του Βασίλη Συμεωνίδη, απο το Alter Thess...
Κατά το τελευταίο εξάμηνο, τα γεγονότα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι καταιγιστικά. Χωρίς πολλά – πολλά ξεκαθαρίζουν και ποιος έχει την ισχύ να ρυθμίσει το τοπίο. Πιο σημαντικό γεγονός απ’ όλη την αλυσίδα υπήρξε η διαθεσιμότητα-απόλυση των 2122 συναδέρφων καθηγητών τεχνικών ειδικοτήτων. Κάποιοι απ’ αυτούς αρνούνται να καταλάβουν ότι η αποπομπή τους ήταν αποτέλεσμα αξιολόγησης των δομών της τεχνικής εκπαίδευσης, προφανώς όχι αυτής που είχαν οι ίδιοι στο μυαλό τους… Και το Σεπτέμβρη, αν και τίποτα δεν θα είναι όπως και πριν, μοιάζει σχεδόν σίγουρο ότι θα γυρίσουμε πίσω για να ξαναπιάσουμε το ίδιο παραμύθι... Φοβάμαι ότι θα μοιάζει μακρινή η απουσία συναδέρφων εξαιτίας των βίαιων συνταξιοδοτήσεων φυγής και των απολύσεων ή μετατάξεων.
Αν το καλοσκεφτούμε τα σχολεία στέκονται στη θέση τους κυρίως επειδή τα κρατούν όσοι ζουν εκεί. Πολλοί είναι οι εκπαιδευτικοί που παλεύουν για να προσφέρουν στους μαθητές, που κερδίζουν την εκτίμηση και την αναγνώριση μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας, που ζουν λίγες στιγμές χαράς με τους μαθητές και τους συναδέρφους τους. Ωστόσο, από την πλευρά της εκπαιδευτικής γραφειοκρατίας κινητοποιούνται οι μηχανισμοί απαξίωσης και υποτίμησης της δημόσιας προσφοράς και της δημιουργικότητας που γεννιέται μέσα στα σχολεία. Αν μοιάζει ότι φλυαρώ, το κάνω για να καταλήξω κάπου: αντί για την αναγνώριση, αυτή η διαρκής αγωνία ανταμείβεται με συνεχείς ματαιώσεις· μένει η αίσθηση της κούρασης που στερεί τόσο το κουράγιο για να συνεχίσει κανείς όσο και – κυρίως – τη χαρά. Από τα σχολειά λείπει η χαρά και η θλίψη ζωγραφίζεται όλο και περισσότερο στα πρόσωπα και των εκπαιδευτικών.
Αν ισχύουν τα προηγούμενα – και αυτό είναι στην κρίση όσων γνωρίζουν –, τότε με την εφαρμογή του Π.Δ. για την αξιολόγηση τα πράγματα θα παίρνουν μονίμως αρνητική διάσταση. Στη θέση της αναγνώρισης έρχεται η τιμωρία, Βεβαίως πάντα του άλλου... Όσοι γοητεύονται από την αξιολόγηση νομίζουν ότι αφορά μόνο ό,τι οι ίδιοι θεωρούν πρόβλημα, τους «κακούς» άλλους. Νιώθουν ότι η απόρριψη του «ελλιπούς» άλλου θα τους δικαιώσει, θα τους δώσει την αναγνώριση που αξίζουν και αυτό γίνεται ένα είδος στρεβλής αμοιβής. Έτσι, όσοι γοητεύονται από την αξιολόγηση δεν πείθονται από επιχειρήματα και τεκμηριωμένες αναιρέσεις, δεν είναι ζήτημα λογικής προσέγγισης και γνώσης. Αυτή η στρέβλωση θολώνει τόσο του νου ώστε δεν ξέρουν να πουν τίποτα συγκεκριμένο για αυτό που προσδοκούν. Ψελλίζουν μόνο «να βελτιωθούν τα πράγματα», «να αλλάξει η κατάσταση», «να προτείνουμε» κάτι.
Όμως ξεχνούν πως σ’ ένα συγκεντρωτικό σύστημα που ελέγχει όλα τα ουσιώδη: βιβλία, διδακτέα ύλη, μέθοδο διδασκαλίας, ωρολόγιο πρόγραμμα, αναλυτικά προγράμματα, σχολικές δραστηριότητες, εξεταστικό σύστημα, το ζήτημα πρέπει να εστιάζεται στην αξιολόγηση όλων αυτών. Αλλά ένα σύστημα που αρνείται να κάνει κριτική στις ευρωβόρες επιλογές του ρίχνει το φταίξιμο στους εντολοδόχους του. Και αυτός είναι ο λόγος που κάθε προσπάθεια των εργαζόμενων εκπαιδευτικών μοιάζει σισύφεια…
Αν πάμε πίσω δεκαπέντε χρόνια, θα θυμηθούμε ότι κάθε κακοδαιμονία της εκπαίδευσης χρεώνονταν στην επετηρίδα, δηλαδή στην υποχρέωση της πολιτείας να εξασφαλίζει – έστω θεωρητικά – εργασία στους πτυχιούχους των ανώτατων σχολών. Ωστόσο η αξιολόγηση για την επιλογή των καλύτερων δεν βελτίωσε τίποτα, μάλλον τα πράγματα έγιναν χειρότερα, ακόμα και αν σε κάποιες περιπτώσεις διαλέγονταν ο ένας άριστος από τους δέκα και είκοσι διαγωνιζόμενους. Φυσικά η εκπαιδευτική πολιτική δεν αξιολόγησε τον τρόπο πρόσληψης των εκπαιδευτικών. Τι να πει; ότι μόνος σκοπός ήταν να σβήσει όλη λίστα των άνεργων εκπαιδευτικών;
Έτσι ακριβώς, θα γίνει χειρότερη η κατάσταση με την αξιολόγηση και την τιμωρία των «ελλιπών» εκπαιδευτικών, γιατί το πραγματικό «σάπιο» ζητούμενο τώρα είναι να καταργηθεί η μονιμότητα και να αλλάξουν ριζικά οι εργασιακές σχέσεις και η ταυτότητα του εκπαιδευτικού. Όμως, κι αν ακόμα μείνουν οι «καλοί», που τώρα αυτοορίζονται ως τέτοιοι και γοητεύονται από την αξιολόγηση, πάλι κάποιος θα πρέπει να γίνει «ελλιπής» σύμφωνα με τις ποσοστώσεις που προβλέπονται. Και πάλι, και πάλι, θα μένουν οι «καλοί» χωρίς να βελτιώνεται η εκπαίδευση. Τότε, αργά πια, θα πουν: «όχι, δεν εννοούσαμε αυτό».
Αν το καλοσκεφτούμε τα σχολεία στέκονται στη θέση τους κυρίως επειδή τα κρατούν όσοι ζουν εκεί. Πολλοί είναι οι εκπαιδευτικοί που παλεύουν για να προσφέρουν στους μαθητές, που κερδίζουν την εκτίμηση και την αναγνώριση μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας, που ζουν λίγες στιγμές χαράς με τους μαθητές και τους συναδέρφους τους. Ωστόσο, από την πλευρά της εκπαιδευτικής γραφειοκρατίας κινητοποιούνται οι μηχανισμοί απαξίωσης και υποτίμησης της δημόσιας προσφοράς και της δημιουργικότητας που γεννιέται μέσα στα σχολεία. Αν μοιάζει ότι φλυαρώ, το κάνω για να καταλήξω κάπου: αντί για την αναγνώριση, αυτή η διαρκής αγωνία ανταμείβεται με συνεχείς ματαιώσεις· μένει η αίσθηση της κούρασης που στερεί τόσο το κουράγιο για να συνεχίσει κανείς όσο και – κυρίως – τη χαρά. Από τα σχολειά λείπει η χαρά και η θλίψη ζωγραφίζεται όλο και περισσότερο στα πρόσωπα και των εκπαιδευτικών.
Αν ισχύουν τα προηγούμενα – και αυτό είναι στην κρίση όσων γνωρίζουν –, τότε με την εφαρμογή του Π.Δ. για την αξιολόγηση τα πράγματα θα παίρνουν μονίμως αρνητική διάσταση. Στη θέση της αναγνώρισης έρχεται η τιμωρία, Βεβαίως πάντα του άλλου... Όσοι γοητεύονται από την αξιολόγηση νομίζουν ότι αφορά μόνο ό,τι οι ίδιοι θεωρούν πρόβλημα, τους «κακούς» άλλους. Νιώθουν ότι η απόρριψη του «ελλιπούς» άλλου θα τους δικαιώσει, θα τους δώσει την αναγνώριση που αξίζουν και αυτό γίνεται ένα είδος στρεβλής αμοιβής. Έτσι, όσοι γοητεύονται από την αξιολόγηση δεν πείθονται από επιχειρήματα και τεκμηριωμένες αναιρέσεις, δεν είναι ζήτημα λογικής προσέγγισης και γνώσης. Αυτή η στρέβλωση θολώνει τόσο του νου ώστε δεν ξέρουν να πουν τίποτα συγκεκριμένο για αυτό που προσδοκούν. Ψελλίζουν μόνο «να βελτιωθούν τα πράγματα», «να αλλάξει η κατάσταση», «να προτείνουμε» κάτι.
Όμως ξεχνούν πως σ’ ένα συγκεντρωτικό σύστημα που ελέγχει όλα τα ουσιώδη: βιβλία, διδακτέα ύλη, μέθοδο διδασκαλίας, ωρολόγιο πρόγραμμα, αναλυτικά προγράμματα, σχολικές δραστηριότητες, εξεταστικό σύστημα, το ζήτημα πρέπει να εστιάζεται στην αξιολόγηση όλων αυτών. Αλλά ένα σύστημα που αρνείται να κάνει κριτική στις ευρωβόρες επιλογές του ρίχνει το φταίξιμο στους εντολοδόχους του. Και αυτός είναι ο λόγος που κάθε προσπάθεια των εργαζόμενων εκπαιδευτικών μοιάζει σισύφεια…
Αν πάμε πίσω δεκαπέντε χρόνια, θα θυμηθούμε ότι κάθε κακοδαιμονία της εκπαίδευσης χρεώνονταν στην επετηρίδα, δηλαδή στην υποχρέωση της πολιτείας να εξασφαλίζει – έστω θεωρητικά – εργασία στους πτυχιούχους των ανώτατων σχολών. Ωστόσο η αξιολόγηση για την επιλογή των καλύτερων δεν βελτίωσε τίποτα, μάλλον τα πράγματα έγιναν χειρότερα, ακόμα και αν σε κάποιες περιπτώσεις διαλέγονταν ο ένας άριστος από τους δέκα και είκοσι διαγωνιζόμενους. Φυσικά η εκπαιδευτική πολιτική δεν αξιολόγησε τον τρόπο πρόσληψης των εκπαιδευτικών. Τι να πει; ότι μόνος σκοπός ήταν να σβήσει όλη λίστα των άνεργων εκπαιδευτικών;
Έτσι ακριβώς, θα γίνει χειρότερη η κατάσταση με την αξιολόγηση και την τιμωρία των «ελλιπών» εκπαιδευτικών, γιατί το πραγματικό «σάπιο» ζητούμενο τώρα είναι να καταργηθεί η μονιμότητα και να αλλάξουν ριζικά οι εργασιακές σχέσεις και η ταυτότητα του εκπαιδευτικού. Όμως, κι αν ακόμα μείνουν οι «καλοί», που τώρα αυτοορίζονται ως τέτοιοι και γοητεύονται από την αξιολόγηση, πάλι κάποιος θα πρέπει να γίνει «ελλιπής» σύμφωνα με τις ποσοστώσεις που προβλέπονται. Και πάλι, και πάλι, θα μένουν οι «καλοί» χωρίς να βελτιώνεται η εκπαίδευση. Τότε, αργά πια, θα πουν: «όχι, δεν εννοούσαμε αυτό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου