ΜΠΑΝΓΚΛΑΝΤΕΣ : Η ραπτομηχανή του κόσμου
Cyran Olivier , μεταφραση: Παπακριβόπουλος Βασίλης
Η κατάρρευση του εργοστασίου Rana Plaza στην Ντάκα, προσέλκυσε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για τις συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια ραφής ρούχων του Μπαγκλαντές. Κι όμως, τίποτα δεν άλλαξε μετά από αυτό και όπως δείχνει το οδοιπορικό του Olivier Cyran, η κατάσταση παραμένει ακριβώς η ίδια, με συνυπευθυνότητα των μεγάλων δυτικών πελατών των εργοστασίων.
Ο αστραφτερός γυάλινος πύργος που ορθώνεται στην όχθη της λίμνης Χατιρτζίλ ανάμεσα σε χαμηλά κτήρια και ορατός από μεγάλη απόσταση, δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι ένα από τα εντυπωσιακότερα οικοδομήματα του Σίτυ του Λονδίνου μεταφυτεύτηκε στην καρδιά μιας γιγάντιας τενεκεδούπολης. Εδώ βρίσκεται η έδρα της Ένωσης των Βιομηχάνων και Εξαγωγέων Ενδυμάτων του Μπανγκλαντές (Bangladesh Garment Manufacturers and Exporters Association, BGMEA).
Αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε στην περίπτωση του κτηρίου του Rana Plaza που δεν πληρούσε κανέναν οικοδομικό κανονισμό 1], δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος κατάρρευσης για τον πύργο της BGMEA. Ωστόσο, στις 19 Μαρτίου, το Ανώτατο Δικαστήριο του Μπανγκλαντές διέταξε την κατεδάφιση του ουρανοξύστη των εργοδοτών, πριν παρέλθει τρίμηνο από την έκδοση της απόφασης. Ο λόγος της αυστηρής απόφασης ; Το κτήριο αναγέρθηκε παράνομα σε οικόπεδο που ανήκει στο Δημόσιο και το οποίο καταπατήθηκε από την εργοδοτική οργάνωση, η οποία δεν διέθετε τον παραμικρό τίτλο ιδιοκτησίας. Βέβαια, είχε εξασφαλίσει τη συνενοχή του υπουργείου Εμπορίου… Η BGMEA άσκησε έφεση στην απόφαση. Όποια κι αν είναι η έκβαση της δίκης, κανείς, φυσικά, δεν φαντάζεται ότι το « καρκίνωμα του Χατιρτζίλ », όπως το αποκαλούν οι δικαστές, μπορεί μια μέρα να μετατραπεί σε έναν σωρό από μπάζα.
Στην είσοδο του κτηρίου, το προσωπικό ασφαλείας υποδέχεται τον επισκέπτη με στρατιωτικό χαιρετισμό. Καθώς στην Ντάκα οι τουρίστες σπανίζουν, οι ντόπιοι συγχέουν συχνά τον λευκό με τον υπεύθυνο αγοράς ενδυμάτων που εργάζεται για επιχειρήσεις όπως η Mango, η Benetton ή η Hennes & Mauritz (H&M) : συνεπώς, οι θυρωροί και οι φύλακες οφείλουν να δείχνουν τον σεβασμό τους. Από την πλευρά του, το τιμώμενο πρόσωπο αποδέχεται ευχαρίστως όλες τις τιμές που το κάνουν να αισθάνεται πραγματικός άρχοντας. Μπορεί δε κανείς να μαντέψει τα αισθήματα που τρέφει για τον ντόπιο ανθρωπάκο που συναντάει στον δρόμο, αν διαβάσει το φυλλάδιο Dhaka Calling, που μοιράζεται στους πελάτες των πολυτελών ξενοδοχείων της πόλης και συνιστά στους αναγνώστες του « να μην γελάνε με τους ανθρώπους που η φτώχεια βύθισε μέσα στην αρρώστια, και να μην τους κοροϊδεύουν ».
Είναι 9 Απριλίου και το Rana Plaza, το οποίο απέχει καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα από τον πύργο της BGMEA, στέκεται ακόμα όρθιο. Η χειρότερη σφαγή στη βιομηχανική ιστορία του Μπανγκλαντές δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα : θα γίνει δύο εβδομάδες αργότερα. Ωστόσο, το ζήτημα της ασφάλειας και των συνθηκών εργασίας στον κλάδο της υφαντουργίας και της ραφής του ενδύματος έχει ήδη τεθεί με επιμονή εδώ και καιρό. Στις 7 Ιανουαρίου, μια πυρκαγιά προκάλεσε τον θάνατο οκτώ εργαζόμενων στη Smart Export Garment, μια μικρή βιομηχανία στο κέντρο της Ντάκα, η οποία απασχολεί 300 άτομα. « Ήταν όλοι τους κάτω των 16 ετών », μας διαβεβαιώνει η Σαΐντια Γκουλρούχ, ανθρωπολόγος, η οποία έχει ιδρύσει μια ομάδα αλληλεγγύης για τα θύματα του κλάδου της υφαντουργίας και του ενδύματος. Έναν μήνα νωρίτερα, στις 24 Νοεμβρίου του 2012, άλλη μια πυρκαγιά κατέστρεψε τη βιομηχανία Tazreen Fashions στην Ασούλια, ένα από τα βόρεια προάστια της πρωτεύουσας του Μπανγκλαντές, προκαλώντας τον θάνατο 112 ατόμων και τον τραυματισμό χιλίων άλλων, σύμφωνα με τον επίσημο απολογισμό των αρχών.
Στο εννιαόροφο κτήριο της Tazreen στοιβάζονταν 3.000 εργάτες, στην πλειονότητά τους νεαρές γυναίκες που έρχονταν στην πρωτεύουσα από τις φτωχότερες περιοχές της υπαίθρου προσπαθώντας να κερδίσουν το ψωμί της οικογένειάς τους. Εργάζονταν δέκα ώρες την ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα, με μισθό 3.000 τάκα τον μήνα (περίπου 30 ευρώ) και παρήγαν ενδύματα που προορίζονται για παγκοσμίως γνωστές επιχειρήσεις, όπως η Disney, η Walmart και ο γαλλικός όμιλος Teddy Smith. Στο ισόγειο, δίπλα στο κλιμακοστάσιο, ήταν αποθηκευμένα ορισμένα ιδιαίτερα εύφλεκτα προϊόντα, κατά παράβαση των στοιχειωδέστερων κανονισμών ασφαλείας. Καθώς οι έξοδοι κινδύνου ήταν κλειδωμένες για να αποφεύγεται το ενδεχόμενο της κλοπής εμπορευμάτων –όπως συνηθίζεται σε όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου στη χώρα- τα θύματα παγιδεύτηκαν από τις φλόγες και κάηκαν ζωντανά ή σκοτώθηκαν πηδώντας από τα παράθυρα. Το αφεντικό τους, ο Ντελβάρ Χοσάιν, δεν κλήθηκε καν να παρουσιαστεί ενώπιον της δικαιοσύνης κι εξακολουθεί να κυκλοφορεί ελεύθερος. Να έπαιξε άραγε ρόλο το γεγονός ότι είναι μέλος του BGMEA ;
« Η εργοδοσία κρατάει τα ηνία της χώρας »
Για να ερευνήσουμε το ερώτημα, κλείσαμε ραντεβού με τον πρόεδρο της BGMEA, τον κύριο Ατικούλ Ισλάμ. Ο ισχυρός άνδρας της οικονομίας του Μπανγκλαντές –η υφαντουργία και το ένδυμα απασχολούν 4-7 εκατομμύρια εργαζόμενους και αντιπροσωπεύουν το 80% των εξαγωγών, με αποτέλεσμα η χώρα να είναι ο δεύτερος εξαγωγέας ενδυμάτων μετά την Κίνα- κατέχει τη θέση αυτή εδώ και έναν μήνα. Η άνοδος του νεαρού επιχειρηματία, που δεν είναι γνωστός στους επιχειρηματικούς κύκλους, εξέπληξε πολλούς. Ένας άλλος επιχειρηματίας μας εξηγεί ότι « πρόκειται για έναν “μικρό παίκτη” δίχως εμπειρία και δίχως ιδιαίτερο έργο. Ο λόγος για τον οποίο βρέθηκε αλεξιπτωτιστής στο αξίωμα του προέδρου, είναι ότι χειραγωγείται εύκολα, πράγμα που επιτρέπει στα μεγάλα ονόματα του κλάδου να κινούν τα νήματα αποφεύγοντας να βρεθούν στο προσκήνιο ».
Τον Δεκέμβριο του 2012, μια ομάδα επιθεωρητών που συγκροτήθηκε από την BGMEA –μάλλον ασυνήθιστη πρωτοβουλία γι’ αυτόν τον φορέα, όπως εύκολα φαντάζεται κανείς- εντόπισε τέσσερα επικίνδυνα εργοστάσια που είχαν χτιστεί κατά παράβαση των οικοδομικών κανονισμών. Σε αυτά συγκαταλεγόταν το Rose Dresses Limited, μια μεγάλη βιοτεχνία εγκατεστημένη στην Ασούλια και η οποία ανήκει στον… Ισλάμ. Τρεις μήνες αργότερα, ο τελευταίος εκλεγόταν επικεφαλής της BGMEA. Γνωρίζοντας ότι η συντριπτική πλειονότητα των πέντε χιλιάδων εργαστηρίων και εργοστασίων ραφής ρούχων της χώρας παραβιάζουν ανοιχτά τη νομοθεσία, δημιουργήθηκε η υποψία ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο πραγματοποιήθηκε η επιθεώρηση ήταν για να « στριμωχτεί » ο μελλοντικός πρόεδρος της BGMEA και για να συνειδητοποιήσει πόσα πολλά οφείλει στους προστάτες του.
Καθώς περιμένουμε να συναντήσουμε το αφεντικό των αφεντικών, κάνουμε νοερά μια γρήγορη επισκόπηση της οικονομικής ιστορίας της χώρας. Θυμόμαστε τα λόγια του Ανού Μοχάμεντ, καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Τζαχαντζιρναγκάρ : « Στο Μπανγκλαντές δεν ήταν ανέκαθεν αφεντικά οι επιχειρηματίες της ένδυσης. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο κυριότερος πλούτος της χώρας προερχόταν από την καλλιέργεια μιας ποικιλίας κάνναβης που δίνει την πρώτη ύλη για την κατασκευή τσουβαλιών και λινάτσας. Ύστερα κατέφθασαν στη χώρα το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα. Κάτω από την καθοδήγησή τους, τα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων και μείωσης των δημόσιων δαπανών προκάλεσαν θεαματική αύξηση της ανεργίας, μαζική προσφυγή στις εισαγωγές και κατάρρευση της ντόπιας βιομηχανίας. Οι γραφειοκράτες των μεγάλων πολιτικών κομμάτων, οι αξιωματικοί του στρατού, τα υψηλόβαθμα στελέχη της αστυνομίας και οι γιοι των “καλών οικογενειών” δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία ». Πράγματι, τα κίνητρα για επένδυση στην υφαντουργία και στο ένδυμα είναι ακαταμάχητα : φτηνό εργατικό δυναμικό, εξασθένιση των συνδικάτων λόγω της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων επιχειρήσεων, κατάργηση των δασμών στις εισαγωγές μηχανών που προορίζονται για την εξαγωγική βιομηχανία. Όλα τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει η διαφθορά.
Ενθουσιασμένοι, οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί ανταμείβουν την πολιτική αυτή ανοίγοντας διάπλατα τις πύλες των χωρών τους στα ρούχα Made in Bangladesh. Σε έναν λόγο του που εκφώνησε στην Ντάκα, στις 21 Νοεμβρίου του 2001, ο Πασκάλ Λαμί, εκείνη την εποχή επίτροπος της Ε.Ε., αρμόδιος για το εμπόριο, διακήρυσσε : « Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι διατεθειμένη να υποστηρίξει το Μπανγκλαντές στην προσπάθειά του να επιτύχει […] μια καλύτερη ενσωμάτωση στο σύστημα του παγκόσμιου εμπορίου, ανοίγοντάς του νέες εμπορικές δυνατότητες και ευνοώντας μια μεγαλύτερη διείσδυσή του στην αγορά ». Μεταξύ 2000 και 2012, ο κύκλος των εργασιών της υφαντουργίας του Μπανγκλαντές θα υπερτετραπλασιαστεί, περνώντας από τα 4,8 δισ. δολάρια στα 20 δισ.. Η Goldman Sachs είναι ενθουσιασμένη : τον Ιούνιο του 2012, η νεοϋορκέζικη τράπεζα κατατάσσει τη χώρα –μία από τις φτωχότερες παγκοσμίως- πρώτη στον κατάλογο των « Next Eleven », των « Έντεκα Επόμενων » χωρών που ενδέχεται να ενταχθούν στη λέσχη των BRICS, των αναδυόμενων οικονομικών δυνάμεων (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική).
Χάρη στη χρυσοτόκο όρνιθα δημιουργείται μια εκδυτικισμένη ελίτ που κυκλοφορεί με 4Χ4, δειπνεί στο Pizza Hut (το άκρον άωτον του σνομπισμού στην Ντάκα), παίζει γκολφ και στέλνει τα παιδιά της να σπουδάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κι ο Ανού Μοχάμεντ συνεχίζει τη διήγησή του : « Η βιομηχανία ενδυμάτων προσφέρει υποσχέσεις για εύκολα κέρδη, είναι ένας αποδοτικός τρόπος για να εξασφαλίσεις κεφάλαια για να επενδύσεις στη συνέχεια σε οποιονδήποτε άλλο τομέα ή για να διεκδικήσεις μια θέση στο κοινοβούλιο. Επισήμως, 29 από τους 300 βουλευτές είναι ιδιοκτήτες ενός εργοστασίου ενδυμάτων. Στην πραγματικότητα, εάν συνυπολογίσει κανείς και όσους κρύβονται πίσω από αχυράνθρωπους, είναι πολύ περισσότεροι. Στο Μπανγκλαντές είναι δύσκολο να βρει κανείς ανθρώπους της εξουσίας οι οποίοι να μην συνδέονται με τα κυκλώματα της υφαντουργίας και του ενδύματος. Τα ηνία της χώρας βρίσκονται στα χέρια της BGMEA ».
Επιστροφή στην έδρα της εργοδοτικής οργάνωσης. Μιας και ο κύριος Ισλάμ μας έχει στήσει, ένας από τους συνεργάτες του μας κρατάει συντροφιά στο σαλόνι δίπλα από το γραφείο του. Ο Χασάν Σαχριάρ Τσοουντούρι έχει μόλις επιστρέψει από τις Ηνωμένες Πολιτείες όπου –κατά τα λεγόμενά του- συνεργάστηκε με μια ομάδα μελών του Κογκρέσου πάνω σε μια υπόθεση « καταπολέμησης της τρομοκρατίας ». Ο αξιωματικός της Αεροπορίας, που δηλώνει « οπαδός της Άγκελα Μέρκελ », δεν είναι ιδιοκτήτης υφαντουργικού εργοστασίου -έτσι τουλάχιστον υποστηρίζει. Τι δουλειά έχει λοιπόν στην BGMEA ; Αποφεύγει να απαντήσει, αλλά δείχνει ενθουσιασμένος που έχει τη δυνατότητα να συνομιλήσει με έναν Γάλλο δημοσιογράφο : « Λατρεύω τη Γαλλία. Ξέρετε, το κράτος του Μπανγκλαντές σκοπεύει να αγοράσει δύο υποβρύχια. Συνήθως αγοράζουμε τα οπλικά μας συστήματα από την Κίνα. Γνωρίζω πολύ καλά την πρωθυπουργό Σεΐχ Χασίνα. Της είπα λοιπόν, εμπιστευτικά, ότι καλά θα έκανε να αγόραζε γαλλικά υποβρύχια. Είναι ακριβότερα, αλλά υπάρχει λιγότερη διαφθορά, δεν συμφωνείτε ; » Μπροστά στον σκεπτικισμό του συνομιλητή του, ο Τσοουντούρι προτιμά να αλλάξει θέμα συζήτησης και μου ανοίγει –με ιδιαίτερα άνετο ύφος- την τηλεφωνική του ατζέντα : « Μια που είστε δημοσιογράφος, μήπως θα σας ενδιέφερε να συναντήσετε την εξαδέλφη μου που είναι υπουργός αρμόδια για τα γυναικεία ζητήματα ; Μπορώ επίσης να σας παρουσιάσω στους διευθυντές των κυριότερων εφημερίδων του Μπανγκλαντές, είναι όλοι φίλοι μου ».
Η εμφάνιση του κυρίου Ισλάμ διακόπτει αυτήν την πολλά υποσχόμενη συνάντηση. Το αφεντικό των αφεντικών συνοδεύεται από πέντε συμβούλους του και μας ανακοινώνει ότι άλλαξε γνώμη : η συνάντηση ματαιώνεται. « Οφείλετε να έχετε διαπίστευση από το υπουργείο Εσωτερικών », μας δηλώνει με σκοτεινό ύφος. « Ειδάλλως, είναι αδύνατον να σας μιλήσω, ιδίως για ευαίσθητα θέματα »… Στη διαδρομή προς το ασανσέρ μια επιγραφή κολλημένη σε μια τζαμαρία, πίσω από την οποία εργάζονται πολυάσχολοι μάνατζερ και γραμματείς, προειδοποιεί : « Να μιλάτε λιγότερο και να εργάζεστε περισσότερο ».
Οι επιζώντες του ατυχήματος στο εργοστάσιο Tazreen μας επιτρέπουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο να κατανοήσουμε την ισχύ της BGMEA. Ξεκινάμε για την Ασούλια, με οδηγό τον Σερίν, ένα από τα πλέον δραστήρια στελέχη της Εθνικής Ομοσπονδίας των Εργαζομένων στο Ένδυμα (National Garments Workers Federation), ενός συνδικάτου που πρόσκειται στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Σιγά σιγά, το απίστευτο πολεοδομικό χάος που αποτελεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό της Ντάκα, δίνει τη θέση του σε ένα σεληνιακό τοπίο, στο οποίο ορθώνονται καμινάδες που ξερνάνε μαύρο καπνό. Κουρελήδες έφηβοι τροφοδοτούν τα καμίνια για να παραχθούν τα τούβλα με τα οποία θα κατασκευαστούν τα συγκροτήματα των κατοικιών της μεσαίας τάξης που διακρίνουμε στο βάθος του ορίζοντα, αλλά και τα εργοστάσια που πληθαίνουν στο βόρειο τμήμα της πρωτεύουσας. Αφήνουμε πίσω μας τον δρόμο και μπαίνουμε σε έναν στενό χωματόδρομο. Στο τέρμα του, ο κατακαμένος σκελετός ενός τσιμεντένιου κτηρίου σε σχήμα κύβου, περιτριγυρισμένος από σκαλωσιές από μπαμπού : καλωσήλθατε στο Tazreen Fashions, το οποίο μέχρι πρόσφατα αποτελούσε τον επίσημο προμηθευτή της Disney σε ρούχα.
Η Νασρίν είναι 25 ετών αλλά δείχνει 40. Αντίθετα από τις υπόλοιπες επιζώσες που γύρισαν βιαστικά στο χωριό τους, η Νασρίν δεν εγκατέλειψε το Νισχινταπούρ, τη συνοικία-υπνωτήριο, με τα ήσυχα δρομάκια, που είναι χτισμένη δίπλα στο εργοστάσιο. Στις 24 Νοεμβρίου του 2012, στις 18.50, η Νασρίν δούλευε κολλημένη πάνω στη ραπτομηχανή της, όταν ακούστηκε η σειρήνα του συναγερμού. Μας διηγείται με άχρωμη φωνή : « Ο επιστάτης μας είπε ότι επρόκειτο για άσκηση και ότι έπρεπε να μείνουμε στη θέση μας. Ύστερα, ο συναγερμός χτύπησε για δεύτερη φορά. Τότε, αρχίσαμε να πανικοβαλλόμαστε. Μυρίσαμε καμένο. Ο επιστάτης εξακολουθούσε να μην θέλει να μας αφήσει να φύγουμε, αλλά εμείς αρχίσαμε να τρέχουμε. Υπήρχαν δύο πόρτες : η μια ήταν κλειστή, η άλλη ανοιχτή. Η σκάλα η οποία οδηγούσε στην ανοιχτή πόρτα ήταν ήδη τυλιγμένη στις φλόγες. Αν είχαμε μπορέσει να χρησιμοποιήσουμε την άλλη σκάλα και την κλειδωμένη πόρτα, θα είχαμε σωθεί όλες ». Επίσης, πολλά παράθυρα ήταν κλειδωμένα. Με τη βοήθεια κάποιων συναδέλφων, η Νασρίν κατόρθωσε να ανοίξει ένα παράθυρο και να πηδήσει στο κενό. Γλύτωσε με ένα σπασμένο πόδι και με εφιάλτες που θα την κυνηγάνε σε όλη της τη ζωή. Και μόνο στην σκέψη ότι θα χρειαστεί κάποια μέρα να ξαναπατήσει το πόδι της σε ένα εργοστάσιο, καταλαμβάνεται από κρίση πανικού.
Ωστόσο, δεν έχει άλλη επιλογή, Μέχρι σήμερα, το μοναδικό βοήθημα που έχει λάβει είναι « 25 κιλά ρύζι, 25 κιλά κρεμμύδια κι ένα λίτρο λάδι ». Καθώς ο πενιχρός μισθός του άντρα της δεν φθάνει για να θρέψει την οικογένεια, θα αναγκαστεί σύντομα να υπερνικήσει τις αϋπνίες της και τον πανικό της και να ξανακαθίσει μπροστά σε μια ραπτομηχανή. Στο Μπανγκλαντές, όταν ένα εργοστάσιο καίγεται ή καταρρέει, τα θύματα αποζημιώνονται από την BGMEA. Τα ποσά των αποζημιώσεων είναι γελοία : οι τραυματίες λαμβάνουν 100.000 τάκα (1.000 ευρώ) ως έξοδα νοσηλείας και αποζημίωση, ενώ η οικογένεια ενός νεκρού 600.000 τάκα (6.000 ευρώ). Ο εργοδότης δεν αναμειγνύεται, ούτε και η Δικαιοσύνη. Επιπλέον, μονάχα όσοι είναι τυχεροί θα λάβουν τα ψίχουλα που μοιράζει η BGMEA, καθώς ο κατάλογος των θυμάτων που δικαιούνται αποζημίωση συντάσσεται από την ίδια. Καθώς δε οι περισσότερες προσλήψεις γίνονται προφορικά, δίχως σύμβαση εργασίας, πολλοί από τους επιζώντες δεν έχουν στη διάθεσή τους το παραμικρό έγγραφο το οποίο να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς τους. Στο κάτω κάτω της γραφής, ο καθένας μπορεί να πέσει οπουδήποτε και να σπάσει το πόδι του.
Στην περίπτωση της Tazreen, η υπόθεση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι πολλά πτώματα είναι αδύνατον να αναγνωριστούν επειδή παραμορφώθηκαν από τις φλόγες ή απανθρακώθηκαν εντελώς. Σύμφωνα με τη Σαΐντια Γκουλρούχ, η οποία φροντίζει τις εγκαταλελειμμένες οικογένειες, τουλάχιστον 27 αγνοούμενες εργάτριες, θύματα της πυρκαγιάς, έχουν αποκλειστεί από τον κατάλογο των δικαιούχων της αποζημίωσης. Κάποιοι άλλοι αναφέρουν έναν αριθμό πέντε έως δέκα φορές μεγαλύτερο. Η Σιλπί, μια άλλη επιζώσα εργάτρια, μας δηλώνει αγανακτισμένη : « Ο επίσημος απολογισμός των θυμάτων δεν έχει καμία σχέση με αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα. Καθεμιά από εμάς γνωρίζει συναδέλφισσες που δεν βγήκαν ζωντανές από το εργοστάσιο και τις οποίες η BGMEA αρνείται να αναγνωρίσει ως θύματα, με το πρόσχημα ότι δεν υπάρχει κανένα ίχνος τους. Ποιο ίχνος όμως να αφήσεις όταν έχεις πεθάνει καμένη κι ο οικογένειά σου στο χωριό ούτε καν το έχει μάθει ; »
Ενώ το κτήριο της Tazreen κάπνιζε ακόμα, η κυβέρνηση –με δήλωση της ίδιας της πρωθυπουργού- έσπευσε να αποδώσει την πυρκαγιά σε « σαμποτάζ ». Αυτόματα, όλοι οι πολίτες του Μπανγκλαντές εξέλαβαν αυτή τη δήλωση ως μια κατηγορία κατά των ισλαμιστών. Μήπως αυτή η εντυπωσιακή κατηγορία –για την οποία δεν βρέθηκε το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο- αποσκοπούσε στο να προστατευθεί ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου και η BGMEA ; Για τον Ανού Μοχάμεντ δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία. Κατά τη γνώμη του, η καλύτερη απόδειξη που τεκμηριώνει την άποψή του είναι ότι, « σε τελική ανάλυση, δεν συνέβη απολύτως τίποτε : ούτε έρευνα για να εξακριβωθούν τα αίτια της πυρκαγιάς, ούτε ένταλμα σύλληψης του ιδιοκτήτη του εργοστασίου και των επιστατών του. Επιπλέον, δεν ελήφθη κανένα μέτρο για την προστασία των εργαζόμενων από τον κίνδυνο της πυρκαγιάς. Αν εξαιρέσει κανείς τα ίδια τα θύματα, κανένας δεν διανοείται να καταλογίσει ευθύνες στον εργοδότη, τον Ντελβάρ Χοσέιν. Εδώ και μήνες, το όνομά του έχει εντελώς εξαφανιστεί από τις στήλες των εφημερίδων. Είναι σαν να μην έχει υπάρξει ποτέ ».
Carrefour : « Επιδεικνύουμε αυξημένη επαγρύπνηση »
Όμως και οι ξένοι πελάτες έσβησαν από τη μνήμη τους αυτό το γεγονός. Στις 15 Απριλίου, με πρωτοβουλία του διεθνούς συνδικάτου IndustriAll και ενός δικτύου Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, οι εταιρείες που ήταν πελάτες της Tazreen κλήθηκαν να συμμετάσχουν στη Γενεύη σε μια σύσκεψη για τη δημιουργία ενός κοινού ταμείου αποζημίωσης των θυμάτων. Η Disney απέρριψε την πρόταση : οι φίλοι του Ντόναλντ Ντακ υποστηρίζουν ότι, μετά την αποτέφρωση του εργατικού δυναμικού που κατασκευάζει τα προϊόντα τους, εγκατέλειψαν το Μπανγκλαντές κι επέλεξαν να αναθέτουν τις υπεργολαβίες τους στην Καμπότζη ή στο Βιετνάμ, συνεπώς νίπτουν τας χείρας τους. Την ίδια κατηγορηματική άρνηση αντέταξε και η Walmart, η οποία καταρχάς αρνήθηκε ότι είχε την παραμικρή σχέση με την Tazreen, για να κάνει, στη συνέχεια, μια θεαματική κωλοτούμπα και να επιρρίψει την ευθύνη στο ελεγκτικό γραφείο, το οποίο κακώς είχε πιστοποιήσει ότι η Τazreen πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις ασφαλείας και αποτελούσε υποδειγματική επιχείρηση. Όσο για τον Φιλίπ Μπουλού, διευθύνοντα σύμβουλο της Teddy Smith, της οποίας το κύριο μέλημα είναι να πουλάει « look rock’n’roll » προς 163 ευρώ στην παρισινή μπουτίκ της κοντά στην Όπερα, σε μια από τις ακριβότερες συνοικίες της πόλης, δεν κατορθώσαμε να μιλήσουμε μαζί του στο τηλέφωνο, ενώ ουδεμία απάντηση λάβαμε στα μηνύματα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που του απευθύναμε. Μετά από πολλή επιμονή, κατορθώσαμε να μιλήσουμε με μια συνεργάτιδά του και να της αποσπάσουμε την εξής δήλωση : « Είμαστε μια πολύ μικρή επιχείρηση και δεν διαθέτουμε τα οικονομικά μέσα για να πάμε στη Γενεύη… »
Όσον αφορά δε τον όμιλο Carrefour, προσποιείται ότι πέφτει από τα σύννεφα όταν ερχόμαστε σε επαφή μαζί του. Ο μεγαλύτερος γαλλικός όμιλος στον χώρο του λιανικού εμπορίου, ο οποίος διαθέτει δικά του γραφεία στην Ντάκα (με την επωνυμία Carrefour Global Sourcing Bangladesh and Pakistan), παραδέχεται φυσικά ότι υπήρξε πελάτης της Tuba Group, της επιχείρησης του Χοσάιν, αλλά αρνείται κατηγορηματικά ότι είχε κάνει την παραμικρή παραγγελία στην Tazreen. Είναι αλήθεια ότι ο μπανγκλαντεσιανός προμηθευτής της Carrefour διέθετε τουλάχιστον δέκα εργοστάσια και ότι τα μπλουζάκια που πωλούνται στα σουπερμάρκετ του ομίλου δεν προέρχονται αναγκαστικά από το εργοστάσιο που σκόρπισε τον θάνατο. Όμως, σύμφωνα με έναν ιδιαίτερα καλό γνώστη της κατάστασης στην κλάδο της υφαντουργίας και του ενδύματος στο Μπανγκλαντές, το επιχείρημα είναι για κλάματα. « Όταν ένας πελάτης κάνει μια παραγγελία, δεν την κάνει σε ένα εργοστάσιο, αλλά σε έναν προμηθευτή. Ο προμηθευτής είναι εκείνος που υπογράφει τη σύμβαση, τους κανόνες δεοντολογίας, τις ηθικές και περιβαλλοντικές δεσμεύσεις κι όλα τα υπόλοιπα παραμύθια. Όταν η παραγγελία είναι σημαντική –και είναι υποχρεωτικά σημαντική στην περίπτωση ενός ομίλου με το μέγεθος της Carrefour- τότε ο προμηθευτής θα μοιράσει την εκτέλεσή της σε όλες τις παραγωγικές μονάδες που διαθέτει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Τazreen ήταν το εργοστάσιο που “ξελάσπωνε” την κατάσταση όταν στις υπόλοιπες μονάδες του ομίλου Tuba Group υπήρχε υπερβολικός φόρτος εργασίας. Δεν είναι δυνατόν η Carrefour να αγνοούσε την κατάσταση. Εξάλλου, για ποιον λόγο να είχαν διαγράψει από τον κατάλογο των συνεργατών τους αυτό το συγκεκριμένο εργοστάσιο, τη στιγμή που τίποτε απολύτως δεν το διαφοροποιούσε από όλα τα υπόλοιπα ; »
Αλλά ο γίγαντας της Γαλλίας δεν υποχωρεί : « Έχουμε τα στάνταρντ μας και τις εκθέσεις των επιθεωρητών, βάσει των οποίων είχαμε αποκλείσει ρητά την Τazreen ως τόπο παραγωγής. Είμαστε πολύ προσεκτικοί ! », διαμαρτύρεται ο Μπερτράν Σβιντέρσκι, διευθυντής της αειφόρου ανάπτυξης. Θα θέλαμε πολύ να δούμε τις περίφημες εκθέσεις, αλλά δυστυχώς είναι « εμπιστευτικές ».
« Μόλις μοιράσεις την πρώτη προκήρυξη, συλλαμβάνεσαι από την αστυνομία »
Αντίθετα, ο κύριος Σβιντέρσκι δέχεται με μεγάλη προθυμία να μας στείλει την « Κοινωνική Χάρτα » της οποίας την υπογραφή ο όμιλός του υπερηφανεύεται ότι επιβάλλει στους εξωτικούς προμηθευτές του. Το κείμενο αποτελεί πραγματική προσβολή και κοροϊδία για τους εργάτες που βρήκαν τον θάνατο στα εργατικά ατυχήματα του Μπανγκλαντές. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο « Ελευθερία της έκφρασης », η Χάρτα του Carrefour ορίζει ότι « οι εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα να εγγράφονται στο συνδικάτο της επιλογής τους ή να δημιουργούν το δικό τους συνδικάτο, καθώς επίσης και να προβαίνουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις, χωρίς να έχουν λάβει προηγουμένως την άδεια της διεύθυνσης ». Εύκολα φαντάζεται κανείς ότι ο Χοσάιν υπέγραψε με μεγάλη προθυμία τους ευσεβείς αυτούς πόθους. Στα εργοστάσια του ομίλου του, όπως και σε ολόκληρο το Μπανγκλαντές άλλωστε, είναι αυτονόητο ότι ακόμα και η παραμικρή συνδικαλιστική δραστηριότητα απαγορεύεται αυστηρά.
Αυτό ακριβώς προκύπτει και από όλα όσα μας αφηγείται ο Φαϊζούλ [2]. Ο πρώην εργάτης της Tazreen μας δέχεται σε ένα γυμνό δωματιάκι με τσίγκινη στέγη, σε έναν από τους στενούς χωματόδρομους της Νισχινταπούρ. Εδώ στεγάζονται τα τοπικά γραφεία του NGWF, του συνδικάτου του οποίου ο Φαϊζούλ είναι ο γραμματέας για την περιοχή της Ασούλια. Γραμματέας στην παρανομία εννοείται. Όσο για τα παραμύθια που έχουν βγει από τη φαντασία των υπεύθυνων του τμήματος αειφόρου ανάπτυξης της Carrefour, μας δίνει τη δική του, ιδιαίτερα λακωνική, εκδοχή : « Στο εργοστάσιο, μόλις πεις τη λέξη “συνδικάτο”, απολύθηκες αμέσως και δεν ξαναβρίσκεις πια δουλειά. Στην Tazreen, ήμασταν καμιά εκατοσταριά συνδικαλισμένοι εργάτες, αλλά κρυφά. Στη δουλειά δεν μιλούσαμε ποτέ γι’ αυτό ».
Μετά την πυρκαγιά, το γραφείο κατακλύστηκε από αυθόρμητες συγκεντρώσεις αγανακτισμένων επιζώντων, έτοιμων να αρχίσουν να βιαιοπραγούν. Ωστόσο, δεν είχαν την παραμικρή δυνατότητα να περάσουν στη δράση. Ο Φαϊζούλ διηγείται : « Όλοι οι εργάτες που μας γνώριζαν ήρθαν να μοιραστούν μαζί μας το πένθος τους και τον θυμό τους. Πενήντα τρεις σύντροφοί μας πέθαναν στην πυρκαγιά. Ήμασταν έξαλλοι με το αφεντικό που προκάλεσε τον θάνατό τους, καθώς επίσης και με την κυβέρνηση και με την BGMEA που τον προστατεύουν. Αλλά δεν ξέραμε τι να κάνουμε ». Να μοιράσουν προκηρύξεις ; Να οργανώσουν μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας ; Να καλέσουν σε απεργία τους εργαζόμενους των υπόλοιπων εργοστασίων ; Ο Φαϊζούλ μου ρίχνει μια ματιά γεμάτη στεναχώρια κι αμηχανία. Μα πόσο αφελής μπορεί να είναι ο Γάλλος επισκέπτης του ; « Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι δυνατά εδώ. Μόλις μοιράσεις την πρώτη προκήρυξη, συλλαμβάνεσαι από την αστυνομία. Κι ύστερα δεν ξαναβρίσκεις ποτέ δουλειά ».
Όταν τον ρωτάμε σε τι συνίστανται τότε οι συνδικαλιστικές του δραστηριότητες, μας εξηγεί ότι « έρχεται σε επαφή με τους εργάτες των υπόλοιπων εργοστασίων και τους ζητάει να ελέγχουν εάν οι έξοδοι κινδύνου είναι τώρα ανοιχτές, όπως δεσμεύθηκε πλέον η εργοδοσία ». Κι αν δεν είναι ; « Τότε οι σύντροφοι μας ενημερώνουν με SMS. Εδώ, όλος ο κόσμος έχει κινητό. Έτσι επικοινωνούμε ». Είναι δύσκολο να καταλάβουμε εάν ο Φαϊζούλ φιλοδοξεί να περάσει και σε πιο δυναμικές μορφές δράσης : μιλάει μπροστά και υπό την κηδεμονία ενός στελέχους του συνδικάτου που έχει έρθει από τα κεντρικά γραφεία της Ντάκα. Τελειώνουμε το τσάι με τζίντζερ που μας πρόσφερε ο οικοδεσπότης μας. Καθώς τον αποχαιρετάμε, ο Φαϊζούλ μας δείχνει τη φωτογραφία της ταυτότητας της γυναίκας του : εργάτρια στην Tazreen όπως κι αυτός, σκοτώθηκε τη μέρα της πυρκαγιάς πηδώντας από τον τρίτο όροφο.
« Οίκοι αγορών » ονομάζονται οι στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν ρόλο ενδιάμεσου ανάμεσα στις ξένες εταιρείες και στους ντόπιους προμηθευτές. Υπάρχουν περίπου διακόσιες επιχειρήσεις αυτής της κατηγορίας στο Μπανγκλαντές. Ο Νιζάμ Ουντίν, ιδιοκτήτης μιας από αυτές, θεωρεί ζήτημα τιμής να ζητάει από όλους τους πελάτες του –κατά κύριο λόγο Ευρωπαίους- « να έρχονται στο Μπανγκλαντές για να διαπιστώνουν με τα ίδια τους τα μάτια πώς λειτουργούν τα εργοστάσια. Τους υποδεχόμαστε εξαιρετικά, τους περιποιούμαστε, τους φροντίζουμε ». Στο ισόγειο, δέκα τηλεφωνητές ασχολούνται με τις παραγγελίες, ενώ στο υπόγειο τρεις ράφτες ράβουν σιωπηλά τα υποδείγματα που προορίζονται για το εργοστάσιο που θα αναλάβει την παραγωγή των ρούχων, σύμφωνα με τις οδηγίες και τις προδιαγραφές του αγοραστή. « Ο κυριότερος πελάτης μας μείωσε τις παραγγελίες του, γεγονός που μας υποχρεώνει να αναζητήσουμε νέους αγοραστές. Είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο μέσα σε δεκατρία χρόνια », αναστενάζει ο Ουντίν. Σε μια μικρή βιτρίνα στη γωνιά του γραφείου του, ο κομψός διευθυντής της επιχείρησης εκθέτει τα μετάλλια και τα τρόπαια που έχει κερδίσει στο γκολφ, στο « μεγάλο του πάθος ».
Εκφράζουμε την έκπληξή μας για το γεγονός ότι η επιχείρησή του λειτουργεί κανονικά, τη στιγμή που η αντιπολίτευση των ισλαμιστών του Τζαμάατ-ε-Ισλάμι έχει κηρύξει σήμερα το πρωί χαρτάλ (απεργία), μπλοκάροντας την οικονομική δραστηριότητα κι αδειάζοντας τους δρόμους της πρωτεύουσας. Ο Ουντίν ανασηκώνει τους ώμους : « Α, ξέρετε, αυτά δεν μας ανησυχούν. Όποιος κι αν είναι ο χώρος από τον οποίο προέρχονται, οι διαδηλωτές δεν επιτίθενται στα συμφέροντά μας. Καίνε καμιά φορά μερικά αυτοκίνητα ή μαγαζιά, αλλά αφήνουν τα εργοστάσια στην ησυχία τους. Ξέρετε, πολλά από τα μέλη της BGMEA είναι στελέχη σε όλα τα μεγάλα κόμματα. Σήμερα, η εργοδοτική οργάνωση υποστηρίζει τη Λίγκα Awami της πρωθυπουργού Σεΐχ Χασίνα, αλλά διατηρεί εξίσου καλές σχέσεις με τους εθνικιστές του ΒΝΡ (Bangladesh Nationalist Party), ακόμα και με τους ισλαμιστές του Τζαμάατ ».
Ο πρωταθλητής του γκολφ μας συστήνει έναν από τους συνεργάτες του, τον Ζορζ Πακέ. Αυτός ο εξηνταεπτάχρονος Γάλλος που ζει κι εργάζεται εδώ και πολλά χρόνια στο εξωτερικό, περνάει τους μισούς μήνες στο Ντουμπάι και τους υπόλοιπους στο Μπανγκλαντές, στο οποίο πρωτοήρθε το 1994. Καθώς θεωρεί ότι η καριέρα του έχει φθάσει πλέον στο τέλος της, επιτρέπει στον εαυτό του μια ειλικρίνεια που αποτελεί μια όαση δροσιάς μέσα στην τόση υποκρισία. « Παράγουμε τα πάντα εδώ, ακόμα και πάνες ακράτειας για ενήλικες που πωλούνται στα σουπερμάρκετ της Γαλλίας. Το πρόβλημα είναι ότι οι πελάτες μου κατεβάζουν ολοένα περισσότερο τις τιμές, σε απίστευτα χαμηλό επίπεδο. Τι θέλουν δηλαδή ; Να δουλεύει ο κόσμος τζάμπα ; Οι ευρωπαϊκές μάρκες δουλεύουν με περιθώριο κέρδους που κυμαίνεται μεταξύ 700% και 1.000% της τιμής αγοράς. Η επιθυμία τους για κέρδος δεν έχει πλέον κανένα όριο. Παλιοί πελάτες μάς εγκαταλείπουν από τη μια μέρα στην άλλη, γιατί ένας ανταγωνιστής τούς πρόσφερε καλύτερη τιμή κατά 10 λεπτά του ευρώ ανά κομμάτι. Επικρατεί μια απίστευτη υποκρισία. Φανταστείτε ότι τη στιγμή που τα διευθυντικά στελέχη της Η&Μ συναντούσαν τη Σεΐχ Χασίνα για να της ζητήσουν να επιβάλλει καλύτερες συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια του Μπανγκλαντές, οι υφιστάμενοί τους διαπραγματεύονταν τη μείωση κατά 15% της τιμής των προμηθευτών τους. Κι η φιλοσοφία τους είναι πολύ απλή : “Κόψτε το λαιμό σας και κανονίστε τα. Όλα τα άλλα τα έχουμε γραμμένα” ».
Όταν τον ρωτάμε για την πυρκαγιά στο Tazreen, ο Πακέ σηκώνει τα μάτια του προς τον ουρανό : « Τον Ντελβάρ Χοσάιν τον γνωρίζω εδώ και δέκα χρόνια. Σωστός κι ευσεβής άνθρωπος. Το τζαμί που βρίσκεται κοντά στο σπίτι του, αυτός το έχει χτίσει. Στην αρχή, ήμουνα ο δεύτερος καλύτερος πελάτης του, όμως, στη συνέχεια, μέθυσε από τις επιτυχίες του. Αγόρασε το ένα εργοστάσιο μετά το άλλο, μια δωδεκάδα συνολικά. Ύστερα, βρέθηκε να είναι το αφεντικό ενός ομίλου με κύκλο εργασιών 65 εκατ. δολαρίων. Έχασε τον έλεγχο της κατάστασης. Όταν κάηκε η Tazreen, είχε πάνω από έναν χρόνο να πατήσει το πόδι του στο εργοστάσιο ». H ατιμωρησία την οποία απολαμβάνει ο φίλος του δεν αποτελεί πρόβλημα γι’ αυτόν τον βετεράνο της πάνας ακράτειας. « Μην νομίζεις ότι κάνει τώρα τη μεγάλη ζωή. Η Tazreen του κόστισε τα μαλλιοκέφαλά του. Ο Ντελβάρ βουλιάζει τώρα κάτω από τα χρέη, δεν έχει πλέον ούτε έναν πελάτη κι όλος ο κόσμος τού γυρίζει την πλάτη, ακόμα και οι κολλητοί του στην BGMEA. Τι άλλο θέλετε δηλαδή ; Να πάει φυλακή ; » Κρίμα που δεν υποβάλλει κανείς αυτήν την τόσο εύστοχη ερώτηση στη Ριάνα : η νεαρή εργάτρια, για να ξεφύγει από τις φλόγες που είχαν αρχίσει να ψήνουν τις συναδέλφισσές της, χώθηκε σε έναν αεραγωγό, κατόρθωσε να φτάσει μέχρι τον εξωτερικό τοίχο του κτήρίου και πήδησε από τον τέταρτο όροφο. Οι γιατροί ακρωτηρίασαν το ένα χέρι και το ένα πόδι της. Πλέον, για να μετακινείται χρησιμοποιεί, αντί για αναπηρικό καροτσάκι, ένα καρότσι οικοδομής.
« Τίποτα δεν θα αλλάξει όσο δεν διαλύουμε το σύστημα »
Οι επιζώντες της βιομηχανικής εκατόμβης της Ασούλια δεν προβλέπουν ρόδινο μέλλον για τους συναδέλφους τους στα γειτονικά εργοστάσια. « Θα συμβούν κι άλλες καταστροφές, ίσως και χειρότερες από αυτήν εδώ ». Αυτό ακριβώς φοβάται ένας από τους επιζώντες, του οποίου το τσακισμένο χέρι είναι τυλιγμένο με ένα βρόμικο πανί. Η Σαΐντια Γκουλρούχ συμφωνεί με την πρόγνωση : « Η υπόθεση της Tazreen δεν άλλαξε τίποτε απολύτως στην καταστροφική κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι εργάτες, λόγω της αδιαφορίας των ελίτ για τη μοίρα τους. Χωρίς αμφιβολία, θα ληφθούν κάποια μέτρα εξωραϊσμού της κατάστασης, έτσι ώστε η BGMEA να είναι σε θέση να καθησυχάσει τους ξένους πελάτες της και οι τελευταίοι να καθησυχάσουν τους καταναλωτές. Ωστόσο, τίποτα δεν θα αλλάξει όσο δεν γκρεμίζουμε το σύστημα για να το ξαναχτίσουμε με νέες φιλοσοφικές βάσεις ». Δύο εβδομάδες μετά τη συζήτηση, η σφαγή της Rana Plaza προκάλεσε πολλαπλάσια θύματα από εκείνα της Tazreen, αλλά και την εξής δήλωση –δίκην επιταφίου- του Μπανγκλαντεσιανού υπουργού Οικονομικών, Αμπούλ Μάαλ Αμπντούλ Μουχίθ : « Δεν νομίζω ότι πρόκειται για κάτι το ιδιαίτερα σοβαρό. Είναι απλώς ένα ατύχημα ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου