Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Ο Μπιντές, το τζάκι και άλλες ιστορίες...

Διασκευη για την Λεσχη, Δημήτρης Γράψας...
Όποιος αγαπάει τον Μάριο Χάκκα, αγαπάει και την Αθήνα. Την πραγματική Αθήνα, την Καισαριανή, το κέντρο, τα δυτικά προάστια, τις φτωχογειτονιές του Πειραιά. Αυτό είναι το σκηνικό που διαλέγει ο Χάκκας να γίνεται ένα με τις ιστορίες του, να παίρνει μέρος στη πλοκή, να ‘ναι βασικό κομμάτι της εικόνας που στο τέλος σου αφήνουν.
Τούτες τις μέρες η βαρβαρότητα και ο μεσαίωνας στη Πρωτεύουσα, ντύθηκαν στα ρούχα της αιθαλομίχλης. Είναι τόσο έντονες και παραστατικές οι εικόνες που αντικρίζουμε, σαν από πικρό διήγημα του Χάκκα. Αυτές μας οδήγησαν στην παρακάτω διασκευή του «μπιντέ».
Ο Μπιντές, το τζάκι και άλλες ιστορίες

Eίχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνο το τζάκι με τα προσεγμένα πυρότουβλα, τη γύψινη διακόσμηση, το σιδερένιο προστατευτικό με τα λουλουδάκια, τα μπρούτζινα εργαλεία, το «σπρωχτήρι», το «ανακατευτήρι» και τα άλλα δυο, η καθαρισμένη καπνοδόχος, όλα εκεί, παρατεταγμένα, είχανε παίξει το ρόλο τους ύπουλα, μας κάψανε σιγά σιγά τα μέσα μας, όπως η φωτιά το καυσόξυλο, και τώρα νιώθαμε στάχτη.
Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και νοίκιασα ένα δυάρι χωρίς θέρμανση. Υπήρχε βέβαια μια παλιόσομπα στη μέση του σαλονιού – ή καλύτερα «σαλονιού», αλλά ζέσταινε μονάχα τον εαυτό της και το στενό της περίγυρο. Και για να το κάνει αυτό, κάπνιζε όλο το σπίτι και μένα μαζί και μου’ δινε για δώρο ένα τριήμερο πονοκέφαλο, για να το σκεφτώ καλά πριν την ξαναχρησιμοποιήσω. Επειδή όμως δεν άντεχα τα κρύα βρακιά και παντελόνια το πρωί, την άναβα έτσι λίγο πριν πάω στη δουλειά και τά βαζα πάνω να ζεσταθούν. Μα ένα πρωί που με ξαναπήρε ο ύπνος και  ξύπνησα απ’τη μυρωδιά του καμένου, είδα το παντελόνι μου να καίγεται. Πετάχτηκα και το έλουσα με μια λεκάνη νερό, μα το κακό είχε γίνει. Βγήκα έξω, περίγελος κανονικός. Με βρεμένο παντελόνι και με μια τρύπα να, με το συμπάθιο. Θα θυμάστε βέβαια πολλές τέτοιες τρύπες στα παντελόνια της εποχής. Έτσι οδυνηρά κατάλαβα από πού προέρχονται.
Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες. Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές τη βδομάδα, όποτε είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, που όλο βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι. Όλο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σισιλιάνου. Την παντρεύτηκα κι εγώ. Τι να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά που αργούσε. Άλλωστε, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως, μ’ αυτά και μ’ αυτά, βρέθηκα μ’ όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τι σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τι καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι που λένε.
Είχε και δικό της σπιτάκι, ένα μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά σιγά με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο κι η ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη.
Μόνο στη θέρμανση καθυστερήσαμε. Η γυναίκα μου γκρίνιαζε πως έρχεται κανένας επισκέπτης και δε λέει να βγάλει το πανωφόρι του γιατί αυτή σόμπα των εφηβικών μου χρόνων, που βρισκόταν και πάλι καταμεσίς τους σαλονιού μου, χωρίς εισαγωγικά αυτή τη φορά, δεν έκανε τίποτα. Της πέφτανε τα μούτρα όταν τους έβλεπε να τουρτουρίζουν. Έτσι, φώναξα ένα χωριανό μου υδραυλικό και μου ‘κανε εγκατάσταση καλοριφέρ. Όμως εμένα το μεράκι μου ήταν άλλο: το τζάκι.
Συνέχιζα να προοδεύω. Βοηθός λογιστού ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ στο δικό μου, ροζ στης κυράς. Έπειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε που πήραμε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία δέντρα που πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή της γυναίκας μου, κάθε Κυριακή και τα πότιζα. Κατόπιν ξεράθηκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αρχιλογιστής πια, γερός ο μιστός και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τζακιού. Έμενε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι χρόνων.
«Κάποτε θα ‘ρθει και του τζακιού η ώρα», έλεγα στον εαυτό μου, που του χε μείνει απωθημένο. Ήθελα να ‘μαι και γώ μπροστά στο τζάκι, όπως οι ζόρικοι όταν ρίχνουν τις ωραίες στα έργα. Να διαβάζω βιβλία πλάι στη φλόγα. Τι κι αν είχα καμιά δεκαριά χρόνια να διαβάσω άλλο από εφημερίδα; «Τι το θές το τζάκι», έλεγε η γυναίκα μου, «μόνο για διακόσμηση θα είναι, αφού έχουμε πετρέλαιο». Αλλά εγώ εκεί, ανένδοτος.  Κι άλλωστε, τι ήταν πια το τζάκι εδώ που φτάσαμε; Η ουρά του γαϊδάρου. Κι όπως όλα τα πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στο τζάκι πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον:  Έβαλα υλικά πανάκριβα, πήρα τα καλυτερα εργαλεία, έσιαξα μια καμινάδα άλφα ποιότητας και ξέφυγα από όλους τους κατεργάρηδες που θέλαν να μου πουλήσουν παλιόξυλα. Στο σπίτι μου θα έκαιγα μόνο ελιά.
Τα χρόνια πέρασαν και τα λεφτά του κοσμάκη σώθηκαν. Τώρα το τζάκι από πολυτέλεια έγινε ανάγκη και μου το αναγνωρίζει και η γυναίκα μου, ότι έπραξα σωστά που το έφτιαξα. Μα δε μπορώ να το φχαριστηθώ.  Είναι αυτή η φλόγα, που απ’ την αρχή ένιωθα σα να με ειρωνεύεται.  Και τούτο το κακό τώρα τελευταία έχει παραγίνει. Κι έτσι όπως περνάω και πολλές ώρες μπροστά της, γιατί το αφεντικό με γύρισε  4ωρο –λόγω κρίσης-, μου φαίνεται πια να με κοροϊδεύει ανοικτά.  Όταν ρουφιέται και μετά πετιέται, όταν κρύβεται πίσω από την οξιά που-τώρα πια- καίμε και αναγκάζομαι να σηκωθώ για να μετακινήσω τα ξύλα. Σε κάτι τέτοιες στιγμές μου μουρμουρίζει μα γω φοβάμαι να το πω στη κυρά μη με περάσει για τρελό. «Είδες πως σε κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτοήρθες από το χωριό τι λεβέντης ήσουνα; Πως έμπλεξες έτσι κακομοίρη μου, έτσι, μια ζωή για ένα σπίτι, για ένα σπίτι με τζάκι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να βλέπεις τη ζωή σου να καίγεται. Είδες που σε έφερα;»
Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που κι αν είναι χρήσιμα, π’ ανάθεμά τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κωλόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτό το τζάκι, είκοσι χρόνια μου κάψε η ψωροφωτιά του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στημένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για ένα τζάκι. Και τώρα που γυρνάει τούμπα η ζωή, προσπαθώ να με πείσω, η ζεστασιά του να μου φαίνεται ένα κάποιο καταφύγιο.
Με τέτοιες σκέψεις πέταξα τη γόπα του τσιγάρου μου στη φωτιά  και μετά πήγα στο παράθυρο ν’ αναπνεύσω λιγάκι, ν’ ακούσω τον ήχο της πόλης. Μα δε μπορούσα να δω άλλο τίποτα παρά ομίχλη. Δεν ήταν ο καπνός των αυτοκινήτων, μήτε κανονική ομίχλη σαν αυτή των παιδικών μου χρόνων. Άλλου είδους αυτή: Σα να έρχεται από μια τεράστια φωτιά που καίει τα πάντα στο πέρασμά της.  Στάθηκα ώρα με γουρλωμένα τα μάτια και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ’ ένα απέραντο τζάκι κι είχαμε καθίσει όλοι μπροστά και  βλέπαμε να καίγονται όλα: Όνειρα, σχεδία και προσδοκίες, ζωές , πάθη και έρωτες , ενώ εκατοντάδες ενεργειακά τζάκια με πυρότουβλα τελευταίας τεχνολογίας, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.
Ένιωσα να πνίγομαι απ’ τον καπνό και τις σκέψεις. Κάτι πρέπει να γίνει σκέφτηκα, αλλά από ποιόν, από μένα, εγώ δε μπορώ, έχω το ψαράκι στη γυάλα να φροντίσω. Τότε με σφαλιάρισε από πίσω ο 20χρονος εαυτός μου. «Δε σ’ αφήνω να λες και να κάνεις άλλες μαλακιές», μου πε άγαρμπα κι εμφατικά. «Μα δεν υπάρχει ελπίδα, δε το βλέπεις» του πα εγώ κι αν μ’ έβλεπε η κυρά έτσι να μονολογώ, θα φοβόταν ότι στα αλήθεια έχω τρελαθεί.
«Κι όμως υπάρχει», μου απάντησε. «Να, εκεί, πίσω απ’ την αιθαλομίχλη».

Μάριος Χάκκας,«Ο μπιντές» (διήγημα), Άπαντα, Κέδρος, Αθήνα 1978
Για τη διασκευή Δημήτρης Γράψας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων