Του κ. Νικου Ξυδακη...
«Η μεταπολίτευση δεν έχει και τόσο καλή φήμη στις μέρες μας. Διανοούμενοι όλων των αποχρώσεων τη στηλιτεύουν, αναγνωρίζοντάς την ως πηγή των κακοκδαιμονιών που τυραννούν εδώ και πολύ καιρό, κι ακόμη περισσότερο σήμερα, τη χώρα: από την ισοπέδωση κριτηρίων και αξιών στην παιδεία μέχρι τη διάδοση μιας ξύλινης γλώσσας στα δημόσια πράγματα, κι από την κατάχρηση συνδικαλιστικών και πολιτικών διεκδικήσεων μέχρι τη δημοσιονομική κατάρρευση και την κρίση χρέους».
Περιγράφει ο Κώστας Λιβιεράτος, κατ’ εξοχήν τέκνο της περιόδου, οξυδερκής και εμβριθής μελετητής της «πολιτισμικής» μεταπολίτευσης είτε γράφοντας αυτόνομα είτε αναλύοντας το έργο του φίλου του Χρήστου Βακαλόπουλου. Ο Βακαλόπουλος άλλωστε, μοναδικός παρατηρητής του καιρού του, καμιά εικοσαριά χρόνια νωρίτερα, είχε μιλήσει για «αυτή την παρεξήγηση που ονομάστηκε μεταπολίτευση».
Στο εκτενές μελέτημά του «Ο Χρ. Βακαλόπουλος και οι χαμένοι δρόμοι της μεταπολίτευσης», στο τελευταίο τεύχος της Νέας Εστίας, ο Λιβιεράτος τοποθετεί με ευαισθησία την όλη συζήτηση περί τέλους της μεταπολίτευσης πέραν της αυτομαστίγωσης και της στερεοτυπικής καθολικής ευθύνης. Σαν ακάματος ανασκαφέας των συλλογικών αναπαραστάσεων και των συλλογικών πρακτικών, των καθημερινών σπαραγμάτων του λαϊκού πολιτισμού και της διάσπαρτης ποπ, σαν άγρυπνος ακροατής των υπόγειων ρευμάτων της παράδοσης και της ιστορίας, ο Κ.Λ. βγαίνει τολμηρά υπεράνω της νοσταλγίας για το ροκ συγκρότημα της εφηβείας μας που διαλύθηκε, αλλά και υπεράνω της άγονης καταστροφολογίας.
Προεκτείνω τις σκέψεις του Κ.Λ., συνοδοιπόρου απ’ τα χρόνια του ’80, μέσα στο δραματικό παρόν: Η αθωότητα και η σωματική βίωση του χρόνου τέλειωσε πράγματι πολύ πριν από τη χρεοκοπία. Από τη δεκαετία του ’90 ζούμε διαρκώς αποκολλώμενοι από τη σωματικότητα και την παράδοση, διαρκώς εμβαπτιζόμενοι στη φενάκη και την απληστία, ανιστορικοί και λιμασμένοι. Χωρίς να γινόμαστε περισσότερο ηδονικοί· μάλλον, ματαιόσπουδοι θηρευτές της ατομικότητας και της υλικής πλησμονής. Χάνοντας στο δρόμο την κριτική ματιά, τη ζυγισμένη αποτίμηση, την αποσυμπιεστική ειρωνεία, την αίσθηση της φθαρτότητας. Χάνοντας τη γνώση της παράδοσης και την έγνοια για ανανέωσή της, δηλαδή, όλα όσα με κόπο και ενόραση αποτόλμησαν οι πνευματικοί προπάτορες, από τον ρομαντικό 19ο αιώνα ίσαμε τη γενιά του ’30 και τα φανερώματα του νέου λαϊκού πολιτισμού το ’60.
Ο σημίτειος εκσυγχρονισμός, ας πούμε, ένας βαλκάνιος μπλερισμός, διακηρύχθηκε σαν σπάσιμο των δεσμών με το παρελθόν της μίζερης Ελλάδας, σαν άλμα στο λαμπρό μέλλον των αγορών. Το άλμα συντελέσθηκε πράγματι, πάνω από στάδια, εργολαβίες και ιερά δισκοπότηρα χρηματιστηρίου και ευρώ· όταν πέσαμε όμως δεν υπήρχε ούτε στρώμα ούτε χώμα. Υπήρχαν τα καρφιά της ματαίωσης. Χωρίς καταγωγικό ίχνος, δίχως τη χαρά του μικρού και του τοπικού, χωρίς έγκαιρο ενοφθαλμισμό του παγκόσμιου στο μικρό μας σώμα, όταν έσπασε η πολυετής φούσκα βυθιστήκαμε διαδοχικά στην κατάπληξη, την οργή, την αυτοϋποτίμηση, τον φόβο, το μίσος. Οι πληγωμένοι και εμβρόντητοι, οι έντρομοι, αποτινάσσουν το βάρος μισώντας κάθε τι πέρα από τον πυρήνα του φόβου τους: τον διπλανό του, τον άλλο, τα ίδια τους τα σωθικά.
Ακόμη και μια ιστορική περίοδος, μια άυλη υπόσταση ποικίλως οριζομένη, όπως η μεταπολίτευση, συγκεντρώνει την καταλαλιά και το μίσος. Αν όμως ακούσουμε προσεκτικά ποιοι φωνάζουν, θα αντιληφθούμε ότι οι περισσότεροι ποτέ άλλοτε δεν φώναξαν, δεν μίλησαν, δεν άσκησαν κριτική, κατά το μακάριο παρελθόν. Σαν τους μελετηρούς επί δικτατορίας, τότε δεν ήξεραν τίποτε για το έγκλημα. Οι περισσότεροι σημερινοί τιμητές της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, στα χρόνια της κραιπάλης εδόξαζαν λόγω και έργω τον κυνισμό του λάιφστάιλ, τον ατομικιστή άρπαγα, την αναδιανομή του Χρηματιστηρίου, τα ελληνάδικα, ανέχονταν τη διαφθορά, ήταν συγκαταβατικοί με τη γενικευμένη ξιππασιά. Οσοι, ολίγοι, μιλούσαν για την εν τω βάθει παρακμή και την πολιτισμική παράλυση, χαρακτηρίζονταν μίζεροι, κολλημένοι, μοραλίστ, γραφικοί.
Μα ακριβώς αυτοί οι κριτικοί και οι κολλημένοι, πικρότατα δικαιωμένοι τώρα, καλούνται πάλι να μιλήσουν ψύχραιμα για τα επιτεύγματα της μεταπολίτευσης και όχι μόνο για τις απώλειες και τις αμαρτίες. Μόνο όσοι διέκριναν ακόμη και μες στην ασυδοσία τα φανερώματα της ζωής και τους κόκκους αλήθειας, τολμούν να δουν το σημερινό ναυάγιο με όρους ιστορικούς και πνευματικούς, χωρίς αναθέματα και δαιμονολογία, χωρίς την εύκολη προσφυγή σε νεοφιλελεύθερους μονόδρομους ή εθνικοσοσιαλιστικά τσεκούρια.
Τα δημόσια γραπτά και τα δημόσια λόγια μένουν. Να τα αφήσουμε πίσω, ναι, οπωσδήποτε, αλλά να μη λησμονούμε.
Περιγράφει ο Κώστας Λιβιεράτος, κατ’ εξοχήν τέκνο της περιόδου, οξυδερκής και εμβριθής μελετητής της «πολιτισμικής» μεταπολίτευσης είτε γράφοντας αυτόνομα είτε αναλύοντας το έργο του φίλου του Χρήστου Βακαλόπουλου. Ο Βακαλόπουλος άλλωστε, μοναδικός παρατηρητής του καιρού του, καμιά εικοσαριά χρόνια νωρίτερα, είχε μιλήσει για «αυτή την παρεξήγηση που ονομάστηκε μεταπολίτευση».
Στο εκτενές μελέτημά του «Ο Χρ. Βακαλόπουλος και οι χαμένοι δρόμοι της μεταπολίτευσης», στο τελευταίο τεύχος της Νέας Εστίας, ο Λιβιεράτος τοποθετεί με ευαισθησία την όλη συζήτηση περί τέλους της μεταπολίτευσης πέραν της αυτομαστίγωσης και της στερεοτυπικής καθολικής ευθύνης. Σαν ακάματος ανασκαφέας των συλλογικών αναπαραστάσεων και των συλλογικών πρακτικών, των καθημερινών σπαραγμάτων του λαϊκού πολιτισμού και της διάσπαρτης ποπ, σαν άγρυπνος ακροατής των υπόγειων ρευμάτων της παράδοσης και της ιστορίας, ο Κ.Λ. βγαίνει τολμηρά υπεράνω της νοσταλγίας για το ροκ συγκρότημα της εφηβείας μας που διαλύθηκε, αλλά και υπεράνω της άγονης καταστροφολογίας.
Προεκτείνω τις σκέψεις του Κ.Λ., συνοδοιπόρου απ’ τα χρόνια του ’80, μέσα στο δραματικό παρόν: Η αθωότητα και η σωματική βίωση του χρόνου τέλειωσε πράγματι πολύ πριν από τη χρεοκοπία. Από τη δεκαετία του ’90 ζούμε διαρκώς αποκολλώμενοι από τη σωματικότητα και την παράδοση, διαρκώς εμβαπτιζόμενοι στη φενάκη και την απληστία, ανιστορικοί και λιμασμένοι. Χωρίς να γινόμαστε περισσότερο ηδονικοί· μάλλον, ματαιόσπουδοι θηρευτές της ατομικότητας και της υλικής πλησμονής. Χάνοντας στο δρόμο την κριτική ματιά, τη ζυγισμένη αποτίμηση, την αποσυμπιεστική ειρωνεία, την αίσθηση της φθαρτότητας. Χάνοντας τη γνώση της παράδοσης και την έγνοια για ανανέωσή της, δηλαδή, όλα όσα με κόπο και ενόραση αποτόλμησαν οι πνευματικοί προπάτορες, από τον ρομαντικό 19ο αιώνα ίσαμε τη γενιά του ’30 και τα φανερώματα του νέου λαϊκού πολιτισμού το ’60.
Ο σημίτειος εκσυγχρονισμός, ας πούμε, ένας βαλκάνιος μπλερισμός, διακηρύχθηκε σαν σπάσιμο των δεσμών με το παρελθόν της μίζερης Ελλάδας, σαν άλμα στο λαμπρό μέλλον των αγορών. Το άλμα συντελέσθηκε πράγματι, πάνω από στάδια, εργολαβίες και ιερά δισκοπότηρα χρηματιστηρίου και ευρώ· όταν πέσαμε όμως δεν υπήρχε ούτε στρώμα ούτε χώμα. Υπήρχαν τα καρφιά της ματαίωσης. Χωρίς καταγωγικό ίχνος, δίχως τη χαρά του μικρού και του τοπικού, χωρίς έγκαιρο ενοφθαλμισμό του παγκόσμιου στο μικρό μας σώμα, όταν έσπασε η πολυετής φούσκα βυθιστήκαμε διαδοχικά στην κατάπληξη, την οργή, την αυτοϋποτίμηση, τον φόβο, το μίσος. Οι πληγωμένοι και εμβρόντητοι, οι έντρομοι, αποτινάσσουν το βάρος μισώντας κάθε τι πέρα από τον πυρήνα του φόβου τους: τον διπλανό του, τον άλλο, τα ίδια τους τα σωθικά.
Ακόμη και μια ιστορική περίοδος, μια άυλη υπόσταση ποικίλως οριζομένη, όπως η μεταπολίτευση, συγκεντρώνει την καταλαλιά και το μίσος. Αν όμως ακούσουμε προσεκτικά ποιοι φωνάζουν, θα αντιληφθούμε ότι οι περισσότεροι ποτέ άλλοτε δεν φώναξαν, δεν μίλησαν, δεν άσκησαν κριτική, κατά το μακάριο παρελθόν. Σαν τους μελετηρούς επί δικτατορίας, τότε δεν ήξεραν τίποτε για το έγκλημα. Οι περισσότεροι σημερινοί τιμητές της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, στα χρόνια της κραιπάλης εδόξαζαν λόγω και έργω τον κυνισμό του λάιφστάιλ, τον ατομικιστή άρπαγα, την αναδιανομή του Χρηματιστηρίου, τα ελληνάδικα, ανέχονταν τη διαφθορά, ήταν συγκαταβατικοί με τη γενικευμένη ξιππασιά. Οσοι, ολίγοι, μιλούσαν για την εν τω βάθει παρακμή και την πολιτισμική παράλυση, χαρακτηρίζονταν μίζεροι, κολλημένοι, μοραλίστ, γραφικοί.
Μα ακριβώς αυτοί οι κριτικοί και οι κολλημένοι, πικρότατα δικαιωμένοι τώρα, καλούνται πάλι να μιλήσουν ψύχραιμα για τα επιτεύγματα της μεταπολίτευσης και όχι μόνο για τις απώλειες και τις αμαρτίες. Μόνο όσοι διέκριναν ακόμη και μες στην ασυδοσία τα φανερώματα της ζωής και τους κόκκους αλήθειας, τολμούν να δουν το σημερινό ναυάγιο με όρους ιστορικούς και πνευματικούς, χωρίς αναθέματα και δαιμονολογία, χωρίς την εύκολη προσφυγή σε νεοφιλελεύθερους μονόδρομους ή εθνικοσοσιαλιστικά τσεκούρια.
Τα δημόσια γραπτά και τα δημόσια λόγια μένουν. Να τα αφήσουμε πίσω, ναι, οπωσδήποτε, αλλά να μη λησμονούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου