Της Πέπης Ρηγοπούλου, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
Oλα ξεκίνησαν στο τελευταίο μάθημα με θέμα την περιπλάνηση. Eνας ταλαντούχος φοιτητής με αποφασισμένο βλέμμα μάς μίλησε για τη γοητεία τού να μη σταματάς πουθενά, του να μη στέκεσαι σε ένα μέρος. Μια σωτήρια κινητικότητα. Δεχόμουν το ένα πίσω από το άλλο τα επιχειρήματα, γοητευμένη κι εγώ από τη ρευστότητα των πραγμάτων, τη γοητεία της αέναης κίνησης.
Ανθρωποι που περιφρουρούν τη ζωντάνια τους περιπλανώμενοι από δρόμο σε δρόμο, από νησί σε νησί, από τη μια πολιτεία και χώρα στην άλλη. Χωρίς άλλο στόχο από τη χαρά της έκπληξης, την ανάγκη να νιώσουν το άγνωστο δικό τους.
Και ξαφνικά το είδα μπροστά στα μάτια μου. Αυτό που εγώ ένιωθα -ξεκινώντας από τους αρχαίους μύθους της περιπλάνησης, τους περιπλανώμενους ιππότες και φτάνοντας στους ήρωες του μυθιστορήματος, στον Μποντλέρ και ακόμα πιο μετά στον Μπένγιαμιν- ως περιπλάνηση, η γραφειοκρατία των Βρυξελλών το είχε μεταλλάξει βαφτίζοντάς το «κινητικότητα». Στην αρχή η έννοια αυτή ήρθε να φωλιάσει στον κόσμο της τέχνης και του πολιτισμού. Ή τουλάχιστον εκεί την πρωτοσυνάντησα, όταν έλαβα μέρος σε ένα συνέδριο σχετικό με την καλλιτεχνική κινητικότητα. Δεν θυμάμαι τώρα αν στο συνέδριο εκείνο είχαν λάβει μέρος και καλλιτέχνες από τα Βαλκάνια χρηματοδοτούμενοι από το Ιδρυμα Σόρος. Μπορεί και ναι.
Εφυγα ικανοποιημένη, όπως συμβαίνει κάθε φορά που σε ένα συνέδριο έρχονται άνθρωποι για να σου μιλήσουν, να έχουν μαζί σου έναν διάλογο. Τι περιπλάνηση, σκεφτόμουν, τι κινητικότητα! Τα μηνύματα της τέχνης και του πολιτισμού να διαπερνούν τα σύνορα, η ώσμωση ανάμεσα σε διαφορετικές ιδέες, κώδικες, προσωπικότητες να γονιμοποιεί τη δημιουργία σε κάθε διαφορετική χώρα και να πλαταίνει τους κοινούς ορίζοντες. Αυτό που δεν είχα καταλάβει ήταν πως για άλλη μια φορά η διαδικασία επρόκειτο να καταβροχθίσει την ουσία. Οτι μέσα στη βιασύνη να γίνουν πολλά και εντυπωσιακά και αρεστά στους σχεδιαστές των ευρωπαϊκών πολιτικών, η περίφημη κινητικότητα θα κατέληγε, όπως κατέληξε εννιά φορές στις δέκα, σε διακίνηση του κενού.
Μια άλλη κινητικότητα, το ίδιο ή μάλλον περισσότερο ψευδεπίγραφη, κυριαρχεί σήμερα σε αυτό που αποκαλούμε αισιόδοξα δημόσιο διάλογο και που αποτελείται κατά κύριο λόγο από τους μονολόγους των πολιτικών και το τιτίβισμα των παπαγάλων των Μέσων της μη επικοινωνίας.
Πρόκειται για την «κινητικότητα» των δημοσίων υπαλλήλων, όρο/ προσωπείο που γνωρίσαμε στην Ελλάδα και που μετακινείται σήμερα στη γειτονική Ιταλία, συγκαλύπτοντας την έξωση από τη δουλειά, την ανεργία, τον εξευτελισμό, την εξαθλίωση. Σύγχρονη πολιτισμένη μορφή προγενέστερων μορφών «κινητικότητας», που γνώρισαν και γνωρίζουν ολόκληροι λαοί, όταν η αυθαιρεσία των ισχυρών του κόσμου τούς οδηγεί προς τον εκτοπισμό, την εξορία και άλλους ζοφερούς προορισμούς.
Αμετακίνητοι στην ύποπτη κενολογία περί κινητικότητας οι «απο-φασιστές» (decideurs) της μοίρας μας δεν θέλουν να αντιληφθούν τη ζοφερή κίνηση των πραγμάτων. Τις στρατιές των θυμάτων της πολιτικής τους που μπορεί ανά πάσα στιγμή να περάσουν από την απελπισία στην απειλή.
Oλα ξεκίνησαν στο τελευταίο μάθημα με θέμα την περιπλάνηση. Eνας ταλαντούχος φοιτητής με αποφασισμένο βλέμμα μάς μίλησε για τη γοητεία τού να μη σταματάς πουθενά, του να μη στέκεσαι σε ένα μέρος. Μια σωτήρια κινητικότητα. Δεχόμουν το ένα πίσω από το άλλο τα επιχειρήματα, γοητευμένη κι εγώ από τη ρευστότητα των πραγμάτων, τη γοητεία της αέναης κίνησης.
Ανθρωποι που περιφρουρούν τη ζωντάνια τους περιπλανώμενοι από δρόμο σε δρόμο, από νησί σε νησί, από τη μια πολιτεία και χώρα στην άλλη. Χωρίς άλλο στόχο από τη χαρά της έκπληξης, την ανάγκη να νιώσουν το άγνωστο δικό τους.
Και ξαφνικά το είδα μπροστά στα μάτια μου. Αυτό που εγώ ένιωθα -ξεκινώντας από τους αρχαίους μύθους της περιπλάνησης, τους περιπλανώμενους ιππότες και φτάνοντας στους ήρωες του μυθιστορήματος, στον Μποντλέρ και ακόμα πιο μετά στον Μπένγιαμιν- ως περιπλάνηση, η γραφειοκρατία των Βρυξελλών το είχε μεταλλάξει βαφτίζοντάς το «κινητικότητα». Στην αρχή η έννοια αυτή ήρθε να φωλιάσει στον κόσμο της τέχνης και του πολιτισμού. Ή τουλάχιστον εκεί την πρωτοσυνάντησα, όταν έλαβα μέρος σε ένα συνέδριο σχετικό με την καλλιτεχνική κινητικότητα. Δεν θυμάμαι τώρα αν στο συνέδριο εκείνο είχαν λάβει μέρος και καλλιτέχνες από τα Βαλκάνια χρηματοδοτούμενοι από το Ιδρυμα Σόρος. Μπορεί και ναι.
Εφυγα ικανοποιημένη, όπως συμβαίνει κάθε φορά που σε ένα συνέδριο έρχονται άνθρωποι για να σου μιλήσουν, να έχουν μαζί σου έναν διάλογο. Τι περιπλάνηση, σκεφτόμουν, τι κινητικότητα! Τα μηνύματα της τέχνης και του πολιτισμού να διαπερνούν τα σύνορα, η ώσμωση ανάμεσα σε διαφορετικές ιδέες, κώδικες, προσωπικότητες να γονιμοποιεί τη δημιουργία σε κάθε διαφορετική χώρα και να πλαταίνει τους κοινούς ορίζοντες. Αυτό που δεν είχα καταλάβει ήταν πως για άλλη μια φορά η διαδικασία επρόκειτο να καταβροχθίσει την ουσία. Οτι μέσα στη βιασύνη να γίνουν πολλά και εντυπωσιακά και αρεστά στους σχεδιαστές των ευρωπαϊκών πολιτικών, η περίφημη κινητικότητα θα κατέληγε, όπως κατέληξε εννιά φορές στις δέκα, σε διακίνηση του κενού.
Μια άλλη κινητικότητα, το ίδιο ή μάλλον περισσότερο ψευδεπίγραφη, κυριαρχεί σήμερα σε αυτό που αποκαλούμε αισιόδοξα δημόσιο διάλογο και που αποτελείται κατά κύριο λόγο από τους μονολόγους των πολιτικών και το τιτίβισμα των παπαγάλων των Μέσων της μη επικοινωνίας.
Πρόκειται για την «κινητικότητα» των δημοσίων υπαλλήλων, όρο/ προσωπείο που γνωρίσαμε στην Ελλάδα και που μετακινείται σήμερα στη γειτονική Ιταλία, συγκαλύπτοντας την έξωση από τη δουλειά, την ανεργία, τον εξευτελισμό, την εξαθλίωση. Σύγχρονη πολιτισμένη μορφή προγενέστερων μορφών «κινητικότητας», που γνώρισαν και γνωρίζουν ολόκληροι λαοί, όταν η αυθαιρεσία των ισχυρών του κόσμου τούς οδηγεί προς τον εκτοπισμό, την εξορία και άλλους ζοφερούς προορισμούς.
Αμετακίνητοι στην ύποπτη κενολογία περί κινητικότητας οι «απο-φασιστές» (decideurs) της μοίρας μας δεν θέλουν να αντιληφθούν τη ζοφερή κίνηση των πραγμάτων. Τις στρατιές των θυμάτων της πολιτικής τους που μπορεί ανά πάσα στιγμή να περάσουν από την απελπισία στην απειλή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου