Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Ελάτε τώρα. Αφού σας ξέρουμε...

alterthess

του Σταύρου Παναγιωτίδη*


4892.jpg
«Και να σκεφθή κανείς ότι οι θηριώδεις αυτοί εχθροί των χριστιανών είναι Κρήτες, Έλληνες την καταγωγήν, χριστιανών απόγονοι. Φαίνεται ότι τους καταδιώκει και δεν τους αφήνει να ησυχάσουν η κατάρα και το ανάθημα των προγόνων αυτών, οίτινες αψηφούντες τους διωγμούς και τα μαρτύρια ενεκαρτέρησαν εις το πάτριον θρήσκευμα».
Ιωάννης Κονδυλάκης, Οι Τουρκοκρητικοί.
Οι γενίτσαροι είναι μία γνωστή ιστορία. Στρατιωτικό σώμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που συγκροτούνταν κατά βάση, τουλάχιστον για μια μεγάλη περίοδο, από στρατολογήσεις παιδιών χριστιανικών οικογενειών. Οι στρατολογήσεις αυτές από ένα σημείο κι έπειτα δεν ήταν πάντα βίαιες, καθώς πολλοί χριστιανοί εντάσσονταν οικειοθελώς στο σώμα, λόγω των προνομίων που η ιδιότητα του μέλους του συνεπαγόταν. Το όνομα τους είναι ως σήμερα συνώνυμο του φανατισμού. Θα ήταν σίγουρα μεγάλο όνειρο για ιστορικούς και ψυχαναλυτές το να μπορέσουν να καθίσουν στο ντιβάνι έναν γενίτσαρο. Να καταλάβουν αν η αγριότητα του οφειλόταν στην έλλειψη σύνδεσης με τον γενέθλιο τόπο του ή με το ακριβώς αντίθετο, την συνείδηση της κοινής καταγωγής με αυτούς που πολεμά, μία συνείδηση τόσο βασανιστική που τον αναγκάζει προκειμένου να απαλλαχθεί από αυτή να δρα βίαια απέναντι σε ό,τι του θυμίζει το παρελθόν του, με την ελπίδα πως έτσι θα το ξεριζώσει από μέσα του.
Κι αν η ιστορική απόσταση δεν επιτρέπει μία τέτοιου τύπου εξέταση του φαινομένου, ας επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε το τι γίνεται με κάποιους σύγχρονους μας, που επίσης οικειοθελώς άλλαξαν πλευρές και αυτό φαίνεται να τους κατατρέχει ακόμη. Η συγκυρία της κρίσης έχει προκαλέσει οξύνσεις σε όλα τα πεδία των κοινωνικών δραστηριοτήτων, πόσο μάλλον σε αυτό που συμπυκνώνει την κοινωνική κίνηση, το πεδίο της πολιτικής. Τα μαχαίρια έχουν βγει από καιρό και αυτοί που τα κρατάνε από το απέναντι στρατόπεδο, τα κραδαίνουν αλλά όχι για να νικήσουν στη μάχη. Πρωτίστως προσπαθούν να μας πείσουν πως η μάχη είναι χαμένη και δεν πρέπει καν να τη δώσουμε. Μεγαλοδημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί που τα τελευταία χρόνια διεκδίκησαν έναν ρόλο στο θέατρο της εξουσίας και βεβαίως τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ προσπαθούν να μας πείσουν πως το Μνημόνιο είναι ένα "αναγκαίο κακό", ένα πικρό αλλά σωτήριο "φάρμακο". Στο λόγο πολλών από αυτούς συναντούμε όμως άλλο ένα κοινό αλλά και αντιφατικό στοιχείο: τη διαρκή απαξίωση της Αριστεράς με την ταυτόχρονη σφοδρή πολεμική εναντίον της.
Στις κοινωνικές επιστήμες λέμε πως συχνά οι αντιφάσεις είναι ο καλύτερος οδηγός για την αλήθεια. Ας ρωτήσουμε λοιπόν: Γιατί κάποιος που θεωρεί την Αριστερά, όπως οι ίδιοι μας λένε, γραφική, "παλαιολιθική" και ανάξια λόγου επιμένει να της επιτίθεται με τέτοια ένταση; Γιατί την αναγνωρίζει ως βασικό του αντίπαλο; Η πρώτη και βασική ερμηνεία είναι τόσο αναμενόμενη όσο και ορθή. Η Αριστερά εμφανίζεται, παρά τις αδυναμίες της, ως ο μοναδικός θεσμικός πολιτικός φορέας που αυτήν την περίοδο μπορεί να συμβάλει στην συγκρότηση αποτελεσματικών κοινωνικών αντιστάσεων και να χαλάσει τη "σούπα" της διακομματικής συναίνεσης και της κοινωνικής αφασίας. Είναι ο χώρος που προσφέρει στους πολίτες ένα σημείο αντίστασης και μάλιστα σε κρίσιμα σημεία, όπως η κάλυψη για τη μη πληρωμή των τελευταίων εξοντωτικών φόρων. Η δεύτερη απάντηση όμως, δεν αφορά την πολιτική, αλλά το βίωμα. Το προσωπικό και αντιστεκόμενο στη λήθη βίωμα των ανθρώπων που μας επιτίθενται στα όρια του κανιβαλισμού.
Αν ρωτήσουμε ποιο είναι τηλεοπτικό προϊόν που χαρακτηρίζεται περισσότερο από όλα από την υποστήριξη της κυβερνητικής πολιτικής σίγουρα η πλειοψηφία των απαντήσεων θα μας δείξει το δελτίο ειδήσεων του MEGA. Καθόλου συμπτωματικά, πρόκειται για το δελτίο του οποίου οι συντελεστές βρίσκονται σε μία διαρκή ετοιμότητα να επιτεθούν στην Αριστερά και να την συκοφαντήσουν. Η μεγάλη πλειονότητα του τηλεοπτικού κοινού, βλέπει στις ειδήσεις του MEGA μία ομάδα δημοσιογράφων δεμένων με τα επιχειρηματικά συμφέροντα των ιδιοκτητών του σταθμού και ταγμένων στην υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ. Ελάχιστοι βλέπουν μέσα από τα παράθυρα το παρελθόν αυτών των ανθρώπων. Λίγοι βλέπουν στο πρόσωπο της κυρίας Τρέμη ένα πρώην μέλος της ΚΝΕ και στους κυρίους Πρετεντέρη και Καψή δύο πρώην μέλη του Ρήγα Φεραίου και του ΚΚΕ Εσωτερικού! Παραπέρα, ακόμη λιγότεροι είναι αυτοί αναγνωρίζουν τον Αλέξη Παπαχελά, εκτός από άτυπο εκπρόσωπο της Αμερικάνικης Πρεσβείας, του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου και των προτάσεων για περιστολή δημοκρατικών ελευθεριών προς αντιμετώπιση της κρίσης, και ως πρώην συντάκτη της ΑΥΓΗΣ. Ομοίως και τον συνέταιρο του Τάσο Τέλλογλου, λίγοι τον γνωρίζουν ως πρώην μέλος της ΚΝΕ. Στον Ανδρέα Λοβέρδο, με τις υστερικές εμφυλιοπολεμικές δηλώσεις κατά της Αριστεράς, ελάχιστοι αναγνωρίζουν το κεντρικό στέλεχος της ΚΝΕ και εκπρόσωπο της στα πανεπιστημιακά αμφιθεάτρα. Και πάνω από όλα, για τον περισσότερο εμμονικό διώκτη της Αριστεράς, τον Θόδωρο Πάγκαλο, πόσοι γνωρίζουν πως ως νέος είχε χρηματίσει στέλεχος της Κεντρικής Επιτροπής. του ΚΚΕ και Γραμματέας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη; Από κοντά και κάποιοι πανεπιστημιακοί, "ανανήψαντες" πρώην αριστεροί των νιάτων τους και πολέμιοι διά της γραφής τους της σημερινής Αριστεράς.
Ιδού λοιπόν η καθαρή εικόνα μπροστά μας. Δύο παράλληλοι μηχανισμοί κινητοποιούνται: η αυτοδικαίωση και η προβολή. Οι άνθρωποι που εγκατέλειψαν την Αριστερά, είτε επιστρέφοντας ορισμένοι στις αγκαλιές της τάξης τους είτε, άλλοι, επιδιώκοντας μια ανοδική κοινωνική κινητικότητα, δεν κατάφεραν ποτέ να συμφιλιωθούν με την επιλογή τους αυτή. Προσπαθούν συνεχώς να την δικαιώσουν στα δικά τους μάτια, τόσο πιο έντονα όσο σε μεγαλύτερη σύγκρουση με το παρελθόν τους, τους φέρνει το παρόν τους. Προβάλουν τις ενοχές τους επάνω μας, μας απαξιώνουν και μας λοιδορούν προκειμένου να καταλαγιάσει η εσωτερική τους αβεβαιότητα. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο σκληρό από τα ματαιωμένα νιάτα, από την αναντιστοιχία ανάμεσα σε παλιές αξίες και σε καινούριες επιλογές. Η εμπειρία ενός συντρόφου μας τα λέει όλα. Ο θείος του, εξόριστος κομμουνιστής μετά τον Εμφύλιο, κρατείται στη Μακρόνησο. Ένα βράδυ βασανίζεται από ένα δεσμοφύλακα. Την ώρα του μαρτυρίου, ακούει τον βασανιστή του, σε ένα παράλληλο, δικό του μαρτύριο να του λέει κλαίγοντας: «Δηλαδή ρε πούστη, εμείς που υπογράψαμε δήλωση μετανοίας τι είμαστε;». Αυτό ήταν που έκανε τον βασανιστή να είναι τόσο σκληρός. Η ανάγκη του να βγάλει από πάνω του το στίγμα, τα απαλλαγεί από την ενοχή για το ότι εγκατέλειψε τον αγώνα, τα ιδανικά του και πάνω από όλα τους συντρόφους του. Ο βασανιστής χτυπούσε το ίδιο το παρελθόν του, για να απαντήσει στα χτυπήματα της συνείδησης του.
Η περίπτωση των ανθρώπων που εξετάσουμε παραπάνω, ασφαλώς και δεν είναι τόσο δραματική όσο η τελευταία, για αυτό και δεν συγκεντρώνουν ούτε ίχνος της συμπάθειας μας. Βιώνουν όμως και αυτοί μία διαρκώς υποβόσκουσα εσωτερική σύγκρουση την οποία προσπαθούν να κοιμίσουν με ριπές εναντίον της Αριστεράς, εναντίον σε τελευταία ανάλυση του παρελθόντος τους που εγκατέλειψαν. Η ως τώρα πολιτική συγκυρία τους επέτρεπε να κοιμίζουν αυτό το εσωτερικό τους θηρίο και καμιά φορά να το εκτονώνουν με κάποιο ειρωνικό σήκωμα του φρυδιού προς εμάς, ένα δηκτικό σχόλιο σε μια επιφυλλίδα, ένα αφ' υψηλού αστείο σε κάποιο τηλεοπτικό παράθυρο. Όμως η κρίση έχει βάλει ξανά τα πάντα στο τραπέζι. Τα πράγματα σφίγγουν για όλους, τα ερωτήματα επανέρχονται και οι διαχωριστικές γραμμές γίνονται και πάλι ορατές. Επιτίθενται με συκοφαντίες στην Αριστερά για να μη βρει ο κόσμος ένα πολιτικό αποκούμπι για τον αγώνα του, επειδή καταλαβαίνουν πως γίνεται και πάλι επικίνδυνη. Και όσο πιο πολύ εντείνεται αυτός ο κίνδυνος, όσο τους πιέζει η πραγματικότητα, τόσο πιο πολύ τους χτυπάει και το προσωπικό παρελθόν τους.

Κάποιος θα πει ότι ο συσχετισμός των ανθρώπων αυτών με τους γενίτσαρους δεν είναι τόσο σωστός. Πράγματι, αυτό ίσως να είναι ένα εύστοχο σχόλιο. Οι γενίτσαροι είχαν ως ιερό σύμβολο ένα καζάνι, στο οποίο έβραζε το φαγητό τους. Οι παραπάνω αναφερθέντες έχουν επίσης ένα καζάνι ως ιερό σύμβολο, αυτό της εξουσίας. Η διαφορά είναι πως οι γενίτσαροι που και που έκαναν κανένα κίνημα και για να συμβολίσουν την επανάστασή τους αναποδογύριζαν το καζάνι. Επίσης, καμιά φορά έπαιρναν και το κεφάλι κανενός σουλτάνου και δεν περιορίζονταν στο να το χαϊδεύουν. Όλα αυτά βέβαια, μέχρι την ώρα που ένας σουλτάνος αποφάσισε πως δεν τους χρειάζεται πλέον και τους εξόντωσε όλους. Ας το έχουμε αυτό όλοι μας κατά νου.
*Ο Σταύρος Παναγιωτίδης είναι Υποψήφιος Διδάκτορας Ιστορίας, πρόεδρος του Συλλόγου Μεταπτυχιακών Φοιτητών Παντείου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων