a/man/called/…
Ζω στη νεκρή ζώνη ανάμεσα στις δυο χώρες. Μαζί με άλλους πολλούς. Λιγοστέψαμε τον τελευταίο καιρό, μα είμαστε -λένε- ακόμη κάμποσοι. Περισσότεροι απ’ όσους μπορεί να θρέψει ο τόπος. Μέχρι σήμερα κουτσά στραβά τα βολεύω. Μπαίνει μέρα, βγαίνει μέρα, είμαι -ακόμη- εδώ. Ξυπνάω και δεν ξέρω αν πριν νυχτώσει θα μου πουν (δεν ξέρω ποιοί, εκείνοι μάλλον) «μάζεψε τα πράματά σου, με το που θα χαράξει ξεκινάς για απέναντι». Κοιμάμαι και παλεύω με αριθμούς.
Πέντε ξαπλώνεις χάμω, δέκα ξεφυτρώνουν απ’ τη γωνιά, σαν τα δόντια του δράκοντα στο χωράφι. Αν δεν τα βγάλεις πέρα με τους αριθμούς, έρχονται να σε βρουν. Σκέφτομαι ν’ αρχίσω να κοιμάμαι λιγότερο για να μη με αιφνιδιάσουν, μα κουράζομαι εύκολα πια, τα βλέφαρα βαραίνουν χωρίς προειδοποίηση. Τις ώρες που δουλεύω δεν πολυφωνάζω μπας και με ξεχάσουν, μα τους σιωπηλούς τους βρίσκουν πιο εύκολα. Με την όσφρηση, είναι πολύ ξεκάθαρη η μυρωδιά του φόβου. Δεν τη μπερδεύεις με καμιάν άλλη.
Λένε ότι απέναντι, πίσω απ’ το δάσος, στους πέρα λόφους, υπάρχει κόσμος αμέτρητος που σκαλίζει το χώμα για να ‘βρει μια ρίζα, ένα σπόρι, ένα αδέσποτο ψίχουλο, ένα κάτι, για να βγάλει τη μέρα. Άλλες φορές βρίσκει, τις πιο πολλές όχι. Έτσι λένε, δεν ξέρω. Ούτε με τι ακριβώς μοιάζουν ξέρω, τι γλώσσα μιλάνε και πώς σκέφτονται αυτοί οι άνθρωποι που πλημμύρισαν κείνα τα μέρη. Η διαδρομή για απέναντι περνάει μιαν ανάσα απ’ τα σπίτια μας, μέσα απ’ τη νεκρή ζώνη. Κάποιους προλαβαίνω και τους διακρίνω (ένα σκυφτό περίγραμμα, αυτό μόνο) όταν τους μεταφέρουν πενήντα, εξήντα, εκατό μαζί μέσα σε μεγάλα φορτηγά. Είμαι σίγουρος ότι κοιτάζουν -με ένα βλέμμα που δεν ξέρω αν στάζει «γιατί εγώ;» ή «γιατί όχι εσύ;» ή «γιατί όχι και εσύ;» – τα παράθυρα, τα μπαλκόνια, τις γλάστρες μας, τα αυτοκίνητά μας, τη ζωή μας την ίδια. Που μάλλον κάτι τους θυμίζει. Ευτυχώς ο δρόμος είναι μακριά και οι ματιές μας δεν καταφέρνουν ν’ ανταμώσουν. Υποθέτω πως κι αυτοί εδώ τριγύρω θα ζούσαν, μέχρι τη μέρα που τους είπαν «ως εδώ ήταν, μαζεύτε τα». Δεν μ’ ανακουφίζει αυτή η σκέψη όμως, θα προτιμούσα να είχαν γεννηθεί απέναντι. Να μην είχαν ποτέ τριγυρίσει ανάμεσα στα πόδια μου. Ούτε να βρεθώ εγώ ένα πρωί να σκοντάφτω ανάμεσα στα δικά τους και δω πόσο μοιάζουμε. Με τέτοιες σκέψεις ο φόβος αναβλύζει από κάθε πόρο μου πιο πολύ κι από το πιο δυνατό μύρο.
Από την άλλη πλευρά, εκείνη που λένε ότι φτάνει ως τη θάλασσα, δεν έρχεται κανείς προς τα δω. Ποτέ. Ούτε κανείς από μας μπορεί να πάει προς τα κει. Μας δείχνουν κάθε μέρα εικόνες της όμως, γράφουν όμορφα λόγια γι αυτήν, διηγούνται ιστορίες για ανθρώπους προκομμένους και χαμογελαστούς που ζουν εκεί, για να βεβαιωθούμε πως υπάρχει. Μα έχω από καιρό βεβαιωθεί πως υπάρχει, αφού από κει βλέπω να ‘ρχονται τα φορτηγά που αδειάζουν σιγά σιγά, μέρα τη μέρα, μήνα προς μήνα, τη νεκρή ζώνη.
Πέντε ξαπλώνεις χάμω, δέκα ξεφυτρώνουν απ’ τη γωνιά, σαν τα δόντια του δράκοντα στο χωράφι. Αν δεν τα βγάλεις πέρα με τους αριθμούς, έρχονται να σε βρουν. Σκέφτομαι ν’ αρχίσω να κοιμάμαι λιγότερο για να μη με αιφνιδιάσουν, μα κουράζομαι εύκολα πια, τα βλέφαρα βαραίνουν χωρίς προειδοποίηση. Τις ώρες που δουλεύω δεν πολυφωνάζω μπας και με ξεχάσουν, μα τους σιωπηλούς τους βρίσκουν πιο εύκολα. Με την όσφρηση, είναι πολύ ξεκάθαρη η μυρωδιά του φόβου. Δεν τη μπερδεύεις με καμιάν άλλη.
Λένε ότι απέναντι, πίσω απ’ το δάσος, στους πέρα λόφους, υπάρχει κόσμος αμέτρητος που σκαλίζει το χώμα για να ‘βρει μια ρίζα, ένα σπόρι, ένα αδέσποτο ψίχουλο, ένα κάτι, για να βγάλει τη μέρα. Άλλες φορές βρίσκει, τις πιο πολλές όχι. Έτσι λένε, δεν ξέρω. Ούτε με τι ακριβώς μοιάζουν ξέρω, τι γλώσσα μιλάνε και πώς σκέφτονται αυτοί οι άνθρωποι που πλημμύρισαν κείνα τα μέρη. Η διαδρομή για απέναντι περνάει μιαν ανάσα απ’ τα σπίτια μας, μέσα απ’ τη νεκρή ζώνη. Κάποιους προλαβαίνω και τους διακρίνω (ένα σκυφτό περίγραμμα, αυτό μόνο) όταν τους μεταφέρουν πενήντα, εξήντα, εκατό μαζί μέσα σε μεγάλα φορτηγά. Είμαι σίγουρος ότι κοιτάζουν -με ένα βλέμμα που δεν ξέρω αν στάζει «γιατί εγώ;» ή «γιατί όχι εσύ;» ή «γιατί όχι και εσύ;» – τα παράθυρα, τα μπαλκόνια, τις γλάστρες μας, τα αυτοκίνητά μας, τη ζωή μας την ίδια. Που μάλλον κάτι τους θυμίζει. Ευτυχώς ο δρόμος είναι μακριά και οι ματιές μας δεν καταφέρνουν ν’ ανταμώσουν. Υποθέτω πως κι αυτοί εδώ τριγύρω θα ζούσαν, μέχρι τη μέρα που τους είπαν «ως εδώ ήταν, μαζεύτε τα». Δεν μ’ ανακουφίζει αυτή η σκέψη όμως, θα προτιμούσα να είχαν γεννηθεί απέναντι. Να μην είχαν ποτέ τριγυρίσει ανάμεσα στα πόδια μου. Ούτε να βρεθώ εγώ ένα πρωί να σκοντάφτω ανάμεσα στα δικά τους και δω πόσο μοιάζουμε. Με τέτοιες σκέψεις ο φόβος αναβλύζει από κάθε πόρο μου πιο πολύ κι από το πιο δυνατό μύρο.
Από την άλλη πλευρά, εκείνη που λένε ότι φτάνει ως τη θάλασσα, δεν έρχεται κανείς προς τα δω. Ποτέ. Ούτε κανείς από μας μπορεί να πάει προς τα κει. Μας δείχνουν κάθε μέρα εικόνες της όμως, γράφουν όμορφα λόγια γι αυτήν, διηγούνται ιστορίες για ανθρώπους προκομμένους και χαμογελαστούς που ζουν εκεί, για να βεβαιωθούμε πως υπάρχει. Μα έχω από καιρό βεβαιωθεί πως υπάρχει, αφού από κει βλέπω να ‘ρχονται τα φορτηγά που αδειάζουν σιγά σιγά, μέρα τη μέρα, μήνα προς μήνα, τη νεκρή ζώνη.
‡
(για την Σ , για να μη φοβηθεί ποτέ, κι αν φοβηθεί να μη τους το δείξει, ποτέ )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου