ο Σλάβοϊ Ζίζεκ για τις διαδηλώσεις στην Τουρκία και την Ελλάδα, απο το Red NoteBook...
Στα πρώιμα έργα του, ο Μαρξ περιέγραψε τη γερμανική κατάσταση ως μια κατάσταση στην οποία η μόνη απάντηση στα συγκεκριμένα προβλήματα ήταν η παγκόσμια λύση: η παγκόσμια επανάσταση. Αυτή είναι μια λακωνική έκφραση της διαφοράς μεταξύ μιας ρεφορμιστικής και μιας επαναστατικής περιόδου: σε μια ρεφορμιστική περίοδο, η παγκόσμια επανάσταση παραμένει ένα όνειρο το οποίο, αν κάνει κάτι, απλώς δίνει έμφαση στις προσπάθειες να αλλάξουν τα πράγματα τοπικά.
Σε μια επαναστατική περίοδο, γίνεται ξεκάθαρο ότι τίποτε δεν θα βελτιωθεί χωρίς την παγκόσμια ριζοσπαστική αλλαγή. Με αυτήν την καθαρά τυπική έννοια, το 1990 ήταν μια επαναστατική χρονιά: ήταν σαφές ότι οι αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις των κομμουνιστικών κρατών δεν θα λειτουργούσαν και ότι μια συνολική ρήξη χρειαζόταν για την επίλυση ακόμα και των καθημερινών προβλημάτων, όπως η διασφάλιση αναγκαίας τροφής για τους ανθρώπους.
Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε σήμερα; Είναι τα προβλήματα και οι διαμαρτυρίες των τελευταίων χρόνων σημάδια μιας επερχόμενης παγκόσμιας κρίσης ή είναι απλώς ήσσονος σημασίας εμπόδια τα οποία μπορούν να αντιμετωπιστούν με τη βοήθεια τοπικών παρεμβάσεων; Το πιο αξιοσημείωτο σχετικά με τις εξεγέρσεις είναι ότι λαμβάνουν χώρα όχι μόνο, ή όχι κυρίως, στα αδύναμα σημεία του συστήματος, αλλά σε μέρη τα οποία θεωρούνταν μέχρι σήμερα ως επιτυχημένες ιστορίες.
Γνωρίζουμε το γιατί οι άνθρωποι διαμαρτύρονται στην Ελλάδα και την Ισπανία, όμως γιατί υπάρχει πρόβλημα σε τέτοιες ευημερούσες ή ταχέως αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Τουρκία, η Σουηδία ή η Βραζιλία; Εκ των υστέρων, ίσως θεωρήσουμε την επανάσταση του Χομεϊνί το 1979 ως το αρχικό «πρόβλημα στον παράδεισο», δεδομένου ότι συνέβη σε μια χώρα που είχε ανοδικούς ρυθμούς ανάπτυξης και φιλοδυτική κατεύθυνση εκσυγχρονισμού, και ήταν ένθερμος σύμμαχος της Δύσης στην περιοχή. Υπάρχει ίσως κάποιο λάθος με την έννοια του παραδείσου μας.
Πριν από το τρέχον κύμα διαδηλώσεων, η Τουρκία βρισκόταν σε αναβρασμό: το ίδιο το μοντέλο ενός κράτους ικανού να συνδυάσει μια ακμάζουσα φιλελεύθερη οικονομία με έναν ταιριαστό στην Ευρώπη μετριοπαθή ισλαμισμό έμοιαζε μια ευπρόσδεκτη αντίθεση με την πιο «ευρωπαϊκή» Ελλάδα, εγκλωβισμένη σε ένα ιδεολογικό τέλμα και τείνουσα προς την οικονομική αυτοκαταστροφή.
Είναι αλήθεια ότι υπήρχαν δυσοίωνα σημάδια εδώ και εκεί (η άρνηση του Ολοκαυτώματος των αρμενίων από την Τουρκία, οι συλλήψεις δημοσιογράφων, το άλυτο πρόβλημα των κούρδων, οι εκκλήσεις για την ένδοξη Τουρκία που θα αναστήσει την παράδοση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η περιστασιακή επιβολή θρησκευτικών νόμων), αλλά απορρίπτονταν ως μικρές κηλίδες που δεν θα τους επιτρεπόταν να αλλοιώσουν τη συνολική εικόνα.
Στη συνέχεια, είχαμε την έκρηξη της διαμαρτυρίας στην πλατεία Ταξίμ. Ο καθένας γνωρίζει ότι η σχεδιαζόμενη μετατροπή ενός πάρκου που συνορεύει με την πλατεία Ταξίμ στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης σε ένα εμπορικό κέντρο δεν αφορούσε τον πραγματικό λόγο των διαδηλώσεων, και ότι μια βαθύτερη ανησυχία κέρδιζε ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος.
Το ίδιο ίσχυε και για τις διαδηλώσεις στην Βραζιλία, στα μέσα του Ιούνη: αυτό που τις πυροδότησε ήταν μια μικρή αύξηση του κόστους των μέσων μαζικής μεταφοράς, αλλά συνεχίστηκαν και μετά την ανάκληση του μέτρου. Εδώ, επίσης, οι διαδηλώσεις εμφανίστηκαν σε μια χώρα η οποία – σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης, τουλάχιστον – απολάμβανε μια οικονομική άνθηση και είχε κάθε λόγο να αισθάνεται σίγουρη για το μέλλον.
Σε αυτήν την περίπτωση, οι διαδηλώσεις προφανώς υποστηρίχθηκαν από την πρόεδρο Ντίλμα Ρούσεφ, η οποία εξέφρασε την ικανοποίησή της για αυτές.
Είναι σημαντικό το γεγονός ότι δεν αναγνωρίζουμε τις διαδηλώσεις των τούρκων απλώς ως μια εξέγερση της κοινωνίας πολιτών εναντίον του αυταρχικού ισλαμικού καθεστώτος που υποστηρίζεται από μια σιωπηλή μουσουλμανική πλειοψηφία. Αυτό που περιπλέκει την εικόνα είναι η αντικαπιταλιστική ώθηση των διαδηλώσεων: οι διαδηλωτές ενστικτωδώς αισθάνονται ότι ο φονταμενταλισμός της ελεύθερης αγοράς και το φονταμενταλιστικό Ισλάμ δεν είναι αμοιβαία αποκλειόμενα.
Η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου από μια ισλαμιστική κυβέρνηση φανερώνει ότι οι δυο μορφές του φονταμενταλισμού μπορούν να εργαστούν από κοινού. Είναι ένα σαφές σημάδι ότι ο «αιώνιος» γάμος ανάμεσα στη δημοκρατία και τον καπιταλισμό πλησιάζει προς το διαζύγιο.
Επίσης, είναι ουσιαστικό να αναγνωρίσουμε ότι οι διαδηλωτές δεν επιδιώκουν κανέναν αναγνωρίσιμο «πραγματικό» στόχο. Οι διαδηλωτές δεν είναι «πραγματικά» κατά του παγκόσμιου καπιταλισμού, «πραγματικά» κατά του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, «πραγματικά» υπέρ των πολιτικών ελευθεριών και της δημοκρατίας ή «πραγματικά» υπέρ κάποιου από αυτά συγκεκριμένα.
Αυτό που η πλειοψηφία εκείνων που έχουν συμμετάσχει στις διαδηλώσεις γνωρίζει είναι ένα ρευστό αίσθημα ανησυχίας και δυσαρέσκειας που διατηρεί και ενώνει διάφορες ειδικές απαιτήσεις. Ο αγώνας για την κατανόηση των διαδηλώσεων δεν είναι μόνο επιστημολογικός, με τους δημοσιογράφους και τους θεωρητικούς να προσπαθούν να εξηγήσουν το πραγματικό τους περιεχόμενο.
Είναι, επίσης, ένας οντολογικός αγώνας γι΄ αυτό που λαμβάνει χώρα εντός των ίδιων των διαδηλώσεων. Είναι απλώς μια πάλη ενάντια στη διεφθαρμένη διοίκηση της πόλης; Είναι μια πάλη ενάντια στο αυταρχικό ισλαμιστικό καθεστώς; Είναι μια πάλη ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου; Το ερώτημα είναι ανοιχτό και το πώς θα απαντηθεί θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης πολιτικής διαδικασίας.
Το 2011, όταν ξέσπασαν διαδηλώσεις σε όλη την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, πολλοί επέμειναν ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως παραδείγματα ενός ενιαίου παγκόσμιου κινήματος.
Αντίθετα, συμφώνησαν ότι καθένα από αυτά ήταν μια απάντηση σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Στην Αίγυπτο, οι διαδηλωτές διεκδικούσαν ότι σε άλλες χώρες το κίνημα Occupy ήταν εναντίον: «ελευθερία» και «δημοκρατία». Ακόμη και στις μουσουλμανικές χώρες ήταν σημαντικές οι διαφορές: η αραβική άνοιξη στην Αίγυπτο ήταν μια διαμαρτυρία κατά ενός διεφθαρμένου αυταρχικού φιλοδυτικού καθεστώτος, η Πράσινη Επανάσταση στο Ιράν, που ξεκίνησε το 2009, ήταν κατά του αυταρχικού ισλαμισμού.
Είναι εύκολο να δούμε πως μια τέτοιου τύπου συγκεκριμένη διαμαρτυρία ελκύει τους υποστηρικτές του κατεστημένου: δεν υπάρχει απειλή για την ίδια την παγκόσμια τάξη, μόνο μια σειρά ξεχωριστών τοπικών προβλημάτων.
Ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι μια σύνθετη διαδικασία που επηρεάζει διαφορετικές χώρες με διαφορετικούς τρόπους. Αυτό που ενώνει τις διαμαρτυρίες, σε όλο τους το εύρος, είναι ότι αποτελούν όλες αντιδράσεις κατά των διαφόρων πτυχών της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Η γενική τάση του σημερινού παγκόσμιου καπιταλισμού είναι η περαιτέρω επέκταση της αγοράς, η ολοένα και με αυξητικό τρόπο περίφραξη του δημόσιου χώρου, η μείωση των δημόσιων υπηρεσιών (υγεία, παιδεία, πολιτισμός) και η ολοένα και πιο αυταρχική πολιτική εξουσία.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που οι έλληνες διαδηλώνουν κατά των κανόνων του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και του δικού τους διεφθαρμένου και αναποτελεσματικού κράτους, το οποίο είναι όλο και λιγότερο σε θέση να παρέχει βασικές κοινωνικές υπηρεσίες. Επίσης, είναι σε αυτό το πλαίσιο που οι τούρκοι διαδηλώνουν κατά της εμπορευματοποίησης του δημόσιου χώρου και του θρησκευτικού αυταρχισμού, που οι αιγύπτιοι διαδηλώνουν κατά ενός καθεστώτος που υποστηρίζεται από τις δυτικές δυνάμεις, που οι ιρανοί διαδηλώνουν κατά της διαφθοράς και του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και ούτω καθεξής.
Καμιά από αυτές τις διαδηλώσεις δεν μπορεί να υποβιβαστεί σε ένα και μόνο θέμα. Όλες αφορούν έναν συγκεκριμένο συνδυασμό τουλάχιστον δυο θεμάτων, το ένα οικονομικό (από τη διαφθορά στην αναποτελεσματικότητα του ίδιου του καπιταλισμού), το άλλο πολιτικοιδεολογικό (από το αίτημα για δημοκρατία στο ζήτημα ότι η συμβατικά πολυκομματική δημοκρατία είναι έκπτωτη). Το ίδιο ισχύει και για το κίνημα «Occupy». Κάτω από την πληθώρα (συχνά συγκεχυμένων) δηλώσεων, το κίνημα είχε δυο βασικά χαρακτηριστικά. Το πρώτο, τη δυσαρέσκεια για τον καπιταλισμό ως ένα σύστημα, κι όχι μόνο λόγω συγκεκριμένων τοπικών κηλίδων του, και το δεύτερο, μια συνειδητοποίηση ότι η θεσμοθετημένη μορφή αντιπροσωπευτικής, πολυκομματικής δημοκρατία δεν παρέχει τα εργαλεία για την καταπολέμηση του καπιταλιστικού πλεονάσματος, δηλαδή η δημοκρατία πρέπει να εφευρεθεί εκ νέου.
Ακριβώς επειδή η βασική αιτία των διαδηλώσεων είναι ο παγκόσμιος καπιταλισμός, αυτό δεν σημαίνει ότι η μόνη λύση είναι η ανατροπή του άμεσα. Ούτε είναι βιώσιμο να επιδιώκουμε την πραγματιστική εναλλακτική, η οποία πρόκειται να ασχοληθεί με τα επιμέρους προβλήματα και να περιμένει τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό.
Αυτό παραβλέπει το γεγονός ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι αναγκαστικά ασυμβίβαστος: η ελεύθερη αγορά πηγαίνει χέρι-χέρι με την υποστήριξη των ΗΠΑ για τους δικούς της αγρότες, το κήρυγμα δημοκρατίας πηγαίνει χέρι-χέρι με την υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας. Αυτή η αντίφαση ανοίγει ένα χώρο για πολιτική παρέμβαση: οπουδήποτε το πολιτικό σύστημα αναγκάζεται να παραβιάσει τους δικούς του κανόνες, υπάρχει μια ευκαιρία για το ίδιο να επιμείνει ότι ακολουθεί αυτούς τους κανόνες. Η απαίτηση συνέπειας σε στρατηγικά επιλεγμένα σημεία, όπου το σύστημα δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά και δεν είναι συνεπές, είναι να ασκήσει πίεση σε ολόκληρο το σύστημα.
Η τέχνη της πολιτικής βασίζεται στη δημιουργία συγκεκριμένων απαιτήσεων, η οποία, ενώ είναι πλήρως ρεαλιστική, χτυπά στον πυρήνα της ηγεμονικής ιδεολογίας και συνεπάγεται πολύ πιο ριζική αλλαγή. Τέτοιες απαιτήσεις, ενώ είναι εφικτές και νόμιμες, είναι εκ των πραγμάτων αδύνατες. Η πρόταση του Ομπάμα για καθολική υγειονομική περίθαλψη ήταν μια τέτοια περίπτωση, η οποία εξηγεί γιατί οι αντιδράσεις σε αυτό ήταν τόσο βίαιες.
Ένα πολιτικό κίνημα ξεκινά με μια ιδέα, κάτι για να αγωνιστούμε, αλλά στην πορεία η ιδέα υποβάλλεται σε βαθύ μετασχηματισμό –όχι απλώς σε ένα τακτικό βόλεμα, αλλά σε έναν ουσιαστικό επαναπροσδιορισμό– γιατί η ίδια η ιδέα γίνεται μέρος της διαδικασίας: υπερπροσδιορίζεται. Ας πούμε ότι μια εξέγερση ξεκινά με μια απαίτηση για δικαιοσύνη, ίσως με τη μορφή μιας πρόσκλησης για την κατάργηση ενός συγκεκριμένου νόμου.
Όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να δένονται με αυτή, συνειδητοποιούν ότι θα χρειαστούν πολλά περισσότερα από την αρχική απαίτηση για να επιφέρουν πραγματική δικαιοσύνη. Το πρόβλημα έγκειται στο να ορίσουμε τι ακριβώς περικλείει το «πολλά περισσότερα».
Η φιλελεύθερη–ρεαλιστική άποψη διακηρύσσει ότι τα προβλήματα μπορούν να λυθούν σταδιακά, ένα προς ένα: «Οι άνθρωποι πεθαίνουν σήμερα στη Ρουάντα, οπότε ξεχάστε την αντιιμπεριαλιστική πάλη, αφήστε μας μόνο να εμποδίσουμε τη σφαγή» ή «Έχουμε να αγωνιστούμε κατά της φτώχειας και του ρατσισμού εδώ και τώρα, όχι να περιμένουμε την κατάρρευση της παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης».
Ο John Caputo υποστήριζε στο After the Death of God (2007): «Θα ήμουν απόλυτα ευχαριστημένος αν οι ακροαριστεροί πολιτικοί στις ΗΠΑ ήταν σε θέση να μεταρρυθμίσουν το σύστημα, παρέχοντας καθολική υγειονομική περίθαλψη, πιο δίκαιη και αποτελεσματική αναδιανομή του πλούτου με έναν αναθεωρημένο κώδικα IRS, αποτελεσματικά περιοριστική καμπάνια χρηματοδότησης, απελευθέρωση όλων των ψηφοφόρων, ανθρώπινη αντιμετώπιση των μεταναστών εργαζομένων, ασκώντας μια εξωτερική πολιτική που θα ενσωματώσει την αμερικανική δύναμη εντός του πλαισίου της διεθνούς κοινότητας, κλπ, δηλ, να παρεμβαίνει στον καπιταλισμό μέσω σοβαρών και εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων… Εάν, μετά από όλα αυτά, ο Μπαντιού και ο Ζίζεκ διαμαρτύρονταν ότι κάποιο τέρας που αποκαλείται καπιταλισμός μας παραμονεύει ακόμα, θα ήμουν διατεθειμένος να χαιρετίσω από το τέρας με ένα χασμουρητό».
Το πρόβλημα εδώ δεν είναι το συμπέρασμα του Caputo: αν κάποιος μπορούσε να επιτύχει όλα αυτά εντός του καπιταλιστικού πλαισίου, γιατί να μην παρέμεινε σε αυτόν; Το πρόβλημα είναι η βασική παραδοχή ότι είναι δυνατόν να επιτευχθούν όλα αυτά εντός του παγκόσμιου καπιταλισμού στη σημερινή του μορφή.
Τι θα συμβεί αν οι δυσλειτουργίες του καπιταλισμού, που αναφέρονται από τον Caputo, δεν είναι απλώς ενδεχόμενες διαταραχές, αλλά δομικές αναγκαιότητες; Τι θα συμβεί αν το όνειρο του Caputo είναι ένα όνειρο μιας παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης χωρίς τα συμπτώματά της, χωρίς τα σημεία κριτικής στα οποία η «καταπιεσμένη αλήθεια» προβάλλεται;
Οι σημερινές διαδηλώσεις και εξεγέρσεις διατηρούνται από το συνδυασμό επικαλυπτόμενων απαιτήσεων και αυτό εξηγεί τη δύναμή τους: αγωνίζονται για («κανονική», κοινοβουλευτική) δημοκρατία κατά των αυταρχικών καθεστώτων, κατά του ρατσισμού και του σεξισμού, κυρίως όταν αυτός έχει ως στόχο μετανάστες και πρόσφυγες, κατά της διαφθοράς στην πολιτική και την επιχειρηματική ζωή (βιομηχανική ρύπανση του περιβάλλοντος, κλπ), για το κράτος πρόνοιας κατά του νεοφιλελευθερισμού, και για νέες μορφές δημοκρατίας που φτάνουν πέρα από τις πολυκομματικές τελετουργίες.
Επίσης, αμφισβητούν το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα ως τέτοιο και προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανή την ιδέα μιας κοινωνίας πέρα από τον καπιταλισμό. Εδώ, πρέπει να αποφεύγονται δυο παγίδες: ψευδής ριζοσπαστισμός («αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι η κατάργηση του φιλελεύθερου–κοινοβουλευτικού καπιταλισμού, όλα τ’ άλλα είναι δευτερεύοντα»), αλλά και ο ψευδής προοδευτισμός («αυτή τη στιγμή πρέπει να αγωνιστούμε κατά της στρατιωτικής δικτατορίας και για βασική δημοκρατία, όλα τα όνειρα του σοσιαλισμού πρέπει να παραμεριστούν για την ώρα»).
Στο σημείο αυτό, δεν ντρεπόμαστε να υπενθυμίσουμε τη μαοϊκή διάκριση μεταξύ των κύριων και των δευτερευουσών ανταγωνισμών, μεταξύ εκείνων που στο τέλος έχουν μεγαλύτερη σημασία και εκείνων που σήμερα κυριαρχούν.
Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το να επιμείνουμε στην αρχή του ανταγωνισμού σημαίνει ότι χάνουμε την ευκαιρία να προσφέρουμε μια σημαντική ώθηση στην πάλη. Μόνο μια πολιτική που λαμβάνει πλήρως υπόψη της την πολυπλοκότητα του υπερκαθορισμού αξίζει να αποκαλείται στρατηγική. Όταν συμμετέχουμε σε έναν συγκεκριμένο αγώνα, το βασικό ερώτημα είναι: πως η εμπλοκή μας ή μη σε αυτόν επηρεάζει άλλους αγώνες; Ο γενικός κανόνας είναι ότι, όταν μια εξέγερση κατά ενός καταπιεστικού, ημι-δημοκρατικού καθεστώτος ξεσπά, όπως στη Μέση Ανατολή το 2011, είναι εύκολο να κινητοποιηθούν μεγάλα πλήθη με συνθήματα –για δημοκρατία, κατά της διαφθοράς, κλπ.
Αλλά σύντομα είμαστε αντιμέτωποι με πιο δύσκολες επιλογές. Όταν η εξέγερση επιτυγχάνει τον αρχικό της στόχο, συνειδητοποιούμε ότι αυτό που μας ενοχλεί πραγματικά (η έλλειψη της ελευθερίας μας, η ταπείνωσή μας, η διαφθορά, ελάχιστες προοπτικές) εξακολουθεί να υφίσταται σε μια νέα μορφή, έτσι ώστε να είμαστε αναγκασμένοι να αναγνωρίσουμε ότι υπήρξε ένα ελάττωμα στον ίδιο τον στόχο.
Αυτό μπορεί να συνεπάγεται ότι η ίδια η δημοκρατία μπορεί να είναι μια μορφή ανελευθερίας ή ότι πρέπει να απαιτήσουμε κάτι παραπάνω από την αυστηρώς πολιτική δημοκρατία: η κοινωνική και οικονομική ζωή πρέπει επίσης να εκδημοκρατιστούν. Εν συντομία, αυτό που αρχικά θεωρούμε ως μια αποτυχία για την πλήρη εφαρμογή μιας ευγενούς αρχής (δημοκρατική ελευθερία) είναι στην πραγματικότητα μια αποτυχία συνυφασμένη με την ίδια την αρχή. Αυτή η συνειδητοποίηση –ότι η αποτυχία μπορεί να είναι συνυφασμένη με την αρχή για την οποία αγωνιζόμαστε – είναι ένα μεγάλο βήμα για μια πολιτική διαπαιδαγώγηση.
Οι εκπρόσωποι της κυρίαρχης ιδεολογίας ξετυλίγουν ολόκληρο το οπλοστάσιό τους για να μας εμποδίσουν να φτάσουμε σε αυτό το ριζοσπαστικό συμπέρασμα. Μας λένε ότι η δημοκρατική ελευθερία φέρνει τις δικές της ευθύνες, ότι έχει ένα τίμημα, ότι είναι ανώριμο να περιμένουμε τόσα πολλά από τη δημοκρατία. Σε μια ελεύθερη κοινωνία, λένε, θα πρέπει να συμπεριφερόμαστε σαν καπιταλιστές, επενδύοντας στις δικές μας ζωές: αν αποτύχουμε να κάνουμε τις αναγκαίες θυσίες ή αν σε κάθε περίπτωση χάσουμε τον στόχο δεν έχουμε να κατηγορήσουμε κάποιον άλλο, αλλά μόνο τον εαυτό μας.
Με μια πιο άμεση πολιτική έννοια, οι ΗΠΑ έχουν ακολουθήσει σταθερά μια στρατηγική ελέγχου ζημιών στην εξωτερική τους πολιτική με την εκ νέου διοχέτευση λαϊκών εξεγέρσεων σε αποδεκτές κοινοβουλευτικές – καπιταλιστικές μορφές: στη Νότιο Αφρική μετά το απαρτχάιντ, στις Φιλιππίνες μετά την πτώση του καθεστώτος του Μάρκος, στην Ινδονησία μετά την πτώση του Σουχάρτο, κλπ.
Εδώ είναι όπου η πολιτική αρχίζει με τον κατάλληλο τρόπο: το πρόβλημα είναι η ώθηση όταν ολοκληρωθεί το πρώτο, συναρπαστικό κύμα αλλαγής, το πως θα κάνουμε το επόμενο βήμα χωρίς να υποκύψουμε στον πειρασμού του «ολοκληρωτισμού», πως θα μετακινηθούμε πέρα από τον Μαντέλα, χωρίς να γίνουμε Μουγκάμπε.
Τι θα σήμαινε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση; Ας συγκρίνουμε δυο γειτονικές χώρες, την Ελλάδα και την Τουρκία. Με την πρώτη ματιά, μπορεί να φαίνονται εντελώς διαφορετικές: Η Ελλάδα είναι εγκλωβισμένη στην καταστροφική πολιτική της λιτότητας, ενώ η Τουρκία απολαμβάνει μια οικονομική άνθιση και αναδύεται ως μια νέα περιφερειακή υπερδύναμη. Αλλά τι θα συμβεί αν κάθε Τουρκία δημιουργεί και περικλείει τη δικής της Ελλάδα, τα δικά της νησιά μιζέριας; Όπως το θέτει ο Μπρεχτ στο «Hollywood Elegies»: Το χωριό του Χόλυγουντ σχεδιάστηκε σύμφωνα με την ιδέα ότι οι άνθρωποι σε αυτά τα μέρη βρίσκονται στον παράδεισο. Σε αυτά τα μέρη έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Θεός απαιτεί έναν παράδεισο και μια κόλαση, δεν χρειάστηκε να σχεδιάσουν δυο καταστάσεις, αλλά μόνο μια: τον παράδεισο. Και αυτό προσδιορίζει και την άλλη, την μη ευημερούσα, την ανεπιτυχή, δηλαδή την κόλαση.
Αυτό περιγράφει αρκετά καλά το σημερινό «παγκόσμιο χωριό»: αυτό ισχύει για το Κατάρ ή το Ντουμπάι, τους «παιδότοπους» των πλουσίων που εξαρτώνται από τις συνθήκες της σχεδόν δουλείας για τους μετανάστες εργάτες. Μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει τις ομοιότητες μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας: την ιδιωτικοποίηση, την περίφραξη του δημόσιου χώρου, τη διάλυση των κοινωνικών υπηρεσιών, την άνοδο του αυταρχισμού της πολιτικής. Σε ένα πρωταρχικό επίπεδο, οι έλληνες και οι τούρκοι διαδηλωτές εμπλέκονται στον ίδιο αγώνα.
Το πραγματικό μονοπάτι θα ήταν να συντονίσουν τους δυο αγώνες, να απορρίψουν τους «πατριωτικούς» πειρασμούς, να αφήσουν πίσω τους την ιστορική εχθρότητα των δυο χωρών και να αναζητήσουν το έδαφος για αλληλεγγύη. Το μέλλον των διαδηλώσεων μπορεί να εξαρτάται από αυτό.
Πηγή: www.lrb.co.uk
Μετάφραση: Αιμιλία Κουκούμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου