Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Τάκης μπλουζ....

a/man/called/…
Ο παππούς μου -ο συνονόματος– ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος, έφυγε όμως χωρίς να αφήσει λογαριασμούς πίσω του. Μέχρι το τέλος της ζωής του, με τρία πράγματα προσπάθησε να συμφιλιωθεί : με τα όπλα, τα κυνηγόσκυλα και με μένα. Με τα χούγια μου, μάλλον. Με τα δυο πρώτα τα κατάφερε, συναντήθηκαν στο πάθος του, κυνηγούσε πενήντα χρόνια, ως την τελευταία στιγμή. Δυο μήνες πριν μας εγκαταλείψει, η παρέα του (όλοι είκοσι και τριάντα χρόνια νεότεροι) τον πήραν για μια τελευταία βόλτα με το δίκαννο στον ώμο -ακόμη κι αν δεν είχε δύναμη να πατήσει τη σκανδάλη- , απ τα χαράματα ως την ώρα που χανόταν ο ήλιος. Γύρισε ευτυχισμένος με μάτια που γυάλιζαν. Ποτέ δεν τον είχα δει ως τότε να δακρύζει, ούτε μια φορά. Ήξερε ότι ήταν η τελευταία του έξοδος. Καθάρισε το όπλο, άπλωσε τα πόδια στη γυναίκα του για να του βγάλει τις μπότες, έγειρε στο κρεβάτι δίπλα στη σόμπα και ποιος ξέρει τι όνειρα είδε μετά.
Όχι εμένα πάντως, εγώ ήμουν στριμωγμένος απ’ τις άλλες δυο αγάπες του στο πίσω κάθισμα, ο παρίας της υπόθεσης, το μαύρο πρόβατο . Ένας τρίτος που δεν χωρούσε -από δικό μου γινάτι και μόνο- στους δύο. Την ώρα που του ήρθε το φύλλο πορείας για τους μεγάλους κυνηγότοπους, πρόλαβε μέσα στο άγχος της ετοιμασίας να μου αφήσει την ευχή του, ένα μονόκαννο St Etienne (που δεν το κράτησα ποτέ) και το μεγάλο του παράπονο: «γιατί βρε αγόρι  μου δεν τον αγάπησες τον Τάκη; ».
Ο Τάκης ήταν το trademark της αυλής. Το 10 το καλό της ομάδας. Μόλις έβγαινε από τα αποδυτήρια μεταμορφωνόταν σε παιχταρά που κυνηγούσε υπομονετικά κάθε χαμένη φάση και μπαλιά  ακολουθώντας σαν πιστό σκυλί τις οδηγίες του προπονητή του. Μόνο  το «σαν» είναι πλεονασμός . Το «πιστό σκυλί» όχι.  Αυτό το σέτερ ήταν το άλλο μισό του παππού μου για δέκα συναπτά χρόνια, ακόμη και σε ηλικία που άλλοι φορ απόφευγαν να πλησιάσουν την αντίπαλη περιοχή και πλατσουρίζαν στα ρηχά, ο Τάκης όργωνε λαγκάδια, ραχούλες και βαλτότοπους. Σκόραρε κι έτρωγε βουνά με το κουτάλι την ώρα που εγώ έτρωγα σόλες στη γειτονιά γαμπρίζοντας –θέμα και θέαμα που δεν θα μπορούσε να απασχολήσει κανέναν ιστορικό του μέλλοντος-.
Κάθε φορά που ο Τάκης πετούσε από πάνω του τα δεσμά -τριπλοπλεγμένο δερμάτινο λουρί περασμένο με επίχρυσο χαλκά στη λαιμαριά, δώρο του αφεντικού του για τα έκτα του γενέθλια- και ορμούσε προς την σιδερένια εξώπορτα για να πάρει ανάσες στην άδεια από τετράτροχα γειτονιά (τρία είχε όλα κι όλα σε ακτίνα ενός χιλιόμετρου),  την έκλεινα επιδεικτικά με θόρυβο και -το ομολογώ- κακία.  Δεν θα βγεις τώρα , θα βγεις όταν θελήσω εγώ . Ώσπου να φτάσει το αφεντικό του κοντά και να με κοιτάξει με ύφος που θα τρόμαζε ακόμη και τυραννόσαυρο, το μαρτύριο του Τάκη ήταν η δική μου λύτρωση: πηδούσε πάνω στην πόρτα, έξυνε με τα νύχια του το σίδερο, λαχάνιαζε με στόμα ορθάνοιχτο, με εκλιπαρούσε με βλέμμα που θα λύγιζε ακόμη και Βίκινγκ σε παράκρουση. Γρύλιζε παρακλητικά, άσε με να βγω στη γειτονιά, πόνεσε η ψυχή μου στο σπιτάκι, μη μου το κάνεις αυτό. Τίποτε εγώ. Πέντε λεπτά λιγότερης ελευθερίας του  μου ήταν αρκετά για να κοιμηθώ το βράδυ σαν πουλάκι -από αυτά που αποτέλειωνε με το στόμα του, ο δολοφόνος-. Τον παππού μου που κρατούσε το όπλο τον είχα οριστικά και αμετάκλητα απαλλάξει. Έφταιγε ο νεκροθάφτης, όχι ο πιστολέρο.
Για την ιστορία : o Tάκης έφυγε εννιά μήνες πριν το αφεντικό του. Μόλις έφυγε κι εκείνος, η αυλή θυσιάστηκε στην αντιπαροχή. Εκείνο το καλοκαίρι, το θυμάμαι καλά, πέθαναν ταυτόχρονα εφτά αυλές στη γειτονιά. Άσχημος καρκίνος η αντιπαροχή.
Τριάντα καλοκαίρια αργότερα, πέρυσι ήταν, ένα γρύλισμα χαμηλά, από κάτω στο δρόμο, με ξύπναγε στις τέσσερις το πρωί. Κάθε βράδι. Μέχρι σήμερα.
Στην αρχή δεν έδωσα σημασία, άλλαζα πλευρό, σε δέκα λεπτά κοιμόμουν. Απ’ τα μέσα του καλοκαιριού και μετά όμως, μάτι δεν έκλεινα μέχρι να πάει τέσσερις και να τ’ ακούσω.
Πάντα στην ώρα του.
Ποτέ δεν μπόρεσα να δω από πού ερχόταν, για να πω την αλήθεια σκιάχτηκα να κατέβω κάτω για να διαπιστώσω το που και τι και ποιο. Πήγαινα στην άκρη του μπαλκονιού και έριχνα ο,τι έβρισκα πρόχειρο προς τα κει που -υπέθετα ότι- ζούσε το γρύλισμα. Ο δρόμος, το πεζοδρόμιο, γέμιζαν με ροδάκινα, ακτινίδια, πατάτες, κρεμμύδια. Μια φορά –αποκαμωμένος πια, μετά από είκοσι ξενύχτια- πέταξα και μισό πεπόνι. Η άσφαλτος γινόταν μια άσχημη παλέτα, Τζάκσον Πόλοκ φάε τους γιαρμάδες μου, έλεγα. Δεν είχε νόημα να πεις eat my dust με τόσο τσιμέντο ολόγυρα.
Μετά το γρύλισμα σταμάταγε κι άκουγα κάτι σαν ξύσιμο, νύχια πάνω σε πέτρα, σε σίδερο, στο τέλος ένα γρρρ στον ορίζοντα, ηχώ που ξεψυχούσε. Πώς να κοιμηθείς μετά…
Ένα ξημέρωμα λίγο έλειψε να ΄χουμε δράματα, όταν νόμισα πως ήρθε πάλι το σκυλί αλλά δεν ήταν παρά δυο ξεχασμένα φαντάρια που έπνιγαν  μέχρι αυτή την ώρα τον πόνο τους στις ρετσίνες και ανηφόριζαν για το στρατόπεδο με το τελετουργικό που η νύχτα επιβάλλει : φωνές, αλαλαγμοί, δέκα και σήμερα, ένα ρεφρέν Κιάμου, λίγη Θεοδωρίδου, πολύς σαματάς για τόση εφήμερη χαρά. Ευτυχώς συγκρατήθηκα.
Ποτέ κανείς απ΄τα τριγύρω μπαλκόνια δεν ενοχλήθηκε, ούτε φως άναψε, ούτε ένας βγήκε να δει από πού έρχεται αυτό το άσχημο, μονότονο, επίμονο , ενοχλητικό, το λες και παραπονεμένο, σαν ξεψυχισμένο σόλο ευνουχισμένου Kλάπτον γρύλισμα. Ποτέ κανείς.
Πριν είκοσι μέρες ξύπνησα στις τέσσερις, από μια γεμάτη κύστη. Βγήκα στο μπαλκόνι μετά και παραξενεύτηκα με την τόση ησυχία. Καιρός ήταν, είχα πολύ καιρό να κοιμηθώ σαν άνθρωπος, ένιωθα τις   αισθήσεις μου  να φεύγουν σιγά σιγά για διακοπές χωρίς εμένα.
Για μια στιγμή νόμισα πως άκουσα νύχια πάνω σε τσιμέντα και σε σίδερα, ξανά. Πέταξα μια πατάτα που βρήκα πρόχειρη πλάι στη γλάστρα με το δυόσμο. Το ξύσιμο σταμάτησε απότομα. Έστησα αυτί. Μόνο το μοτέρ της καρδιάς μου, ίσα που δήλωνε την ύπαρξή του στο ρελαντί. Περίεργη γαλήνη. Για μισό λεπτό, που μου φάνηκε χιλιετία. Και μετά μια σχεδόν ψιθυριστή αλλά πεντακάθαρη και γνώριμη φωνή έφτασε μέχρι τ’αυτιά μου : «ασ’ τον ρε Τάκη, παράτα τον, πάμε να φύγουμε από δω.  Δεν πρόκειται να μας ανοίξει. Ποτέ δε νοιάστηκε για μας, σιγά μη βάλει τώρα μυαλό…τζάμπα πήγε τ’ όνομα».

Μια γάτα που πέρναγε τυχαία απ το δρόμο εκείνη την ώρα κόντεψε να πηδήξει στον πρώτο όροφο απ’την τρομάρα της. Ένα ελαφρύ αεράκι ενόχλησε ανεπαίσθητα τις σακούλες με τα σκουπίδια μέσα κι έξω απ τους κάδους.  Φως άναψε στον δεύτερο απέναντι. Ένα μωρό σπάραζε στο κλάμα.
Από κείνη τη νύχτα δεν ξανάκουσα  άλλο γρύλισμα. Ξυπνάω όμως στις τέσσερις και μετράω τικ τικ τικ στο ξυπνητήρι, μέχρι να χαράξει. Προσπαθώντας να θυμηθώ αν αλήθεια νοιάστηκα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων