του Γιωργου Βελεγρακη, απο τις Οικοτριβες...
Πολλές φορές στο δηµόσιο διάλογο, οι απόψεις και οι πρακτικές που εναντιώνονται σε ένα µοντέλο ανάπτυξης που στηρίζεται στις εξορύξεις βαφτίζονται εύκολα «αντι-αναπτυξιακές», «µειοψηφίες» που ενδιαφέρονται «µονοµερώς» για το περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες. Πριν απ’ όλα οφείλουµε να απαντήσουµε ότι τόσο το περιβάλλον όσο και οι τοπικές κοινωνίες έχουν ούτως ή άλλως την αυταξία τους.
Το µεν περιβάλλον διότι χωρίς αυτό –έστω και µέσω των µετασχηµατισµών του– ανάπτυξη δεν νοείται, οι δε τοπικές κοινωνίες γιατί αυτές βιώνουν το «εξωτερικό» κόστος των επενδύσεων και δραστηριοτήτων που τελικά καθόλου εξωτερικό δεν είναι.
Ας προσπαθήσουµε όµως να παίξουµε και στο γήπεδο των αντιπάλων. Τελικά πόσο αναπτυξιακή είναι µια πρακτική που θέτει τη µονοκαλλιέργεια των εξορυκτικών δραστηριοτήτων ως το κέντρο της ανάπτυξης; Το πρόσφατο συνέδριο που διοργάνωσε το ίδρυµα Ρόζα Λούξεµπουργκ, έφερε πιο κοντά στην ελληνική πραγµατικότητα εµπειρίες από χώρες όπου ο εξορυκτισµός (extractivism) αποτελεί τον πυρήνα της οικονοµικής δραστηριότητάς τους και µας έδωσε τροφή για σκέψη.
Πρώτον, χώρες µε έντονη εξάρτηση από τις εξορύξεις (κυρίως πετρελαίου αλλά και µεταλλευµάτων) χαρακτηρίζονται από πολύ υψηλά ποσοστά φτώχειας, έλλειψη κοινωνικών υποδοµών, αναλφαβητισµό και διευρυµένες κοινωνικές ανισότητες. Είναι γεγονός, βέβαια, ότι πολλές από τις πολυεθνικές εταιρείες εξορύξεων δεν δηµιοργούν αυτά τα φαινόµενα από το µηδέν, αλλά τα εκµεταλλεύονται καθώς οι δραστηριότητες τους εµφανίζονται ως οι µόνες αναπτυξιακές λύσεις για τα κράτη αυτά. Τελικά όµως, όπως δείχνουν και οι διεθνείς εκθέσεις, τα φαινόµενα δεν θεραπεύονται αλλά επιδεινώνονται.
Δεύτερον, τα κράτη αυτά χαρακτηρίζονται από αδυναµία στην τεχνολογική εξέλιξη και διάχυση. Η µονοκαλλιέργεια των εξορύξεων (και κυρίαρχα του πετρελαίου) τελικά σηµαίνει και συγκεκριµένες τεχνολογικές επιλογές που έχουν ως πυρήνα τους τις εξορυκτικές δραστηριότητες. Παράλληλα διαµορφώνεται ένα πλαίσιο όπου άλλες οικονοµικές και παραγωγικές δραστηριότητες των χωρών αυτών υποβαθµίζονται καθώς εµφανίζονται να έχουν υψηλότερο εργατικό κόστος και χαµηλή ανταγωνιστικότητα σε σχέση µε τα προϊόντα εξόρυξης και τελικά αποκόπτονται από την εγχώρια και διεθνή αγορά («ολλανδική ασθένεια»). Είναι χαρακτηριστική η φωνή της Ivonne Yanez από το Εκουαδόρ που µας είπε: «Ο Ισηµερινός είναι µια χώρα µε µεγάλες δυνατότητες αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, που όµως καταστρέφονται προς όφελος του πετρελαίου. Η χώρα εµφανίζεται στην παγκόσµια αγορά µόνο ως παραγωγός πετρελαίου, ενώ οι δυνατότητές της για άλλο είδος ανάπτυξης είναι πολλές».
Τρίτον, οι ίδιες οι κρατικές πολιτικές είναι «δεσµευµένες» στο αναπτυξιακό µοντέλο των εξορύξεων. Ακόµα και αν παραβλέψουµε το γεγονός ότι στα κράτη αυτά υπάρχει γενικευµένη διαφθορά, οι κρατικές πολιτικές τους σε πεδία όπως η υγεία, η παιδεία και τελικά η ανάπτυξη είναι µηδαµινές. Οι κυβερνήσεις µπορεί να έχουν σηµαντικό όφελος από τη φορολογία των εξορυκτικών δραστηριοτήτων –που βέβαια είναι πολύ µικρό ποσοστό του συνολικού κέρδους των εταιρειών– το οποίο όµως κατευθύνουν µονοµερώς στην εξάπλωση των δραστηριοτήτων ή σε υποδοµές γι’ αυτές. Συνεπώς δεν διεθνοποιείται µόνο η οικονοµική δραστηριότητα του εκάστοτε κράτους µέσω των αγορών, αλλά το σύνολο της δοµής και των πολιτικών του επιλογών καθώς η ανάπτυξη του κατευθύνεται και πάλι από τις επιδιώξεις των αγορών!
Η επιλογή του εξορυκτισµού ως µοντέλο ανάπτυξης είναι µια πολιτική επιλογή. Όπως φαίνεται, το ιδεολόγηµα ότι η Ελλάδα µπορεί να γίνει η «Νορβηγία του ευρωπαϊκού νότου» είναι µάλλον ευχολόγιο και απλοϊκή προσέγγιση. Στην Ελλάδα δεν έχουµε µια ιστορία κυριαρχίας του σοσιαλδηµοκρατικού κράτους µε το γενικευµένες κοινωνικές παροχές. Ειδικά, δε σε καθεστώς κρίσης, δηµόσιου χρέους και εξωτερικού δανεισµού µάλλον κινδυνεύουµε να γίνουµε η «Νιγηρία του παγκόσµιου βορρά» αν ακολουθηθεί το µοντέλο εξορύξεων σε συνδυασµό µε τις βαθιά αντι-αναπτυξιακές µνηµονιακές πολιτικές.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΕΓΡΑΚΗΣ
Πολλές φορές στο δηµόσιο διάλογο, οι απόψεις και οι πρακτικές που εναντιώνονται σε ένα µοντέλο ανάπτυξης που στηρίζεται στις εξορύξεις βαφτίζονται εύκολα «αντι-αναπτυξιακές», «µειοψηφίες» που ενδιαφέρονται «µονοµερώς» για το περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες. Πριν απ’ όλα οφείλουµε να απαντήσουµε ότι τόσο το περιβάλλον όσο και οι τοπικές κοινωνίες έχουν ούτως ή άλλως την αυταξία τους.
Το µεν περιβάλλον διότι χωρίς αυτό –έστω και µέσω των µετασχηµατισµών του– ανάπτυξη δεν νοείται, οι δε τοπικές κοινωνίες γιατί αυτές βιώνουν το «εξωτερικό» κόστος των επενδύσεων και δραστηριοτήτων που τελικά καθόλου εξωτερικό δεν είναι.
Ας προσπαθήσουµε όµως να παίξουµε και στο γήπεδο των αντιπάλων. Τελικά πόσο αναπτυξιακή είναι µια πρακτική που θέτει τη µονοκαλλιέργεια των εξορυκτικών δραστηριοτήτων ως το κέντρο της ανάπτυξης; Το πρόσφατο συνέδριο που διοργάνωσε το ίδρυµα Ρόζα Λούξεµπουργκ, έφερε πιο κοντά στην ελληνική πραγµατικότητα εµπειρίες από χώρες όπου ο εξορυκτισµός (extractivism) αποτελεί τον πυρήνα της οικονοµικής δραστηριότητάς τους και µας έδωσε τροφή για σκέψη.
Πρώτον, χώρες µε έντονη εξάρτηση από τις εξορύξεις (κυρίως πετρελαίου αλλά και µεταλλευµάτων) χαρακτηρίζονται από πολύ υψηλά ποσοστά φτώχειας, έλλειψη κοινωνικών υποδοµών, αναλφαβητισµό και διευρυµένες κοινωνικές ανισότητες. Είναι γεγονός, βέβαια, ότι πολλές από τις πολυεθνικές εταιρείες εξορύξεων δεν δηµιοργούν αυτά τα φαινόµενα από το µηδέν, αλλά τα εκµεταλλεύονται καθώς οι δραστηριότητες τους εµφανίζονται ως οι µόνες αναπτυξιακές λύσεις για τα κράτη αυτά. Τελικά όµως, όπως δείχνουν και οι διεθνείς εκθέσεις, τα φαινόµενα δεν θεραπεύονται αλλά επιδεινώνονται.
Δεύτερον, τα κράτη αυτά χαρακτηρίζονται από αδυναµία στην τεχνολογική εξέλιξη και διάχυση. Η µονοκαλλιέργεια των εξορύξεων (και κυρίαρχα του πετρελαίου) τελικά σηµαίνει και συγκεκριµένες τεχνολογικές επιλογές που έχουν ως πυρήνα τους τις εξορυκτικές δραστηριότητες. Παράλληλα διαµορφώνεται ένα πλαίσιο όπου άλλες οικονοµικές και παραγωγικές δραστηριότητες των χωρών αυτών υποβαθµίζονται καθώς εµφανίζονται να έχουν υψηλότερο εργατικό κόστος και χαµηλή ανταγωνιστικότητα σε σχέση µε τα προϊόντα εξόρυξης και τελικά αποκόπτονται από την εγχώρια και διεθνή αγορά («ολλανδική ασθένεια»). Είναι χαρακτηριστική η φωνή της Ivonne Yanez από το Εκουαδόρ που µας είπε: «Ο Ισηµερινός είναι µια χώρα µε µεγάλες δυνατότητες αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, που όµως καταστρέφονται προς όφελος του πετρελαίου. Η χώρα εµφανίζεται στην παγκόσµια αγορά µόνο ως παραγωγός πετρελαίου, ενώ οι δυνατότητές της για άλλο είδος ανάπτυξης είναι πολλές».
Τρίτον, οι ίδιες οι κρατικές πολιτικές είναι «δεσµευµένες» στο αναπτυξιακό µοντέλο των εξορύξεων. Ακόµα και αν παραβλέψουµε το γεγονός ότι στα κράτη αυτά υπάρχει γενικευµένη διαφθορά, οι κρατικές πολιτικές τους σε πεδία όπως η υγεία, η παιδεία και τελικά η ανάπτυξη είναι µηδαµινές. Οι κυβερνήσεις µπορεί να έχουν σηµαντικό όφελος από τη φορολογία των εξορυκτικών δραστηριοτήτων –που βέβαια είναι πολύ µικρό ποσοστό του συνολικού κέρδους των εταιρειών– το οποίο όµως κατευθύνουν µονοµερώς στην εξάπλωση των δραστηριοτήτων ή σε υποδοµές γι’ αυτές. Συνεπώς δεν διεθνοποιείται µόνο η οικονοµική δραστηριότητα του εκάστοτε κράτους µέσω των αγορών, αλλά το σύνολο της δοµής και των πολιτικών του επιλογών καθώς η ανάπτυξη του κατευθύνεται και πάλι από τις επιδιώξεις των αγορών!
Η επιλογή του εξορυκτισµού ως µοντέλο ανάπτυξης είναι µια πολιτική επιλογή. Όπως φαίνεται, το ιδεολόγηµα ότι η Ελλάδα µπορεί να γίνει η «Νορβηγία του ευρωπαϊκού νότου» είναι µάλλον ευχολόγιο και απλοϊκή προσέγγιση. Στην Ελλάδα δεν έχουµε µια ιστορία κυριαρχίας του σοσιαλδηµοκρατικού κράτους µε το γενικευµένες κοινωνικές παροχές. Ειδικά, δε σε καθεστώς κρίσης, δηµόσιου χρέους και εξωτερικού δανεισµού µάλλον κινδυνεύουµε να γίνουµε η «Νιγηρία του παγκόσµιου βορρά» αν ακολουθηθεί το µοντέλο εξορύξεων σε συνδυασµό µε τις βαθιά αντι-αναπτυξιακές µνηµονιακές πολιτικές.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΕΓΡΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου