Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, απο το Κοκκινο Σημειωματαριο...
Με αφορμή το διάλογο για το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ
Διαβάζω στην Αυγή το ρεπορτάζ του Χρήστου Σίμου για τον προσυνεδριακό στο ΚΚΕ. Νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να βρεθεί πιο εύστοχος τίτλος για όσα συμβαίνουν εκεί πριν το 19ο Συνέδριο του κόμματος: Πράγματι, "Η ηγεσία στήνει το συνέδριο", την κορυφαία δηλαδή δημοκρατική διαδικασία ενός κομμουνιστικού κόμματος. Και το "στήνει" χωρίς διάθεση αυτοκριτικής για την εκλογική ήττα του ΚΚΕ και την οργανωτική του καθήλωση, χωρίς αναστοχασμό για την πολιτική περιθωριοποίηση και την ισχνή επιρροή του κόμματος στα κινήματα της τελευταίας πενταετίας. Το "στήνει" με μια συνταγή -δηλαδή πρακτικές- που, πριν έρθει η ώρα της θεωρίας και των "ιδεών", μαρτυρούν αυτές πρώτα απ΄ όλα την ιδεολογική χρεοκοπία του.
Στο ΚΚΕ υπάρχει μια συγκροτημένη διαφωνία. Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό είναι συγκροτημένη οργανωτικά: εννοώ ότι αποτελεί συγκροτημένο επιχείρημα. Σε γενικές γραμμές, και με διάφορες αποχρώσεις, το επιχείρημα αυτό λέει τα εξής: το κόμμα συνετρίβη στις εκλογές και η επιρροή του μειώνεται στην κοινωνία, κι αυτό γιατί αποκόπηκε από μια προηγούμενη τακτική κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών (Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο), "διάβασε" θεωρητικά τον ελληνικό καπιταλισμό με τρόπο που οδηγούσε αποκλειστικά σε μιαν άλλη τακτική (συμμαχίες στον άξονα καπιταλισμός/σοσιαλισμός), και με βάση τα παραπάνω, έθεσε ως προαπαιτούμενο κάθε συνεργασίας την ταύτιση με τη στρατηγική του. Κάπως έτσι, συνεχίζει το επιχείρημα, κατέληξε ένα πολιτικά ακίνδυνο κόμμα, που συνεργαζόμενο αποκλειστικά με τον εαυτό του, επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ να βρίσκεται εκεί που βρίσκεται σήμερα.
Μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί κανείς, πάντως το επιχείρημα στέκει: πατάει σε αδιαμφισβήτητα δεδομένα και "ελέγχεται" από μια θεωρία. Όμως, στη σπουδή της να ξεμπερδεύει μαζί του, η ηγεσία του ΚΚΕ μοιάζει να προτιμά, αντί επιχειρήματος, την ηθική και πολιτική εξόντωση των φορέων του. Κατ΄ αρχάς, υποτιμώντας και απαξιώνοντάς τους ως "αγράμματους", μονοπωλώντας δηλαδή τη γνώση (εννοείται του "μαρξισμού-λενινισμού"), και διεκδικώντας, διά του μονοπωλίου της γνώσης, την επιβεβαίωση του μονοπωλίου της εσωκομματικής εξουσίας· στη συνέχεια, τοποθετούμενη απέναντι στους διαφωνούντες ως πολιτική αστυνομία. Για "άρθρα- καρμπόν" κάνει λόγο ο Μάκης Μαϊλης, δίνοντας σήμα στη βάση του κόμματος ότι κάποιοι στο ΚΚΕ "συναντιούνται" και "συνεννοούνται" παρανόμως, για να παρέμβουν από κοινού στον προσυνεδριακό διάλογο. Κοινώς, ότι κάποιοι (sic) φραξιονίζουν.
Το πρόβλημα για την ηγεσία δεν είναι η βάση της (όποιας) συνεννόησης των "αγράμματων", η άποψη που τους συνέχει, και η οποία μπορεί να ελεγχθεί πολιτικά, χωρίς την πρόκληση ηθικού πανικού και χωρίς πατερναλισμούς, δημόσια -δηλαδή από όλους. Το πρόβλημα δεν είναι, πολύ περισσότερο, τα κείμενα-καρμπόν της ίδιας της ηγεσίας, που σημειωτέον διαθέτει αφετηριακά ένα προνόμιο απέναντι στους διαφωνούντες: αυτή δεν χρειάζεται να "φραξιονίσει" παρανόμως, εφ΄ όσον "συναντιέται" και "συνεννοείται" καθημερινά, νόμιμα και θεσμικά, ως διαχειρίστρια του κομματικού μηχανισμού ("επαγγελματικός φραξιονισμός"). Καθένας, όμως, βλέπει μόνο ό,τι του επιτρέπει η θέση του. Το πρόβλημα για την ηγεσία του ΚΚΕ, λοιπόν, είναι η "συνωμοσία" εναντίον του κόμματος, δηλαδή εναντίον της ηγεσίας, που εκφράζει θεσμικά (αλλά εν προκειμένω μονοπωλεί πολιτικά) το ιδεώδες της ενότητας. Από τους εγκεφάλους του Περισσού δεν περνάει καν ως ενδεχόμενο ότι κάπως, κάποια στιγμή, ίσως να πάψουν να εκφράζουν αυτοί την κομματική ενότητα -ούτε, βεβαίως, μήπως η ενότητα αυτή μπορεί να σημαίνει κάτι άλλο απο πλήρη ομογενοποίηση του κόμματος στις απόψεις της πλειοψηφίας. Φαντάζονται έτσι εαυτούς ως την ενσάρκωση του Τέλους της (κομματικής) Ιστορίας -για την ακρίβεια: της πλευράς της εκείνης που αφορά τον ιδεολογικό και πολιτικό ανταγωνισμό στο εσωτερικό του κόμματος, ενός φαινομένου δηλαδή τόσο παλιού, όσο και τα κόμματα εν γένει. Εύλογα, μια ηγεσία που φαντάζεται τον εαυτό της ως το τέλος της (εσωκομματικής) ιστορίας, αντιμετωπίζει τους αντίπαλους "φραξιονιστές" σα να μην υπάρχει αύριο.
Τι επιτρέπει, όμως, να διαψεύδεται η επαγγελία του (αδύνατου) τέλους της εσωκομματικής πάλης; Πώς εξηγείται το πείσμα της (εσωκομματικής) ιστορίας να μην τελειώνει; Πώς εξηγείται τέλος πάντων, επί των ημερών ενός Μαϊλη ή ενός Μεντρέκα, ο ιδεολογικός και πολιτικός ανταγωνισμός στο ΚΚΕ να μην έχει εξαφανιστεί;
Στη σταλινική λογική, όπου κάθε τάξη ισούται με το μοναδικό της Κόμμα και κάθε κόμμα με το Πολιτικό Γραφείο του, η αμφισβήτηση της ηγεσίας-Κόμμα δεν μπορεί παρά να συνιστά αντικομματική, και εν τέλει αστική πρακτική. Δεν μπορεί, δηλαδή, παρά να έρχεται απ΄ έξω: "Πυροβολούν το ΚΚΕ με τα βόλια του αντίπαλου", γράφει μελοδραματικά ο Μεντρέκας στο Ριζοσπάστη, ενώ κατηγορεί τους διαφωνούντες ότι "υιοθετούν όλο τον πυρήνα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ", που βεβαίως εκπροσωπεί το Plan B του αστισμού μέσα στην κρίση. Στόχος των διαφωνούντων, για τον Μαϊλη, "είναι να υπάρχει ένα ΚΚΕ που η εμβέλειά του δεν θα βγαίνει από το πλαίσιο της αστικής διαχείρισης". Κοινώς, οι διαφωνούντες δεν είναι σύντροφοι, ή έστω σύντροφοι που κάνουν λάθος, αλλά η φωνή της αστικής τάξης και του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στο κόμμα. Αν όμως αυτό είναι το πλαίσιο, το ταξικό καθήκον υπαγορεύει η αστική τάξη μέσα στο κόμμα να αντιμετωπιστεί με κάθε μέσο. Εξ ου και η ηγεσία "νομιμοποιείται" (προφανώς στο όνομα της τάξης - εργατικής και εσωκομματικής...) να δημιουργεί ακόμα και "κλίμα αλληλοκαρφώματος, όπου οποιοσδήποτε τολμήσει να εκφράσει διαφορετική γνώμη χαρακτηρίζεται μικροαστός, οπορτουνιστής, φραξιονιστής, αντικομματικός, και στις χειρότερες περιπτώσεις πράκτορας" (βλ. tvxs, 11.3.2012). Ως προς αυτά τα φαινόμενα εκφυλισμού, το Καταστατικό (όχι μόνο) του ΚΚΕ σιωπά αμήχανα.
Περισσότερο από εύλογη, λοιπόν, η απορία του "Εργατικού Αγώνα", που πρόσκειται ως γνωστόν στους διαφωνούντες του ΚΚΕ: πώς είναι δυνατό οι εργαζόμενοι να δώσουν την εξουσία σε ένα κόμμα σαν αυτό, αποφεύγοντας τον απλό συλλογισμό: "Αυτοί, ένα μικρό κόμμα έχουν και κυνηγάνε τους δικούς τους συντρόφους. Δεν έχουν αφήσει άνθρωπο που διαφωνεί μαζί τους σε χλωρό κλαρί. Αν βρεθούν στην εξουσία κι έχουν στα χέρια τους κρατικούς μηχανισμούς τί θα κάνουν;". Όλο κι όλο που λέει ο ανώνυμος (αν θέλει να μείνει στο κόμμα...) συντάκτης είναι ότι το ζήτημα της δημοκρατίας -στο εσωτερικό του ΚΚΕ, αλλά και στη σχέση του με τα κινήματα- είναι κεφαλαιώδες για ένα κόμμα που γεννήθηκε από την κίνηση των μαζών και η στρατηγική του δε νοείται παρά εντός της. Το πρόβλημα είναι ότι, όπως ο κομμουνισμός, έτσι και η δημοκρατία, δεν είναι ιδεατό καθεστώς προς το οποίο πορεύεται ένα κόμμα σαν το ΚΚΕ -αν υποθέσουμε ότι ακόμα πορεύεται προς τα κεί-, ούτε θεσμικό μοντέλο που να διασφαλίζεται βάσει κομματικών ντοκουμέντων. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει συνταγή ή όριο για τη διαδρομή, ούτε καν στους κλασικούς του μαρξισμού. Ως γνωστόν, μπορεί οι τελευταίοι να εξαντλούν τη θεωρητική εκπαίδευση των μελών του κόμματος, στην πράξη όμως είθισται απλώς να εργαλειοποιούνται στυγνά, εν είδει πολιτικής εγγραμματοσύνης.
Ελλείψει συνταγής, το ζήτημα δεν είναι να πει κανείς ποια κριτήρια δημοκρατικής λειτουργίας δεν πληροί το ΚΚΕ, αλλά τι πρέπει να γίνει ώστε αυτό να αλλάξει. Το κόμμα χρειάζεται "μεθόδους ελέγχου" της σκοτεινής πλευράς της κομματικής στράτευσης, όπως θα έλεγε ο Ινγκράο. Τρόπους που δεν θα βρεθούν μόνο στη θεωρία, αλλά που αφορούν την καθημερινότητα και τις πρακτικές της - μέσω αυτών, συνεπώς, και τη δομή. Δεν περισσεύουν, δυστυχώς, τα δείγματα πως υπάρχει στο κόμμα το δυναμικό για να αναλάβει ένα τέτοιο εγχείρημα. Υπάρχουν ωστόσο ενδιάμεσα βήματα, για ένα εγχείρημα που στην περίπτωση του ΚΚΕ ισοδυναμεί με πολιτιστική επανάσταση. Ένα από τα πρώτα δε, ίσως να είναι η αποκατάσταση και η διεύρυνση της λέξης σύντροφος: για να πάψει να σημαίνει μίσος και ανταγωνισμό*, και για να πλησιάσει περισσότερο το λατινικό ισοδύναμό της. Cum-panis: αυτοί που μοιράζονται το ψωμί.
* Τη φράση τη βρήκα ξεφυλλίζοντας τον "Αποχαιρετισμό στο Κόμμα" - είναι του Πιερ Λεπάπ, από την παρουσίαση του βιβλίου του Σαλβέν στη Μοντ.
Με αφορμή το διάλογο για το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ
Στο ΚΚΕ υπάρχει μια συγκροτημένη διαφωνία. Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό είναι συγκροτημένη οργανωτικά: εννοώ ότι αποτελεί συγκροτημένο επιχείρημα. Σε γενικές γραμμές, και με διάφορες αποχρώσεις, το επιχείρημα αυτό λέει τα εξής: το κόμμα συνετρίβη στις εκλογές και η επιρροή του μειώνεται στην κοινωνία, κι αυτό γιατί αποκόπηκε από μια προηγούμενη τακτική κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών (Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο), "διάβασε" θεωρητικά τον ελληνικό καπιταλισμό με τρόπο που οδηγούσε αποκλειστικά σε μιαν άλλη τακτική (συμμαχίες στον άξονα καπιταλισμός/σοσιαλισμός), και με βάση τα παραπάνω, έθεσε ως προαπαιτούμενο κάθε συνεργασίας την ταύτιση με τη στρατηγική του. Κάπως έτσι, συνεχίζει το επιχείρημα, κατέληξε ένα πολιτικά ακίνδυνο κόμμα, που συνεργαζόμενο αποκλειστικά με τον εαυτό του, επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ να βρίσκεται εκεί που βρίσκεται σήμερα.
Μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί κανείς, πάντως το επιχείρημα στέκει: πατάει σε αδιαμφισβήτητα δεδομένα και "ελέγχεται" από μια θεωρία. Όμως, στη σπουδή της να ξεμπερδεύει μαζί του, η ηγεσία του ΚΚΕ μοιάζει να προτιμά, αντί επιχειρήματος, την ηθική και πολιτική εξόντωση των φορέων του. Κατ΄ αρχάς, υποτιμώντας και απαξιώνοντάς τους ως "αγράμματους", μονοπωλώντας δηλαδή τη γνώση (εννοείται του "μαρξισμού-λενινισμού"), και διεκδικώντας, διά του μονοπωλίου της γνώσης, την επιβεβαίωση του μονοπωλίου της εσωκομματικής εξουσίας· στη συνέχεια, τοποθετούμενη απέναντι στους διαφωνούντες ως πολιτική αστυνομία. Για "άρθρα- καρμπόν" κάνει λόγο ο Μάκης Μαϊλης, δίνοντας σήμα στη βάση του κόμματος ότι κάποιοι στο ΚΚΕ "συναντιούνται" και "συνεννοούνται" παρανόμως, για να παρέμβουν από κοινού στον προσυνεδριακό διάλογο. Κοινώς, ότι κάποιοι (sic) φραξιονίζουν.
Το πρόβλημα για την ηγεσία δεν είναι η βάση της (όποιας) συνεννόησης των "αγράμματων", η άποψη που τους συνέχει, και η οποία μπορεί να ελεγχθεί πολιτικά, χωρίς την πρόκληση ηθικού πανικού και χωρίς πατερναλισμούς, δημόσια -δηλαδή από όλους. Το πρόβλημα δεν είναι, πολύ περισσότερο, τα κείμενα-καρμπόν της ίδιας της ηγεσίας, που σημειωτέον διαθέτει αφετηριακά ένα προνόμιο απέναντι στους διαφωνούντες: αυτή δεν χρειάζεται να "φραξιονίσει" παρανόμως, εφ΄ όσον "συναντιέται" και "συνεννοείται" καθημερινά, νόμιμα και θεσμικά, ως διαχειρίστρια του κομματικού μηχανισμού ("επαγγελματικός φραξιονισμός"). Καθένας, όμως, βλέπει μόνο ό,τι του επιτρέπει η θέση του. Το πρόβλημα για την ηγεσία του ΚΚΕ, λοιπόν, είναι η "συνωμοσία" εναντίον του κόμματος, δηλαδή εναντίον της ηγεσίας, που εκφράζει θεσμικά (αλλά εν προκειμένω μονοπωλεί πολιτικά) το ιδεώδες της ενότητας. Από τους εγκεφάλους του Περισσού δεν περνάει καν ως ενδεχόμενο ότι κάπως, κάποια στιγμή, ίσως να πάψουν να εκφράζουν αυτοί την κομματική ενότητα -ούτε, βεβαίως, μήπως η ενότητα αυτή μπορεί να σημαίνει κάτι άλλο απο πλήρη ομογενοποίηση του κόμματος στις απόψεις της πλειοψηφίας. Φαντάζονται έτσι εαυτούς ως την ενσάρκωση του Τέλους της (κομματικής) Ιστορίας -για την ακρίβεια: της πλευράς της εκείνης που αφορά τον ιδεολογικό και πολιτικό ανταγωνισμό στο εσωτερικό του κόμματος, ενός φαινομένου δηλαδή τόσο παλιού, όσο και τα κόμματα εν γένει. Εύλογα, μια ηγεσία που φαντάζεται τον εαυτό της ως το τέλος της (εσωκομματικής) ιστορίας, αντιμετωπίζει τους αντίπαλους "φραξιονιστές" σα να μην υπάρχει αύριο.
Τι επιτρέπει, όμως, να διαψεύδεται η επαγγελία του (αδύνατου) τέλους της εσωκομματικής πάλης; Πώς εξηγείται το πείσμα της (εσωκομματικής) ιστορίας να μην τελειώνει; Πώς εξηγείται τέλος πάντων, επί των ημερών ενός Μαϊλη ή ενός Μεντρέκα, ο ιδεολογικός και πολιτικός ανταγωνισμός στο ΚΚΕ να μην έχει εξαφανιστεί;
Στη σταλινική λογική, όπου κάθε τάξη ισούται με το μοναδικό της Κόμμα και κάθε κόμμα με το Πολιτικό Γραφείο του, η αμφισβήτηση της ηγεσίας-Κόμμα δεν μπορεί παρά να συνιστά αντικομματική, και εν τέλει αστική πρακτική. Δεν μπορεί, δηλαδή, παρά να έρχεται απ΄ έξω: "Πυροβολούν το ΚΚΕ με τα βόλια του αντίπαλου", γράφει μελοδραματικά ο Μεντρέκας στο Ριζοσπάστη, ενώ κατηγορεί τους διαφωνούντες ότι "υιοθετούν όλο τον πυρήνα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ", που βεβαίως εκπροσωπεί το Plan B του αστισμού μέσα στην κρίση. Στόχος των διαφωνούντων, για τον Μαϊλη, "είναι να υπάρχει ένα ΚΚΕ που η εμβέλειά του δεν θα βγαίνει από το πλαίσιο της αστικής διαχείρισης". Κοινώς, οι διαφωνούντες δεν είναι σύντροφοι, ή έστω σύντροφοι που κάνουν λάθος, αλλά η φωνή της αστικής τάξης και του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στο κόμμα. Αν όμως αυτό είναι το πλαίσιο, το ταξικό καθήκον υπαγορεύει η αστική τάξη μέσα στο κόμμα να αντιμετωπιστεί με κάθε μέσο. Εξ ου και η ηγεσία "νομιμοποιείται" (προφανώς στο όνομα της τάξης - εργατικής και εσωκομματικής...) να δημιουργεί ακόμα και "κλίμα αλληλοκαρφώματος, όπου οποιοσδήποτε τολμήσει να εκφράσει διαφορετική γνώμη χαρακτηρίζεται μικροαστός, οπορτουνιστής, φραξιονιστής, αντικομματικός, και στις χειρότερες περιπτώσεις πράκτορας" (βλ. tvxs, 11.3.2012). Ως προς αυτά τα φαινόμενα εκφυλισμού, το Καταστατικό (όχι μόνο) του ΚΚΕ σιωπά αμήχανα.
***
Περισσότερο από εύλογη, λοιπόν, η απορία του "Εργατικού Αγώνα", που πρόσκειται ως γνωστόν στους διαφωνούντες του ΚΚΕ: πώς είναι δυνατό οι εργαζόμενοι να δώσουν την εξουσία σε ένα κόμμα σαν αυτό, αποφεύγοντας τον απλό συλλογισμό: "Αυτοί, ένα μικρό κόμμα έχουν και κυνηγάνε τους δικούς τους συντρόφους. Δεν έχουν αφήσει άνθρωπο που διαφωνεί μαζί τους σε χλωρό κλαρί. Αν βρεθούν στην εξουσία κι έχουν στα χέρια τους κρατικούς μηχανισμούς τί θα κάνουν;". Όλο κι όλο που λέει ο ανώνυμος (αν θέλει να μείνει στο κόμμα...) συντάκτης είναι ότι το ζήτημα της δημοκρατίας -στο εσωτερικό του ΚΚΕ, αλλά και στη σχέση του με τα κινήματα- είναι κεφαλαιώδες για ένα κόμμα που γεννήθηκε από την κίνηση των μαζών και η στρατηγική του δε νοείται παρά εντός της. Το πρόβλημα είναι ότι, όπως ο κομμουνισμός, έτσι και η δημοκρατία, δεν είναι ιδεατό καθεστώς προς το οποίο πορεύεται ένα κόμμα σαν το ΚΚΕ -αν υποθέσουμε ότι ακόμα πορεύεται προς τα κεί-, ούτε θεσμικό μοντέλο που να διασφαλίζεται βάσει κομματικών ντοκουμέντων. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει συνταγή ή όριο για τη διαδρομή, ούτε καν στους κλασικούς του μαρξισμού. Ως γνωστόν, μπορεί οι τελευταίοι να εξαντλούν τη θεωρητική εκπαίδευση των μελών του κόμματος, στην πράξη όμως είθισται απλώς να εργαλειοποιούνται στυγνά, εν είδει πολιτικής εγγραμματοσύνης.
***
Ελλείψει συνταγής, το ζήτημα δεν είναι να πει κανείς ποια κριτήρια δημοκρατικής λειτουργίας δεν πληροί το ΚΚΕ, αλλά τι πρέπει να γίνει ώστε αυτό να αλλάξει. Το κόμμα χρειάζεται "μεθόδους ελέγχου" της σκοτεινής πλευράς της κομματικής στράτευσης, όπως θα έλεγε ο Ινγκράο. Τρόπους που δεν θα βρεθούν μόνο στη θεωρία, αλλά που αφορούν την καθημερινότητα και τις πρακτικές της - μέσω αυτών, συνεπώς, και τη δομή. Δεν περισσεύουν, δυστυχώς, τα δείγματα πως υπάρχει στο κόμμα το δυναμικό για να αναλάβει ένα τέτοιο εγχείρημα. Υπάρχουν ωστόσο ενδιάμεσα βήματα, για ένα εγχείρημα που στην περίπτωση του ΚΚΕ ισοδυναμεί με πολιτιστική επανάσταση. Ένα από τα πρώτα δε, ίσως να είναι η αποκατάσταση και η διεύρυνση της λέξης σύντροφος: για να πάψει να σημαίνει μίσος και ανταγωνισμό*, και για να πλησιάσει περισσότερο το λατινικό ισοδύναμό της. Cum-panis: αυτοί που μοιράζονται το ψωμί.
* Τη φράση τη βρήκα ξεφυλλίζοντας τον "Αποχαιρετισμό στο Κόμμα" - είναι του Πιερ Λεπάπ, από την παρουσίαση του βιβλίου του Σαλβέν στη Μοντ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου