του Κωστα Στρατηλατη, απο το TVXS...
Η κίνηση της Αντιπολίτευσης κατά τη χθεσινή συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής να υποβάλει πρόταση δυσπιστίας κατά του Υπουργού Οικονομικών κ. Στουρνάρα, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 2 κ.ε. του Συντάγματος, έχει προφανώς πολιτικές διαστάσεις και μπορεί να αξιολογηθεί από οποιονδήποτε ως πολιτικά σκόπιμη ή μη, ως πολιτικά ηθική ή ανήθικη κ.ο.κ. Πέραν όμως τούτης της αξιολόγησης, το θέμα έχει ξεκάθαρα και συνταγματικές διαστάσεις και επηρεάζει τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης στον τόπο μας.
Η επιλογή της Κυβέρνησης (η οποία εκφράσθηκε ιδίως μέσω της σχετικής παρέμβασης του Αντιπροέδρου της) να αναμείξει κατά τρόπο αθέμιτο
επιχειρήματα ερμηνείας του Συντάγματος με ισχυρισμούς που ανάγονται στο
πεδίο της πολιτικής ηθικής αποτελεί ένα ακόμη πλήγμα στους
κοινοβουλευτικούς μας θεσμούς, μετά τα αλλεπάλληλα πλήγματα που αυτοί
έχουν δεχθεί από τη διαρκή χρήση της πρακτικής των «μόναρθρων»
νομοσχεδίων και την κατάχρηση της διαδικασίας του κατεπείγοντος για τη
συζήτηση αυτών ή άλλων νομοσχεδίων στη Βουλή.
Αναλυτικά:
1. Το άρθρο 84 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει κατ’ αρχάς ότι η Βουλή μπορεί να αποσύρει την εμπιστοσύνη της «από την Κυβέρνηση ή από μέλος της». Δηλαδή, το Σύνταγμα εισάγει ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στη διαδικασία απόδοσης πολιτικής ευθύνης στην Κυβέρνηση συλλογικά, διά της υποβολής πρότασης δυσπιστίας εναντίον της, και τη διαδικασία απόδοσης πολιτικής ευθύνης σε κάποιον από τους Υπουργούς της Κυβέρνησης ατομικά, διά της υποβολής πρότασης δυσπιστίας που στρέφεται αποκλειστικά εναντίον του.
Στο αμέσως επόμενο εδάφιο το Σύνταγμα θέτει ως όριο της παραπάνω συνταγματικής ευχέρειας της Αντιπολίτευσης τη γνωστή πλέον εξάμηνη προθεσμία διασκέψεως: «Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η Βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας». Το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει είναι αν ο παραπάνω περιορισμός αφορά κάθε πρόταση δυσπιστίας που θα μπορούσε να υποβληθεί από την Αντιπολίτευση ή αν, αντίθετα, αφορά μόνον προτάσεις δυσπιστίας που στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου ή οργάνου.
Η συστηματική ερμηνεία των δύο εδαφίων του άρθρου 84 παρ. 2 οδηγεί στο εύλογο κατ’ αρχάς συμπέρασμα ότι, εφόσον οι διαδικασίες απόδοσης συλλογικής και ατομικής πολιτικής ευθύνης στην Κυβέρνηση και στους Υπουργούς της αντίστοιχα είναι διακριτές, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εξάμηνη προθεσμία αφορά κάθε διαδικασία ξεχωριστά και ότι, επομένως, η Αντιπολίτευση δεν κωλύεται να υποβάλει εντός εξαμήνου πρόταση δυσπιστίας κατά Υπουργού, όταν έχει προηγουμένως υποβάλει πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης συλλογικά.
Στη σχετική γνωμοδότησή του, ο καθηγητής Κώστας Χρυσόγονος υποστηρίζει πειστικά κάτι που είχε υποστηρίξει και παλαιότερα, ότι «η εξάμηνη προθεσμία δεν εφαρμόζεται παρά μόνο για ταυτόσημες ως προς τον καθ' ου προτάσεις, έτσι ώστε η απόρριψη πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης να μην εμποδίζει την υποβολή πρότασης δυσπιστίας κατά μέλους της πριν την πάροδο εξαμήνου». Την ίδια άποψη έχει εκφράσει στην πρόσφατη μονογραφία της και η αν. καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ Ιφιγένεια Καμτσίδου.
Εκτός από το επιχείρημα συστηματικής ερμηνείας που εκθέσαμε παραπάνω, ο Κ. Χρυσόγονος προβάλλει, στο πλαίσιο τελολογικής ερμηνείας, τον επίσης ορθό ισχυρισμό ότι, σε αντίθεση με τη διαδικασία απόδοσης συλλογικής πολιτικής ευθύνης, η διαδικασία απόδοσης ατομικής πολιτικής ευθύνης δεν οδηγεί σε πτώση της Κυβέρνησης. Οπότε, ακόμη κι αν δεχθούμε ότι σκοπός των διατάξεων του άρθρου 84 είναι η διασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας (κάτι με το οποίο δεν συμφωνούμε, βλ. τις επιφυλάξεις μας παρακάτω), η επίτευξη του σκοπού αυτού δεν θίγεται με το να δεχθούμε την ερμηνεία που επιτρέπει υποβολή πρότασης δυσπιστίας κατά Υπουργού ατομικά ακόμη και πριν την πάροδο του εξαμήνου.
2. Κρίνουμε ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα τα αντεπιχειρήματα που παρέθεσε στη σχετική ομιλία του ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης κ. Βενιζέλος. Ειδικότερα, ο κ. Βενιζέλος ανέφερε κατά λέξη (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας, για σκοπούς διευκόλυνσης της ανάλυσης που θα ακολουθήσει): «Ερμηνεύουμε το Σύνταγμα αναγόμενοι στις αρχές που το διέπουν, στις αρχές που διέπουν ένα σύγχρονο κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης. Το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης διέπεται από την αρχή της δεδηλωμένης και πιο συγκεκριμένα, από το 1975 και μετά στη χώρα μας, από την αρχή της κυβερνητικής σταθερότητας, που αποτελεί ρητή και ευδιάκριτη αρχή της λειτουργίας του πολιτεύματός μας. Για το λόγο αυτό, το Σύνταγμα στο άρθρο 84 εγκατέστησε ένα φραγμό που αποτρέπει την καταστρατήγηση των προτάσεων δυσπιστίας, δηλαδή την άσκηση ενός τόσο σημαντικού και ακραίου μέσου κοινοβουλευτικού ελέγχου κατά τρόπο που δεν είναι ουσιώδης, αλλά έχει ως μόνο στόχο την παρεμπόδιση του νομοθετικού έργου, της κυβερνητικής λειτουργίας, της λειτουργίας της χώρας». Στη συνέχεια, ο κ. Βενιζέλος αξιολόγησε τους υποτιθέμενους στόχους της πρότασης δυσπιστίας, μεταξύ άλλων με τα ακόλουθα λόγια: «Ως εκ τούτου, εάν η πολιτική επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι να διεξαχθεί μία πρόταση μέσα από την οποία θα ελεγχθεί η ύπαρξη της δεδηλωμένης πλειοψηφίας, αυτό με το παραπάνω διασφαλίζεται μέσα από τη συζήτηση και τη ψήφιση του παρόντος νομοσχεδίου. Αν η πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ είναι –που δυστυχώς είναι- να καθυστερήσει η διαδικασία, να ευτελιστεί η διαδικασία, να υπονομευθεί η πορεία της χώρας και της οικονομίας, να ατροφεί η αξιοπιστία, να πληγεί το φρόνημα, να υποβαθμιστεί η μεγάλη επιτυχία αυτού που έχουμε κάνει, αυτό δεν μπορούμε να το δεχθούμε».
Κρίνουμε σκόπιμο να ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας από το επιχείρημα του κ. Βενιζέλου που στηρίζεται στην υποτιθέμενη κατάχρηση του θεσμού της πρότασης δυσπιστίας εκ μέρους της Αντιπολίτευσης και στη συνακόλουθη αξιολόγηση των σκοπών που, πάλι κατά τις υποθέσεις του κ. Βενιζέλου, η πρόταση αυτή υπηρετεί. Θέτουμε αυτή την προτεραιότητα, διότι είναι στα σημεία αυτά που η ομιλία του κ. Βενιζέλου θέτει τις βάσεις ενός ακόμη πλήγματος σε βάρος του δημοκρατικού πολιτεύματος.
3. Στην ομιλία του ο κ. Βενιζέλος επικαλέστηκε «καταστρατήγηση» του θεσμού της πρότασης δυσπιστίας εκ μέρους της Αντιπολίτευσης, εννοώντας προφανώς ότι η πρόταση αυτή δεν μπορεί να συζητηθεί, εφόσον καταστρατηγεί κατά την υπόθεσή του τις συνταγματικές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Η «καταστρατήγηση» αποτελεί πράξη με έντονα υποκειμενικά στοιχεία. Δηλαδή, για να κριθεί αν έχουμε καταστρατήγηση, θα πρέπει να αξιολογήσουμε τις προθέσεις του πράττοντος και να συγκρίνουμε αυτές τις προθέσεις με τις προθέσεις που υποτίθεται ότι θα όφειλε να έχει, σύμφωνα με τους στόχους τους οποίους υποτίθεται ότι εξυπηρετεί ο συγκεκριμένος θεσμός. Ο κ. Βενιζέλος προχώρησε μάλιστα σε τέτοια αξιολόγηση, χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα προσβλητικές εκφράσεις, προκειμένου να συμπεράνει ότι η μομφή περί καταστρατήγησης είναι βάσιμη κι ότι, επομένως, η πρόταση της Αντιπολίτευσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Είναι ξεκάθαρο ότι, εάν ακολουθήσουμε το σκεπτικό του κ. Βενιζέλου, θα πρέπει να δεχθούμε ότι η ερμηνεία του Συντάγματος και η συνακόλουθη ενεργοποίηση ή μη των συνταγματικών – κοινοβουλευτικών διαδικασιών που κατοχυρώνουν ευχέρειες της Αντιπολίτευσης θα εξαρτάται κάθε φορά από την αξιολόγηση της πολιτικής ηθικής των ενεργειών της Αντιπολίτευσης εκ μέρους της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Τούτο διανοίγει ασφαλώς το περιθώριο καταστρατήγησης ή και πρακτικής ακύρωσης των διατάξεων που κατοχυρώνουν ευχέρειες ή εξουσίες της μειοψηφίας εκ μέρους της πλειοψηφίας. Σε κάθε περίπτωση, οδηγούμαστε σε μία ακόμη αλλοίωση του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης και του δημοκρατικού πολιτεύματος συνολικά.
Από τη σκοπιά των μεθοδολογικών προϋποθέσεων ερμηνείας του Συντάγματος, οι απόψεις του κ. Βενιζέλου εισάγουν τη δυνατότητα «ηθικής ερμηνείας» των διατάξεων του Συντάγματος που περιέχονται στο διαδικαστικό μέρος αυτού. Εάν όμως η «ηθική ερμηνεία» του Συντάγματος έχει κάποιο νόημα ως προς την ερμηνεία των διατάξεων που κατοχυρώνουν συνταγματικά δικαιώματα (ερμηνεία την οποία διεξάγει κατά βάση ο ανεξάρτητος Δικαστής), θα πρέπει να απορριφθεί ως μεθοδολογική επιλογή σε ό,τι αφορά την ερμηνεία διατάξεων του διαδικαστικού μέρους του Συντάγματος, ιδίως εν όψει του δεδομένου ότι μοναδικός κριτής και ερμηνευτής των διατάξεων αυτών είναι η πλειοψηφία της Βουλής και όχι κάποιος ανεξάρτητος τρίτος (λ.χ. τα Δικαστήρια), όπως συμβαίνει με την ερμηνεία των διατάξεων που κατοχυρώνουν συνταγματικά δικαιώματα.
Κάθε άλλη μεθοδολογική επιλογή αλλοιώνει τον πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος σε κοινοβουλευτικά συστήματος διακυβέρνησης. Δηλαδή, αναιρεί τη συνταγματικά ρυθμισμένη και θεσμικά εξισορροπήσιμη σχέση μεταξύ της κυβερνητικής πλειοψηφίας και της αντιπολίτευσης. Τα θεσμικά αντίβαρα που θέτει το Σύνταγμα, και μεταξύ αυτών, ο θεσμός της πρότασης δυσπιστίας, δεν μπορούν να τίθενται στην καλή διάθεση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, διότι έτσι, πολύ απλά, η όποια κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα μπορεί ανά πάσα στιγμή να μετατρέπεται σε αυταρχική μονοκρατορία, αναιρώντας την ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος, η οποία βέβαια δεν εξαντλείται ούτε στη δυνατότητα της πλειοψηφίας να κυβερνά, ούτε στην αρχή της δεδηλωμένης, ούτε ασφαλώς στην κυβερνητική σταθερότητα, αλλά περιλαμβάνει τη δυνατότητα της Αντιπολίτευσης να αντιπολιτεύεται, προκειμένου να επηρεάζει όχι μόνον τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, αλλά και την κοινή γνώμη.
Ερχόμαστε ευθύς αμέσως σε αυτήν τη διάσταση του θέματος.
4. Το επιχείρημα του κ. Βενιζέλου ξεκινά από εσφαλμένες προ-αποδοχές ως προς το νόημα της κοινοβουλευτικής και της δημοκρατικής αρχής γενικά και ως προς τον σκοπό που υπηρετεί ο θεσμός της πρότασης δυσπιστίας ειδικότερα. Στην αρχή του αποσπάσματος που παραθέσαμε παραπάνω, ο κ. Βενιζέλος προχωρά σε ορισμένες αναγωγές, οι οποίες, αν γίνονταν δεκτές ως έχουν, θα οδηγούσαν στην υποψία ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης δεν αποτελεί μορφή δημοκρατικού πολιτεύματος.
Συγκεκριμένα, ο κ. Βενιζέλος ανάγει το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης στην αρχή της δεδηλωμένης (εξάρτηση του διορισμού, της ανάδειξης και του βίου μίας Κυβέρνησης συνολικά από την εμπιστοσύνη της Βουλής) και στη συνέχεια ανάγει την αρχή της δεδηλωμένης στην αρχή της κυβερνητικής σταθερότητας, η οποία υποτίθεται ότι αποτελεί τη μόνη ή έστω την κύρια ratio των διατάξεων του άρθρου 84 του Συντάγματος.
Δεν θα συζητήσουμε εδώ τα γενικότερα προβλήματα των παραπάνω αναγωγών, οι οποίες ασφαλώς δεν ευσταθούν ως έχουν στο πλαίσιο οποιασδήποτε θεωρίας περί δημοκρατίας, ακόμη και στην πιο ακραία πλειοψηφική εκδοχή της. Αντίθετα, θα εξετάσουμε το ζήτημα αποκλειστικά από τη σκοπιά του άρθρου 84.
Διαπιστώνουμε κατ’ αρχάς ότι δεν ευσταθεί η πρόταση ότι ο σκοπός του θεσμού της πρότασης δυσπιστίας συνδέεται αποκλειστικά με την αρχή της δεδηλωμένης κι ότι, επομένως, οι σχετικές διατάξεις θα πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά, όταν δεν συντρέχει αμφισβήτηση της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης της Βουλής. Μήπως αυτό σημαίνει ότι, όταν δεν διαφαίνεται πιθανότητα ευδοκίμησης ορισμένης πρότασης δυσπιστίας, τότε η κίνηση της σχετικής διαδικασίας παρέλκει; Εάν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε θα ακυρωνόταν η όποια πολιτική και συνταγματική σημασία του θεσμού της πρότασης δυσπιστίας σε συνθήκες ανάλογες με αυτές που επικρατούν στην Ελληνική Δημοκρατία σήμερα, δηλαδή σε συνθήκες υπό τις οποίες καμία πρόταση δυσπιστίας δεν έχει, ρεαλιστικά μιλώντας, σοβαρές πιθανότητες ευδοκίμησης. Ωστόσο, είναι ακριβώς η ευχέρεια κίνησης της σχετικής διαδικασίας, ως τρόπος δοκιμασίας της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης, που έχει σημασία για τη συνολική λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης.
Εν προκειμένω είναι πολύ διαφωτιστικές οι σκέψεις του Γενικού Εισηγητή της Μειοψηφίας στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή Δημήτρη Τσάτσου: «Εάν μόνος σκοπός της δυνατότητος της αντιπολίτευσης να θέτει θέμα δυσπιστίας είναι η πτώση της Κυβερνήσεως, τότε θα είχατε δίκιο […] Αλλά δεν είναι αυτός ο μόνος ρόλος του θεσμού της θέσεως ζητήματος δυσπιστίας. Είναι σκοπός του θεσμού επίσης να ημπορεί η αντιπολίτευση να προκαλεί τη συζήτηση η οποία θα οδηγεί στην ψηφοφορία. Έχει δηλαδή η συζήτηση περί δυσπιστίας μία πολιτική και νομική αυτοτέλεια διότι ημπορεί με την συζήτηση να προκαλέσει την προσοχή της κοινής γνώμης και του τύπου και ίσως να πείσει ορισμένους Βουλευτές. Ενδεχόμενα αποτελέσματα: Να μειωθεί η κυβερνητική πλειοψηφία και πάντως να κλονισθεί η κυβερνητική πολιτική από τις συζητήσεις στη Βουλή ή στην κοινή γνώμη».
Επομένως, ο θεσμός της πρότασης δυσπιστίας θα πρέπει να ενεργοποιείται και να εφαρμόζεται, όχι μόνο στο φως της αρχής της δεδηλωμένης, αλλά και στο φως της δημοκρατικής αρχής που επιβάλλει να υπάρχουν και να ενεργοποιούνται ελεγκτικές ευχέρειες και διαδικασίες απόδοσης πολιτικής ευθύνης, των οποίων το πολιτικό και συνταγματικό νόημα δεν εξαντλείται στην πιθανότητα ανατροπής της Κυβέρνησης.
Για τον ίδιο λόγο θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός που προέβαλε σε ορισμένο σημείο της ομιλίας του ο κ. Βενιζέλος, ότι η συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας παρέλκει, διότι, «εάν η πολιτική επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι να διεξαχθεί μία πρόταση μέσα από την οποία θα ελεγχθεί η ύπαρξη της δεδηλωμένης πλειοψηφίας, αυτό με το παραπάνω διασφαλίζεται μέσα από τη συζήτηση και τη ψήφιση του παρόντος νομοσχεδίου». Εάν ο ισχυρισμός αυτός ευσταθούσε, κι εάν οι σκοποί του θεσμού της πρότασης δυσπιστίας επιτελούνταν και μέσα από την κοινή νομοθετική διαδικασία ψήφισης νομοσχεδίων, τότε θα έπρεπε να καταργήσουμε το θεσμό της πρότασης δυσπιστίας. Ωστόσο, ο σχετικός ισχυρισμός του κ. Βενιζέλου δεν ευσταθεί.
Είναι και πάλι διαφωτιστικά εδώ τα λόγια του Δημήτρη Τσάτσου, τα οποία αναφέρονται σε παρεμφερή ένσταση, σύμφωνα με την οποία οι σκοποί του θεσμού της πρότασης δυσπιστίας θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν και από το θεσμό της επερωτήσεως: «Λέτε, Κύριε Υπουργέ της Δικαιοσύνης, ότι έχομε το θεσμό της επερωτήσεως, με τον οποίο μπορεί η αντιπολίτευση να προκαλέσει την πανελλήνια κριτική. Απάντηση: Μα η επερώτηση κατατείνει σε κάτι πολύ συγκεκριμένο και διάφορο από την θέση του ζητήματος εμπιστοσύνης. Την ώρα που η αντιπολίτευση ζητεί να συζητηθεί πρόταση δυσπιστίας εμπεριέχεται σ’ αυτή την πρόταση και το αίτημα της πτώσεως της Κυβερνήσεως. Δίνομε δηλαδή εξ αρχής ένα πολιτειακό βάρος πρώτου μεγέθους στο αίτημα αυτό. Και μια σωστά εργαζόμενη αντιπολίτευση, που έχει και τον δρόμο της επερωτήσεως και τον δρόμο της θέσεως ζητήματος δυσπιστίας, θα εκλέγει κάθε φορά εκείνο το δρόμο που θα ανταποκρίνεται στη βαρύτητα του προβλήματος το οποίο θέλει να θίξει» (η υπογράμμιση είναι δική μας).
Τα παραπάνω ισχύουν mutatis mutandis και ως προς τον ισχυρισμό ότι ο σκοπός της πρότασης δυσπιστίας θα μπορούσε να επιτελεσθεί μέσα από τη νομοθετική διαδικασία ψήφισης του νομοσχεδίου. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί, για τον απλούστατο λόγο ότι οι δύο διαδικασίες είναι διακριτές τόσο από συνταγματική όσο όμως και από πολιτική σκοπιά.
5. Ούτε όμως η υπόθεση του κ. Βενιζέλου πως κύρια ratio των διατάξεων του άρθρου 84 είναι η διασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας ευσταθεί. Εάν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε ο θεσμός της πρότασης δυσπιστίας δεν θα είχε κανένα νόημα. Πολύ απλά, ο θεσμός της πρότασης δυσπιστίας δεν έχει συνολικά, ούτε βέβαια αποκλειστικά, ως σκοπό τη διασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας, διότι εξ ορισμού κάθε πρόταση δυσπιστίας έχει ως στόχο ακριβώς να αποσταθεροποιήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Μήπως θα έπρεπε να κρίνουμε εδώ, όπως μας προτείνει ο κ. Βενιζέλος, ότι ο στόχος αυτός είναι πολιτικά ανήθικος; Εάν είχαν νόημα τέτοιες αξιολογήσεις, τότε θα έπρεπε να παραιτηθούμε από το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης ως μορφή του δημοκρατικού πολιτεύματος συνολικά.
Είναι βέβαια αληθές ότι συγκεκριμένες επιλογές του συντακτικού νομοθέτη ως προς την κατάστρωση των διαδικασιών του άρθρου 84 υποδηλώνουν το ενδιαφέρον του για διασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας. Όμως, το ενδιαφέρον αυτό εξαντλείται σε συγκεκριμένες και ρητά διατυπωμένες ρυθμίσεις: Εκείνες που εισάγουν διαφοροποίηση της πλειοψηφίας που απαιτείται για την αποδοχή πρότασης εμπιστοσύνης και πρότασης δυσπιστίας αντίστοιχα (άρθρο 84 παρ. 6).
Από εκεί και μετά, η ratio του θεσμού της πρότασης δυσπιστίας και των σχετικών διατάξεων του άρθρου 84 θα πρέπει να αναζητηθεί στους γενικούς σκοπούς των θεσμών κοινοβουλευτικού ελέγχου και απόδοσης πολιτικής ευθύνης. Στους σκοπούς αυτούς συγκαταλέγεται ασφαλώς η παροχή στην Αντιπολίτευση της ευχέρειας να ελέγχει την Κυβέρνηση, όπως επίσης η παροχή στην κοινή γνώμη της δυνατότητας να ενημερώνεται για τις θέσεις της αντιπολίτευσης, να αξιολογεί το έργο της Κυβέρνησης και να κρίνει αναλόγως.
Εάν τα παραπάνω ευσταθούν, τότε θα πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του κ. Βενιζέλου, ότι αποκλειστικός σκοπός της επίμαχης διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. β’ του Συντάγματος είναι να διασωθεί η κυβερνητική σταθερότητα, εκτός αν συντρέχουν περιστάσεις αμφισβήτησης της εμπιστοσύνης της Βουλής. Αυτό που κατοχυρώνουν οι σχετικές διατάξεις είναι ακριβώς τη δυνατότητα συνολικής πολιτικής αμφισβήτησης του έργου της Κυβέρνησης εκ μέρους της Αντιπολίτευσης, ιδίως όταν συντρέχουν περιστάσεις όπως οι χθεσινές (βλ. παρακάτω υπό 7).
6. Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο κ. Βενιζέλος προβάλλει ένα ακόμη, ενδιαφέρον κι αυτή τη φορά επιχείρημα: «Υπάρχει δε περίτρανη απόδειξη της καταστρατήγησης του Συντάγματος εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ. Στρέφεται δήθεν κατά του Υπουργού Οικονομικών, για να προβάλει τον παιδαριώδη ισχυρισμό ότι αυτό δεν είναι πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης και άρα δεν ισχύει η απαγόρευση του εξαμήνου. Για ποιο λόγο στρέφεται κατά του Υπουργού Οικονομικών; Για κάποια προσωπική επιλογή; Για κάποιο προσωπικό ατόπημα; Στρέφεται κατά του Υπουργού Οικονομικών, όπως θα μπορούσε να στραφεί κατά του Υπουργού Ανάπτυξης, κατά του Υπουργού Υγείας, κατά του Υπουργού Εσωτερικών, κατά οποιουδήποτε Υπουργού και υποτίθεται ότι με τη λογική αυτή μπορεί να το κάνει στη συνέχεια και να το κάνει διαρκώς. Κάθε τρεις μέρες να στρέφεται κατά ενός Υπουργού για λόγους που αφορούν την κυβερνητική πολιτική».
Αναφερθήκαμε παραπάνω στο θέμα της «καταστρατήγησης» και εξηγήσαμε γιατί η προσέγγιση αυτή θα πρέπει να απορριφθεί σε ό,τι αφορά τις συνταγματικές ευχέρειες της Αντιπολίτευσης. Είναι όμως ενδιαφέρον ο ισχυρισμός ότι, τυχόν αποδοχή της ερμηνευτικής εκδοχής που υποθέτει δυνατότητα υποβολής πρότασης δυσπιστίας κατά Υπουργού ατομικά χωρίς την πάροδο του εξαμήνου, αποτελεί κατάχρηση της συνταγματικής αυτής ευχέρειας εκ μέρους της Αντιπολίτευσης, διότι θα μπορούσε να προκαλέσει παράλυση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, με τη συνεχή υποβολή προτάσεων δυσπιστίας κατά μεμονωμένων Υπουργών ατομικά.
Κατ’ αρχάς παρατηρούμε ότι, ακόμη κι αν ερμηνεύσουμε το άρθρο 84 ως εάν οι δύο διαδικασίες της απόδοσης πολιτικής ευθύνης στην Κυβέρνηση συλλογικά και στους Υπουργούς ατομικά να μην διακρίνονται για τους σκοπούς του εδ. β’ της παρ. 2, και πάλι η Αντιπολίτευση θα μπορούσε να οδηγηθεί στην εικαζόμενη «κατάχρηση» της διαδικασίας, με το να απόσχει από υποβολή πρότασης δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης συνολικά και να υποβάλει διαρκώς προτάσεις δυσπιστίας κατά μεμονωμένων Υπουργών ατομικά. Θα δεχόμαστε σε αυτήν την περίπτωση ότι η εξάμηνη προθεσμία δεν επιτρέπει τη διαδοχική υποβολή προτάσεων δυσπιστίας κατά διαφορετικών Υπουργών ατομικά; Εάν δεχόμαστε κάτι τέτοιο, τότε θα έπρεπε να οδηγηθούμε στο άτοπο συμπέρασμα ότι επί έξι μήνες όλοι οι υπόλοιποι Υπουργοί διαθέτουν κάποιο είδος ασυλίας έναντι του συγκεκριμένου μηχανισμού απόδοσης πολιτικής ευθύνης, για τον λόγο ότι ένα μέρος της Αντιπολίτευσης επέλεξε να στραφεί κατά άλλου Υπουργού. Με αυτόν τον τρόπο μάλιστα, ένα τμήμα της Αντιπολίτευσης θα μπορούσε να παρακωλύσει τις ελεγκτικές δυνατότητες άλλων τμημάτων της Αντιπολίτευσης, αρκεί να υποβάλλει πρόταση δυσπιστίας κατ’ ενός και μόνον Υπουργού υπογεγραμμένη από πενήντα Βουλευτές.
Μήπως πάλι θα έπρεπε να εξαρτήσουμε την απάντησή μας από τον ταυτόσημο ή μη χαρακτήρα των θεμάτων που εγείρονται με κάθε πρόταση δυσπιστίας, όπως προτείνει ο κ. Βενιζέλος στο παραπάνω απόσπασμα της ομιλίας του; Αυτή η σύνδεση αποκλείεται από το ίδιο το κείμενο του Συντάγματος, το οποίο στην παρ. 2 του άρθρου 84 δεν θέτει τέτοια προϋπόθεση. Αντίθετα, ως σχετική προϋπόθεση τίθεται, στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2, να περιλαμβάνει η πρόταση δυσπιστίας «σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση». Η προϋπόθεση αυτή εκπληρωνόταν κατά τη χθεσινή διαδικασία.
Αλλά ακόμη κι αν δεχόμαστε, κατά τρόπο αντίθετο προς το γράμμα του Συντάγματος, την παραπάνω διασύνδεση και το κριτήριο της συνάφειας των θεμάτων, και πάλι θα οδηγούμαστε στην εξής σημαντική θεσμική δυσχέρεια: Ποιος θα κρίνει κάθε φορά αν τα ζητήματα που εγείρονται είναι ταυτόσημα με αυτά που τέθηκαν με την προηγούμενη πρόταση δυσπιστίας; Μήπως δεν είναι όλα τα θέματα της πολιτικής αντιπαράθεσης συνδεδεμένα κατά το χαρακτήρα τους; Μήπως, από την άλλη πλευρά, ο πολιτικός χρόνος δεν τρέχει, έτσι ώστε τα θέματα να διαφοροποιούνται εξ ορισμού κατά το περιεχόμενό τους; Και μήπως το Προεδρείο της Βουλής δεν ελέγχεται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία θα μπορούσε να αξιοποιεί κατά το δοκούν το κριτήριο της συνάφειας των θεμάτων; Όμως, ο θεσμός της πρότασης δυσπιστίας αποτελεί συνταγματική ευχέρεια της αντιπολίτευσης και δεν θα πρέπει να εξαρτάται από αξιολογήσεις των ενεργειών της αντιπολίτευσης εκ μέρους της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Θα αποδώσουμε λοιπόν στο Προεδρείο της Βουλής την αρμοδιότητα να προχωρά σε ουσιαστικές αξιολογήσεις σχετικά με το περιεχόμενο μίας πρότασης δυσπιστίας ή και σχετικά με τις προθέσεις εκείνων που την υποβάλουν, προκειμένου η πρόταση αυτή να συζητηθεί;
Στην πραγματικότητα, η αρμοδιότητα του Προεδρείου της Βουλής να κάνει κατ’ αρχήν αποδεκτή πρόταση δυσπιστίας θα πρέπει να εξαντλείται στη διαπίστωση της συνδρομής των τριών τυπικών κι εύκολα ελέγξιμων προϋποθέσεων που θέτει η παρ. 2 του άρθρου 84: Πρώτον, να είναι η πρόταση υπογεγραμμένη από 50 τουλάχιστον Βουλευτές. Δεύτερον, να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση. Τρίτον, να έχει παρέλθει εξάμηνο από την απόρριψη πρότασης δυσπιστίας κατά του ίδιου προσώπου ή οργάνου, σύμφωνα με όσα υποστηρίχθηκαν παραπάνω. Η ερμηνεία κι εφαρμογή των παραπάνω προϋποθέσεων (της τρίτης κι επίμαχης συμπεριλαμβανομένης) θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα τη συρρίκνωση της δυνατότητας εκφοράς αξιολογικών κρίσεων εκ μέρους του Προεδρείου της Βουλής. Το κριτήριο της συνάφειας των θεμάτων που θα συζητηθούν δεν πληροί την παραπάνω προϋπόθεση. Αντίθετα, το κριτήριο της ταυτότητας των προσώπων κατά των οποίων στρέφεται μία πρόταση δυσπιστίας πληροί την παραπάνω προϋπόθεση.
Απομένει το ενδεχόμενο «κατάχρησης» της δυνατότητας υποβολής προτάσεων δυσπιστίας εκ μέρους της Αντιπολίτευσης. Το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορεί να εξαλειφθεί, με δεδομένη τη διατύπωση των συνταγματικών διατάξεων ως έχουν σήμερα. Προς αποφυγή του ενδεχομένου αυτού, το μόνο που μπορεί να επικαλεστεί κανείς είναι την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης εκ μέρους της Αντιπολίτευσης για τις όποιες κοινοβουλευτικές ενέργειές της. Το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν εμφανίστηκε το φαινόμενο στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Βενιζέλος αποτελεί κατ’ εμάς ένδειξη ότι οι μηχανισμοί της πολιτικής ευθύνης λειτουργούν, έστω και ελαττωματικά, τόσο ως προς την εκάστοτε Κυβέρνηση, όσο όμως και ως προς την εκάστοτε Αντιπολίτευση. Οι απόψεις του κ. Βενιζέλου περί ανεύθυνης ηθικά, εθνικά κ.ο.κ. αντιπολίτευσης έχουν νόημα μόνον στο πλαίσιο της ουσιαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης και δεν επιτρέπεται, ασφαλώς, να καθορίζουν το εύρος των συνταγματικών ευχερειών της Αντιπολίτευσης.
Κάθε άλλη προσέγγιση θα διάνοιγε διάπλατα το περιθώριο για καταστρατήγηση του Συντάγματος εκ μέρους της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας σε βάρος ακόμη και αυτής της θεμελιώδους ευχέρειας της Αντιπολίτευσης να αντιπολιτεύεται θέτοντας ζήτημα δυσπιστίας. Για το λόγο αυτό, κρίνουμε ότι οι ερμηνευτικοί ισχυρισμοί του κ. Βενιζέλου είναι άτοποι από τη σκοπιά του Συνταγματικού Δικαίου και θα πρέπει να απορριφθούν ως έχουν.
7. Ας μας επιτραπεί να επισημάνουμε, επιπροσθέτως, ότι οι ισχυρισμοί του κ. Βενιζέλου περί των υποτιθέμενων αντεθνικών ή άλλων σκοπιμοτήτων της Αντιπολίτευσης είναι άτοποι και στην πολιτική ουσία τους.
Η κίνηση της αντιπολίτευσης να θέσει ζήτημα δυσπιστίας συνδέεται βέβαια με τις βαρύνουσες, ιστορικά και πολιτικά, ευθύνες του κ. Στουρνάρα εν όψει των συγκεκριμένων διατάξεων του νομοσχεδίου για τις τράπεζες και τους τραπεζίτες, όπως οι διατάξεις αυτές καθορίστηκαν σε συνεννόηση με τους δανειστές πριν από λίγες ημέρες (ενώ βέβαια δεν υπήρχαν όταν είχε υποβληθεί η προηγούμενη πρόταση δυσπιστίας πριν από αρκετούς μήνες). Όμως, η κίνηση της Αντιπολίτευσης είχε επιπροσθέτως μία ακόμη, συνταγματική αυτή τη φορά, διάσταση: Στρεφόταν ενάντια στην αντιδημοκρατική και αντισυνταγματική οδό που επέλεξε και πάλι η Κυβέρνηση, προκειμένου να εισαγάγει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο στη Βουλή. Αναφερόμαστε ασφαλώς στην πρακτική των «μόναρθρων» νομοσχεδίων, η οποία εκβιάζει τη θετική ψήφο των κυβερνητικών βουλευτών επί πλήθους ζητημάτων, ακόμη και με δηλωμένη τη διαφωνία τους επί συγκεκριμένων ρυθμίσεων, οι οποίες θα έπρεπε κανονικά να αποτελούν περιεχόμενο ξεχωριστών από νομοτεχνική σκοπιά διατάξεων. Αναφερόμαστε επίσης στη χρήση κι αυτή τη φορά της διαδικασίας του κατεπείγοντος, η οποία συρρικνώνει τη δυνατότητα γνώσης των ρυθμίσεων ενός τόσο μακροσκελούς και σημαντικού νομοσχεδίου εκ μέρους των Βουλευτών και βέβαια αναιρεί την όποια δυνατότητα στοιχειώδους διαβούλευσης επί των περιεχομένων του.
Ο ίδιος ο κ. Βενιζέλος πριν από λίγες ημέρες είχε δηλώσει δημόσια τα εξής: «Δεν θα εκβιάσουμε τους βουλευτές με νομοτεχνικά τεχνάσματα. Αρνούμαι να μπω σε αυτή την ευτελή συζήτηση». Στη συνέχεια, κατά τα φαινόμενα, άλλαξε γνώμη. Όμως, η δήλωση παραμένει και με αυτήν ομολογείται, ανοιχτά πλέον, ότι η πρακτική των «μόναρθρων» νομοσχεδίων που υιοθετεί εδώ και καιρό η Κυβέρνηση συνιστά εκβιασμό, δηλαδή θίγει την ελευθερία γνώμης και ψήφου των Βουλευτών, η οποία αποτελεί κι αυτή συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος (ας μην το ξεχνάμε ή μάλλον ας μην το θυμόμαστε μόνον επιλεκτικά).
Στο πλαίσιο αυτό θα έπρεπε να αξιολογηθεί, επίσης, η κίνηση της Αντιπολίτευσης να θέσει ζήτημα δυσπιστίας: Ποιο άλλο μέσο πολιτικής αντίδρασης διαθέτει η αντιπολίτευση σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία, εν όψει προφανών και ομολογημένων πλέον καταστρατηγήσεων του Συντάγματος εκ μέρους της Κυβέρνησης; Το δεδομένο αυτό παρακάμφθηκε βέβαια στην ανάλυση του κ. Βενιζέλου περί της ερμηνείας του άρθρου 84 παρ. 2. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι δεν θα βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να αλλάξει και πάλι γνώμη και να αναιρέσει τις ηθικές ερμηνείες του Συντάγματος στις οποίες προέβη, σε περίπτωση που η ιστορία τον θέσει στην Αντιπολίτευση, οπότε οι συνταγματικές του ευχέρειες θα εξαρτώνται, σύμφωνα με τη δική του θέση, από την αξιολόγηση της πολιτικής του ηθικής εκ μέρους των μελών της όποιας μελλοντικής κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Ας ελπίσουμε ότι η επικίνδυνη οδός που διάνοιξε η τοποθέτησή του κ. Βενιζέλου δεν θα αποτελέσει πάγιο στοιχείο της κοινοβουλευτικής πρακτικής στη χώρα μας.
*Ο Κώστας Ν. Στρατηλάτης είναι Επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Κύπρος
Η κίνηση της Αντιπολίτευσης κατά τη χθεσινή συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής να υποβάλει πρόταση δυσπιστίας κατά του Υπουργού Οικονομικών κ. Στουρνάρα, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 2 κ.ε. του Συντάγματος, έχει προφανώς πολιτικές διαστάσεις και μπορεί να αξιολογηθεί από οποιονδήποτε ως πολιτικά σκόπιμη ή μη, ως πολιτικά ηθική ή ανήθικη κ.ο.κ. Πέραν όμως τούτης της αξιολόγησης, το θέμα έχει ξεκάθαρα και συνταγματικές διαστάσεις και επηρεάζει τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης στον τόπο μας.
Αναλυτικά:
1. Το άρθρο 84 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει κατ’ αρχάς ότι η Βουλή μπορεί να αποσύρει την εμπιστοσύνη της «από την Κυβέρνηση ή από μέλος της». Δηλαδή, το Σύνταγμα εισάγει ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στη διαδικασία απόδοσης πολιτικής ευθύνης στην Κυβέρνηση συλλογικά, διά της υποβολής πρότασης δυσπιστίας εναντίον της, και τη διαδικασία απόδοσης πολιτικής ευθύνης σε κάποιον από τους Υπουργούς της Κυβέρνησης ατομικά, διά της υποβολής πρότασης δυσπιστίας που στρέφεται αποκλειστικά εναντίον του.
Στο αμέσως επόμενο εδάφιο το Σύνταγμα θέτει ως όριο της παραπάνω συνταγματικής ευχέρειας της Αντιπολίτευσης τη γνωστή πλέον εξάμηνη προθεσμία διασκέψεως: «Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η Βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας». Το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει είναι αν ο παραπάνω περιορισμός αφορά κάθε πρόταση δυσπιστίας που θα μπορούσε να υποβληθεί από την Αντιπολίτευση ή αν, αντίθετα, αφορά μόνον προτάσεις δυσπιστίας που στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου ή οργάνου.
Η συστηματική ερμηνεία των δύο εδαφίων του άρθρου 84 παρ. 2 οδηγεί στο εύλογο κατ’ αρχάς συμπέρασμα ότι, εφόσον οι διαδικασίες απόδοσης συλλογικής και ατομικής πολιτικής ευθύνης στην Κυβέρνηση και στους Υπουργούς της αντίστοιχα είναι διακριτές, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εξάμηνη προθεσμία αφορά κάθε διαδικασία ξεχωριστά και ότι, επομένως, η Αντιπολίτευση δεν κωλύεται να υποβάλει εντός εξαμήνου πρόταση δυσπιστίας κατά Υπουργού, όταν έχει προηγουμένως υποβάλει πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης συλλογικά.
Στη σχετική γνωμοδότησή του, ο καθηγητής Κώστας Χρυσόγονος υποστηρίζει πειστικά κάτι που είχε υποστηρίξει και παλαιότερα, ότι «η εξάμηνη προθεσμία δεν εφαρμόζεται παρά μόνο για ταυτόσημες ως προς τον καθ' ου προτάσεις, έτσι ώστε η απόρριψη πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης να μην εμποδίζει την υποβολή πρότασης δυσπιστίας κατά μέλους της πριν την πάροδο εξαμήνου». Την ίδια άποψη έχει εκφράσει στην πρόσφατη μονογραφία της και η αν. καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ Ιφιγένεια Καμτσίδου.
Εκτός από το επιχείρημα συστηματικής ερμηνείας που εκθέσαμε παραπάνω, ο Κ. Χρυσόγονος προβάλλει, στο πλαίσιο τελολογικής ερμηνείας, τον επίσης ορθό ισχυρισμό ότι, σε αντίθεση με τη διαδικασία απόδοσης συλλογικής πολιτικής ευθύνης, η διαδικασία απόδοσης ατομικής πολιτικής ευθύνης δεν οδηγεί σε πτώση της Κυβέρνησης. Οπότε, ακόμη κι αν δεχθούμε ότι σκοπός των διατάξεων του άρθρου 84 είναι η διασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας (κάτι με το οποίο δεν συμφωνούμε, βλ. τις επιφυλάξεις μας παρακάτω), η επίτευξη του σκοπού αυτού δεν θίγεται με το να δεχθούμε την ερμηνεία που επιτρέπει υποβολή πρότασης δυσπιστίας κατά Υπουργού ατομικά ακόμη και πριν την πάροδο του εξαμήνου.
2. Κρίνουμε ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα τα αντεπιχειρήματα που παρέθεσε στη σχετική ομιλία του ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης κ. Βενιζέλος. Ειδικότερα, ο κ. Βενιζέλος ανέφερε κατά λέξη (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας, για σκοπούς διευκόλυνσης της ανάλυσης που θα ακολουθήσει): «Ερμηνεύουμε το Σύνταγμα αναγόμενοι στις αρχές που το διέπουν, στις αρχές που διέπουν ένα σύγχρονο κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης. Το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης διέπεται από την αρχή της δεδηλωμένης και πιο συγκεκριμένα, από το 1975 και μετά στη χώρα μας, από την αρχή της κυβερνητικής σταθερότητας, που αποτελεί ρητή και ευδιάκριτη αρχή της λειτουργίας του πολιτεύματός μας. Για το λόγο αυτό, το Σύνταγμα στο άρθρο 84 εγκατέστησε ένα φραγμό που αποτρέπει την καταστρατήγηση των προτάσεων δυσπιστίας, δηλαδή την άσκηση ενός τόσο σημαντικού και ακραίου μέσου κοινοβουλευτικού ελέγχου κατά τρόπο που δεν είναι ουσιώδης, αλλά έχει ως μόνο στόχο την παρεμπόδιση του νομοθετικού έργου, της κυβερνητικής λειτουργίας, της λειτουργίας της χώρας». Στη συνέχεια, ο κ. Βενιζέλος αξιολόγησε τους υποτιθέμενους στόχους της πρότασης δυσπιστίας, μεταξύ άλλων με τα ακόλουθα λόγια: «Ως εκ τούτου, εάν η πολιτική επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι να διεξαχθεί μία πρόταση μέσα από την οποία θα ελεγχθεί η ύπαρξη της δεδηλωμένης πλειοψηφίας, αυτό με το παραπάνω διασφαλίζεται μέσα από τη συζήτηση και τη ψήφιση του παρόντος νομοσχεδίου. Αν η πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ είναι –που δυστυχώς είναι- να καθυστερήσει η διαδικασία, να ευτελιστεί η διαδικασία, να υπονομευθεί η πορεία της χώρας και της οικονομίας, να ατροφεί η αξιοπιστία, να πληγεί το φρόνημα, να υποβαθμιστεί η μεγάλη επιτυχία αυτού που έχουμε κάνει, αυτό δεν μπορούμε να το δεχθούμε».
Κρίνουμε σκόπιμο να ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας από το επιχείρημα του κ. Βενιζέλου που στηρίζεται στην υποτιθέμενη κατάχρηση του θεσμού της πρότασης δυσπιστίας εκ μέρους της Αντιπολίτευσης και στη συνακόλουθη αξιολόγηση των σκοπών που, πάλι κατά τις υποθέσεις του κ. Βενιζέλου, η πρόταση αυτή υπηρετεί. Θέτουμε αυτή την προτεραιότητα, διότι είναι στα σημεία αυτά που η ομιλία του κ. Βενιζέλου θέτει τις βάσεις ενός ακόμη πλήγματος σε βάρος του δημοκρατικού πολιτεύματος.
3. Στην ομιλία του ο κ. Βενιζέλος επικαλέστηκε «καταστρατήγηση» του θεσμού της πρότασης δυσπιστίας εκ μέρους της Αντιπολίτευσης, εννοώντας προφανώς ότι η πρόταση αυτή δεν μπορεί να συζητηθεί, εφόσον καταστρατηγεί κατά την υπόθεσή του τις συνταγματικές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Η «καταστρατήγηση» αποτελεί πράξη με έντονα υποκειμενικά στοιχεία. Δηλαδή, για να κριθεί αν έχουμε καταστρατήγηση, θα πρέπει να αξιολογήσουμε τις προθέσεις του πράττοντος και να συγκρίνουμε αυτές τις προθέσεις με τις προθέσεις που υποτίθεται ότι θα όφειλε να έχει, σύμφωνα με τους στόχους τους οποίους υποτίθεται ότι εξυπηρετεί ο συγκεκριμένος θεσμός. Ο κ. Βενιζέλος προχώρησε μάλιστα σε τέτοια αξιολόγηση, χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα προσβλητικές εκφράσεις, προκειμένου να συμπεράνει ότι η μομφή περί καταστρατήγησης είναι βάσιμη κι ότι, επομένως, η πρόταση της Αντιπολίτευσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Είναι ξεκάθαρο ότι, εάν ακολουθήσουμε το σκεπτικό του κ. Βενιζέλου, θα πρέπει να δεχθούμε ότι η ερμηνεία του Συντάγματος και η συνακόλουθη ενεργοποίηση ή μη των συνταγματικών – κοινοβουλευτικών διαδικασιών που κατοχυρώνουν ευχέρειες της Αντιπολίτευσης θα εξαρτάται κάθε φορά από την αξιολόγηση της πολιτικής ηθικής των ενεργειών της Αντιπολίτευσης εκ μέρους της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Τούτο διανοίγει ασφαλώς το περιθώριο καταστρατήγησης ή και πρακτικής ακύρωσης των διατάξεων που κατοχυρώνουν ευχέρειες ή εξουσίες της μειοψηφίας εκ μέρους της πλειοψηφίας. Σε κάθε περίπτωση, οδηγούμαστε σε μία ακόμη αλλοίωση του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης και του δημοκρατικού πολιτεύματος συνολικά.
Από τη σκοπιά των μεθοδολογικών προϋποθέσεων ερμηνείας του Συντάγματος, οι απόψεις του κ. Βενιζέλου εισάγουν τη δυνατότητα «ηθικής ερμηνείας» των διατάξεων του Συντάγματος που περιέχονται στο διαδικαστικό μέρος αυτού. Εάν όμως η «ηθική ερμηνεία» του Συντάγματος έχει κάποιο νόημα ως προς την ερμηνεία των διατάξεων που κατοχυρώνουν συνταγματικά δικαιώματα (ερμηνεία την οποία διεξάγει κατά βάση ο ανεξάρτητος Δικαστής), θα πρέπει να απορριφθεί ως μεθοδολογική επιλογή σε ό,τι αφορά την ερμηνεία διατάξεων του διαδικαστικού μέρους του Συντάγματος, ιδίως εν όψει του δεδομένου ότι μοναδικός κριτής και ερμηνευτής των διατάξεων αυτών είναι η πλειοψηφία της Βουλής και όχι κάποιος ανεξάρτητος τρίτος (λ.χ. τα Δικαστήρια), όπως συμβαίνει με την ερμηνεία των διατάξεων που κατοχυρώνουν συνταγματικά δικαιώματα.
Κάθε άλλη μεθοδολογική επιλογή αλλοιώνει τον πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος σε κοινοβουλευτικά συστήματος διακυβέρνησης. Δηλαδή, αναιρεί τη συνταγματικά ρυθμισμένη και θεσμικά εξισορροπήσιμη σχέση μεταξύ της κυβερνητικής πλειοψηφίας και της αντιπολίτευσης. Τα θεσμικά αντίβαρα που θέτει το Σύνταγμα, και μεταξύ αυτών, ο θεσμός της πρότασης δυσπιστίας, δεν μπορούν να τίθενται στην καλή διάθεση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, διότι έτσι, πολύ απλά, η όποια κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα μπορεί ανά πάσα στιγμή να μετατρέπεται σε αυταρχική μονοκρατορία, αναιρώντας την ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος, η οποία βέβαια δεν εξαντλείται ούτε στη δυνατότητα της πλειοψηφίας να κυβερνά, ούτε στην αρχή της δεδηλωμένης, ούτε ασφαλώς στην κυβερνητική σταθερότητα, αλλά περιλαμβάνει τη δυνατότητα της Αντιπολίτευσης να αντιπολιτεύεται, προκειμένου να επηρεάζει όχι μόνον τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, αλλά και την κοινή γνώμη.
Ερχόμαστε ευθύς αμέσως σε αυτήν τη διάσταση του θέματος.
4. Το επιχείρημα του κ. Βενιζέλου ξεκινά από εσφαλμένες προ-αποδοχές ως προς το νόημα της κοινοβουλευτικής και της δημοκρατικής αρχής γενικά και ως προς τον σκοπό που υπηρετεί ο θεσμός της πρότασης δυσπιστίας ειδικότερα. Στην αρχή του αποσπάσματος που παραθέσαμε παραπάνω, ο κ. Βενιζέλος προχωρά σε ορισμένες αναγωγές, οι οποίες, αν γίνονταν δεκτές ως έχουν, θα οδηγούσαν στην υποψία ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης δεν αποτελεί μορφή δημοκρατικού πολιτεύματος.
Συγκεκριμένα, ο κ. Βενιζέλος ανάγει το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης στην αρχή της δεδηλωμένης (εξάρτηση του διορισμού, της ανάδειξης και του βίου μίας Κυβέρνησης συνολικά από την εμπιστοσύνη της Βουλής) και στη συνέχεια ανάγει την αρχή της δεδηλωμένης στην αρχή της κυβερνητικής σταθερότητας, η οποία υποτίθεται ότι αποτελεί τη μόνη ή έστω την κύρια ratio των διατάξεων του άρθρου 84 του Συντάγματος.
Δεν θα συζητήσουμε εδώ τα γενικότερα προβλήματα των παραπάνω αναγωγών, οι οποίες ασφαλώς δεν ευσταθούν ως έχουν στο πλαίσιο οποιασδήποτε θεωρίας περί δημοκρατίας, ακόμη και στην πιο ακραία πλειοψηφική εκδοχή της. Αντίθετα, θα εξετάσουμε το ζήτημα αποκλειστικά από τη σκοπιά του άρθρου 84.
Διαπιστώνουμε κατ’ αρχάς ότι δεν ευσταθεί η πρόταση ότι ο σκοπός του θεσμού της πρότασης δυσπιστίας συνδέεται αποκλειστικά με την αρχή της δεδηλωμένης κι ότι, επομένως, οι σχετικές διατάξεις θα πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά, όταν δεν συντρέχει αμφισβήτηση της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης της Βουλής. Μήπως αυτό σημαίνει ότι, όταν δεν διαφαίνεται πιθανότητα ευδοκίμησης ορισμένης πρότασης δυσπιστίας, τότε η κίνηση της σχετικής διαδικασίας παρέλκει; Εάν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε θα ακυρωνόταν η όποια πολιτική και συνταγματική σημασία του θεσμού της πρότασης δυσπιστίας σε συνθήκες ανάλογες με αυτές που επικρατούν στην Ελληνική Δημοκρατία σήμερα, δηλαδή σε συνθήκες υπό τις οποίες καμία πρόταση δυσπιστίας δεν έχει, ρεαλιστικά μιλώντας, σοβαρές πιθανότητες ευδοκίμησης. Ωστόσο, είναι ακριβώς η ευχέρεια κίνησης της σχετικής διαδικασίας, ως τρόπος δοκιμασίας της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης, που έχει σημασία για τη συνολική λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης.
Εν προκειμένω είναι πολύ διαφωτιστικές οι σκέψεις του Γενικού Εισηγητή της Μειοψηφίας στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή Δημήτρη Τσάτσου: «Εάν μόνος σκοπός της δυνατότητος της αντιπολίτευσης να θέτει θέμα δυσπιστίας είναι η πτώση της Κυβερνήσεως, τότε θα είχατε δίκιο […] Αλλά δεν είναι αυτός ο μόνος ρόλος του θεσμού της θέσεως ζητήματος δυσπιστίας. Είναι σκοπός του θεσμού επίσης να ημπορεί η αντιπολίτευση να προκαλεί τη συζήτηση η οποία θα οδηγεί στην ψηφοφορία. Έχει δηλαδή η συζήτηση περί δυσπιστίας μία πολιτική και νομική αυτοτέλεια διότι ημπορεί με την συζήτηση να προκαλέσει την προσοχή της κοινής γνώμης και του τύπου και ίσως να πείσει ορισμένους Βουλευτές. Ενδεχόμενα αποτελέσματα: Να μειωθεί η κυβερνητική πλειοψηφία και πάντως να κλονισθεί η κυβερνητική πολιτική από τις συζητήσεις στη Βουλή ή στην κοινή γνώμη».
Επομένως, ο θεσμός της πρότασης δυσπιστίας θα πρέπει να ενεργοποιείται και να εφαρμόζεται, όχι μόνο στο φως της αρχής της δεδηλωμένης, αλλά και στο φως της δημοκρατικής αρχής που επιβάλλει να υπάρχουν και να ενεργοποιούνται ελεγκτικές ευχέρειες και διαδικασίες απόδοσης πολιτικής ευθύνης, των οποίων το πολιτικό και συνταγματικό νόημα δεν εξαντλείται στην πιθανότητα ανατροπής της Κυβέρνησης.
Για τον ίδιο λόγο θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός που προέβαλε σε ορισμένο σημείο της ομιλίας του ο κ. Βενιζέλος, ότι η συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας παρέλκει, διότι, «εάν η πολιτική επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι να διεξαχθεί μία πρόταση μέσα από την οποία θα ελεγχθεί η ύπαρξη της δεδηλωμένης πλειοψηφίας, αυτό με το παραπάνω διασφαλίζεται μέσα από τη συζήτηση και τη ψήφιση του παρόντος νομοσχεδίου». Εάν ο ισχυρισμός αυτός ευσταθούσε, κι εάν οι σκοποί του θεσμού της πρότασης δυσπιστίας επιτελούνταν και μέσα από την κοινή νομοθετική διαδικασία ψήφισης νομοσχεδίων, τότε θα έπρεπε να καταργήσουμε το θεσμό της πρότασης δυσπιστίας. Ωστόσο, ο σχετικός ισχυρισμός του κ. Βενιζέλου δεν ευσταθεί.
Είναι και πάλι διαφωτιστικά εδώ τα λόγια του Δημήτρη Τσάτσου, τα οποία αναφέρονται σε παρεμφερή ένσταση, σύμφωνα με την οποία οι σκοποί του θεσμού της πρότασης δυσπιστίας θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν και από το θεσμό της επερωτήσεως: «Λέτε, Κύριε Υπουργέ της Δικαιοσύνης, ότι έχομε το θεσμό της επερωτήσεως, με τον οποίο μπορεί η αντιπολίτευση να προκαλέσει την πανελλήνια κριτική. Απάντηση: Μα η επερώτηση κατατείνει σε κάτι πολύ συγκεκριμένο και διάφορο από την θέση του ζητήματος εμπιστοσύνης. Την ώρα που η αντιπολίτευση ζητεί να συζητηθεί πρόταση δυσπιστίας εμπεριέχεται σ’ αυτή την πρόταση και το αίτημα της πτώσεως της Κυβερνήσεως. Δίνομε δηλαδή εξ αρχής ένα πολιτειακό βάρος πρώτου μεγέθους στο αίτημα αυτό. Και μια σωστά εργαζόμενη αντιπολίτευση, που έχει και τον δρόμο της επερωτήσεως και τον δρόμο της θέσεως ζητήματος δυσπιστίας, θα εκλέγει κάθε φορά εκείνο το δρόμο που θα ανταποκρίνεται στη βαρύτητα του προβλήματος το οποίο θέλει να θίξει» (η υπογράμμιση είναι δική μας).
Τα παραπάνω ισχύουν mutatis mutandis και ως προς τον ισχυρισμό ότι ο σκοπός της πρότασης δυσπιστίας θα μπορούσε να επιτελεσθεί μέσα από τη νομοθετική διαδικασία ψήφισης του νομοσχεδίου. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί, για τον απλούστατο λόγο ότι οι δύο διαδικασίες είναι διακριτές τόσο από συνταγματική όσο όμως και από πολιτική σκοπιά.
5. Ούτε όμως η υπόθεση του κ. Βενιζέλου πως κύρια ratio των διατάξεων του άρθρου 84 είναι η διασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας ευσταθεί. Εάν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε ο θεσμός της πρότασης δυσπιστίας δεν θα είχε κανένα νόημα. Πολύ απλά, ο θεσμός της πρότασης δυσπιστίας δεν έχει συνολικά, ούτε βέβαια αποκλειστικά, ως σκοπό τη διασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας, διότι εξ ορισμού κάθε πρόταση δυσπιστίας έχει ως στόχο ακριβώς να αποσταθεροποιήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Μήπως θα έπρεπε να κρίνουμε εδώ, όπως μας προτείνει ο κ. Βενιζέλος, ότι ο στόχος αυτός είναι πολιτικά ανήθικος; Εάν είχαν νόημα τέτοιες αξιολογήσεις, τότε θα έπρεπε να παραιτηθούμε από το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης ως μορφή του δημοκρατικού πολιτεύματος συνολικά.
Είναι βέβαια αληθές ότι συγκεκριμένες επιλογές του συντακτικού νομοθέτη ως προς την κατάστρωση των διαδικασιών του άρθρου 84 υποδηλώνουν το ενδιαφέρον του για διασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας. Όμως, το ενδιαφέρον αυτό εξαντλείται σε συγκεκριμένες και ρητά διατυπωμένες ρυθμίσεις: Εκείνες που εισάγουν διαφοροποίηση της πλειοψηφίας που απαιτείται για την αποδοχή πρότασης εμπιστοσύνης και πρότασης δυσπιστίας αντίστοιχα (άρθρο 84 παρ. 6).
Από εκεί και μετά, η ratio του θεσμού της πρότασης δυσπιστίας και των σχετικών διατάξεων του άρθρου 84 θα πρέπει να αναζητηθεί στους γενικούς σκοπούς των θεσμών κοινοβουλευτικού ελέγχου και απόδοσης πολιτικής ευθύνης. Στους σκοπούς αυτούς συγκαταλέγεται ασφαλώς η παροχή στην Αντιπολίτευση της ευχέρειας να ελέγχει την Κυβέρνηση, όπως επίσης η παροχή στην κοινή γνώμη της δυνατότητας να ενημερώνεται για τις θέσεις της αντιπολίτευσης, να αξιολογεί το έργο της Κυβέρνησης και να κρίνει αναλόγως.
Εάν τα παραπάνω ευσταθούν, τότε θα πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του κ. Βενιζέλου, ότι αποκλειστικός σκοπός της επίμαχης διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. β’ του Συντάγματος είναι να διασωθεί η κυβερνητική σταθερότητα, εκτός αν συντρέχουν περιστάσεις αμφισβήτησης της εμπιστοσύνης της Βουλής. Αυτό που κατοχυρώνουν οι σχετικές διατάξεις είναι ακριβώς τη δυνατότητα συνολικής πολιτικής αμφισβήτησης του έργου της Κυβέρνησης εκ μέρους της Αντιπολίτευσης, ιδίως όταν συντρέχουν περιστάσεις όπως οι χθεσινές (βλ. παρακάτω υπό 7).
6. Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο κ. Βενιζέλος προβάλλει ένα ακόμη, ενδιαφέρον κι αυτή τη φορά επιχείρημα: «Υπάρχει δε περίτρανη απόδειξη της καταστρατήγησης του Συντάγματος εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ. Στρέφεται δήθεν κατά του Υπουργού Οικονομικών, για να προβάλει τον παιδαριώδη ισχυρισμό ότι αυτό δεν είναι πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης και άρα δεν ισχύει η απαγόρευση του εξαμήνου. Για ποιο λόγο στρέφεται κατά του Υπουργού Οικονομικών; Για κάποια προσωπική επιλογή; Για κάποιο προσωπικό ατόπημα; Στρέφεται κατά του Υπουργού Οικονομικών, όπως θα μπορούσε να στραφεί κατά του Υπουργού Ανάπτυξης, κατά του Υπουργού Υγείας, κατά του Υπουργού Εσωτερικών, κατά οποιουδήποτε Υπουργού και υποτίθεται ότι με τη λογική αυτή μπορεί να το κάνει στη συνέχεια και να το κάνει διαρκώς. Κάθε τρεις μέρες να στρέφεται κατά ενός Υπουργού για λόγους που αφορούν την κυβερνητική πολιτική».
Αναφερθήκαμε παραπάνω στο θέμα της «καταστρατήγησης» και εξηγήσαμε γιατί η προσέγγιση αυτή θα πρέπει να απορριφθεί σε ό,τι αφορά τις συνταγματικές ευχέρειες της Αντιπολίτευσης. Είναι όμως ενδιαφέρον ο ισχυρισμός ότι, τυχόν αποδοχή της ερμηνευτικής εκδοχής που υποθέτει δυνατότητα υποβολής πρότασης δυσπιστίας κατά Υπουργού ατομικά χωρίς την πάροδο του εξαμήνου, αποτελεί κατάχρηση της συνταγματικής αυτής ευχέρειας εκ μέρους της Αντιπολίτευσης, διότι θα μπορούσε να προκαλέσει παράλυση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, με τη συνεχή υποβολή προτάσεων δυσπιστίας κατά μεμονωμένων Υπουργών ατομικά.
Κατ’ αρχάς παρατηρούμε ότι, ακόμη κι αν ερμηνεύσουμε το άρθρο 84 ως εάν οι δύο διαδικασίες της απόδοσης πολιτικής ευθύνης στην Κυβέρνηση συλλογικά και στους Υπουργούς ατομικά να μην διακρίνονται για τους σκοπούς του εδ. β’ της παρ. 2, και πάλι η Αντιπολίτευση θα μπορούσε να οδηγηθεί στην εικαζόμενη «κατάχρηση» της διαδικασίας, με το να απόσχει από υποβολή πρότασης δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης συνολικά και να υποβάλει διαρκώς προτάσεις δυσπιστίας κατά μεμονωμένων Υπουργών ατομικά. Θα δεχόμαστε σε αυτήν την περίπτωση ότι η εξάμηνη προθεσμία δεν επιτρέπει τη διαδοχική υποβολή προτάσεων δυσπιστίας κατά διαφορετικών Υπουργών ατομικά; Εάν δεχόμαστε κάτι τέτοιο, τότε θα έπρεπε να οδηγηθούμε στο άτοπο συμπέρασμα ότι επί έξι μήνες όλοι οι υπόλοιποι Υπουργοί διαθέτουν κάποιο είδος ασυλίας έναντι του συγκεκριμένου μηχανισμού απόδοσης πολιτικής ευθύνης, για τον λόγο ότι ένα μέρος της Αντιπολίτευσης επέλεξε να στραφεί κατά άλλου Υπουργού. Με αυτόν τον τρόπο μάλιστα, ένα τμήμα της Αντιπολίτευσης θα μπορούσε να παρακωλύσει τις ελεγκτικές δυνατότητες άλλων τμημάτων της Αντιπολίτευσης, αρκεί να υποβάλλει πρόταση δυσπιστίας κατ’ ενός και μόνον Υπουργού υπογεγραμμένη από πενήντα Βουλευτές.
Μήπως πάλι θα έπρεπε να εξαρτήσουμε την απάντησή μας από τον ταυτόσημο ή μη χαρακτήρα των θεμάτων που εγείρονται με κάθε πρόταση δυσπιστίας, όπως προτείνει ο κ. Βενιζέλος στο παραπάνω απόσπασμα της ομιλίας του; Αυτή η σύνδεση αποκλείεται από το ίδιο το κείμενο του Συντάγματος, το οποίο στην παρ. 2 του άρθρου 84 δεν θέτει τέτοια προϋπόθεση. Αντίθετα, ως σχετική προϋπόθεση τίθεται, στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2, να περιλαμβάνει η πρόταση δυσπιστίας «σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση». Η προϋπόθεση αυτή εκπληρωνόταν κατά τη χθεσινή διαδικασία.
Αλλά ακόμη κι αν δεχόμαστε, κατά τρόπο αντίθετο προς το γράμμα του Συντάγματος, την παραπάνω διασύνδεση και το κριτήριο της συνάφειας των θεμάτων, και πάλι θα οδηγούμαστε στην εξής σημαντική θεσμική δυσχέρεια: Ποιος θα κρίνει κάθε φορά αν τα ζητήματα που εγείρονται είναι ταυτόσημα με αυτά που τέθηκαν με την προηγούμενη πρόταση δυσπιστίας; Μήπως δεν είναι όλα τα θέματα της πολιτικής αντιπαράθεσης συνδεδεμένα κατά το χαρακτήρα τους; Μήπως, από την άλλη πλευρά, ο πολιτικός χρόνος δεν τρέχει, έτσι ώστε τα θέματα να διαφοροποιούνται εξ ορισμού κατά το περιεχόμενό τους; Και μήπως το Προεδρείο της Βουλής δεν ελέγχεται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία θα μπορούσε να αξιοποιεί κατά το δοκούν το κριτήριο της συνάφειας των θεμάτων; Όμως, ο θεσμός της πρότασης δυσπιστίας αποτελεί συνταγματική ευχέρεια της αντιπολίτευσης και δεν θα πρέπει να εξαρτάται από αξιολογήσεις των ενεργειών της αντιπολίτευσης εκ μέρους της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Θα αποδώσουμε λοιπόν στο Προεδρείο της Βουλής την αρμοδιότητα να προχωρά σε ουσιαστικές αξιολογήσεις σχετικά με το περιεχόμενο μίας πρότασης δυσπιστίας ή και σχετικά με τις προθέσεις εκείνων που την υποβάλουν, προκειμένου η πρόταση αυτή να συζητηθεί;
Στην πραγματικότητα, η αρμοδιότητα του Προεδρείου της Βουλής να κάνει κατ’ αρχήν αποδεκτή πρόταση δυσπιστίας θα πρέπει να εξαντλείται στη διαπίστωση της συνδρομής των τριών τυπικών κι εύκολα ελέγξιμων προϋποθέσεων που θέτει η παρ. 2 του άρθρου 84: Πρώτον, να είναι η πρόταση υπογεγραμμένη από 50 τουλάχιστον Βουλευτές. Δεύτερον, να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση. Τρίτον, να έχει παρέλθει εξάμηνο από την απόρριψη πρότασης δυσπιστίας κατά του ίδιου προσώπου ή οργάνου, σύμφωνα με όσα υποστηρίχθηκαν παραπάνω. Η ερμηνεία κι εφαρμογή των παραπάνω προϋποθέσεων (της τρίτης κι επίμαχης συμπεριλαμβανομένης) θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα τη συρρίκνωση της δυνατότητας εκφοράς αξιολογικών κρίσεων εκ μέρους του Προεδρείου της Βουλής. Το κριτήριο της συνάφειας των θεμάτων που θα συζητηθούν δεν πληροί την παραπάνω προϋπόθεση. Αντίθετα, το κριτήριο της ταυτότητας των προσώπων κατά των οποίων στρέφεται μία πρόταση δυσπιστίας πληροί την παραπάνω προϋπόθεση.
Απομένει το ενδεχόμενο «κατάχρησης» της δυνατότητας υποβολής προτάσεων δυσπιστίας εκ μέρους της Αντιπολίτευσης. Το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορεί να εξαλειφθεί, με δεδομένη τη διατύπωση των συνταγματικών διατάξεων ως έχουν σήμερα. Προς αποφυγή του ενδεχομένου αυτού, το μόνο που μπορεί να επικαλεστεί κανείς είναι την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης εκ μέρους της Αντιπολίτευσης για τις όποιες κοινοβουλευτικές ενέργειές της. Το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν εμφανίστηκε το φαινόμενο στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Βενιζέλος αποτελεί κατ’ εμάς ένδειξη ότι οι μηχανισμοί της πολιτικής ευθύνης λειτουργούν, έστω και ελαττωματικά, τόσο ως προς την εκάστοτε Κυβέρνηση, όσο όμως και ως προς την εκάστοτε Αντιπολίτευση. Οι απόψεις του κ. Βενιζέλου περί ανεύθυνης ηθικά, εθνικά κ.ο.κ. αντιπολίτευσης έχουν νόημα μόνον στο πλαίσιο της ουσιαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης και δεν επιτρέπεται, ασφαλώς, να καθορίζουν το εύρος των συνταγματικών ευχερειών της Αντιπολίτευσης.
Κάθε άλλη προσέγγιση θα διάνοιγε διάπλατα το περιθώριο για καταστρατήγηση του Συντάγματος εκ μέρους της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας σε βάρος ακόμη και αυτής της θεμελιώδους ευχέρειας της Αντιπολίτευσης να αντιπολιτεύεται θέτοντας ζήτημα δυσπιστίας. Για το λόγο αυτό, κρίνουμε ότι οι ερμηνευτικοί ισχυρισμοί του κ. Βενιζέλου είναι άτοποι από τη σκοπιά του Συνταγματικού Δικαίου και θα πρέπει να απορριφθούν ως έχουν.
7. Ας μας επιτραπεί να επισημάνουμε, επιπροσθέτως, ότι οι ισχυρισμοί του κ. Βενιζέλου περί των υποτιθέμενων αντεθνικών ή άλλων σκοπιμοτήτων της Αντιπολίτευσης είναι άτοποι και στην πολιτική ουσία τους.
Η κίνηση της αντιπολίτευσης να θέσει ζήτημα δυσπιστίας συνδέεται βέβαια με τις βαρύνουσες, ιστορικά και πολιτικά, ευθύνες του κ. Στουρνάρα εν όψει των συγκεκριμένων διατάξεων του νομοσχεδίου για τις τράπεζες και τους τραπεζίτες, όπως οι διατάξεις αυτές καθορίστηκαν σε συνεννόηση με τους δανειστές πριν από λίγες ημέρες (ενώ βέβαια δεν υπήρχαν όταν είχε υποβληθεί η προηγούμενη πρόταση δυσπιστίας πριν από αρκετούς μήνες). Όμως, η κίνηση της Αντιπολίτευσης είχε επιπροσθέτως μία ακόμη, συνταγματική αυτή τη φορά, διάσταση: Στρεφόταν ενάντια στην αντιδημοκρατική και αντισυνταγματική οδό που επέλεξε και πάλι η Κυβέρνηση, προκειμένου να εισαγάγει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο στη Βουλή. Αναφερόμαστε ασφαλώς στην πρακτική των «μόναρθρων» νομοσχεδίων, η οποία εκβιάζει τη θετική ψήφο των κυβερνητικών βουλευτών επί πλήθους ζητημάτων, ακόμη και με δηλωμένη τη διαφωνία τους επί συγκεκριμένων ρυθμίσεων, οι οποίες θα έπρεπε κανονικά να αποτελούν περιεχόμενο ξεχωριστών από νομοτεχνική σκοπιά διατάξεων. Αναφερόμαστε επίσης στη χρήση κι αυτή τη φορά της διαδικασίας του κατεπείγοντος, η οποία συρρικνώνει τη δυνατότητα γνώσης των ρυθμίσεων ενός τόσο μακροσκελούς και σημαντικού νομοσχεδίου εκ μέρους των Βουλευτών και βέβαια αναιρεί την όποια δυνατότητα στοιχειώδους διαβούλευσης επί των περιεχομένων του.
Ο ίδιος ο κ. Βενιζέλος πριν από λίγες ημέρες είχε δηλώσει δημόσια τα εξής: «Δεν θα εκβιάσουμε τους βουλευτές με νομοτεχνικά τεχνάσματα. Αρνούμαι να μπω σε αυτή την ευτελή συζήτηση». Στη συνέχεια, κατά τα φαινόμενα, άλλαξε γνώμη. Όμως, η δήλωση παραμένει και με αυτήν ομολογείται, ανοιχτά πλέον, ότι η πρακτική των «μόναρθρων» νομοσχεδίων που υιοθετεί εδώ και καιρό η Κυβέρνηση συνιστά εκβιασμό, δηλαδή θίγει την ελευθερία γνώμης και ψήφου των Βουλευτών, η οποία αποτελεί κι αυτή συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος (ας μην το ξεχνάμε ή μάλλον ας μην το θυμόμαστε μόνον επιλεκτικά).
Στο πλαίσιο αυτό θα έπρεπε να αξιολογηθεί, επίσης, η κίνηση της Αντιπολίτευσης να θέσει ζήτημα δυσπιστίας: Ποιο άλλο μέσο πολιτικής αντίδρασης διαθέτει η αντιπολίτευση σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία, εν όψει προφανών και ομολογημένων πλέον καταστρατηγήσεων του Συντάγματος εκ μέρους της Κυβέρνησης; Το δεδομένο αυτό παρακάμφθηκε βέβαια στην ανάλυση του κ. Βενιζέλου περί της ερμηνείας του άρθρου 84 παρ. 2. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι δεν θα βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να αλλάξει και πάλι γνώμη και να αναιρέσει τις ηθικές ερμηνείες του Συντάγματος στις οποίες προέβη, σε περίπτωση που η ιστορία τον θέσει στην Αντιπολίτευση, οπότε οι συνταγματικές του ευχέρειες θα εξαρτώνται, σύμφωνα με τη δική του θέση, από την αξιολόγηση της πολιτικής του ηθικής εκ μέρους των μελών της όποιας μελλοντικής κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Ας ελπίσουμε ότι η επικίνδυνη οδός που διάνοιξε η τοποθέτησή του κ. Βενιζέλου δεν θα αποτελέσει πάγιο στοιχείο της κοινοβουλευτικής πρακτικής στη χώρα μας.
*Ο Κώστας Ν. Στρατηλάτης είναι Επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Κύπρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου