Σε κάθε εποχή παρακμής εμφανίζεται ως ακράδαντο δόγμα η ιδεολογία τού δήθεν τέλους όλων των ιδεολογιών. Η ανθρωπότητα ορφανή από ιδεολογίες. Δεν είναι η πρώτη φορά που τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα ανάγονται σε ιδεολογικά αίτια από τις περιόδους που έχουν προηγηθεί και που η διαχείρισή τους εναποτίθεται σε «τεχνοκράτες», δήθεν απαλλαγμένους από ιδεολογικές παρωπίδες και με υποθετικό γνώμονα την «ωμή πραγματικότητα».
Ωστόσο, τι ακριβώς συνιστά «παρακμή»; Από τα τέλη του 19ου αιώνα καταδείχθηκε ότι αυτή δεν προκύπτει τόσο από τα πράγματα καθεαυτά, όσο κυρίως από την άρνηση των ελίτ, αλλά και της κοινωνίας, να αντιμετωπίσουν και να υπερβούν την νοσηρότητά τους. Η αίσθηση της «παρακμής» δεν συνιστά αντικειμενικό γεγονός, αλλά υποκειμενικό, που επισύρει αντικειμενικές συνέπειες. Ωστόσο, εάν ιδεολογικές αιτίες ευθύνονται για τη σημερινή κατάπτωση, η υποθετική «αποϊδεολογικοποίηση» στη διαχείρισή τους συνιστά ακόμη μεγαλύτερη απογείωση από την πραγματικότητα και με ακόμη πιο ολέθριες συνέπειες. Οταν απλά τεχνικά προβλήματα, που θα μπορούσαν να επιλύονται άμεσα, οδηγούνται εκ των άνω σε μοιραία, αλλά και ιδιοτελή, υποτροπή, με συνέπεια την οικονομική και κοινωνική καταστροφή, οι ισχυροί του μεγάλου χρήματος επωφελούνται πάντα με αρπακτικό τρόπο, για να ενισχύουν αθέμιτα τη θέση τους εις βάρος των κοινωνικά αδύναμων και να επιβάλουν μονόπλευρα τους όρους τους για το μέλλον. Τουλάχιστον, η κατίσχυσή τους ας μην παρουσιάζεται ως δήθεν «μονόδρομος» για την απεμπλοκή από την κρίση ούτε ως δήθεν σύμφωνη με το συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας, αλλά απλά και μόνον ως αυτό που πράγματι είναι: μονομερής αρπακτική συσσώρευση κοινωνικού πλούτου σε τιμές ευκαιρίας, με συνέπεια την ακόμη βαθύτερη ευθραυστότητα των κοινωνικών σχέσεων και την αύξουσα αδυναμία αναπαραγωγής τους, ακόμη και στο άμεσο μέλλον. Σε εποχές που ενισχύεται η αρπακτική διάσταση του συστήματος, εξασθενεί η αναπαραγωγική του ικανότητα.
Στη χώρα μας, ενώ εκ των άνω διοργανώνεται αύξουσα κοινωνική κατεδάφιση, εκ των άνω επίσης δεν παύει να διακηρύσσεται ότι δι' αυτού του τρόπου μια «νέα Ελλάδα» οικοδομείται. Ενώ η χώρα καταγράφει τις δραματικότερες στην Ευρώπη επιδόσεις σε όρους ύφεσης και ανεργίας, εν τούτοις οι κυβερνήσεις διαβεβαιώνουν ότι αυτός είναι ο απαράκαμπτος δρόμος για την ανάκαμψη. Κατά κόρον προβάλλεται ως προϋπόθεση για την ανάκαμψη η αποκατάσταση του «κλίματος εμπιστοσύνης» των επενδυτών. Ωστόσο, με τις περικοπές δαπανών, η ύφεση και η ανεργία δεν μειώνονται, αλλά εκτινάσσονται ακόμη περισσότερο προς τα βάθη η μεν, προς τα ύψη η δε. Με τις απολύσεις στο δημόσιο τομέα δεν αναχαιτίζεται η ύφεση, αλλά επισπεύδεται και μάλιστα επεκτείνεται με πολλαπλασιαστικά αρνητικά και μοιραία αποτελέσματα στον ιδιωτικό τομέα. Ακόμη μία φορά, η επίσημη προσέγγιση προβάλλεται αντεστραμμένα και απατηλά.
Το Δημόσιο λειτουργεί κανονικά ως αμορτισέρ κραδασμών του ιδιωτικού τομέα, όχι το αντίστροφο. Οταν προς υποθετική «εξυγίανση» του πρώτου περικόπτονται τα εισοδήματα, με συνέπεια τη συρρίκνωση και κατάρρευση της αγοράς, τότε το αδιέξοδο είναι πλήρες. Οταν οποιαδήποτε «εξυγίανση» προτάσσεται της ανάκαμψης, τότε όχι μόνον η τελευταία παραπέμπεται σε άδηλο μέλλον, αλλά επίσης η πρώτη μένει μετέωρη, αφού σε συνθήκες συρρίκνωσης ουδέν εξυγιαίνεται, ενώ όλα επιδεινώνονται. Οταν το Δημόσιο αποπληρώνει τα χρέη του ξεζουμίζοντας δημόσια υγεία, εκπαίδευση, πολιτισμό, τότε όχι μόνον το κοινωνικό κόστος είναι μεγαλύτερο από το οικονομικό όφελος, αλλά και το τελευταίο παραμένει «άπιαστος στόχος», αφού με την ύφεση τα δημόσια έσοδα συρρικνώνονται και οι μαύρες τρύπες προβάλλουν ανεξίτηλες.
Το ζητούμενο «κλίμα εμπιστοσύνης» δεν αποκαθίσταται, αλλά επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο με την κλιμάκωση της ύφεσης και της ανεργίας. Οταν η ανεργία σήμερα στην Ευρωζώνη ανέρχεται σε 20 εκατομμύρια εργαζομένους και χωρίς από την άλλη πλευρά τα δημοσιονομικά ισοζύγια να τίθενται εντός ελέγχου, το κλίμα εμπιστοσύνης δεν βελτιώνεται, αλλά υποσκάπτεται, με ευθύνη φυσικά όχι των θυμάτων, αλλά των θυτών. Εάν σήμερα το κλίμα και οι ρυθμοί ανάπτυξης βελτιώνονται ή συγκρατούνται στην Αμερική και την Ιαπωνία, αυτό δεν οφείλεται στην πρότερη εξισορρόπηση του ισοζυγίου, που παραμένει ευρύτατα ελλειμματικό, ούτε στον έλεγχο του χρέους, που διατηρείται σε εκρηκτικά επίπεδα, αλλά απλά και μόνον στην επέκταση της δημόσιας δαπάνης, που, σε στιγμές κρίσης, αναπληρώνει την ανεπάρκεια της ιδιωτικής.
Το κλίμα εμπιστοσύνης δεν αποτελεί ψυχολογικό πρόβλημα, αλλά οικονομικό και δεν βελτιώνεται με τις περικοπές δαπανών και ζήτησης, αλλά με την επέκταση αυτών. Η ευρωπαϊκή και ιδίως η γερμανική δυσανεξία στα διδάγματα της οικονομικής θεωρίας, ιστορίας και εμπειρίας από το πρόσφατο παρελθόν παραδίδει σήμερα τη χώρα μας -και μαζί της την Ευρώπη- στο βωμό του πιο άγριου, απεγνωσμένου και αποτυχημένου οικονομικού φονταμενταλισμού.
kvergo@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου