Όμως, ακόμα κι εκεί που η δημοσιότητα είναι αρνητική, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για παράδειγμα, φαίνεται να δημιουργείται ένας «μηχανισμός» διάδοσης της πληροφορίας που αποβαίνει, προφανώς ακούσια, προς όφελος της Ακροδεξιάς. Χάρη στους αυτοματισμούς που έχει αποκτήσει ο εν λόγω «μηχανισμός», εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται άμεσα και διαρκώς σε επαφή με την αμεσότητα του νεοναζιστικού μηνύματος: με μια αναπαράσταση λαϊκότητας, την οποία ενισχύει η ίδια η παρουσία των νεοναζί βουλευτών στη Βουλή. Όπως εύστοχα γράφει η Αφροδίτη Κουκουτσάκη, είναι εκεί που «η επιθετική αμφισβήτηση του υπάρχοντος κοινοβουλευτικού τοπίου και η λεκτική βία της λαϊκής κουλτούρας, συναρθρώνονται με την εικόνα “απλών ανθρώπων”, μεροκαματιάρηδων, όπου ακόμα και το κομπιαστό διάβασμα των κειμένων κατά τις παρεμβάσεις τους επικοινωνεί το μήνυμα ότι είναι παιδιά του λαού που δεν έχουν σχέση με τις απαξιωμένες πλέον ελίτ». [1]
Η ιδιότυπη εξοικείωση με τη Χρυσή Αυγή
Δεν υπαινίσσομαι ότι το να αποστρέφουμε από δω και στο εξής το βλέμμα θα βοηθούσε να ακυρωθεί η «εκλαΐκευση» του νεοναζισμού. Περισσότερο θέλω να πω ότι η υπερπροβολή της άμεσης πολιτικής των νεοναζί (και) στις πιο γραφικές εκδοχές της, η αναγωγή της σε αντικείμενο (όχι έρευνας αλλά) παρατήρησης και την ίδια στιγμή η –ακούσια και εκούσια– κατασκευή της ναζιστικής «λαϊκότητας» μέσα από αυτές τις διαδρομές διαμορφώνουν μια ιδιότυπη εξοικείωση με τη Χρυσή Αυγή· μια ατμόσφαιρα απώθησης-έλξης που κάνει ευλογοφανή τη σπονδυλωτή εξίσωση Ακροδεξιά= λαϊκισμός, λαϊκισμός= αντικομφορμισμός, αντικομφορμισμός= λαϊκότητα. Το πρόβλημα, με άλλα λόγια, είναι ότι με την υπαγωγή των ακροδεξιών σχηματισμών στο φολκλόρ από τη μια, και με τη μομφή του «λαϊκισμού» που επιμένει να τους αποδίδει ένα τμήμα των δημοσιολογούντων από την άλλη, ουσιαστικά καταργείται η ιδιοτυπία του φαινομένου: ο δεξιός εξτρεμισμός, που φτάνει τελικά να απομειώνεται στο ανορθόδοξο στιλ των εκπροσώπων της Χρυσής Αυγής – σε ένα απλώς πολιτισμικό ζήτημα, με το οποίο κανείς μπορεί μόνο να φρίττει. [2]
Αν συζητάμε για τον ελληνικό νεοναζισμό πρωτίστως ως «λαϊκιστικό»-πολιτισμικό φαινόμενο, διακινδυνεύουμε την απώλεια μιας κρίσιμης διάστασης: ποιος είναι ο λαός που επικαλείται, οργανώνει και κινητοποιεί η Χρυσή Αυγή; Στην περίπτωσή της μιλάμε για έναν ελιτιστή (καθόλου αντικομφομιστή δηλαδή) λαό, [3] με βιολογικό υπόβαθρο τη φυλή. Για έναν λαϊκισμό που θεωρεί φυσικές τις κοινωνικές ανισότητες, που εξίσου «φυσικά» νομιμοποιεί βάσει αυτών την αφαίρεση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, και τελικά απαιτεί να ορίζει ποιες ζωές (δεν) αξίζει να ζουν. Ένας τέτοιος «λαϊκισμός», για τον οποίο η βία είναι σκοπός και όχι μέσο (η «μαμά» και όχι η «μαμή») της Ιστορίας, οργανώνεται υποχρεωτικά πέρα από το πεδίο του λόγου και του στιλ. Συναντιέται, εξ ορισμού με τις «βαριές μεταβλητές», τις τάξεις και το κράτος – αυτές που επιλέγουν και επιτρέπουν (ή αντίθετα απορρίπτουν και οριοθετούν). Και αυτές που, είτε λόγω μεθοδολογικών προτιμήσεων (οι οποίες ωστόσο είναι ιδεολογικά φορτισμένες) είτε λόγω πολιτικής σκοπιμότητας ή απλώς για λόγους ευκολίας, συνήθως απουσιάζουν από τον δημόσιο λόγο στις εκδοχές που προανέφερα.
Για να το πω πιο απλά: δεν ανακαλύπτουμε τίποτα βλέποντας τις ασχήμιες του τάδε νεοναζί βουλευτή στο βήμα της Βουλής ή τεκμηριώνοντας για πολλοστή φορά ότι η Χρυσή Αυγή δεν πρωτοτυπεί σε σχέση με τους προγόνους της του Μεσοπολέμου. Στην εποχή της απαξίωσης της αντιπροσωπευτικής-έμμεσης δημοκρατίας και της κατάρριψης των προσχημάτων, οι νεοναζί προφανώς ασχημονούν: το κάνουν απολύτως συνειδητά, και αυτός είναι ο τρόπος της αμεσότητάς τους. Το ζήτημα είναι πώς αντιμετωπίζεται αυτό πολιτικά από τους άλλους, γιατί γίνεται –αν γίνεται– πολιτικά σημαντικό, ποιοι και ποιες το «επιβραβεύουν», το υποβαθμίζουν ή το αποσιωπούν.
Ο φύρδην-μίγδην αντιλαϊκισμός, αυτός που εξισώνει το «άκρο-Χρυσή Αυγή» με το «άκρο-ΣΥ.ΡΙΖ.Α.», ξεμπερδεύει εύκολα με το πρόβλημα: αρκείται στην ηθική καταδίκη του εν γένει λαϊκισμού και της κάθε αμεσότητας. Έτσι όμως προβαίνει σε μια λαθροχειρία που αξίζει να προσέξουμε. Ενώ οι υποστηρικτές του ταυτίζουν τους φορείς της «αντισυστημικής» ρητορικής ως εξίσου «ακραίους», εντάσσοντάς τους στο συνεχές του «λαϊκισμού», από τη μία πλευρά απομειώνουν τον ναζισμό (και τις εκτροπές του, αν αυτό δεν είναι πλεονασμός) σε λαϊκισμό, αποσιωπώντας το υπόβαθρό του, ενώ από την άλλη συκοφαντούν τον αριστερό αντισυστημισμό ως φασιστοειδή. Με άλλη διατύπωση: σπάνια θα δούμε τους αντιλαϊκιστές να «μέμφονται» τη Χρυσή Αυγή ως ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Από την άλλη, η πρόσφατη ατυχής έμπνευση βουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. να αντιπαραβάλει από το βήμα της Βουλής δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα, δημοσίευμα του φιλοναζιστικού Στόχου και δηλώσεις του Ηλία Κασιδιάρη περί «παχυλών βουλευτικών μισθών», για να αποδείξει την ταύτιση «του κοινωνικού και λαϊκιστικού λόγου» του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. με τους νεοναζί, ήταν η πολλοστή φορά που το μετριοπαθές Κέντρο, ασκούμενο στην άθλια θεωρία των άκρων, βοηθούσε τον ναζιστικό λαϊκισμό να προαχθεί σε εθνικιστική λαϊκότητα.
Όταν οι λέξεις δημιουργούν το γεγονός
Η εμμονή στον λόγο είναι ενδεικτική μιας μεθόδου ανάλυσης του νεοφασιστικού φαινομένου που συναντάμε και σε πιο επεξεργασμένες εκδοχές της κεντρώας προβληματικής. Εξηγώντας, για παράδειγμα, «Γιατί είναι επικίνδυνη η Χρυσή Αυγή» (Τα Νέα, 15.9.2012), ο Γιάννης Βούλγαρης αποδίδει την άνοδό της στην «εξαχρείωση των περισσότερων Μ.Μ.Ε. που μονοπωλήθηκαν από τον “πολεμικό λόγο”», στη «συνύπαρξη επί εβδομάδες “Αγανακτισμένων” ακροδεξιών και ακροαριστερών στην Πλατεία Συντάγματος υπό το άθλιο πανό “η χούντα δεν τέλειωσε το ’73”»[4]– στο γεγονός τέλος ότι «επέστρεψε ο εμφυλιοπολεμικός λόγος της εθνικοφροσύνης και ο πολιτικός αντίπαλος αναγορεύτηκε πάλι σε εχθρό». Για να θυμηθούμε την κριτική του Νίκου Πουλαντζά στον Ζαν Πιερ Φάυ, φαίνεται να είναι και πάλι «οι λέξεις που δημιουργούν το γεγονός». [5] Στη συλλογιστική αυτή, δηλαδή, το μείζον είναι αυτά που λέγονται (και αυτά που φαίνονται): όχι αυτά που υπερπροσδιορίζουν τις λέξεις και αυτούς που μιλάνε – όχι αυτά που δίνουν το ένα ή το άλλο νόημα και, κυρίως, αυτά που έχουν «υλικές», μακροπρόθεσμες συνέπειες, ορίζοντας το πεδίο των κινήσεων.
Η δαιμονοποίηση του λαϊκού όχι απλώς ως λαϊκιστικού, αλλά σε τελική ανάλυση ως προ-φασιστικού, είναι η μία εκδοχή αυτής της τάσης. Την άλλη συνοψίζει ο Μάκης Βορίδης, δηλώνοντας σε (μία ακόμα) συνέντευξη στο Βήμα ότι «μεγάλο τμήμα των θέσεων της Χρυσής Αυγής, ειδικά στα ζητήματα της Δημοκρατίας, των ατομικών ελευθεριών και της οικονομικής ελευθερίας προσομοιάζει με θέσεις της Αριστεράς» (7.7.2013). Αυτή είναι ίσως και η μόνη περίπτωση που η Χρυσή Αυγή «κατηγορείται» ως ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Και στην περίπτωση αυτή όμως, Χρυσή Αυγή και ΣΥ.ΡΙΖ.Α. τοποθετούνται στο ίδιο συνεχές – με τη διαφορά ότι εδώ πρόκειται για το φάσμα του οικονομικού κρατισμού. Αποσιωπάται, έτσι, το γεγονός ότι η ιστορικές και πολιτικές αναφορές της Χρυσής Αυγής, το ναζιστικό και το φασιστικό κράτος, δεν είναι παρά εκδοχές καπιταλιστικού κράτους. Πρόκειται γι΄ αυτό που ήδη από το 1921 φρόντισε να αποσαφηνίσει ο Μουσολίνι, με το σύνθημα Ενδυνάμωση του πολιτικού κράτους, αποδόμηση του οικονομικού κράτους, [6] και εκείνο που έδειξε όχι λόγω αλλά έργω ο Χίτλερ, εξοντώνοντας το 1934 όσους πήραν σοβαρά τον όρο σοσιαλιστικό στον τίτλο του NSDAP («Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών»). Αποσιωπάται όμως και το γεγονός ότι η κοινή αναφορά της παραδοσιακής και της ναζιστικής Δεξιάς στην ελληνική πολιτική ιστορία είναι η συντριβή του «κομμουνιστικού κινδύνου» από ένα κράτος όχι ακριβώς φιλελεύθερο.
Οι απλοποιήσεις του σύγχρονου αντιλαϊκισμού
Αναζητώντας και συμψηφίζοντας άκρα και λαϊκισμούς, καταργώντας τα όρια Αριστεράς και Δεξιάς ακριβώς τη στιγμή που γίνονται πιο ξεκάθαρα από ποτέ, ένα σημαντικό μέρος του δημόσιου λόγου αποφεύγει να μιλήσει για το κράτος και τις τάξεις. Κι ενώ δεν χρειάζεται πια σοβαρή προσπάθεια για να δείξει κανείς τα προφανή αδιέξοδα αυτής της μεθόδου (σε τελική ανάλυση, αν ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και Χρυσή Αυγή ανήκουν στο ίδιο συνεχές, γιατί η Νέα Δημοκρατία επιχειρεί να κερδίσει τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής και όχι αυτούς του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.;), χρειάζεται αντίθετα να σταθούμε στην τριπλή λειτουργία που επιτελούν οι απλοποιήσεις του σύγχρονου αντιλαϊκισμού:
α) από τη σκοπιά της Χρυσής Αυγής, παρουσιάζεται ως λαϊκιστική μια οργάνωση που, με τους όρους του Μάριου Εμμανουηλίδη αποτελεί «μηχανή αιχμαλώτισης και μετατροπής των πρακτικών αντίστασης και διαφυγής του πληθυσμού σε στοιχεία ενίσχυσης και επέκτασης της κυριαρχικότητας του κράτους». [7] Με άλλη διατύπωση, η Χρυσή Αυγή φιλοδοξεί –όπως ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.– να αναλάβει την εκπροσώπηση των συντηρητικών λαϊκών, εργατικών, αλλά και «υπο-προλεταριακών» ερεισμάτων της καραμανλικής μεταπολιτευτικής Ν.Δ., που δεν ακολουθούν πλέον τον Α. Σαμαρά (Γ. Μαυρής) – μόνο που ο αντιλαϊκισμός δεν έχει τίποτα να μας πει για την κατεύθυνση αυτής της συμμαχίας και ποιος έχει την ηγεμονία σε αυτή: είναι άραγε τα προαναφερθέντα λαϊκά στρώματα ή μήπως τα τμήματα του κρατικού μηχανισμού που επίσης διαθέτουν ισχυρούς δεσμούς με τη νεοναζιστική οργάνωση;
β) από τη σκοπιά του κράτους, οι συμψηφισμοί των άκρων αποκρύπτουν το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή (και όχι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) αντιστοιχεί στη φάση όπου εντείνεται μια διπλή κρατική λειτουργία: αυτή του κατακερματισμού του κοινωνικού σώματος από τη μια, και της ομογενοποίησης-εθνικοποίησής του από την άλλη, με τη δεύτερη να αποκαλύπτεται άμεσα ως αυτό που είναι: αφενός καταστολή και εξαφάνιση των κοινωνικών διαφορών, αφετέρου κρατολατρεία εν ονόματι του έθνους. Με τους όρους της Αφροδίτης Κουκουτσάκη και πάλι, «η αταξία την οποία επιφέρει η εξω-θεσμική βία και ο λόγος της Χ.Α. αποτελούν στην πραγματικότητα μέρος ενός συνεχούς καταστολής: το ένα στάδιο νοούμενο ως “αταξία”, συντελεί στη νομιμοποίηση του άλλου, νοούμενου ως αναγκαιότητα, στον βαθμό που εκπορεύεται από θεσμούς επιφορτισμένους με το καθήκον της διατήρησης και διασφάλισης της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας». Από την ίδια σκοπιά, ο αντιλαϊκισμός αποκρύπτει και ένα ακόμα: το γεγονός ότι η Χ.Α., ενώ βρίσκεται στα όρια και εντός της κρατικής στρατηγικής, δεν προηγείται αλλά έπεται της στρατηγικής αυτής. [8] Γι’ αυτό και προτεραιότητα στην ανάλυση του φασισμού δεν μπορεί παρά να έχει ένας εν εξελίξει μετασχηματισμός του κράτους, που δεν ενεργεί πλέον έμμεσα και από μακριά, ως «χρηστή διακυβέρνηση», αλλά άμεσα και πάνω στα σώματα, ανεβάζοντας τον πήχη της βίας, αναστέλλοντας δεσμεύσεις και καταργώντας εγγυήσεις – προβάλλοντας τελικά ως «πολέμαρχος» που επιδιώκει να ανακτήσει τον χρόνο που χάθηκε από τη μεταπολίτευση. Και όλα αυτά, όχι ασκώντας την κυριαρχία του για να «σώσει» τους υπηκόους, αλλά προκειμένου να διασωθεί το ίδιο.
Τελευταία σημείωση εδώ: με τον όρο συνεχές της καταστολής ας εννοούμε κάτι περισσότερο από τη συμπληρωματικότητα κράτους-Χρυσής Αυγής στο έδαφος της βίας πάνω στα σώματα. Οι συνέργειες των δύο εκτείνονται στην πραγματικότητα πολύ πέραν αυτού: εικονικός κοινοβουλευτισμός και αντικοινοβουλευτισμός, εξαφάνιση του κράτους-πρόνοια και πρόνοια «μόνο για Έλληνες», επιστρατεύσεις απεργών και αντισυνδικαλισμός, Ξένιος Δίας και μηχανοκίνητα πογκρόμ, θεωρία των άκρων και «κινηματικός» αντικομμουνισμός.
γ) από τη σκοπιά της Αριστεράς, ο αντιλαϊκισμός ταυτίζεται με την άρνηση του «δικαιώματος» στην επανάσταση, και μέσω αυτής στον Διαφωτισμό. Τα ίχνη αυτής της συλλογιστικής μπορεί να τα βρει κανείς στον 18ο αιώνα και την πεποίθηση του Μπερκ ότι κάθε απόπειρα αλλαγής της υφιστάμενης τάξης –με πρώτη τη Γαλλική Επανάσταση– παίρνει τη μορφή μιας ουτοπίας (ενός «ολοκληρωτισμού» – Σ.τ.Σ.) που οδηγεί στην αιματοχυσία και την καταστροφή. Από τη σκοπιά αυτή, η Γαλλική Επανάσταση καταγγέλλεται ως το «κύκνειο άσμα του πολιτισμού». Όχι –όπως εξηγεί ο Ζεέβ Στερνέλ στον Αντιδιαφωτισμό– επειδή η Επανάσταση αποτελεί προοίμιο της Τρομοκρατίας· αλλά διότι η κατάργηση των παλιών προνομίων και η βίαιη μεταχείριση του βασιλιά και της βασίλισσας σημαίνουν το τέλος της πολιτικής τάξης που αρμόζει σε μια πολιτισμένη κοινωνία.
Τόσο για τον Έντμοντ Μπερκ όσο και για τον Ιππόλυτο Ταιν, έναν αιώνα αργότερα, οι αντίπαλοι είναι ο Ρουσσώ, ο γιακωβινισμός και η λαϊκή κυριαρχία, διότι εγκαινιάζουν μια εποχή αναταραχής, υπονόμευσης της υφιστάμενης ιεραρχίας και εξουδετέρωσης της εκτελεστικής εξουσίας. Ο μέσος αρθρογράφος της Καθημερινής θα παρατηρούσε ότι αυτά είναι αναπόφευκτα, αν λαϊκή κυριαρχία σημαίνει λαϊκή ανευθυνότητα. Εμείς ας επισημάνουμε ότι το συνεχές αντιλαϊκισμού-ναζιστικού λαϊκισμού συνοψίζεται τελικά ακριβώς εδώ: στο ότι ο πρώτος αρνείται το «δικαίωμα» στην επανάσταση, ενώ ο δεύτερος –για να θυμηθούμε την Κλάρα Τσέτκιν– ενισχύεται όσο οι έχοντες το δικαίωμα στην επανάσταση δεν μπορούν να την επιδιώξουν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μάριος Εμμανουηλίδης και Αφροδίτη Κουκουτσάκη, Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης, πρόλογος Δημήτρης Ψαρράς, futura, Αθήνα 2013. (Η υπογράμμιση δική μου.)
2. Νίκος Μουζέλης, Θάνος Λίποβατς και Μιχάλης Σπουρδαλάκης, Λαϊκισμός και πολιτική, εισαγωγή Κώστας Σημίτης, Γνώση, Αθήνα 1989.
3. Manuela Caiani και Donatella Della Porta, «The elitist populism of the Extreme Right», Acta Politica, τχ. 46 (2011), σ. 197. Βλ. επίσης τη σχετική ομιλία του Γιάννη Σταυρακάκη, «Beyond the Extreme Right: The european populist challenge» στο συνέδριο του Transform! με θέμα «Νέοι λαϊκισμοί και η ευρωπαϊκή Δεξιά και Άκρα Δεξιά: η πρόκληση και οι προοπτικές για την Αριστερά», Casa della Cultura, Μιλάνο, 10 Μαρτίου 2012 και το άρθρο του Γιώργου Κατσαμπέκη «Ο ΣΥΡΙΖΑ, η Χρυσή Αυγή και ο Ερνέστο Λακλάου», στο Βελτιώνονται οι φράχτες, βελτιώνονται κι οι άλτες, Red Notebook, 2013 .
4. Σύμφωνα με το Πολιτικό Βαρόμετρο του Ιουλίου του 2011, μετά το κίνημα των πλατειών και για πρώτη φορά ύστερα από 29 μήνες (από τον Φεβρουάριο του 2009), ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έφτανε δημοσκοπικά στο 9%, έχοντας ενισχυθεί κατά 2,5 μονάδες. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη δημοσκοπική ανυπαρξία της Χρυσής Αυγής την ίδια περίοδο, δεν απασχολεί καθόλου τους εκσυγχρονιστές «συνταγματολόγους». Όπως εξάλλου δεν τους απασχολεί και η πολλαπλή διάψευση της «συγκατοίκησης» ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Χρυσής Αυγής στην λατεία Συντάγματος, μεταξύ άλλων από τον Αντώνη Λιάκο («“Αγανακτισμένοι” και Χρυσή Αυγή», Κυριακάτικη Αυγή, «Ενθέματα» 16.9.2012). Ή το γεγονός ότι η δημοσκοπική εκτίναξη της Χρυσής Αυγής ξεκινά τον Φεβρουάριο του 2012, όταν δηλαδή η Βουλή ψηφίζει το δεύτερο μνημόνιο (βλ. Γιάννης Μαυρής, «Η ακτινογραφία της Χρυσής Αυγής», Εφημερίδα των Συντακτών, 1.7.2013).
5. Νίκος Πουλαντζάς, Ραλφ Μίλιμπαντ και Ζαν Πιερ Φάυ, Προβλήματα του σύγχρονου κράτους και του φασιστικού φαινομένου, Θεμέλιο, Αθήνα 1981.
6. Μπενίτο Μουσολίνι, «Ο φασισμός το 1921», στο Edoardo και Duilio Susmel (επιμ.), Opera Omnia di Benito Mussolini, La Fenice, Φλωρεντία 1955, τόμ. XVI, σ. 101-102 (μτφρ. Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης), Red Notebook (14.9.2012).
7. Εμμανουηλίδης και Κουκουτσάκη, ό.π.
8. Ό.π
Πηγή: Χρόνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου