του Παντελη Μπουκαλα, απο την Καθημερινη...
Να την πάλι η «αληθινή ιστορία», η μία και μόνη και αλάνθαστη. Θα τη γράψουν και θα μας τη μάθουν, θέλουμε δεν θέλουμε, οι χρυσαυγίτες φωστήρες, απόφοιτοι της Μεγάλης του Προκρούστη Σχολής. Υπεύθυνοι όπως είναι για την Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγησή μας, αποφάσισαν να μας αναμορφώσουν αμέτι μουχαμέτι. Ωχ ωχ, να τα τα τουρκοσπορίτικα. Δεν θα μας βγουν σε καλό, εκτός και πειστούν οι ελληνολεξιφύλακες ότι το «αμέτι» είναι λέξη ελληνική, σύνθετη, εκ του «άμε» ή «αμέ», που (ως γνωστόν) ήταν στη δωρική το «ημείς», και του «τι», που είναι, τι άλλο, το «τι» μας το παμπάλαιον· όσο για το «μουχαμέτι», οι έρευνες συνεχίζονται και πρώτα ο Θεός (ο Δωδεκάθεος, όχι ο Μουχαμέτ), αργά ή γρήγορα, θα αποδειχθεί και η δική του ριζική ελληνικότητα.
Επειδή λοιπόν τις κατάλληλες θέσεις για κρυφά σχολειά (ερημονήσια, αετοφωλιές, σπηλαιοβάραθρα κ.ά.) τις έχουν καταλάβει προ πολλού οι μυθοπλάστες και θρυλοποιοί (αυτοί ακριβώς που έφτιαχναν τα βιβλία σχολικής ιστορίας επί δεκαετίες χωρίς να διαβάζουν τι έγραφαν οι παλαιότεροι ιστοριογράφοι, ούτε καν οι απομνημονευματογράφοι καπεταναίοι του ’21), οι αληθινοϊστορικοί μας ανοίγουν φανερά σχολεία σε πολυτελή ξενοδοχεία. Και εκεί κηρύσσουν σε παιδιά και ενηλίκους τον λόγον της αληθείας: Ενα μείγμα από μεταξικά αναγνώσματα, εγχειρίδια του χουντικού Γεωργαλά, σελίδες του πατρός Πλεύρη· από παραποιήσεις, νοθεύσεις, αποσιωπήσεις. Στην προκειμένη περίπτωση οι ετσιθελιστές ασκούν την αγαπημένη τους βία όχι στη φυσική της εκδοχή, αλλά σε κάποια πνευματικότερη, τρόπος του λέγειν.
Τίποτα δεν θα ενοχλούσε περισσότερο τους ανασυντάκτες της Ιστορίας από την υπενθύμιση ότι το μεθοδικότερο εγχειρίδιο περί ιστοριογραφίας που μας κληροδότησε η ελληνική αρχαιότητα το έγραψε Σύρος. Ενας ελληνομαθέστατος Σύρος, στον οποίο οφείλει πολλά το ελληνικό πνεύμα, για την οξύτατη σάτιρά του κατά αγυρτών και για το διαφωτιστικό του πάθος. Ελληνας ο Λουκιανός από τα Σαμόσατα; Απαγε της βλασφημίας θα έλεγαν όσοι στήνουν αιματολογικά εργαστήρια για να εντοπίσουν στις φλέβες μας την ελληνοσφαιρίνη. Που τάχα πιστοποιεί τη φυλετική μας αυθεντικότητα. Αν λοιπόν την κουβαλούσαμε όντως στο αίμα μας, αν πράγματι ήταν εφικτός ο εντοπισμός της, κι αν μπορούσαμε να βρούμε από τίποτα λείψανα το ποσοστό της στο αρχαίο αίμα, τότε στα δέκα εκατομμύρια που είμαστε, άντε είκοσι με τους ξενιτεμένους (ή διακόσια είκοσι, αν μετρήσουμε και τους κατά Λιακοπουλιστές Ελληνες της κινεζικής επαρχίας Γιουνάν, όνομα και πράμα), μάλλον δεν θα βγαίναμε καθαροί, γνήσιοι, άμεικτοι πάνω από – εκατό; Εκατό χιλιάδες; Ενα εκατομμύριο; Πάντως, σίγουρα όχι δέκα εκατομμύρια.
Δεν χρειάζεται να το επιβεβαιώσει η αιματολογία αυτό. Το δείχνει η Ιστορία, γεμάτη εισβολές, κατακτήσεις, μακρόχρονες συγκατοικήσεις λαών, λιγότερο ή περισσότερο βίαιες, αλλά γεμάτη και εθνικά μεικτούς έρωτες, τις δυσκολίες ή το ευτυχές τέλος των οποίων τις αφηγήθηκαν τα δημοτικά τραγούδια. Και μας έχουν μιλήσει γι’ αυτό σπουδαίοι ποιητές· και όχι τίποτα ακραιφνείς αναρχοδιεθνιστές αλλά γνήσιοι ελλαδολάτρες, που ωστόσο τα αισθήματά τους δεν λογόκριναν τη σκέψη τους. Ο Παλαμάς λ.χ., με ένα από τα «Σατιρικά Γυμνάσματά» του: «Στο αίμα μου κρατώ κι από μια στάλα / ξένες κι οχτρές κάθε λογής πατρίδες. / Και βουργάρα η ψυχή μου και τουρκάλα». Και ο Ελύτης με το «Δώρο ασημένιο ποίημα»: «Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο».
Ας γυρίσουμε στον Λουκιανό. Και στο έργο του «Πώς δει ιστορίαν συγγράφειν». Υστερα από κάποιον πόλεμο, λέει ο Ελληνοσύρος μάγος της ειρωνείας, «δεν έμεινε κανείς που να μην ιστοριογραφήσει, και γίναμε όλοι Θουκυδίδηδες και Ηρόδοτοι και Ξενοφώντες». Μόνο που θέλει τον τρόπο του για να γίνεις ιστορικός σαν αυτούς. Επειδή «το καθήκον του συγγραφέα είναι ένα: να διηγηθεί τα πράγματα όπως έγιναν. Αυτό όμως αδυνατεί να το πράξει κάποιος που φοβάται τον Αρταξέρξη, του οποίου είναι ο γιατρός, ή ελπίζει να ανταμειφθεί για την όλο επαίνους ιστορία του» με μανδύες πορφυρούς, χρυσά περιδέραια και άλογα καλής γενιάς. «Και κάτι τέτοιο δεν θα το έκανε ποτέ ούτε ο Ξενοφών, συγγραφέας δίκαιος, ούτε ο Θουκυδίδης». Ποιος είναι ο κατά Λουκιανόν τρόπος; «Ακόμα κι αν μισείς κάποιον προσωπικά, να θεωρήσεις πολύ πιο αναγκαίο το κοινό συμφέρον και να νοιαστείς πολύ περισσότερο για την αλήθεια παρά για την έχθρα σου. Κι αν γράψεις για κάποιον φίλο, να μην παραβλέψεις τα λάθη του. Γιατί μόνο για την αλήθεια πρέπει να ενδιαφέρεσαι αν αποφασίσεις να γράψεις ιστορία, και να αδιαφορείς για όλα τ’ άλλα». Επειδή (ιδού το μέτρο της αλήθειας) όποιος γράφει, «πρέπει να έχει κανόνα του ότι δεν γράφει για τους συγκαιρινούς του», επιρρεπείς στην κολακεία ή ικανούς στον εκφοβισμό, «αλλά για τους κατοπινούς»: «Ολως πήχυς εις και μέτρον ακριβές, αποβλέπειν μη εις τους νυν ακούοντας, αλλ’ εις τους μετά ταύτα συνεσομένους τοις συγγράμμασιν».
Η «αληθινή ιστορία» των ακροδεξιών κάθε απόχρωσης βρίσκεται στους αντίποδες όσων λέει ο Λουκιανός, δηλαδή όσων έπραξε ένας Ηρόδοτος, ένας Θουκυδίδης, ένας σημερινός τίμιος ιστορικός. Επειδή είναι γραμμένη με δύο σκοπούς: Πρώτον, για να κολακέψει και να εξιδανικεύσει τους ουρανόθεν ευλογημένους Ελληνες, που νικούν παντού ενώ πάντοτε αντιμετωπίζουν υπέρτερες δυνάμεις· που δεν κάνουν ποτέ κατακτητικούς πολέμους, άρα οι Μακεδόνες πήγαν στην Ινδία για να πάρουν πίσω το αίμα του Διόνυσου· που προδίδονται πάντοτε από τους συμμάχους τους· που δεν καταπατούν συμφωνίες κτλ. Και δεύτερον, για να γράψει με πρώτη ύλη το μίσος και την περιφρόνηση όταν αναφέρεται σε άλλους λαούς, να τους παραστήσει σαν απολίτιστους, βάρβαρους κτλ. Μα ναι, κάτι θυμίζει αυτή η «αληθινή ιστορία» που σκαρώνουν οι νεοναζιστές. Ως προς τα μοτίβα και τα ιδεολογήματά της, ως προς τον απέραντο αυτολαϊκισμό της, δεν βρίσκεται πολύ μακριά από την «επίσημη ιστορία» που πότισε γενιές και γενιές Ελληνόπουλων, εμφυτεύοντάς τους μια στρεβλωμένη και στρεβλωτική αντίληψη για την Ιστορία, δηλαδή για τον κόσμο και για τον εαυτό τους. Και μας πήρε στον λαιμό της. Γιατί η συλλογική μας αυτοεκτίμηση βασίστηκε σε κούφια λόγια.
Κάτι τελευταίο: Ο Λουκιανός είχε γράψει και μια «Αληθή ιστορία», με την οποία έγινε ο εισηγητής της φανταστικής λογοτεχνίας. Να ’χουν αυτήν πρότυπό τους οι αληθινογραφιάδες;
Επειδή λοιπόν τις κατάλληλες θέσεις για κρυφά σχολειά (ερημονήσια, αετοφωλιές, σπηλαιοβάραθρα κ.ά.) τις έχουν καταλάβει προ πολλού οι μυθοπλάστες και θρυλοποιοί (αυτοί ακριβώς που έφτιαχναν τα βιβλία σχολικής ιστορίας επί δεκαετίες χωρίς να διαβάζουν τι έγραφαν οι παλαιότεροι ιστοριογράφοι, ούτε καν οι απομνημονευματογράφοι καπεταναίοι του ’21), οι αληθινοϊστορικοί μας ανοίγουν φανερά σχολεία σε πολυτελή ξενοδοχεία. Και εκεί κηρύσσουν σε παιδιά και ενηλίκους τον λόγον της αληθείας: Ενα μείγμα από μεταξικά αναγνώσματα, εγχειρίδια του χουντικού Γεωργαλά, σελίδες του πατρός Πλεύρη· από παραποιήσεις, νοθεύσεις, αποσιωπήσεις. Στην προκειμένη περίπτωση οι ετσιθελιστές ασκούν την αγαπημένη τους βία όχι στη φυσική της εκδοχή, αλλά σε κάποια πνευματικότερη, τρόπος του λέγειν.
Τίποτα δεν θα ενοχλούσε περισσότερο τους ανασυντάκτες της Ιστορίας από την υπενθύμιση ότι το μεθοδικότερο εγχειρίδιο περί ιστοριογραφίας που μας κληροδότησε η ελληνική αρχαιότητα το έγραψε Σύρος. Ενας ελληνομαθέστατος Σύρος, στον οποίο οφείλει πολλά το ελληνικό πνεύμα, για την οξύτατη σάτιρά του κατά αγυρτών και για το διαφωτιστικό του πάθος. Ελληνας ο Λουκιανός από τα Σαμόσατα; Απαγε της βλασφημίας θα έλεγαν όσοι στήνουν αιματολογικά εργαστήρια για να εντοπίσουν στις φλέβες μας την ελληνοσφαιρίνη. Που τάχα πιστοποιεί τη φυλετική μας αυθεντικότητα. Αν λοιπόν την κουβαλούσαμε όντως στο αίμα μας, αν πράγματι ήταν εφικτός ο εντοπισμός της, κι αν μπορούσαμε να βρούμε από τίποτα λείψανα το ποσοστό της στο αρχαίο αίμα, τότε στα δέκα εκατομμύρια που είμαστε, άντε είκοσι με τους ξενιτεμένους (ή διακόσια είκοσι, αν μετρήσουμε και τους κατά Λιακοπουλιστές Ελληνες της κινεζικής επαρχίας Γιουνάν, όνομα και πράμα), μάλλον δεν θα βγαίναμε καθαροί, γνήσιοι, άμεικτοι πάνω από – εκατό; Εκατό χιλιάδες; Ενα εκατομμύριο; Πάντως, σίγουρα όχι δέκα εκατομμύρια.
Δεν χρειάζεται να το επιβεβαιώσει η αιματολογία αυτό. Το δείχνει η Ιστορία, γεμάτη εισβολές, κατακτήσεις, μακρόχρονες συγκατοικήσεις λαών, λιγότερο ή περισσότερο βίαιες, αλλά γεμάτη και εθνικά μεικτούς έρωτες, τις δυσκολίες ή το ευτυχές τέλος των οποίων τις αφηγήθηκαν τα δημοτικά τραγούδια. Και μας έχουν μιλήσει γι’ αυτό σπουδαίοι ποιητές· και όχι τίποτα ακραιφνείς αναρχοδιεθνιστές αλλά γνήσιοι ελλαδολάτρες, που ωστόσο τα αισθήματά τους δεν λογόκριναν τη σκέψη τους. Ο Παλαμάς λ.χ., με ένα από τα «Σατιρικά Γυμνάσματά» του: «Στο αίμα μου κρατώ κι από μια στάλα / ξένες κι οχτρές κάθε λογής πατρίδες. / Και βουργάρα η ψυχή μου και τουρκάλα». Και ο Ελύτης με το «Δώρο ασημένιο ποίημα»: «Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο».
Ας γυρίσουμε στον Λουκιανό. Και στο έργο του «Πώς δει ιστορίαν συγγράφειν». Υστερα από κάποιον πόλεμο, λέει ο Ελληνοσύρος μάγος της ειρωνείας, «δεν έμεινε κανείς που να μην ιστοριογραφήσει, και γίναμε όλοι Θουκυδίδηδες και Ηρόδοτοι και Ξενοφώντες». Μόνο που θέλει τον τρόπο του για να γίνεις ιστορικός σαν αυτούς. Επειδή «το καθήκον του συγγραφέα είναι ένα: να διηγηθεί τα πράγματα όπως έγιναν. Αυτό όμως αδυνατεί να το πράξει κάποιος που φοβάται τον Αρταξέρξη, του οποίου είναι ο γιατρός, ή ελπίζει να ανταμειφθεί για την όλο επαίνους ιστορία του» με μανδύες πορφυρούς, χρυσά περιδέραια και άλογα καλής γενιάς. «Και κάτι τέτοιο δεν θα το έκανε ποτέ ούτε ο Ξενοφών, συγγραφέας δίκαιος, ούτε ο Θουκυδίδης». Ποιος είναι ο κατά Λουκιανόν τρόπος; «Ακόμα κι αν μισείς κάποιον προσωπικά, να θεωρήσεις πολύ πιο αναγκαίο το κοινό συμφέρον και να νοιαστείς πολύ περισσότερο για την αλήθεια παρά για την έχθρα σου. Κι αν γράψεις για κάποιον φίλο, να μην παραβλέψεις τα λάθη του. Γιατί μόνο για την αλήθεια πρέπει να ενδιαφέρεσαι αν αποφασίσεις να γράψεις ιστορία, και να αδιαφορείς για όλα τ’ άλλα». Επειδή (ιδού το μέτρο της αλήθειας) όποιος γράφει, «πρέπει να έχει κανόνα του ότι δεν γράφει για τους συγκαιρινούς του», επιρρεπείς στην κολακεία ή ικανούς στον εκφοβισμό, «αλλά για τους κατοπινούς»: «Ολως πήχυς εις και μέτρον ακριβές, αποβλέπειν μη εις τους νυν ακούοντας, αλλ’ εις τους μετά ταύτα συνεσομένους τοις συγγράμμασιν».
Η «αληθινή ιστορία» των ακροδεξιών κάθε απόχρωσης βρίσκεται στους αντίποδες όσων λέει ο Λουκιανός, δηλαδή όσων έπραξε ένας Ηρόδοτος, ένας Θουκυδίδης, ένας σημερινός τίμιος ιστορικός. Επειδή είναι γραμμένη με δύο σκοπούς: Πρώτον, για να κολακέψει και να εξιδανικεύσει τους ουρανόθεν ευλογημένους Ελληνες, που νικούν παντού ενώ πάντοτε αντιμετωπίζουν υπέρτερες δυνάμεις· που δεν κάνουν ποτέ κατακτητικούς πολέμους, άρα οι Μακεδόνες πήγαν στην Ινδία για να πάρουν πίσω το αίμα του Διόνυσου· που προδίδονται πάντοτε από τους συμμάχους τους· που δεν καταπατούν συμφωνίες κτλ. Και δεύτερον, για να γράψει με πρώτη ύλη το μίσος και την περιφρόνηση όταν αναφέρεται σε άλλους λαούς, να τους παραστήσει σαν απολίτιστους, βάρβαρους κτλ. Μα ναι, κάτι θυμίζει αυτή η «αληθινή ιστορία» που σκαρώνουν οι νεοναζιστές. Ως προς τα μοτίβα και τα ιδεολογήματά της, ως προς τον απέραντο αυτολαϊκισμό της, δεν βρίσκεται πολύ μακριά από την «επίσημη ιστορία» που πότισε γενιές και γενιές Ελληνόπουλων, εμφυτεύοντάς τους μια στρεβλωμένη και στρεβλωτική αντίληψη για την Ιστορία, δηλαδή για τον κόσμο και για τον εαυτό τους. Και μας πήρε στον λαιμό της. Γιατί η συλλογική μας αυτοεκτίμηση βασίστηκε σε κούφια λόγια.
Κάτι τελευταίο: Ο Λουκιανός είχε γράψει και μια «Αληθή ιστορία», με την οποία έγινε ο εισηγητής της φανταστικής λογοτεχνίας. Να ’χουν αυτήν πρότυπό τους οι αληθινογραφιάδες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου