του Γιωργου Ανανδρανιστακη, απο την Αυγη...
"Ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος», έλεγαν οι αρχαίοι ημών
πρόγονοι και όταν το έλεγαν, είχαν κατά νου τον Αντώνη τον Σαμαρά
αυτοπροσώπως. Ουδείς ευεργετήθηκε περισσότερο από το δελτίο του ΜΕΓΚΑ κι
όμως ο Σαμαράς επέλεξε να βάλει στο ευρωψηφοδέλτιο της Ν.Δ. μόνο την
κυβερνητική ρεπόρτερ Μαρία Σπυράκη.
Όλους έπρεπε να τους στείλει στις Βρυξέλλες ο πρωθυπουργός μας και την Όλγα και τον Γιάννη και τον Παύλο και τον Μανώλη και τον διευθυντή-ποιητή Παναγιωτόπουλο. Τον Παναγιωτόπουλο ειδικά έπρεπε να τον στείλει στο Στρασβούργο, να εμπνευστεί από τις γέφυρες, τους καθεδρικούς ναούς, τις μάχες που διεξήχθησαν στα γαλλογερμανικά σύνορα- ακόμη ξερνάει αίμα ο Ρήνος- και να συνθέσει τη νέα συλλογή του αυθωρεί. «Βρήκα σπούργο στο Στρασβούργο», σε μουσική Στραβίνσκι, ο οποίος έχει πεθάνει βέβαια, αλλά τούτο είναι ασήμαντη τεχνική λεπτομέρεια. Η ποίηση του Παναγιωτόπουλου ανασταίνει και τους νεκρούς.
Εν πάση περιπτώσει, η απώλεια της Μαρίας Σπυράκη είναι αβάσταχτη για τη δημοσιογραφία, ενδεχομένως να αποδειχτεί και μοιραία. Το ουδείς αναντικατάστατος δεν ισχύει στην περίπτωσή της. Ουδείς μπόρεσε να μεταφέρει την κυβερνητική προπαγάνδα με το στυλ της Μαρίας Σπυράκη και ουδείς θα μπορέσει στο μέλλον. Και η ταχύτης, ω η ταχύτης. «Διακόπτουμε, Όλγα, για να σας πούμε ότι ο Σαμαράς τα κατάφερε και πάλι, είναι τρισμέγιστος, είναι υπερσυντέλικος, είναι υπερσιβηρικός!». Η Μαρία Σπυράκη ήταν ο Λούκι -Λουκ της δημοσιογραφίας, πυροβολούσε πιο γρήγορα και από τη σκιά της. Τόσο γρήγορα, που κάποιες φορές ο Σαμαράς τη μάθαινε από την Μαρία τη γραμμή του κόμματος του. «Το ‘ξερες, Σταμάτη μου, ότι έχουμε τέτοια φοβερή γραμμή;». «Τέτοια γραμμή, πρόεδρε, δεν έχει ούτε το τρόλεϊ που πάει από του Κολιάτσου στο Παγκράτι».
Δεν ήταν μόνο η ταχύτητα, ήταν και το πάθος, ασίγαστο πάθος για προπαγάνδα, ζέση απαράμιλλη και επική. Και πάνω απ' όλα η φωνή ως το απόλυτο πολιορκητικό όργανο. Η ανεξέλεγκτη ένταση, ο υπόκωφος λυγμός που υπομνημάτιζε την είδηση, οι κατά ριπάς τσιρίδες που στόχευαν στον κέντρο του εγκεφάλου. «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις», φώναζε από το κοντρόλ ο ποιητής κι η Μαρία κάρφωνε τις λέξεις στα αυτιά μας σαν τους σφυροκόπους γύφτους του Κωστή Παλαμά.
Ήταν μεγάλη η προσφορά της Μαρίας Σπυράκη. Σκεφτείτε τους τηλεθεατές στις εσχατιές της Ελλάδας που μάθαιναν τα κυβερνητικά νέα μόνο από το δελτίο του ΜΕΓΚΑ, ούτε εφημερίδες, ούτε ραδιόφωνο, ούτε ίντερνετ. Ενώ εμείς ζούσαμε μέσα στην κατάθλιψη, την οργή και τα χάπια, εκείνοι ήταν ευτυχείς και υπερήφανοι. Έβλεπαν μια κυβέρνηση που πετούσε από θρίαμβο σε θρίαμβο, μια χώρα που εξελισσόταν σιγά- σιγά σε Μονακό, τσε βάλε. Ήταν οι τηλεθεατές της Μαρίας Σπυράκη σαν τον πρωταγωνιστή του «Underground» του Κουστουρίτσα, που ζούσε στο υπόγειο, για να γλιτώσει από τον πόλεμο, ενώ ο πόλεμος είχε τελειώσει πριν από σαράντα χρόνια.
Δεν έπρεπε να δεχτείς, Μαρία, την πρόταση του Σαμαρά. Έπρεπε να ακούσεις πρώτα τα λόγια του Καζαντζίδη, για να μάθεις ότι το ψωμί της ξενιτειάς είναι πικρό, το νερό της θολό και το στρώμα σκληρό, τα λεφτά που αποκτάς τα βλαστημάς, υποφέρεις, πονάς, την πατρίδα ζητάς. Παρόλα αυτά, καλό ταξίδι.
Όλους έπρεπε να τους στείλει στις Βρυξέλλες ο πρωθυπουργός μας και την Όλγα και τον Γιάννη και τον Παύλο και τον Μανώλη και τον διευθυντή-ποιητή Παναγιωτόπουλο. Τον Παναγιωτόπουλο ειδικά έπρεπε να τον στείλει στο Στρασβούργο, να εμπνευστεί από τις γέφυρες, τους καθεδρικούς ναούς, τις μάχες που διεξήχθησαν στα γαλλογερμανικά σύνορα- ακόμη ξερνάει αίμα ο Ρήνος- και να συνθέσει τη νέα συλλογή του αυθωρεί. «Βρήκα σπούργο στο Στρασβούργο», σε μουσική Στραβίνσκι, ο οποίος έχει πεθάνει βέβαια, αλλά τούτο είναι ασήμαντη τεχνική λεπτομέρεια. Η ποίηση του Παναγιωτόπουλου ανασταίνει και τους νεκρούς.
Εν πάση περιπτώσει, η απώλεια της Μαρίας Σπυράκη είναι αβάσταχτη για τη δημοσιογραφία, ενδεχομένως να αποδειχτεί και μοιραία. Το ουδείς αναντικατάστατος δεν ισχύει στην περίπτωσή της. Ουδείς μπόρεσε να μεταφέρει την κυβερνητική προπαγάνδα με το στυλ της Μαρίας Σπυράκη και ουδείς θα μπορέσει στο μέλλον. Και η ταχύτης, ω η ταχύτης. «Διακόπτουμε, Όλγα, για να σας πούμε ότι ο Σαμαράς τα κατάφερε και πάλι, είναι τρισμέγιστος, είναι υπερσυντέλικος, είναι υπερσιβηρικός!». Η Μαρία Σπυράκη ήταν ο Λούκι -Λουκ της δημοσιογραφίας, πυροβολούσε πιο γρήγορα και από τη σκιά της. Τόσο γρήγορα, που κάποιες φορές ο Σαμαράς τη μάθαινε από την Μαρία τη γραμμή του κόμματος του. «Το ‘ξερες, Σταμάτη μου, ότι έχουμε τέτοια φοβερή γραμμή;». «Τέτοια γραμμή, πρόεδρε, δεν έχει ούτε το τρόλεϊ που πάει από του Κολιάτσου στο Παγκράτι».
Δεν ήταν μόνο η ταχύτητα, ήταν και το πάθος, ασίγαστο πάθος για προπαγάνδα, ζέση απαράμιλλη και επική. Και πάνω απ' όλα η φωνή ως το απόλυτο πολιορκητικό όργανο. Η ανεξέλεγκτη ένταση, ο υπόκωφος λυγμός που υπομνημάτιζε την είδηση, οι κατά ριπάς τσιρίδες που στόχευαν στον κέντρο του εγκεφάλου. «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις», φώναζε από το κοντρόλ ο ποιητής κι η Μαρία κάρφωνε τις λέξεις στα αυτιά μας σαν τους σφυροκόπους γύφτους του Κωστή Παλαμά.
Ήταν μεγάλη η προσφορά της Μαρίας Σπυράκη. Σκεφτείτε τους τηλεθεατές στις εσχατιές της Ελλάδας που μάθαιναν τα κυβερνητικά νέα μόνο από το δελτίο του ΜΕΓΚΑ, ούτε εφημερίδες, ούτε ραδιόφωνο, ούτε ίντερνετ. Ενώ εμείς ζούσαμε μέσα στην κατάθλιψη, την οργή και τα χάπια, εκείνοι ήταν ευτυχείς και υπερήφανοι. Έβλεπαν μια κυβέρνηση που πετούσε από θρίαμβο σε θρίαμβο, μια χώρα που εξελισσόταν σιγά- σιγά σε Μονακό, τσε βάλε. Ήταν οι τηλεθεατές της Μαρίας Σπυράκη σαν τον πρωταγωνιστή του «Underground» του Κουστουρίτσα, που ζούσε στο υπόγειο, για να γλιτώσει από τον πόλεμο, ενώ ο πόλεμος είχε τελειώσει πριν από σαράντα χρόνια.
Δεν έπρεπε να δεχτείς, Μαρία, την πρόταση του Σαμαρά. Έπρεπε να ακούσεις πρώτα τα λόγια του Καζαντζίδη, για να μάθεις ότι το ψωμί της ξενιτειάς είναι πικρό, το νερό της θολό και το στρώμα σκληρό, τα λεφτά που αποκτάς τα βλαστημάς, υποφέρεις, πονάς, την πατρίδα ζητάς. Παρόλα αυτά, καλό ταξίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου