του Χρηστου Λασκου, απο το AlterThesss...
Μέσα σε όλα των ημερών ένα είναι το επιχείρημα που διακινεί η ΝΔ.
Το θεωρεί, μάλιστα, εξαιρετικά ευφυές και κρουστικό.
Το επιχείρημα, λοιπόν, λέει πως ο ΣΥΡΙΖΑ «αντικειμενικά» συντάσσεται με τη Χρυσή Αυγή στο μέτρο που, επιτιθέμενος σε Δένδια και Αθανασίου,
αφήνει να εννοηθεί πως το μπουζούριασμα των ναζιστών είναι αποτέλεσμα κυβερνητικής συνομωσίας και παρεμβάσεων στη … δικαιοσύνη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, βέβαια, λέει το ακριβώς ανάποδο. Πως η σωτήρια συγκυβέρνηση συνωμότησε επί χρόνια –μαζί με το Σύμπαν (της εξουσίας), προφανώς- προκειμένου οι ναζιστές να δολοφονούν και να τρομοκρατούν χωρίς να δέχονται την παραμικρή ενόχληση. Πως συνωμότησε εξασφαλίζοντάς τους απλόχερη πρόσβαση στους μηχανισμούς του «σκληρού πυρήνα» του κράτους, ώστε να κάνουν σωστά τη δουλειά τους τα παιδιά. Και πως αποφάσισε να αλλάξει τροπάριο για λόγους αυστηρά και μόνο ιδιοτελείς, όταν αντιλήφθηκε πως μπορεί η Χρυσή Αυγή να της έπαιρνε όλο της το ακροατήριο.
Με δυό λόγια, η συγκυβέρνηση συνωμότησε όχι για να διωχτεί ως εγκληματική οργάνωση η ναζιστική παρέα, αλλά, αντίθετα, για να μην διωχτεί επί πολύ πολύ καιρό.
Κι εδώ πρέπει τα πράγματα να ειπωθούν καθαρά προς όλες τις πλευρές. Θέλω να πω, γιατί έπρεπε η δικαιοσύνη να περιμένει τη δολοφονία του Φύσσα, όταν υπήρχαν, όπως αποδείχτηκε πάραυτα, μετά από αυτήν, δεκάδες υποθέσεις που θα μπορούσαν να τους δέσουν χειροπόδαρα ως μαχαιροβγάλτες και δολοφόνους;
Το ερώτημα αποκτά, μάλιστα, και μια ακόμη ενδιαφέρουσα διάσταση μετά από την αποκάλυψη της συνομιλίας Κασιδιάρη με Μπαλτάκο.
Ρωτάει ο Κασιδιάρης, αναφερόμενος στην εισαγγελέα της υπόθεσής τους:
Καλά ρε συ, αυτή δεν είναι δικιά μας, δεξιά δεν είναι; Πώς τα κάνει αυτά;
Και απαντάει ο Μπαλτάκος, επικαλούμενος μια σειρά από πληροφορίες για τον πελατειακό τρόπο που έγινε εισαγγελέας, καθώς και για τα τηλέφωνα που έπεσαν άνωθεν και την «πλύση εγκεφάλου» που της έγινε προκειμένου να προχωρήσει τη δίωξη.
Είναι αλήθεια τα συγκεκριμένα; Δεν μπορούμε να ξέρουμε, προφανώς. Δεδομένης, μάλιστα, της ποιότητας των συνομιλούντων προσώπων ρέπω να μην τα πιστεύω. Προσοχή, στα συγκεκριμένα αναφέρομαι.
Ωστόσο, η αντίληψη με την οποία αντιμετωπίζουν αυτά τα πράγματα δεν μπορεί παρά να αντανακλά μια γενικότερη πραγματικότητα των σχέσεων μεταξύ των εξουσιών και των ανθρώπων τους. Η κατάληψη ενός μεγάλου μέρους των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους από ανθρώπους σαν τους συνομιλούντες δεν αποτελεί είδηση, που μας κάνει να πέφτουμε από τα σύννεφα. Κάθε άλλο.
Πράγμα που, νομίζω, θα πρέπει να διαφοροποιήσει συνολικά την τρέχουσα αντίληψη, με την οποία προσεγγίζουμε τα σχετικά γεγονότα. Δεν μιλάμε για εκλεκτικές συγγένειες ή για θύλακες. Αυτό που συμβαίνει είναι η ύπαρξη και ενίσχυση –υλική και επικοινωνιακή, με χίλια μέσα και χίλιους τρόπους- μιας παράταξης, η οποία εκτείνεται από τους ναζιστές μέχρι και το νεοφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ του νόμου και της τάξης, με επιμέρους συγκροτήσεις, οι οποίες δεν εφάπτονται, αλλά τέμνονται με πολύ υλικούς και θεσμικούς τρόπους. Το πολιτικό κέντρο αυτής της –αστικής(!)- παράταξης δεν θα μπορούσε, στις παρούσες συνθήκες- παρά να είναι τοποθετημένο στην ακροδεξιά πλευρά, αυτήν που έστρωσε από καιρό η ΠΟΛΑΝ και το Δίκτυο 21. Οι εμφυλιοπολεμικοί τόνοι, με τους οποίους πολιτεύεται αυτή η ενιαία παράταξη, ανακαλούν την παράδοσή της, της δεκαετίας του ’40, όταν και πάλι «όλοι τους δούλευαν μαζί».
Η διεθνής ιστορική εμπειρία, άλλωστε, έχει, πέρα από κάθε αμφιβολία, δείξει πως η νεοφιλελεύθερη οικονομική ακροδεξιά είναι, όποτε χρειαστεί, ευθέως συνδεδεμένη με πολιτικές οιονεί ή ανοιχτού φασισμού. Αλλιώς, ο Πινοτσέτ δεν είναι εξαίρεση ούτε ιδιοτυπία. Η, στα δικά μας, ο Λοβέρδος και η υπουργική πολιτεία του δεν προδίδει ούτε ελαφρότητα ούτε ξαστοχιά. Δηλώνει με τον πιο ρητό και αποφασιστικό τρόπο πως το σύστημα δεσμεύεται πως θα αξιοποιηθούν όλοι οι πόροι –και οι τραμπούκοι μπορεί να είναι πολύ πολύτιμοι πόροι- προκειμένου να ισοπεδωθεί η κοινωνία και να επικρατήσει η καπιταλιστική ζούγκλα στην ακραία, δηλαδή στην καθαρότατη εκδοχή της. Αλλιώς τι πείραμα θα ήμασταν;
Το τελευταίο διάστημα η κατάσταση ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κατάσταση εφησυχασμένης κατάθλιψης. Άλλοι έχουν αποθέσει –οριστικά;- στην εκλογική επικράτηση της Αριστεράς τις ελπίδες τους και δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν περισσότερα. Άλλοι έχουν αποφασίσει (;) πως πιο μαύρα τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν, άρα ΟΚ και βλέπουμε.
Είναι σαν να επαναλαμβάνεται η εικόνα του 1932. Τότε στα καφέ κάποιοι ήταν βέβαιοι πως χειρότερα δεν γίνεται. Συνεπώς όλα, από τότε κι ύστερα, θα βελτιωνόταν. Ακολούθησε ο Χίτλερ, το Άουσβιτς και καμιά εκατοστή εκατομμύρια νεκροί.
Το θεωρεί, μάλιστα, εξαιρετικά ευφυές και κρουστικό.
Το επιχείρημα, λοιπόν, λέει πως ο ΣΥΡΙΖΑ «αντικειμενικά» συντάσσεται με τη Χρυσή Αυγή στο μέτρο που, επιτιθέμενος σε Δένδια και Αθανασίου,
αφήνει να εννοηθεί πως το μπουζούριασμα των ναζιστών είναι αποτέλεσμα κυβερνητικής συνομωσίας και παρεμβάσεων στη … δικαιοσύνη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, βέβαια, λέει το ακριβώς ανάποδο. Πως η σωτήρια συγκυβέρνηση συνωμότησε επί χρόνια –μαζί με το Σύμπαν (της εξουσίας), προφανώς- προκειμένου οι ναζιστές να δολοφονούν και να τρομοκρατούν χωρίς να δέχονται την παραμικρή ενόχληση. Πως συνωμότησε εξασφαλίζοντάς τους απλόχερη πρόσβαση στους μηχανισμούς του «σκληρού πυρήνα» του κράτους, ώστε να κάνουν σωστά τη δουλειά τους τα παιδιά. Και πως αποφάσισε να αλλάξει τροπάριο για λόγους αυστηρά και μόνο ιδιοτελείς, όταν αντιλήφθηκε πως μπορεί η Χρυσή Αυγή να της έπαιρνε όλο της το ακροατήριο.
Με δυό λόγια, η συγκυβέρνηση συνωμότησε όχι για να διωχτεί ως εγκληματική οργάνωση η ναζιστική παρέα, αλλά, αντίθετα, για να μην διωχτεί επί πολύ πολύ καιρό.
Κι εδώ πρέπει τα πράγματα να ειπωθούν καθαρά προς όλες τις πλευρές. Θέλω να πω, γιατί έπρεπε η δικαιοσύνη να περιμένει τη δολοφονία του Φύσσα, όταν υπήρχαν, όπως αποδείχτηκε πάραυτα, μετά από αυτήν, δεκάδες υποθέσεις που θα μπορούσαν να τους δέσουν χειροπόδαρα ως μαχαιροβγάλτες και δολοφόνους;
Το ερώτημα αποκτά, μάλιστα, και μια ακόμη ενδιαφέρουσα διάσταση μετά από την αποκάλυψη της συνομιλίας Κασιδιάρη με Μπαλτάκο.
Ρωτάει ο Κασιδιάρης, αναφερόμενος στην εισαγγελέα της υπόθεσής τους:
Καλά ρε συ, αυτή δεν είναι δικιά μας, δεξιά δεν είναι; Πώς τα κάνει αυτά;
Και απαντάει ο Μπαλτάκος, επικαλούμενος μια σειρά από πληροφορίες για τον πελατειακό τρόπο που έγινε εισαγγελέας, καθώς και για τα τηλέφωνα που έπεσαν άνωθεν και την «πλύση εγκεφάλου» που της έγινε προκειμένου να προχωρήσει τη δίωξη.
Είναι αλήθεια τα συγκεκριμένα; Δεν μπορούμε να ξέρουμε, προφανώς. Δεδομένης, μάλιστα, της ποιότητας των συνομιλούντων προσώπων ρέπω να μην τα πιστεύω. Προσοχή, στα συγκεκριμένα αναφέρομαι.
Ωστόσο, η αντίληψη με την οποία αντιμετωπίζουν αυτά τα πράγματα δεν μπορεί παρά να αντανακλά μια γενικότερη πραγματικότητα των σχέσεων μεταξύ των εξουσιών και των ανθρώπων τους. Η κατάληψη ενός μεγάλου μέρους των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους από ανθρώπους σαν τους συνομιλούντες δεν αποτελεί είδηση, που μας κάνει να πέφτουμε από τα σύννεφα. Κάθε άλλο.
Πράγμα που, νομίζω, θα πρέπει να διαφοροποιήσει συνολικά την τρέχουσα αντίληψη, με την οποία προσεγγίζουμε τα σχετικά γεγονότα. Δεν μιλάμε για εκλεκτικές συγγένειες ή για θύλακες. Αυτό που συμβαίνει είναι η ύπαρξη και ενίσχυση –υλική και επικοινωνιακή, με χίλια μέσα και χίλιους τρόπους- μιας παράταξης, η οποία εκτείνεται από τους ναζιστές μέχρι και το νεοφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ του νόμου και της τάξης, με επιμέρους συγκροτήσεις, οι οποίες δεν εφάπτονται, αλλά τέμνονται με πολύ υλικούς και θεσμικούς τρόπους. Το πολιτικό κέντρο αυτής της –αστικής(!)- παράταξης δεν θα μπορούσε, στις παρούσες συνθήκες- παρά να είναι τοποθετημένο στην ακροδεξιά πλευρά, αυτήν που έστρωσε από καιρό η ΠΟΛΑΝ και το Δίκτυο 21. Οι εμφυλιοπολεμικοί τόνοι, με τους οποίους πολιτεύεται αυτή η ενιαία παράταξη, ανακαλούν την παράδοσή της, της δεκαετίας του ’40, όταν και πάλι «όλοι τους δούλευαν μαζί».
Η διεθνής ιστορική εμπειρία, άλλωστε, έχει, πέρα από κάθε αμφιβολία, δείξει πως η νεοφιλελεύθερη οικονομική ακροδεξιά είναι, όποτε χρειαστεί, ευθέως συνδεδεμένη με πολιτικές οιονεί ή ανοιχτού φασισμού. Αλλιώς, ο Πινοτσέτ δεν είναι εξαίρεση ούτε ιδιοτυπία. Η, στα δικά μας, ο Λοβέρδος και η υπουργική πολιτεία του δεν προδίδει ούτε ελαφρότητα ούτε ξαστοχιά. Δηλώνει με τον πιο ρητό και αποφασιστικό τρόπο πως το σύστημα δεσμεύεται πως θα αξιοποιηθούν όλοι οι πόροι –και οι τραμπούκοι μπορεί να είναι πολύ πολύτιμοι πόροι- προκειμένου να ισοπεδωθεί η κοινωνία και να επικρατήσει η καπιταλιστική ζούγκλα στην ακραία, δηλαδή στην καθαρότατη εκδοχή της. Αλλιώς τι πείραμα θα ήμασταν;
***
Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από ό,τι νομίζουν οι περισσότεροι.Το τελευταίο διάστημα η κατάσταση ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κατάσταση εφησυχασμένης κατάθλιψης. Άλλοι έχουν αποθέσει –οριστικά;- στην εκλογική επικράτηση της Αριστεράς τις ελπίδες τους και δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν περισσότερα. Άλλοι έχουν αποφασίσει (;) πως πιο μαύρα τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν, άρα ΟΚ και βλέπουμε.
Είναι σαν να επαναλαμβάνεται η εικόνα του 1932. Τότε στα καφέ κάποιοι ήταν βέβαιοι πως χειρότερα δεν γίνεται. Συνεπώς όλα, από τότε κι ύστερα, θα βελτιωνόταν. Ακολούθησε ο Χίτλερ, το Άουσβιτς και καμιά εκατοστή εκατομμύρια νεκροί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου