Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Ας καταδικάσουμε την ουρολαγνική βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται...

Η ΧΕΛΩΝΑ...


Ο Στέφανος Κασιμάτης, με την αιχμηρή πένα του σε ρόλο νυστεριού, ανατέμνει σήμερα το ουροποιητικό σύστημα ενός εβδομηντάχρονου Αθηναίου που ξαλάφρωσε μια μέρα του Ιουλίου στον τοίχο της γαλλικής πρεσβείας, στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Κατά τη διαδικασία εντοπίζει με χειρουργική ακρίβεια το σπέρμα της βίας των Δεκεμβριανών του 2008. Αξίζει να παρακολουθήσουμε τον συλλογισμό του:
Όταν μηχανάκια κινούνται ελεύθερα στα πεζοδρόμια, μπροστά στα μάτια αδιάφορων αστυνομικών, όταν αλήτες καταστρέφουν συστηματικά τη δημόσια περιουσία, καλυπτόμενοι πίσω από το ισχνό πρόσχημα κάποιας αντιεξουσιαστικής μανιέρας, όταν η επιθετική επαιτεία των ναρκομανών ασκείται ανεμπόδιστα στα σημεία της πόλης που υποτίθεται ότι είναι η βιτρίνα της, γιατί να μην κάνει και [ο εβδομηντάχρονος Αθηναίος] χρήση του φυσικού δικαιώματός του να τα αμολήσει όπου του αρέσει;
Και συνεχίζει, αφού διεκτραγωδήσει για λίγο την κατάσταση του αθηναϊκού κέντρου:
Η παρακμή της Αθήνας ξεκίνησε αμέσως μετά τον ψευδοθρίαμβό της: τους Ολυμπιακούς. Ξεκίνησε με τη συσσώρευση λαθρομεταναστών, που επέφερε τη σταδιακή γκετοποίηση τμημάτων της. «Επισημοποιήθηκε», δε, με τα Δεκεμβριανά του 2008. Τα γεγονότα εκείνων των ημερών ήταν η κρίσιμη καμπή, διότι μία δεξιά κυβέρνηση ήταν αυτή που με τη στάση της νομιμοποίησε το δικαίωμα του όχλου να «το κάψει» για να ξεδώσει. Ακόμη χειρότερα, με τη στάση της τότε, αναγνώρισε ηλιθίως το ιδεολογικό υπόβαθρο της «εξέγερσης»· δηλαδή, την ευκολία μιας ψευδώνυμης ευαισθησίας που πασάρεται ως ιδεολογία και ντύνεται με τα αφελή επιχειρήματα ενός ανθρωπισμού για χαζούς, που απορρίπτει την τιμωρία και διαχέει τις ευθύνες ώσπου δεν ανήκουν πια σε κανέναν – διότι όταν φταίμε όλοι, τότε δεν φταίει κανείς.
Τέλος, αφού εκθέτει κατ’ αντιπαράσταση το παράδειγμα της αντίδρασης των αρχών στο Λονδίνο στις περσινές καλοκαιρινές ταραχές, όπως και την προετοιμασία του βρετανικού αστυνομικού και δικαστικού μηχανισμού κατά τους πρόσφατους ολυμπιακούς αγώνες, εκθειάζει τις λύσεις που βρήκε ο βρετανικός νομικός πολιτισμός για να αντιμετωπίσει όλη αυτή την υπέρμετρη βία που ξεκινά από τους ανεξέλεγκτους εμπρησμούς και καταλήγει μέχρι και στις ανεξέλεγκτες ουρήσεις έξω από πρεσβείες στρατηγικών μας συμμάχων.
Η Χελώνα θέλει καταρχάς να επισημάνει στον Στέφανο Κασιμάτη ότι, σύμφωνα με τον ουρολόγο Βασίλη Πουλάκη, μετά την ηλικία των 70, εννιά στους δέκα άνδρες υποφέρουν από καλοήθη υπερπλασία του προστάτη (ΚΥΠ), η οποία, σύμφωνα με τα λόγια του γιατρού, “δημιουργεί δυσκολίες στην καθημερινότητα τόσο του άνδρα που υποφέρει όσο και της συντρόφου που βιώνει το πρόβλημα μαζί του”.
Μ’ αυτό σαν δεδομένο, η Χελώνα θα συμφωνήσει με τον Στέφανο Κασιμάτη ότι η Αθήνα είναι μια τριτοκοσμική πρωτεύουσα, αφού δεν διαθέτει δημόσιες τουαλέτες για τους πολίτες και τους επισκέπτες της. Ωστόσο επειδή η κάπως μπρουτάλ λύση που έδωσε ο γέροντας στο πρόβλημά του λαμβάνει ρεαλιστικά υπόψη αυτή την κρίσιμη λεπτομέρεια του θεσμικού περιβάλλοντος και επιδεικνύει αξιοθαύμαστη πρωτοβουλία, η Χελώνα κρίνει πως ο καλός δημοσιογράφος μ’ αφορμή τον εβδομηντάχρονο ουρητή πέφτει στην παγίδα της αποκήρυξης των αρχών του φιλελευθερισμού και θα ήταν πραγματικά ενδιαφέρον να μάθουμε τι θα έκανε ο ίδιος αν βρισκόταν στη θέση του εβδομηντάχρονου Αθηναίου.
***
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι βρισκόμαστε στο 2042, είσαι ο Στέφανος Κασιμάτης, ανήκεις στο 90% των εβδομηντάχρονων που υποφέρουν από ΚΥΠ, περπατάς στο πεζοδρόμιο της Βασιλίσσης Σοφίας μπροστά από τη γαλλική πρεσβεία σκεπτόμενος τη σύντροφό σου που βιώνει το πρόβλημα μαζί σου και, ξαφνικά, σου έρχεται να ουρήσεις. Τι επιλογές διαθέτεις;
Αρχικά σκέφτεσαι να διασχίσεις την Βασιλίσσης Σοφίας και, υπενθυμίζοντας τη δημοσιογραφική σου ιδιότητα, να ζητήσεις ευγενικά από τους φρουρούς της Βουλής των Ελλήνων να χρησιμοποιήσεις τις υποδομές του κοινοβουλίου. Το ξανασκέφτεσαι, όμως, γιατί απ’ το σημείο που βρίσκεσαι θα χρειαστεί να περάσεις τον δρόμο παρανόμως, όχι από την διάβαση των πεζών, κι επειδή η τήρηση της νομιμότητας είναι ζήτημα αρχής για σένα, προσπαθείς να βρεις άλλη λύση.
Κοιτάς για λίγο προς τα ανατολικά και σκέφτεσαι αν προλαβαίνεις να φτάσεις ως την Σέκερη κι από εκεί στο φιλόξενο Κολωνάκι όπου σίγουρα θα βρεις μια τουαλέτα για να ανακουφιστείς. Υπάρχει χρόνος όμως;
Περνάει για μια στιγμή απ’ το μυαλό σου να χτυπήσεις το κουδούνι της γαλλικής πρεσβείας και να ζητήσεις σε άψογη γαλλική από τον φρουρό να σε αφήσει να χρησιμοποιήσεις τις σχετικές υποδομές σε γαλλικό έδαφος, όμως δεν έχεις μαζί σου διαβατήριο κι από τότε που η Ελλάς δεν ανήκει πια στην Ευρωπαϊκή Ένωση η Γαλλία έχει επανεισαγάγει διαδικασία βίζας για τους Έλληνες πολίτες.
Η κατάσταση είναι αδιέξοδη. Υπάρχει μόνο μια ριψοκίνδυνη αλλά και τόσο ταιριαστή στην περίπτωσή σου λύση: Κάνεις στροφή 180 μοιρών, σφίγγεις τα δόντια δαγκώνοντας τη γλώσσα (με προφανή τον κίνδυνο δηλητηρίασης), διασχίζεις πρώτα την Ακαδημίας και μετά την Πανεπιστημίου και ανεβαίνεις τρέχοντας τα σκαλιά της “Μεγάλης Βρεταννίας”, που ήταν το στρατηγείο των εθνικών δυνάμεων και των Βρετανών συμμάχων μας στη διάρκεια των Δεκεμβριανών του 1944. Το “GB Corner” είναι ο πλέον κατάλληλος τόπος για την ανακούφιση ενός εβδομηντάχρονου διαβάτη, αν προλάβει βέβαια να φτάσει ως εκεί χωρίς να τον προδώσει το ουροποιητικό του σύστημα κι ο υπερτροφικός του προστάτης.
Αυτή η λύση έχει κι άλλα πλεονεκτήματα για έναν εβδομηντάχρονο, αν σε λένε Στέφανο Κασιμάτη: Το “GB Corner” είναι γεμάτο αναμνήσεις. Θα θυμηθείς εκείνη τη φορά που βρέθηκες εκεί για ένα γεύμα με τον Μάκη Βορίδη. Θ’ αρχίσεις να αφηγείσαι στον θυρωρό με τις επωμίδες: “Θυμάμαι πως παραγγείλαμε δύο ντράι μαρτίνι με τζιν, δύο Angus burgers (το μπιφτέκι ήταν εξαιρετικό, άνετα τρωγόταν ακόμη και τελείως άψητο, αλλά οι πατάτες παρατηγανισμένες), επίσης ένα αναψυκτικό και δύο καφέδες. Το σύνολο ήταν 101 ευρώ (δεν είχαμε ακόμη επιστρέψει στη δραχμή) και το σέρβις τού συνήθους υψηλού επιπέδου”. Όλες αυτές οι υπέροχες στιγμές θα έρθουν στη μνήμη σου και θα χαμογελάσεις νοσταλγικά ατενίζοντας την όμορφη Αθήνα.
Όμορφη; Πώς όμορφη; Πότε έγινε αυτό; Ανέλαβαν τη διαχείριση της πόλης οι ικανοί σύμμαχοί μας;
***
Ας γυρίσουμε, όμως, στο παρόν και στο ζήτημα της κλιμακούμενης βίας των κουκουλοφόρων και των ξεκουκούλωτων ουρητών. Ο Στέφανος Κασιμάτης πρέπει καταρχάς να παραδεχτεί ότι αν ο εν λόγω εβδομηντάχρονος Αθηναίος προέβη σε μια πράξη πολιτικής ανυπακοής, όπως πιθανολογεί στο άρθρο του, είχε το θάρρος να το κάνει χωρίς κουκούλα και κάτω από τις κάμερες. Αυτό κάτι μας λέει για τον χαρακτήρα του γέροντα, για τα τιμημένα ελληνικά γηρατειά, για το ρόλο που μπορούν αυτά να παίξουν στη διαπαιδαγώγηση των νεότερων.
Η Χελώνα προτείνει στον Στέφανο Κασιμάτη να κουβεντιάσει το ζήτημα και με τον συνάδελφό του Πάσχο Μανδραβέλη. Ο Μανδραβέλης, στο σημερινό του τακτικό άρθρο στην ίδια εφημερίδα, σχολιάζει τις υψηλές βάσεις των αστυνομικών σχολών, αναρωτιέται πώς γίνεται ορισμένοι από τους βίαιους δεκαπεντάχρονους του Δεκέμβρη του 2008 να επιδιώκουν να γίνουν αστυνομικοί και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι “αυτή η γενιά, παρά την επίφαση επαναστατικότητας, αναπαράγει το σύνολο των πεποιθήσεων της προηγούμενης” περί εξασφάλισης και βολέματος.
Έτσι, τα Δεκεμβριανά που γέννησαν τη βία της ούρησης της τρίτης ηλικίας δεν κατόρθωσαν να επηρεάσουν ένα τμήμα τουλάχιστον των νεαρών πρωταγωνιστών τους, οι οποίοι ενσωματώνονται στο σύστημα όταν μπει η παράμετρος της επαγγελματικής εξασφάλισης. Η Χελώνα δεν ξέρει αν απ’ αυτό θα έπρεπε να βγάζουμε κάποιο συμπέρασμα για τη βία, καθώς, Πάσχο (ελπίζω να μη σε πειράζει ο ενικός), αν οι βίαιοι δεκαπεντάχρονοι του 2008 γίνουν αστυνομικοί, δεν θα συμβεί επειδή έπαψαν να είναι βίαιοι, αλλά επειδή δεν είναι πλέον δεκαπεντάχρονοι.
Κάπου εδώ, που οι διαχωριστικές κόκκινες γραμμές μεταξύ σοβαρότητας και σοβαροφάνειας έχουν θολώσει απελπιστικά, έρχεται σαν από μηχανής θεός ένας νεκρός για να σώσει την κατάσταση. Πρόκειται για τον Μάριο Χάκκα. Ο Χάκκας έχει γράψει ένα μικρό διήγημα με τον τίτλο “Ο Μπιντές” που ασχολείται με την ευπρέπεια και το οποίο η Χελώνα πιθανολογεί ότι δεν το έχει διαβάσει ο Στέφανος Κασιμάτης. Επειδή σ’ αυτό το διήγημα μπαίνουν μια σειρά κρίσιμα ερωτήματα και δίνονται μια σειρά κρίσιμες απαντήσεις, ας του δώσουμε αυτή την ευκαιρία:
Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχανε παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι. 
Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη σκάλα που έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. Ένα βράδυ που έβρεχε και μ’ έπιασε κόψιμο, τα ‘κανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα ωραία, ως και κορδελάκι με φιόγκο τους έβαλα, πηγαίνοντας πρωί πρωί στη δουλειά, τ’ άφησα στη μέση του δρόμου. Θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Μερικοί τα κλοτσούσαν για να μαντέψουν το περιεχόμενο. Λέγεται πως κάποιος το πήγε στην αστυνομία χωρίς να τ’ ανοίξει και ζήταγε εύρετρα. Ε, ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα κάποτε κι εγώ, κι ακόμη τώρα που το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια μου έρχονται γέλια. 
Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες. Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές τη βδομάδα, όποτε είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, που όλο βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι. Όλο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σισιλιάνου. Την παντρεύτηκα κι εγώ. Τι να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά που αργούσε. Άλλωστε, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως, μ’ αυτά και μ’ αυτά, βρέθηκα μ’ όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τι σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τι καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι που λένε. 
Είχε και δικό της σπιτάκι, ένα μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά σιγά με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο κι η ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη. 
Μόνο στον καμπινέ καθυστερήσαμε. Στο βάθος της αυλής μέσα σε μια παραγκούλα ήταν μια τούρκικη λεκάνη που με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα τενεκεδένιο βρυσάκι που το γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Μπάνιο στη σκάφη. Το Σαββατόβραδο άρχιζε η περιπέτεια. Μ’ έχωνε η γυναίκα στη σκάφη κι έτριβε μέχρι γδάρσιμο. Ας είναι. 
Συνέχιζα να προοδεύω. Βοηθός λογιστού ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ στο δικό μου, ροζ στης κυράς. Έπειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε που πήραμε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία δέντρα που πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή της γυναίκας μου, κάθε Κυριακή και τα πότιζα. Κατόπιν ξεράθηκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αρχιλογιστής πια, γερός ο μιστός και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τουαλέτας. Έμενε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι χρόνων. 
“Κάποτε θα ‘ρθει και της τουαλέτας η ώρα”, έλεγα στη γυναίκα μου που με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πως έρχεται κανένας επισκέπτης, θέλει να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Κι άλλωστε, τι ήταν πια ο καμπινές εδώ που φτάσαμε; Η ουρά του γαϊδάρου. Κι όπως όλα τα πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στην τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: Έβαλα πλακάκια πανάκριβα που σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες έτσι που να νιώθω ευχάριστα σε τούτο το χώρο, όλα τ’ απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά και μπιντέ. 
Τ’ άλλα είδη δε με πειράξανε. Κομμάτια να γίνει. Έχουν μια χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία που βρισκόμαστε τώρα ας απολαύσουμε και μεις κάτι. Μόνο ο μπιντές μού την έδωσε και πήρε μπάλα και τ’ άλλα. Ο μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου για ώρα, μου φάνηκε να με κοροϊδεύει με κείνο το μακρουλό πρόσωπό του, το ‘να μάτι μπλε τ’ άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σα να μουρμούριζε: Είδες πώς σε κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτόρθες από το χωριό τι λεβέντης που ήσουνα; Πώς έμπλεξες, κακομοίρη μου, έτσι, μια ζωή – ένα σπίτι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να πλένεσαι από κάτω. Είδες που σε έφερα; 
Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που κι αν είναι χρήσιμα, π’ ανάθεμά τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κολόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στιμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για ένα μπιντέ. 
Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν’ αναπνεύσω λιγάκι, ν’ ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ’ τ’ αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. Έστησα το αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ’ ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.
ΥΓ. Για όποιον δε θέλει να διαβάζει σεντόνια και είναι πιο ακουστικός τύπος, υπάρχει και μια άλλη πιο συνοπτική απάντηση στο άρθρο του Στέφανου Κασιμάτη. Disclaimer: η Χελώνα δεν τη συμμερίζεται διότι δεν ταιριάζει με την αγωγή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων