Του Πέτρου Λινάρδου Ρυλμόν*, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
Η εκτίμηση των επιπτώσεων που έχει για την κινηματική δράση και τον σχεδιασμό πολιτικής η αλματώδης αύξηση της ανεργίας δεν έχει ολοκληρωθεί. Παρά το γεγονός ότι σύντομα η ανεργία θα αφορά το 1/3 του ενεργού πληθυσμού και τα 2/3 των νέων, συνεχίζουμε, στο πλαίσιο της προγραμματικής συζήτησης, να σκεφτόμαστε την ανεργία ως ένα φαινόμενο που συνδέεται με κάποιο κύκλο της κρίσης. Και όχι σαν ένα από τα μόνιμα χαρακτηριστικά ενός καταστροφικού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.
Αυτός είναι ο λόγος που υπάρχει σύγχυση σχετικά με τη σημασία της αυτοοργάνωσης των παραγωγών ή των πολιτών, σχετικά με τις δραστηριότητες που εντάσσουμε στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία: Πρόκειται για τη γέννηση ενός τρίτου τομέα της οικονομίας που θα συμβάλει προσθετικά στη μείωση της ανεργίας; Ή πρόκειται για μια νέα κινηματική πραγματικότητα που θα διεκδικήσει έναν νέο συσχετισμό απέναντι στον καπιταλιστικό τομέα και θα οικοδομήσει έναν ριζικά νέο τρόπο κοινωνικής και παραγωγικής οργάνωσης;
Η ανεργία στα σημερινά επίπεδα είναι μέρος μιας εντελώς νέας πραγματικότητας για τον κόσμο της εργασίας. Σε σχεδόν 5 εκατομμύρια ενεργό πληθυσμό, είναι άνεργοι το 1.355.000 και το σύνολο των απασχολούμενων μισθωτών φθάνει τα 2.800.000. Αν αφαιρέσουμε από τους μισθωτούς ένα εκατομμύριο με λίγο-πολύ σταθερή και σταθερά αμειβόμενη εργασία, και αν προσθέσουμε τους μισούς αυτοαπασχολούμενους που είτε είναι στην πραγματικότητα μισθωτοί, ή βρίσκονται στα όρια της επιβίωσης, έχουμε γύρω στο 72% του ενεργού πληθυσμού που είναι έξω από σταθερή, πλήρη ή προστατευμένη από τον νόμο απασχόληση, ενώ ο «κόσμος της εργασίας» συνολικά αποτελεί στην πραγματικότητα το 90% του ενεργού πληθυσμού. Η κατά πολύ πλειοψηφική κοινωνική κατηγορία στην ελληνική κοινωνία είναι επομένως οι άνεργοι και οι απασχολούμενοι εκτός ενός προστατευτικού θεσμικού πλαισίου, κρατικού ή συνδικαλιστικού.
Ταυτοχρόνως διαπιστώνεται ότι στην ελληνική κοινωνία αυξάνεται ραγδαία το μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού, αλλά ιδιαίτερα φυσικά των νέων και των νέων ανέργων, εν μέσω κρίσης μάλιστα. Το ποσοστό των νέων 30 ώς 34 ετών που ολοκλήρωσε πανεπιστημιακές σπουδές αυξήθηκε στην Ελλάδα από 25,6% το 2008 σε 30,9% το 2012, ενώ ήταν στην Περιφέρεια Αττικής 39,5%, πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που έφθανε τον ίδιο χρόνο το 35,8%. Κατά την ίδια περίοδο το ποσοστό των νέων 20 ώς 24 ετών που ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αυξήθηκε από 82,1% σε 84,7%, πολύ πάνω από το 80% για το σύνολο της Ευρώπης των 27. Υπάρχει άνεργο ή ημιαπασχολούμενο εργατικό δυναμικό, το οποίο όχι μόνο μπορεί να απασχοληθεί στην παραγωγή και τις υπηρεσίες, αλλά κατέχει και γνώσεις για να πάρει πρωτοβουλίες για να παραγάγει, σε συνθήκες μάλιστα οι οποίες ευνοούν τη διαμόρφωση ισότιμων σχέσεων και συλλογικών πρωτοβουλιών, λόγω προηγούμενης κοινής απασχόλησης, ένταξης στο ίδιο επάγγελμα ή στην ίδια εκπαιδευτική διαδικασία ή λόγω της διαπίστωσης από κοινού τοπικών παραγωγικών, κοινωνικών ή περιβαλλοντικών αναγκών.
Αυτή η αντιφατική πραγματικότητα αποτελεί μέρος ενός προτύπου αναπαραγωγής του καπιταλισμού που εμποδίζει την αξιοποίηση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού και δεν ενδιαφέρεται να το κάνει. Ενα πρότυπο που έχει και τα εξής χαρακτηριστικά:
- Η διαχείριση του δημόσιου χρέους από τις τράπεζες ώστε να αντλούν όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη δεν εγκαταλείπεται, παρά το γεγονός ότι οδηγούμαστε στην αφαίμαξη των οικονομιών, και δεν αμφισβητείται η συνέχιση του ελέγχου της δημιουργίας χρήματος από τις ιδιωτικές τράπεζες.
- Διευρύνονται δραματικά οι κοινωνικές ανισότητες, ενώ διαμορφώνεται πλέον μια κυρίαρχη κοινωνική συμμαχία που περιλαμβάνει και τμήματα κατηγοριών μισθωτών και επαγγελματιών.
- Οι ιδιωτικοποιήσεις στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης συνεχίζονται και τα αντίτιμα ορίζονται με βάση πολιτικούς συσχετισμούς ή σχέσεις διαπλοκής.
- Οι πολιτικές άμβλυνσης και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής υποβαθμίζονται και οι κυρίαρχες κοινωνικές συμμαχίες αδιαφορούν για τις αναμενόμενες επιπτώσεις για τους πολλούς και αναμένουν να τους προστατεύσει ο πλούτος και η τεχνολογία.
Ενώ πολλές χώρες της Ευρώπης τείνουν πλέον προς ένα τέτοιο πρότυπο, με διαφορετικούς ρυθμούς, ένα πρότυπο που παρουσιάζει σχετική σταθερότητα ακόμα και στην Ελλάδα, αποδιαρθρώνεται ο καπιταλισμός που ξέραμε, το παλιό πρότυπο με βάση το οποίο κατά κανόνα σκέφτεται την αμφισβήτηση του καπιταλισμού η Αριστερά: δεν έχουμε μια εργατική τάξη συγκεντρωμένη σε μεγάλες παραγωγικές μονάδες, δεν υπάρχουν ισχυρές συνδικαλιστικές οργανώσεις και ένα εργατικό κίνημα που στηρίζεται κυρίως σε αυτές, δεν υπάρχει πλέον μια ευρεία συμμαχία διαφόρων κατηγοριών μισθωτών της οποίας ηγείται μια εργατική αριστοκρατία. Οι ισχυρές συνδικαλιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα και την Ευρώπη, είτε δεν έχουν στραφεί εναντίον της κυρίαρχης ταξικής συμμαχίας, είτε έχουν παραμείνει εγκλωβισμένες στην επιδίωξη ενός συμβιβασμού.
Για τους πολλούς, για το πλήθος της «μαζικής διανοητικότητας» ποιες είναι οι δυνατότητες; Δεν υπάρχουν άλλες από την αυτοοργάνωση της παραγωγής, τον σχεδιασμό της σε επίπεδο μονάδας, περιφέρειας, εθνικής οικονομίας. Δεν υπάρχει τάξη επιχειρηματιών που να θέλει και να μπορεί να πάρει στρατηγικές πρωτοβουλίες για την οικονομία και την κοινωνία. Και αυτοί που πιστεύουν ότι μπορούν να κατευθύνουν προς τα εκεί την κρατική γραφειοκρατία, αγνοούν πόσο προσδεδεμένη είναι αυτή η γραφειοκρατία στα συμφέροντα και τις πρακτικές της κυρίαρχης ταξικής συμμαχίας. Οι πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης πρέπει να δημιουργήσουν ταυτοχρόνως την «επιχειρηματικότητα» και την απασχόληση, και να παρασύρουν οργανωμένες κατηγορίες μισθωτών προς ένα σχέδιο παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης. Οι συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι, στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, πρέπει να υιοθετήσουν και αυτοί τη λογική της ανεξάρτητης δράσης και του δημοκρατικού σχεδιασμού της ανασυγκρότησης, που θα επιβληθεί στους υπάρχοντες θεσμούς.
Μέσω της αυτοοργάνωσης μπορούν να γεννηθούν τα νέα κινήματα που θα δημιουργήσουν νέες κοινωνικές συμμαχίες, με θεσμούς εκπροσώπησης εργαζομένων και πολιτών, οι οποίοι θα διεκδικήσουν τον έλεγχο της δημιουργίας και της δαπάνης του χρήματος, τις κατανομές και μεταφορές των διαθέσιμων πόρων, σε επενδύσεις, κοινωνικές υπηρεσίες, έρευνα, υποδομές.
* Οικονομολόγος,δημοσιογράφος.
Oμιλία στο 17ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ στις 29 Ιουνίου 2013.
Η εκτίμηση των επιπτώσεων που έχει για την κινηματική δράση και τον σχεδιασμό πολιτικής η αλματώδης αύξηση της ανεργίας δεν έχει ολοκληρωθεί. Παρά το γεγονός ότι σύντομα η ανεργία θα αφορά το 1/3 του ενεργού πληθυσμού και τα 2/3 των νέων, συνεχίζουμε, στο πλαίσιο της προγραμματικής συζήτησης, να σκεφτόμαστε την ανεργία ως ένα φαινόμενο που συνδέεται με κάποιο κύκλο της κρίσης. Και όχι σαν ένα από τα μόνιμα χαρακτηριστικά ενός καταστροφικού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.
Αυτός είναι ο λόγος που υπάρχει σύγχυση σχετικά με τη σημασία της αυτοοργάνωσης των παραγωγών ή των πολιτών, σχετικά με τις δραστηριότητες που εντάσσουμε στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία: Πρόκειται για τη γέννηση ενός τρίτου τομέα της οικονομίας που θα συμβάλει προσθετικά στη μείωση της ανεργίας; Ή πρόκειται για μια νέα κινηματική πραγματικότητα που θα διεκδικήσει έναν νέο συσχετισμό απέναντι στον καπιταλιστικό τομέα και θα οικοδομήσει έναν ριζικά νέο τρόπο κοινωνικής και παραγωγικής οργάνωσης;
Η ανεργία στα σημερινά επίπεδα είναι μέρος μιας εντελώς νέας πραγματικότητας για τον κόσμο της εργασίας. Σε σχεδόν 5 εκατομμύρια ενεργό πληθυσμό, είναι άνεργοι το 1.355.000 και το σύνολο των απασχολούμενων μισθωτών φθάνει τα 2.800.000. Αν αφαιρέσουμε από τους μισθωτούς ένα εκατομμύριο με λίγο-πολύ σταθερή και σταθερά αμειβόμενη εργασία, και αν προσθέσουμε τους μισούς αυτοαπασχολούμενους που είτε είναι στην πραγματικότητα μισθωτοί, ή βρίσκονται στα όρια της επιβίωσης, έχουμε γύρω στο 72% του ενεργού πληθυσμού που είναι έξω από σταθερή, πλήρη ή προστατευμένη από τον νόμο απασχόληση, ενώ ο «κόσμος της εργασίας» συνολικά αποτελεί στην πραγματικότητα το 90% του ενεργού πληθυσμού. Η κατά πολύ πλειοψηφική κοινωνική κατηγορία στην ελληνική κοινωνία είναι επομένως οι άνεργοι και οι απασχολούμενοι εκτός ενός προστατευτικού θεσμικού πλαισίου, κρατικού ή συνδικαλιστικού.
Ταυτοχρόνως διαπιστώνεται ότι στην ελληνική κοινωνία αυξάνεται ραγδαία το μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού, αλλά ιδιαίτερα φυσικά των νέων και των νέων ανέργων, εν μέσω κρίσης μάλιστα. Το ποσοστό των νέων 30 ώς 34 ετών που ολοκλήρωσε πανεπιστημιακές σπουδές αυξήθηκε στην Ελλάδα από 25,6% το 2008 σε 30,9% το 2012, ενώ ήταν στην Περιφέρεια Αττικής 39,5%, πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που έφθανε τον ίδιο χρόνο το 35,8%. Κατά την ίδια περίοδο το ποσοστό των νέων 20 ώς 24 ετών που ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αυξήθηκε από 82,1% σε 84,7%, πολύ πάνω από το 80% για το σύνολο της Ευρώπης των 27. Υπάρχει άνεργο ή ημιαπασχολούμενο εργατικό δυναμικό, το οποίο όχι μόνο μπορεί να απασχοληθεί στην παραγωγή και τις υπηρεσίες, αλλά κατέχει και γνώσεις για να πάρει πρωτοβουλίες για να παραγάγει, σε συνθήκες μάλιστα οι οποίες ευνοούν τη διαμόρφωση ισότιμων σχέσεων και συλλογικών πρωτοβουλιών, λόγω προηγούμενης κοινής απασχόλησης, ένταξης στο ίδιο επάγγελμα ή στην ίδια εκπαιδευτική διαδικασία ή λόγω της διαπίστωσης από κοινού τοπικών παραγωγικών, κοινωνικών ή περιβαλλοντικών αναγκών.
Αυτή η αντιφατική πραγματικότητα αποτελεί μέρος ενός προτύπου αναπαραγωγής του καπιταλισμού που εμποδίζει την αξιοποίηση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού και δεν ενδιαφέρεται να το κάνει. Ενα πρότυπο που έχει και τα εξής χαρακτηριστικά:
- Η διαχείριση του δημόσιου χρέους από τις τράπεζες ώστε να αντλούν όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη δεν εγκαταλείπεται, παρά το γεγονός ότι οδηγούμαστε στην αφαίμαξη των οικονομιών, και δεν αμφισβητείται η συνέχιση του ελέγχου της δημιουργίας χρήματος από τις ιδιωτικές τράπεζες.
- Διευρύνονται δραματικά οι κοινωνικές ανισότητες, ενώ διαμορφώνεται πλέον μια κυρίαρχη κοινωνική συμμαχία που περιλαμβάνει και τμήματα κατηγοριών μισθωτών και επαγγελματιών.
- Οι ιδιωτικοποιήσεις στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης συνεχίζονται και τα αντίτιμα ορίζονται με βάση πολιτικούς συσχετισμούς ή σχέσεις διαπλοκής.
- Οι πολιτικές άμβλυνσης και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής υποβαθμίζονται και οι κυρίαρχες κοινωνικές συμμαχίες αδιαφορούν για τις αναμενόμενες επιπτώσεις για τους πολλούς και αναμένουν να τους προστατεύσει ο πλούτος και η τεχνολογία.
Ενώ πολλές χώρες της Ευρώπης τείνουν πλέον προς ένα τέτοιο πρότυπο, με διαφορετικούς ρυθμούς, ένα πρότυπο που παρουσιάζει σχετική σταθερότητα ακόμα και στην Ελλάδα, αποδιαρθρώνεται ο καπιταλισμός που ξέραμε, το παλιό πρότυπο με βάση το οποίο κατά κανόνα σκέφτεται την αμφισβήτηση του καπιταλισμού η Αριστερά: δεν έχουμε μια εργατική τάξη συγκεντρωμένη σε μεγάλες παραγωγικές μονάδες, δεν υπάρχουν ισχυρές συνδικαλιστικές οργανώσεις και ένα εργατικό κίνημα που στηρίζεται κυρίως σε αυτές, δεν υπάρχει πλέον μια ευρεία συμμαχία διαφόρων κατηγοριών μισθωτών της οποίας ηγείται μια εργατική αριστοκρατία. Οι ισχυρές συνδικαλιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα και την Ευρώπη, είτε δεν έχουν στραφεί εναντίον της κυρίαρχης ταξικής συμμαχίας, είτε έχουν παραμείνει εγκλωβισμένες στην επιδίωξη ενός συμβιβασμού.
Για τους πολλούς, για το πλήθος της «μαζικής διανοητικότητας» ποιες είναι οι δυνατότητες; Δεν υπάρχουν άλλες από την αυτοοργάνωση της παραγωγής, τον σχεδιασμό της σε επίπεδο μονάδας, περιφέρειας, εθνικής οικονομίας. Δεν υπάρχει τάξη επιχειρηματιών που να θέλει και να μπορεί να πάρει στρατηγικές πρωτοβουλίες για την οικονομία και την κοινωνία. Και αυτοί που πιστεύουν ότι μπορούν να κατευθύνουν προς τα εκεί την κρατική γραφειοκρατία, αγνοούν πόσο προσδεδεμένη είναι αυτή η γραφειοκρατία στα συμφέροντα και τις πρακτικές της κυρίαρχης ταξικής συμμαχίας. Οι πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης πρέπει να δημιουργήσουν ταυτοχρόνως την «επιχειρηματικότητα» και την απασχόληση, και να παρασύρουν οργανωμένες κατηγορίες μισθωτών προς ένα σχέδιο παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης. Οι συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι, στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, πρέπει να υιοθετήσουν και αυτοί τη λογική της ανεξάρτητης δράσης και του δημοκρατικού σχεδιασμού της ανασυγκρότησης, που θα επιβληθεί στους υπάρχοντες θεσμούς.
Μέσω της αυτοοργάνωσης μπορούν να γεννηθούν τα νέα κινήματα που θα δημιουργήσουν νέες κοινωνικές συμμαχίες, με θεσμούς εκπροσώπησης εργαζομένων και πολιτών, οι οποίοι θα διεκδικήσουν τον έλεγχο της δημιουργίας και της δαπάνης του χρήματος, τις κατανομές και μεταφορές των διαθέσιμων πόρων, σε επενδύσεις, κοινωνικές υπηρεσίες, έρευνα, υποδομές.
* Οικονομολόγος,δημοσιογράφος.
Oμιλία στο 17ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ στις 29 Ιουνίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου