του Παντελη Μπουκαλα, απο την Καθημερινη...
Ακλόνητα τα στερεότυπα, όσο ορμητικά κι αν κυλάει ο πολιτικός χρόνος, προσφέρουν πάντοτε τη δυνατότητα για να ψευτοπιαστεί πάνω τους η αμηχανία μας και κάτι να πει, κάτι να ψελλίσει, όταν το σοκ δεν διευκολύνει τις άρτιες σκέψεις. Οπως τώρα, μετά την επιδρομή στο Νέο Ηράκλειο, με δύο νεκρούς, μέλη της Χ.Α., και έναν βαριά τραυματισμένο. Από το στερεότυπο «στο μικροσκόπιο ης Αντιτρομοκρατικής η μηχανή των δολοφόνων» (που θέλει να υποδείξει έναν ερευνητικό οργασμό, ανάλογο εκείνου που βλέπουμε στα σίριαλ με τους τεχνολογικά υπερεξοπλισμένους ντετέκτιβ) έως το αναποτελεσματικά αυτοεπαναλαμβανόμενο στερεότυπο της «ομόθυμης καταδίκης».
Και από το κλισέ της «διεθνούς συνωμοσίας», στο οποίο προσφεύγει με επενδυτικό ενδιαφέρον η Χ.Α. (αυτοηρωοποιούμενη τώρα, μετά την αυτοθυματοποίηση που επιχείρησε με αφορμή τις συλλήψεις ηγετικών στελεχών της), έως το κλισέ της ενδογενούς «προβοκάτσιας», αγαπητό στην Αριστερά, που η ιστορία της «17Ν» δεν της έμαθε πολλά. Δεν της έμαθε, όπως μάλλον δεν έμαθε στους περισσότερους, ότι δεν χρειάζονται υπερπράκτορες (άνθρωποι της διπλανής πόρτας είναι όσοι έχουν συλληφθεί κατά καιρούς). Και ότι η μηχανιστική θεωρία τού «ποιος ωφελείται περισσότερο» δεν είναι όσο αποδοτική εικάζουν οι χρήστες της, που την εκτιμούν σαν αλάθητη ερμηνευτική μέθοδο.
Και δεν είναι επειδή αποσπά ένα δράμα (εν προκειμένω τη διπλή δολοφονία) από το νοηματικό του περιβάλλον και το μεταθέτει σε άλλο, εντελώς διαφορετικό. Υποθέτει, δηλαδή, ότι και οι δράστες σκέφτονται πράγματι σαν άνθρωποι της διπλανής πόρτας, με τα συνήθη μέτρα και κριτήρια. Αλλά δεν είναι έτσι.
Ποτέ δεν ήταν έτσι και πουθενά, όπου κι αν αναπτύχθηκε «αντάρτικο πόλης». Οι λάτρεις του ένοπλου δεν νιώθουν και δεν σκέφτονται όπως ο «απλός κόσμος», είναι δε εγκλωβισμένοι στα δικά τους κλισέ, από τον καιρό του Νετσάγιεφ (για τον οποίο τόσο πολλά έχει να μας πει ο Ντοστογιέφσκι με τους «Δαιμονισμένους» και ο Καμύ με τον «Επαναστατημένο άνθρωπο»).
Κορυφαίο στερεότυπό τους η απόλυτη πεποίθησή τους ότι τυγχάνουν «μικροί θεοί» (αν και το «μικροί» περιττεύει) μιας αυστηρά προσωπικής θρησκείας. Κατά συνέπεια, θεωρούν ότι δεν έχουν απλώς δικαίωμα, αλλά καθήκον «να εξαλείψουν ό,τι βλάπτει την Υπόθεσή τους». Δηλαδή, να αποφασίζουν για ζωή και για θάνατο. Να σκοτώνουν. Δεν έχει, λοιπόν, νόημα να τους κατηγορήσει κανείς ότι δρώντας σαν αυτόκλητοι επί μηχανής θεοί, εξυπηρετούν αυτούς ακριβώς που υποτίθεται ότι πολεμούν, ενώ βλάπτουν όσους υποτίθεται ότι υπηρετούν. Αυτή τη γλώσσα δεν την καταλαβαίνουν. Δεν είναι η δική τους.
Οι υπόλοιποι ας θυμηθούμε κι ας ξαναδώσουμε νόημα στα κλισέ που συνέχουν όσες κοινωνίες θέλουν να μετρούν ως ανθρώπινες. Οτι μια ανθρώπινη ζωή, είχε δίκιο ο Μαλρώ, δεν αξίζει τίποτε, αλλά και τίποτε δεν αξίζει όσο μια ανθρώπινη ζωή. Και ότι τη ζωή δεν τη ζυγίζουμε με βάση τις ιδέες του καθενός. Ούτε κοστολογούμε τον θάνατο του άλλου ανάλογα με τον βαθμό της συμπάθειας ή της αντιπάθειάς μας.
Ακλόνητα τα στερεότυπα, όσο ορμητικά κι αν κυλάει ο πολιτικός χρόνος, προσφέρουν πάντοτε τη δυνατότητα για να ψευτοπιαστεί πάνω τους η αμηχανία μας και κάτι να πει, κάτι να ψελλίσει, όταν το σοκ δεν διευκολύνει τις άρτιες σκέψεις. Οπως τώρα, μετά την επιδρομή στο Νέο Ηράκλειο, με δύο νεκρούς, μέλη της Χ.Α., και έναν βαριά τραυματισμένο. Από το στερεότυπο «στο μικροσκόπιο ης Αντιτρομοκρατικής η μηχανή των δολοφόνων» (που θέλει να υποδείξει έναν ερευνητικό οργασμό, ανάλογο εκείνου που βλέπουμε στα σίριαλ με τους τεχνολογικά υπερεξοπλισμένους ντετέκτιβ) έως το αναποτελεσματικά αυτοεπαναλαμβανόμενο στερεότυπο της «ομόθυμης καταδίκης».
Και από το κλισέ της «διεθνούς συνωμοσίας», στο οποίο προσφεύγει με επενδυτικό ενδιαφέρον η Χ.Α. (αυτοηρωοποιούμενη τώρα, μετά την αυτοθυματοποίηση που επιχείρησε με αφορμή τις συλλήψεις ηγετικών στελεχών της), έως το κλισέ της ενδογενούς «προβοκάτσιας», αγαπητό στην Αριστερά, που η ιστορία της «17Ν» δεν της έμαθε πολλά. Δεν της έμαθε, όπως μάλλον δεν έμαθε στους περισσότερους, ότι δεν χρειάζονται υπερπράκτορες (άνθρωποι της διπλανής πόρτας είναι όσοι έχουν συλληφθεί κατά καιρούς). Και ότι η μηχανιστική θεωρία τού «ποιος ωφελείται περισσότερο» δεν είναι όσο αποδοτική εικάζουν οι χρήστες της, που την εκτιμούν σαν αλάθητη ερμηνευτική μέθοδο.
Και δεν είναι επειδή αποσπά ένα δράμα (εν προκειμένω τη διπλή δολοφονία) από το νοηματικό του περιβάλλον και το μεταθέτει σε άλλο, εντελώς διαφορετικό. Υποθέτει, δηλαδή, ότι και οι δράστες σκέφτονται πράγματι σαν άνθρωποι της διπλανής πόρτας, με τα συνήθη μέτρα και κριτήρια. Αλλά δεν είναι έτσι.
Ποτέ δεν ήταν έτσι και πουθενά, όπου κι αν αναπτύχθηκε «αντάρτικο πόλης». Οι λάτρεις του ένοπλου δεν νιώθουν και δεν σκέφτονται όπως ο «απλός κόσμος», είναι δε εγκλωβισμένοι στα δικά τους κλισέ, από τον καιρό του Νετσάγιεφ (για τον οποίο τόσο πολλά έχει να μας πει ο Ντοστογιέφσκι με τους «Δαιμονισμένους» και ο Καμύ με τον «Επαναστατημένο άνθρωπο»).
Κορυφαίο στερεότυπό τους η απόλυτη πεποίθησή τους ότι τυγχάνουν «μικροί θεοί» (αν και το «μικροί» περιττεύει) μιας αυστηρά προσωπικής θρησκείας. Κατά συνέπεια, θεωρούν ότι δεν έχουν απλώς δικαίωμα, αλλά καθήκον «να εξαλείψουν ό,τι βλάπτει την Υπόθεσή τους». Δηλαδή, να αποφασίζουν για ζωή και για θάνατο. Να σκοτώνουν. Δεν έχει, λοιπόν, νόημα να τους κατηγορήσει κανείς ότι δρώντας σαν αυτόκλητοι επί μηχανής θεοί, εξυπηρετούν αυτούς ακριβώς που υποτίθεται ότι πολεμούν, ενώ βλάπτουν όσους υποτίθεται ότι υπηρετούν. Αυτή τη γλώσσα δεν την καταλαβαίνουν. Δεν είναι η δική τους.
Οι υπόλοιποι ας θυμηθούμε κι ας ξαναδώσουμε νόημα στα κλισέ που συνέχουν όσες κοινωνίες θέλουν να μετρούν ως ανθρώπινες. Οτι μια ανθρώπινη ζωή, είχε δίκιο ο Μαλρώ, δεν αξίζει τίποτε, αλλά και τίποτε δεν αξίζει όσο μια ανθρώπινη ζωή. Και ότι τη ζωή δεν τη ζυγίζουμε με βάση τις ιδέες του καθενός. Ούτε κοστολογούμε τον θάνατο του άλλου ανάλογα με τον βαθμό της συμπάθειας ή της αντιπάθειάς μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου