Του Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου*, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
Μέσα στον οικονομικό ορυμαγδό των τελευταίων εβδομάδων, μία είδηση μεγάλης σημασίας πέρασε στα ψιλά. Πρόκειται ίσως για το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία: την υπογεννητικότητα. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία, η Ελλάδα, με βάση το Total Fertility Rate (παιδιά ανά γυναίκα σε γόνιμη ηλικία), κατατάσσεται στη 205η θέση σε σύνολο 224 κρατών στον κόσμο, περίπου τελευταία δηλαδή.
Ο δείκτης αυτός προσδιορίζεται στο 1,40 για την Ελλάδα, πολύ πιο κάτω δηλαδή από το 2,00 που επιτρέπει σε έναν πληθυσμό να αυξάνεται.
Η κρίση είναι η αιτία, θα σπεύσει να πει κανείς. Κι όμως η Ελλάδα αντιμετώπιζε το πρόβλημα σε οξεία μορφή ήδη από την περίοδο της οικονομικής της ευμάρειας. Μάλιστα, αν κοιτάξει κανείς διαχρονικά τα δημογραφικά στοιχεία, θα διαπιστώσει ότι όσο αναπτυσσόταν μεταπολεμικά η χώρα και μεγάλωνε το κατά κεφαλήν και οικογενειακό εισόδημα τόσο μειωνόταν ο αριθμός των γεννήσεων.
Οι παλιότεροι έχουν να διηγηθούν πολλές ιστορίες ανείπωτης φτώχειας σε σπιτικά με μία κάμαρα και καθόλου ανέσεις, όπου μεγάλωναν τρία, τέσσερα ή και περισσότερα παιδιά. Αλλωστε και τώρα, οι πρώτες χώρες με τον υψηλότερο βαθμό πληθυσμιακής αναπαραγωγής είναι όλες αφρικανικές, δηλαδή πάμφτωχες. Πώς φθάσαμε άραγε στο μοντέλο «όσο πιο πλούσιοι τόσο λιγότερα παιδιά»;
Το ζήτημα είναι πανευρωπαϊκό, στον κατάλογο με το μεγαλύτερο πρόβλημα υπογεννητικότητας συναντούμε κι άλλες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου (Ιταλία, Αυστρία, Γερμανία, Ισπανία, Τσεχία, Κύπρο κ.ά.). Το όνομά της δεν είναι πλέον μόνο μεταφορικό, η Ευρώπη είναι μια ήπειρος που φιλοξενεί όντως μια γηράσκουσα κοινωνία. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα δισεπίλυτο στην Ελλάδα.
Το θέμα της φυσικής αναπαραγωγής μιας κοινωνίας είναι στην πραγματικότητα ένα υπαρξιακό ζήτημα, και δεν εξηγείται αποκλειστικά με οικονομικούς όρους. Στην περίοδο της νεωτερικότητας περισσότερο έχει να κάνει με την πρόσληψη του μέλλοντος. Στις σύγχρονες -εγωκεντρικές αναμφίβολα- δυτικές κοινωνίες κάναμε παιδιά, μέχρι πρόσφατα, διότι προβάλαμε τους εαυτούς μας στο μέλλον, πιστεύαμε στο μέλλον και θέλαμε το μέλλον να συνεχιστεί μέσα από εμάς. Η ελληνική κοινωνία είναι μια παραδοσιακή–αγροτική κοινωνία που πέρασε μέσα από αρκετά γοργές και ιδιόμορφες διαδικασίες στη σφαίρα μιας άλλης εποχής, εκείνης που ονομάζουμε ύστερη νεωτερικότητα. Οπως φάνηκε, δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο. Η μεταπολεμική αγροτική έξοδος που ανέτρεψε την ισορροπία υπέρ των αστικών κέντρων, καθώς και ο τρόπος που λειτούργησε το μεταπολεμικό πελατειακό κράτος, δημιούργησε στην πραγματικότητα μια μικροαστική κοινωνία περίκλειστων σχέσεων, με αρκετά από τα παραδοσιακά της στοιχεία να παραμένουν ενεργά. Πρώτα και κύρια δημιούργησε μια κοινωνία που αντιμετώπιζε το μέλλον με ανασφάλεια διότι εκτός των άλλων παρέμενε έντονα οικογενειοκεντρική, άρα φαντασιακά απροστάτευτη. Στο φαντασιακό της, κάθε επόμενη χρονιά θα ήταν αναμφίβολα χειρότερη από την προηγούμενη, δεν ήταν τυχαίο ότι η μόνη καλή επένδυση όλα αυτά τα χρόνια θεωρούνταν η «γη», δηλαδή κάτι απτό, στέρεο και αναλλοίωτο στον χρόνο.
Δεν εγκατέλειψε όμως ούτε και τον εγγενή πατερναλισμό της. Το ιδανικό της πρότυπο ήταν να κρατά τα παιδιά της άμεσα ή έμμεσα εξαρτημένα από εκείνη, υλικά ή συναισθηματικά. Αυτό ήταν το κοινωνικό μοντέλο της μεταπολίτευσης: γονείς και παππούδες με εισοδήματα, προσόδους και πλήθος προνομίων, και από την άλλη τα νεαρά βλαστάρια τους που ζούσαν μεν βασιλικά αλλά σε γυάλινο πύργο. Και τούτοι οι μαρμαρωμένοι πρίγκιπες δεν μπορούσαν να είναι παραπάνω από ένας (το πολύ δύο) για να τους αντέχουν οι «μαικήνες» τους. Δεν ήταν λοιπόν περίεργο που έγινε τόσο πολλή συζήτηση για να διασώσουμε τις συντάξεις από την κρίση, και επιδείξαμε τόση επί της ουσίας αδιαφορία για το τρομακτικό ποσοστό ανεργίας μεταξύ των νέων.
Συνεπώς, τι μέλλει γενέσθαι; Θα πεθάνουμε σαν χώρα; Η λύση δεν κρύβεται ούτε στα επιδόματα στήριξης των πολυτέκνων, ούτε στην αλλαγή της «νοοτροπίας» που είναι αδύνατον να μεταβληθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Σε εποχές παρατεταμένης κρίσης όπως η σημερινή, το μέλλον θα συνεχίσει να φαντάζει σκοτεινό. Αν κοιτάξουμε όμως τα πράγματα μακροϊστορικά, η περιοχή αυτή της νοτιοανατολικής Μεσογείου υπήρξε πάντοτε σημείο έντονων πληθυσμιακών ανακατατάξεων. Ηδη από την αρχαϊκή εποχή, οι συχνές μετακινήσεις πληθυσμών στην περιοχή ήταν η κανονικότητα, όχι η εξαίρεση. Ετσι και την τελευταία 20ετία, το αναπτυγμένο ελληνικό κράτος έγινε πόλος έλξης εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών που έφθασαν ώς εδώ από χώρες του Τρίτου Κόσμου, εργάστηκαν, πλήρωσαν ασφαλιστικές εισφορές, εγκατέστησαν εν συνεχεία τις οικογένειές τους, έστειλαν τα παιδιά τους στα ελληνικά σχολεία. Γι’ αυτούς η φτώχεια δεν είναι εμπόδιο για να γεμίσουν το μικρό τους δυάρι με κουτσούβελα. Το μέλλον φαντάζει στα μάτια τους σίγουρα καλύτερο από το παρόν.
Ο,τι και να λένε οι λογής λογής εθνικιστές και ρατσιστές, αυτή θα είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Και από αυτή την άποψη, θα ήταν ευχής έργο αν κορυφαίοι θεσμοί του δικαιικού μας συστήματος όπως το ΣτΕ (αναφέρομαι στην πρόσφατη απόφασή του για την ιθαγένεια των τέκνων αλλοδαπών) αντιλαμβάνονταν ότι δεν υπάρχει «ουσιαστικότερος δεσμός» με το έθνος, από το να γεννιέσαι στους κόλπους του, να φοιτάς στα σχολεία του και να θέλεις να περάσεις τη ζωή σου σε αυτό.
……………………………………………………………………………………………
* Επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο ΤΕΙ Καλαμάτας και γραμματέας σύνταξης της «Νέας Εστίας».
Ο δείκτης αυτός προσδιορίζεται στο 1,40 για την Ελλάδα, πολύ πιο κάτω δηλαδή από το 2,00 που επιτρέπει σε έναν πληθυσμό να αυξάνεται.
Η κρίση είναι η αιτία, θα σπεύσει να πει κανείς. Κι όμως η Ελλάδα αντιμετώπιζε το πρόβλημα σε οξεία μορφή ήδη από την περίοδο της οικονομικής της ευμάρειας. Μάλιστα, αν κοιτάξει κανείς διαχρονικά τα δημογραφικά στοιχεία, θα διαπιστώσει ότι όσο αναπτυσσόταν μεταπολεμικά η χώρα και μεγάλωνε το κατά κεφαλήν και οικογενειακό εισόδημα τόσο μειωνόταν ο αριθμός των γεννήσεων.
Οι παλιότεροι έχουν να διηγηθούν πολλές ιστορίες ανείπωτης φτώχειας σε σπιτικά με μία κάμαρα και καθόλου ανέσεις, όπου μεγάλωναν τρία, τέσσερα ή και περισσότερα παιδιά. Αλλωστε και τώρα, οι πρώτες χώρες με τον υψηλότερο βαθμό πληθυσμιακής αναπαραγωγής είναι όλες αφρικανικές, δηλαδή πάμφτωχες. Πώς φθάσαμε άραγε στο μοντέλο «όσο πιο πλούσιοι τόσο λιγότερα παιδιά»;
Το ζήτημα είναι πανευρωπαϊκό, στον κατάλογο με το μεγαλύτερο πρόβλημα υπογεννητικότητας συναντούμε κι άλλες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου (Ιταλία, Αυστρία, Γερμανία, Ισπανία, Τσεχία, Κύπρο κ.ά.). Το όνομά της δεν είναι πλέον μόνο μεταφορικό, η Ευρώπη είναι μια ήπειρος που φιλοξενεί όντως μια γηράσκουσα κοινωνία. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα δισεπίλυτο στην Ελλάδα.
Το θέμα της φυσικής αναπαραγωγής μιας κοινωνίας είναι στην πραγματικότητα ένα υπαρξιακό ζήτημα, και δεν εξηγείται αποκλειστικά με οικονομικούς όρους. Στην περίοδο της νεωτερικότητας περισσότερο έχει να κάνει με την πρόσληψη του μέλλοντος. Στις σύγχρονες -εγωκεντρικές αναμφίβολα- δυτικές κοινωνίες κάναμε παιδιά, μέχρι πρόσφατα, διότι προβάλαμε τους εαυτούς μας στο μέλλον, πιστεύαμε στο μέλλον και θέλαμε το μέλλον να συνεχιστεί μέσα από εμάς. Η ελληνική κοινωνία είναι μια παραδοσιακή–αγροτική κοινωνία που πέρασε μέσα από αρκετά γοργές και ιδιόμορφες διαδικασίες στη σφαίρα μιας άλλης εποχής, εκείνης που ονομάζουμε ύστερη νεωτερικότητα. Οπως φάνηκε, δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο. Η μεταπολεμική αγροτική έξοδος που ανέτρεψε την ισορροπία υπέρ των αστικών κέντρων, καθώς και ο τρόπος που λειτούργησε το μεταπολεμικό πελατειακό κράτος, δημιούργησε στην πραγματικότητα μια μικροαστική κοινωνία περίκλειστων σχέσεων, με αρκετά από τα παραδοσιακά της στοιχεία να παραμένουν ενεργά. Πρώτα και κύρια δημιούργησε μια κοινωνία που αντιμετώπιζε το μέλλον με ανασφάλεια διότι εκτός των άλλων παρέμενε έντονα οικογενειοκεντρική, άρα φαντασιακά απροστάτευτη. Στο φαντασιακό της, κάθε επόμενη χρονιά θα ήταν αναμφίβολα χειρότερη από την προηγούμενη, δεν ήταν τυχαίο ότι η μόνη καλή επένδυση όλα αυτά τα χρόνια θεωρούνταν η «γη», δηλαδή κάτι απτό, στέρεο και αναλλοίωτο στον χρόνο.
Δεν εγκατέλειψε όμως ούτε και τον εγγενή πατερναλισμό της. Το ιδανικό της πρότυπο ήταν να κρατά τα παιδιά της άμεσα ή έμμεσα εξαρτημένα από εκείνη, υλικά ή συναισθηματικά. Αυτό ήταν το κοινωνικό μοντέλο της μεταπολίτευσης: γονείς και παππούδες με εισοδήματα, προσόδους και πλήθος προνομίων, και από την άλλη τα νεαρά βλαστάρια τους που ζούσαν μεν βασιλικά αλλά σε γυάλινο πύργο. Και τούτοι οι μαρμαρωμένοι πρίγκιπες δεν μπορούσαν να είναι παραπάνω από ένας (το πολύ δύο) για να τους αντέχουν οι «μαικήνες» τους. Δεν ήταν λοιπόν περίεργο που έγινε τόσο πολλή συζήτηση για να διασώσουμε τις συντάξεις από την κρίση, και επιδείξαμε τόση επί της ουσίας αδιαφορία για το τρομακτικό ποσοστό ανεργίας μεταξύ των νέων.
Συνεπώς, τι μέλλει γενέσθαι; Θα πεθάνουμε σαν χώρα; Η λύση δεν κρύβεται ούτε στα επιδόματα στήριξης των πολυτέκνων, ούτε στην αλλαγή της «νοοτροπίας» που είναι αδύνατον να μεταβληθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Σε εποχές παρατεταμένης κρίσης όπως η σημερινή, το μέλλον θα συνεχίσει να φαντάζει σκοτεινό. Αν κοιτάξουμε όμως τα πράγματα μακροϊστορικά, η περιοχή αυτή της νοτιοανατολικής Μεσογείου υπήρξε πάντοτε σημείο έντονων πληθυσμιακών ανακατατάξεων. Ηδη από την αρχαϊκή εποχή, οι συχνές μετακινήσεις πληθυσμών στην περιοχή ήταν η κανονικότητα, όχι η εξαίρεση. Ετσι και την τελευταία 20ετία, το αναπτυγμένο ελληνικό κράτος έγινε πόλος έλξης εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών που έφθασαν ώς εδώ από χώρες του Τρίτου Κόσμου, εργάστηκαν, πλήρωσαν ασφαλιστικές εισφορές, εγκατέστησαν εν συνεχεία τις οικογένειές τους, έστειλαν τα παιδιά τους στα ελληνικά σχολεία. Γι’ αυτούς η φτώχεια δεν είναι εμπόδιο για να γεμίσουν το μικρό τους δυάρι με κουτσούβελα. Το μέλλον φαντάζει στα μάτια τους σίγουρα καλύτερο από το παρόν.
Ο,τι και να λένε οι λογής λογής εθνικιστές και ρατσιστές, αυτή θα είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Και από αυτή την άποψη, θα ήταν ευχής έργο αν κορυφαίοι θεσμοί του δικαιικού μας συστήματος όπως το ΣτΕ (αναφέρομαι στην πρόσφατη απόφασή του για την ιθαγένεια των τέκνων αλλοδαπών) αντιλαμβάνονταν ότι δεν υπάρχει «ουσιαστικότερος δεσμός» με το έθνος, από το να γεννιέσαι στους κόλπους του, να φοιτάς στα σχολεία του και να θέλεις να περάσεις τη ζωή σου σε αυτό.
……………………………………………………………………………………………
* Επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο ΤΕΙ Καλαμάτας και γραμματέας σύνταξης της «Νέας Εστίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου