Τα πιο επιθετικά σχόλια για τον Κουβέλη και τη ΔΗΜ.ΑΡ. προήλθαν αυτές τις μέρες από ανθρώπους που μιλούν στο όνομα του "μεταρρυθμιστικού χώρου" της Κεντροαριστεράς. Αίφνης, ο διαχωρισμός του προέδρου της ΔΗΜ.ΑΡ. από τους Σαμαρά και Βενιζέλο έγινε συνώνυμο της δειλίας, του αριστερού συντηρητισμού και του παραδοσιακού πολιτικού κόστους. Στην καλύτερη περίπτωση, η στάση του θεωρήθηκε κληρονομιά μιας ηθικής αντίληψης, η οποία αδυνατεί να εννοήσει τις "ευθύνες της πολιτικής". Στη νέα τοποθέτηση της ΔΗΜ.ΑΡ. καταλογίστηκαν συγχρόνως και εναλλάξ οπορτουνισμός και ιδεολογικά κολλήματα, κομματική αυτοσυντήρηση και κομματική αυτοχειρία: ανάλογα με τα κίνητρα που έψαχναν οι σχολιαστές στην "ακατανόητη συμπεριφορά" του Κουβέλη.
Η απαξίωση του Φώτη Κουβέλη αποκαλύπτει ωστόσο κάτι βαθύτερο από μια πολιτική διαφωνία ανθρώπων του ευρύτερου χώρου της ΔΗΜ.ΑΡ. Σημαίνει απλά ότι ένα τμήμα του "μεταρρυθμιστικού χώρου" δεν αναγνωρίζει πλέον καμιά αξία στους πολιτικούς συμβολισμούς και στην τομή μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Ξεκινώντας αρχικά από την κριτική σε συγκεκριμένες ενσαρκώσεις της Αριστεράς διολίσθησαν σε έναν ακραίο πραγματισμό όπου όλα τα ζητήματα είναι υπό διαπραγμάτευση. Με αυτόν τον τρόπο η διακυβέρνηση παρουσιάζεται στον λόγο τους ως μια σφαίρα τεχνικών αποχρώσεων όπου μπορούν να δοκιμαστούν όλοι σχεδόν οι συνδυασμοί. Τα μοναδικά προβλήματα που προβάλλουν πλέον είναι προβλήματα επαρκών ή ανεπαρκών πολιτικών μάνατζερ, ευφυών ή ανόητων αξιωματούχων και διαχειριστών. Η έννοια της ευθύνης χάνει πλέον κάθε ηθικοπολιτικό επίχρισμα για να ταυτιστεί απλώς με την επαγγελματική ικανότητα του πολιτικού. Αν ο τάδε μπορεί να κάνει τη δουλειά, να προχωρήσει τις "μεταρρυθμίσεις", θεωρείται καλός. Και ας είναι και Άδωνις Γεωργιάδης. Η κριτική στον ιδεολογισμό αγγίζει το αντίθετο άκρο: την ιδιόμορφη αντίληψη ενός "κινέζικου" μεταρρυθμισμού που ομνύει στην αποτελεσματικότητα θυσιάζοντας όλο και περισσότερο τις άλλες διαστάσεις της πολιτικής εμπειρίας.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα με αυτόν τον εξτρέμ πραγματισμό που σπεύδει να μειώσει τις ηθικές και πολιτικές ανησυχίες για τη δημοκρατία ως "κολλήματα" και "ιδεοληψίες;". Ο κίνδυνος είναι ότι ενισχύει εκείνο το ρεύμα γνώμης που βλέπει την πολιτική σφαίρα και τους επαγγελματίες της ως μια (κυνική) συντεχνία της εξουσίας. Η κατάργηση των πολιτικών συνόρων και η περιφρόνηση για τους συμβολισμούς, εκτρέφει ακόμα περισσότερο τον πρωτόγονο αντικοινοβουλευτισμό και την ισοπέδωση. Από ένα σημείο και μετά δηλαδή ο απεριόριστα ευέλικτος πραγματισμός γίνεται χορηγός του κουφιοκέφαλου δογματισμού και της μισαλλόδοξης συνωμοσιολογίας.
Ο χώρος της ΔΗΜ.ΑΡ., ιδιαίτερα στην εξέλιξή του, υπήρξε ευάλωτος σε αυτό τον κίνδυνο. Αντιλήψεις που ταύτισαν τη σωφροσύνη με τη διαρκή συμβιβαστικότητα ή τις λαϊκές και κινηματικές διαστάσεις της πολιτικής με τον αριστερισμό, δημιούργησαν την αυταπάτη μιας αριστερής πολιτικής χωρίς κοινωνικές αναφορές. Και πάνω σε αυτή την αυταπάτη φύονται τώρα τα λόγια όσων υποστηρίζουν ότι κυβερνώσα Αριστερά σημαίνει προσχώρηση σε έναν υπερβατικό "μεταρρυθμισμό" υπό τον Σαμαρά.
Για να είμαστε ωστόσο δίκαιοι στη σκέψη μας, πρέπει να συμπληρώσουμε τα παραπάνω και με μια παρατήρηση για τη στάση της ριζοσπαστικής Αριστεράς απέναντι στις σοσιαλδημοκρατικές και μετριοπαθείς ευαισθησίες. Ισχυρίζομαι ότι η στάση αυτή δεν πρέπει να αντιγράφει το στιλ των "αποφασισμένων μεταρρυθμιστών". Δεν μπορεί ας πούμε στο όνομα της κοινωνικής/ ταξικής πόλωσης να απαιτεί κανείς τη διαμόρφωση ενός ομοιογενούς και στοιχισμένου αριστερού πεδίου. Όπως έχω γράψει και άλλοτε, ο χώρος των μετριοπαθών είναι υπαρκτός, ένα πολιτισμικό αποτύπωμα κάθε σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας και όχι απλώς μια υπόθεση της εκλογικής γεωγραφίας. Η συνάντηση με τμήματα αυτού του χώρου προϋποθέτει ένα ριζοσπαστικό ήθος δίχως κατηχήσεις και σαρωτικούς χαρακτηρισμούς, χωρίς εξυπνακίστικη ρητορική βία. Οι ευθύνες της ΔΗΜ.ΑΡ. για τα φαινόμενα έντονου ιδεολογικού αποχρωματισμού στον "ενδιάμεσο χώρο" είναι αναμφισβήτητες. Αλλά τώρα που της ζητούν πιστοποιητικά "μεταρρυθμιστικής καθαρότητας" οι άλλοι, δεν υπάρχει κανένας λόγος για αντίστοιχες συμπεριφορές από τον ΣΥΡΙΖΑ. Όχι για λόγους τακτικής αλλά για λόγους ουσίας.
Η απαξίωση του Φώτη Κουβέλη αποκαλύπτει ωστόσο κάτι βαθύτερο από μια πολιτική διαφωνία ανθρώπων του ευρύτερου χώρου της ΔΗΜ.ΑΡ. Σημαίνει απλά ότι ένα τμήμα του "μεταρρυθμιστικού χώρου" δεν αναγνωρίζει πλέον καμιά αξία στους πολιτικούς συμβολισμούς και στην τομή μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Ξεκινώντας αρχικά από την κριτική σε συγκεκριμένες ενσαρκώσεις της Αριστεράς διολίσθησαν σε έναν ακραίο πραγματισμό όπου όλα τα ζητήματα είναι υπό διαπραγμάτευση. Με αυτόν τον τρόπο η διακυβέρνηση παρουσιάζεται στον λόγο τους ως μια σφαίρα τεχνικών αποχρώσεων όπου μπορούν να δοκιμαστούν όλοι σχεδόν οι συνδυασμοί. Τα μοναδικά προβλήματα που προβάλλουν πλέον είναι προβλήματα επαρκών ή ανεπαρκών πολιτικών μάνατζερ, ευφυών ή ανόητων αξιωματούχων και διαχειριστών. Η έννοια της ευθύνης χάνει πλέον κάθε ηθικοπολιτικό επίχρισμα για να ταυτιστεί απλώς με την επαγγελματική ικανότητα του πολιτικού. Αν ο τάδε μπορεί να κάνει τη δουλειά, να προχωρήσει τις "μεταρρυθμίσεις", θεωρείται καλός. Και ας είναι και Άδωνις Γεωργιάδης. Η κριτική στον ιδεολογισμό αγγίζει το αντίθετο άκρο: την ιδιόμορφη αντίληψη ενός "κινέζικου" μεταρρυθμισμού που ομνύει στην αποτελεσματικότητα θυσιάζοντας όλο και περισσότερο τις άλλες διαστάσεις της πολιτικής εμπειρίας.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα με αυτόν τον εξτρέμ πραγματισμό που σπεύδει να μειώσει τις ηθικές και πολιτικές ανησυχίες για τη δημοκρατία ως "κολλήματα" και "ιδεοληψίες;". Ο κίνδυνος είναι ότι ενισχύει εκείνο το ρεύμα γνώμης που βλέπει την πολιτική σφαίρα και τους επαγγελματίες της ως μια (κυνική) συντεχνία της εξουσίας. Η κατάργηση των πολιτικών συνόρων και η περιφρόνηση για τους συμβολισμούς, εκτρέφει ακόμα περισσότερο τον πρωτόγονο αντικοινοβουλευτισμό και την ισοπέδωση. Από ένα σημείο και μετά δηλαδή ο απεριόριστα ευέλικτος πραγματισμός γίνεται χορηγός του κουφιοκέφαλου δογματισμού και της μισαλλόδοξης συνωμοσιολογίας.
Ο χώρος της ΔΗΜ.ΑΡ., ιδιαίτερα στην εξέλιξή του, υπήρξε ευάλωτος σε αυτό τον κίνδυνο. Αντιλήψεις που ταύτισαν τη σωφροσύνη με τη διαρκή συμβιβαστικότητα ή τις λαϊκές και κινηματικές διαστάσεις της πολιτικής με τον αριστερισμό, δημιούργησαν την αυταπάτη μιας αριστερής πολιτικής χωρίς κοινωνικές αναφορές. Και πάνω σε αυτή την αυταπάτη φύονται τώρα τα λόγια όσων υποστηρίζουν ότι κυβερνώσα Αριστερά σημαίνει προσχώρηση σε έναν υπερβατικό "μεταρρυθμισμό" υπό τον Σαμαρά.
Για να είμαστε ωστόσο δίκαιοι στη σκέψη μας, πρέπει να συμπληρώσουμε τα παραπάνω και με μια παρατήρηση για τη στάση της ριζοσπαστικής Αριστεράς απέναντι στις σοσιαλδημοκρατικές και μετριοπαθείς ευαισθησίες. Ισχυρίζομαι ότι η στάση αυτή δεν πρέπει να αντιγράφει το στιλ των "αποφασισμένων μεταρρυθμιστών". Δεν μπορεί ας πούμε στο όνομα της κοινωνικής/ ταξικής πόλωσης να απαιτεί κανείς τη διαμόρφωση ενός ομοιογενούς και στοιχισμένου αριστερού πεδίου. Όπως έχω γράψει και άλλοτε, ο χώρος των μετριοπαθών είναι υπαρκτός, ένα πολιτισμικό αποτύπωμα κάθε σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας και όχι απλώς μια υπόθεση της εκλογικής γεωγραφίας. Η συνάντηση με τμήματα αυτού του χώρου προϋποθέτει ένα ριζοσπαστικό ήθος δίχως κατηχήσεις και σαρωτικούς χαρακτηρισμούς, χωρίς εξυπνακίστικη ρητορική βία. Οι ευθύνες της ΔΗΜ.ΑΡ. για τα φαινόμενα έντονου ιδεολογικού αποχρωματισμού στον "ενδιάμεσο χώρο" είναι αναμφισβήτητες. Αλλά τώρα που της ζητούν πιστοποιητικά "μεταρρυθμιστικής καθαρότητας" οι άλλοι, δεν υπάρχει κανένας λόγος για αντίστοιχες συμπεριφορές από τον ΣΥΡΙΖΑ. Όχι για λόγους τακτικής αλλά για λόγους ουσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου