβερνητική συνεργασία με τη Δεξιά, και τορπιλίζοντας στη συνέχεια και αυτή τη συνεργασία.
Επειδή, εκτός από τη Βαϊμάρη, στο δημόσιο λόγο έχει ταλαιπωρηθεί αφάνταστα και η στρατηγική της έντασης, ας το πούμε όσο πιο καθαρά γίνεται: η αποσταθεροποίηση που επιδιώκει η Ακροδεξιά υπήρξε διαχρονικά όρος για τη σταθεροποίηση του κράτους. Για να ανακτήσει αυτό την πρωτοβουλία των κινήσεων, να επιβεβαιώσει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας σε βάρος των αντιπάλων του, και σε περιόδους όπως αυτή, να ανασχέσει τη δυναμική της Αριστεράς, εκτρέποντας και απομονώνοντας τους κοινωνικούς αγώνες.
Την ίδια στιγμή, ισχύει και κάτι ακόμα: ότι η αναγνώριση του αποσταθεροποιητικού ρόλου μιας τέτοιας στρατηγικής, στην οποία τμήματα του κρατικού μηχανισμού συμμετέχουν με πράξεις και παραλείψεις, μπορεί να οδηγήσει και στον προληπτικό αυτοπεριορισμό της Αριστεράς. Αυτό, όμως, θα ήταν ένα πάτημα μιας άλλης μπανανόφλουδας...
Δημοκρατικό τόξο και φασισμός
Τα παραπάνω εξηγούν, νομίζω, γιατί η Αριστερά δεν πρέπει να επιτρέψει τη “χρυσαυγιτοποίηση” της πολιτικής σύγκρουσης· γιατί δεν πρέπει να επιτρέψει στη Χρυσή Αυγή να εκτρέψει τους αγώνες της περιόδου, και γιατί δεν πρέπει να αγνοήσει τον “καταμερισμό εργασίας” που προϋποθέτει κάθε στρατηγική της έντασης. Γιατί, με άλλα λόγια, χρειάζεται να παραιτηθεί από την μεταπολιτευτική επιμονή να ταυτίζει τη δημοκρατία με μια καλή συνεννόηση σε επίπεδο κορυφών. Αυτό που εγγυάται τη δημοκρατία (και την ασφάλεια...) είναι η μαζική συμμετοχή και η υγειονομική ζώνη που δημιουργούν οι αγώνες απέναντι στο φασισμό – όχι η απόσυρση.
Από την άλλη πλευρά, η αποφυγή της “χρυσαυγιτοποίησης” της πολιτικής σύγκρουσης δεν σημαίνει ανάθεση του αντιφασισμού στο κράτος. Επιστρέφοντας (μόνο για λίγο) στη Βαϊμάρη, ας μην ξεχνάμε ότι οι διάφορες απαγορεύσεις σε βάρος των ναζί από το κράτος της Βαϊμάρης αποδεικνύονταν σύντομα προσχηματικές, έφτιαχναν όμως τον καμβά για αντίστοιχα μέτρα εναντίον των κομμουνιστών, που αποδεικνύονταν πιο “κυριολεκτικά” – και πιο βίαια. Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε όλοι.
Με αυτή την έννοια, οι εκκλήσεις προς την Αριστερά να συμπράξει στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού τόξου, είναι ειλικρινείς μόνο υπό τον όρο της καταγγελίας της θεωρίας των δύο άκρων και της ανάληψης συγκεκριμένης δράσης για τη διάρρηξη του συνεχούς κράτους-παρακράτους, από τα ΜΜΕ μέχρι την Αστυνομία και τη Δικαιοσύνη. Σε μία τέτοια θεσμική “περικύκλωση” των ναζί, η Αριστερά έχει κάθε λόγο να διεκδικήσει πρωταγωνιστικό ρόλο –ποιος άλλος θα μπορούσε να τον έχει, εξάλλου;–, τον ίδιο δηλαδή που αντικειμενικά διαθέτει στην προσπάθεια να ανακτηθεί κοινωνικό έδαφος από τη Χρυσή Αυγή.
Θεσμική περικύκλωση, διάρρηξη του συνεχούς κράτους παρακράτους και αυτοτελής αντιμετώπιση της εγκληματικής δράσης των νεοναζί. Ως προς την τελευταία, η ενεργοποίηση του υφιστάμενου ποινικού κώδικα (άρθρο 187 περί εγκληματικής οργάνωσης) θα αρκούσε – και θα επιβεβαίωνε ότι τηρούνται έστω οι ίσες αποστάσεις από τα άκρα. Το γεγονός ότι αυτό δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα, μαρτυρά ότι το πρόβλημα δεν είναι γενικώς τα άκρα αλλά ο εξτρεμισμός ενός όλο και πιο εμφυλιοπολεμικού εθνικού τόξου. Η Χρυσή Αυγή είναι ποινικό φαινόμενο. Δεν είναι, όμως, μόνο τέτοιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου