Με αφορμή το Ιδρυτικό Συνέδριο
Στην Ελλάδα, με την οποία ξεκίνησε η εποχή των εξεγέρσεων τον Δεκέμβρη του 2008, τη συμμαχία αυτή έχει επωμιστεί η πιο αριστερή Αριστερά από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, καταφέρνοντας να εκπροσωπεί πλέον προνομιακά (ασφαλώς όχι καθολικά, και οπωσδήποτε όχι οριστικά) αυτούς που έχουν όλους τους λόγους του κόσμου να θέλουν μια “ουσιαστική πολιτική αλλαγή” ― καταφέρνοντας δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ να κυριαρχεί σήμερα στον άξονα “Κεντροαριστερά-Αριστερά”, και κάπως έτσι να προβάλει ως η εναλλακτική λύση που λείπει στην Αίγυπτο ή στην Τουρκία.
Αυτό το προνόμιο που έχουμε στην Ελλάδα δεν θα κρατήσει για πάντα. Με αυτή την έννοια, το σχέδιο “κυβέρνηση της Αριστεράς” δεν μπορεί να μετατεθεί δι΄ ευθετότερο χρόνο, για όταν ο συσχετισμός στην Ευρώπη θα είναι ευνοϊκότερος, ο “λαϊκός παράγοντας” στην Ελλάδα ωριμότερος, το δε ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα έχουν καταλάβει ότι η αποφυγή της ενσωμάτωσης είναι διακύβευμα - όχι προαπαιτούμενο. Με μια προκλητικότερη διατύπωση, στα χρόνια της επελαύνουσας καταστροφής, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να συνοψίζεται στο τρίπτυχο “αντίσταση-αντίσταση-αντίσταση”: αφ΄ ενός γιατί η Αριστερά δεν μπορεί απλώς να παρακολουθεί, έστω αντιστεκόμενη, το σχέδιο της κυριαρχίας (κάπως πρέπει να οργανώνει και το δικό της), αφ΄ ετέρου διότι κανείς, ακόμα και στη συνθήκη ενός πραγματικού πολέμου, δεν μπορεί να βρίσκεται διαρκώς σε εμπόλεμη κατάσταση (η Αριστερά, με άλλα λόγια, δεν είναι το άλλο όνομα ενός ακτιβισμού χωρίς τέλος).
Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κόσμος που προσβλέπει σ΄ αυτόν δεν μπορούν και να περιμένουν την κυβέρνηση όπως άλλοι το Πάσχα ή να πορεύονται με το “ας κυβερνήσουμε πρώτα και βλέπουμε”. Όσο αλήθεια είναι, λοιπόν, ότι η ανάληψη της κυβέρνησης δεν σημαίνει αφ΄ εαυτής την κατάκτηση της εξουσίας, άλλο τόσο ισχύει ότι χωρίς την οργάνωση από σήμερα, με πρόγραμμα, δομές και συγκεκριμένες δεσμεύσεις, της εξουσίας των από κάτω, η κυβέρνηση της Αριστεράς θα μείνει πιθανότατα μια πολλά υποσχόμενη άσκηση επί χάρτου.
***
Ανεξαρτήτως διατυπώσεων, νομίζω ότι τα παραπάνω είναι κοινός τόπος για τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ που επισκέπτεται από χτες κατά χιλιάδες το Κλειστό του Φαλήρου. Έχει δηλαδή δίκιο ο Χρήστος Λάσκος να λέει εδώ ότι αυτά που χωρίζουν ρεύματα, τάσεις και συνιστώσες στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ στην πραγματικότητα “δεν θα κάλυπταν περισσότερη από μία σελίδα του εντύπου με τις Θέσεις που μοιράστηκε με τις εφημερίδες μας”. Παραδόξως, όσο πιο καθαρά φαίνεται αυτό, τόσο περισσότερο ανεβαίνουν οι τόνοι προκειμένου να τονιστούν τα περιεχόμενα της σελίδας με τις (υπαρκτές) διαφορές. Κι όσο περισσότερο ανεβαίνουν οι τόνοι, τόσο περισσότερο μοιάζει “ο ΣΥΡΙΖΑ των μελών” να δυσκολεύεται να συμμετάσχει στην κυρίως συζήτηση: πώς μπορεί να συμβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ στην οργάνωση και τη διεύρυνση, από σήμερα, της εξουσίας των από κάτω;
Είμαι από αυτούς που θα κοίταζαν με καχυποψία όποιον επιχειρούσε να προτείνει τη σωστή συνταγή. Αυτό που θα βοηθούσε, από την άλλη, είναι να προτείνει κανείς κάποιες κεντρικές παραμέτρους. Λέω, λοιπόν, αυτές που μου φαίνονται πιο βασικές:
* Στην εποχή των εξεγέρσεων που ζητούν “πραγματική δημοκρατία”, η ριζοσπαστική Αριστερά χρειάζεται να προτείνει μια νέα επινόηση της δημοκρατίας: η υφιστάμενη δημοκρατία μοιάζει όλο και λιγότερο υπερασπίσιμη. Για να πείθει για την ειλικρίνειά της, αυτή η νέα σύλληψη θα πρέπει να ξεκινά από την οργάνωση και τη λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ, να αντανακλάται στις σχέσεις του με τα κινήματα, ώστε να φτάσει τελικά στη δύσκολη σχέση κόμματος, κινήματος και κυβέρνησης της Αριστεράς. Στη σύλληψη αυτή, δημοκρατία σημαίνει ουσιαστική εμπλοκή των πολλών στην οργάνωση της ζωής και στη λήψη των αποφάσεων. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια δημοκρατία-όριο (αυτό που θέτει η υφιστάμενη κυριαρχία, εργαλειοποιώντας τη νομιμότητα και τη νομοθετική εξουσία και εξαφανίζοντάς την προς όφελος της εκτελεστικής) ― αλλά για μια δημοκρατία-δυνατότητα. Δεν πρόκειται για την επιβολή της πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας, αλλά για μια συλλογική δέσμευση που ενθαρρύνει την ευρεία συναίνεση και παραμένει ανοιχτή στις αποχρώσεις. Δεν πρόκειται για μια άμορφη άμεση δημοκρατία των ατάκτων “ενάντια στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς” (αυτό το διακήρυξε προ ετών η αλήστου μνήμης ...ΠΑΣΑ και σε μεγαλύτερα μεγέθη το κάνει με τον τρόπο του ο Γκρίλο στην Ιταλία) ― αλλά για το συνδυασμό μορφών άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας που ενισχύουν οι μεν τις δε, αμβλύνοντας ταυτόχρονα ιεραρχίες και υποκειμενισμούς. Δεν πρόκειται, τέλος, για την αριστοκρατία των εκλεγμένων και των εσωκομματικών τάσεων, δεν πρόκειται όμως ούτε για μια ελέω λαού μοναρχία.
* Στη φάση που η ριζοσπαστική Αριστερά διεκδικεί την κυβέρνηση, ας θυμόμαστε ότι βασική διάσταση σ΄ αυτό που αποκαλούμε κρίση της δημοκρατίας και απαξίωση της πολιτικής είναι η κρατικοποίηση των κομμάτων. Σωστά λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ μεριμνά στο νέο του Καταστατικό για την οικονομική ανεξαρτησία του ως προς το κράτος (βλ. προβλέψεις για τα οικονομικά), για την πολιτική του αυτονομία (βλ. πρόβλεψη για περιορισμό στελεχών της διοίκησης στα κεντρικά του όργανα) και για την αποτροπή της αυθαίρετης χρήσης κρατικών πόρων όπως η πρόσβαση στα ΜΜΕ (πόροι δεν είναι μόνο τα λεφτά). Ενώ όμως αυτά είναι αναγκαία, εντούτοις πρόκειται για “αμυντικά” μέτρα. Αν η “λογική” του κράτους είναι ο κατακερματισμός και η εξατομίκευση της κοινωνίας, ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται να αντιστρέψει τη λογική αυτή, ξανασυναρμολογώντας τα κομμάτια του σπασμένου παζλ, επινοώντας και οργανώνοντας συλλογικότητες για τα μικρά και τα μεγάλα. Λιγότερο αφηρημένα: δεν υπάρχει παραγωγική ανασυγκρότηση αν δεν βρεθούν στον ίδιο χώρο οι αλιείς και οι αγρότες ενός νομού (και κάποιος πρέπει να τους μαζέψει), δε νοείται αντιφασιστική πολιτική αν δεν συζητήσουν γονείς και μαθητές για την κατάσταση στα σχολεία (και κάποιοι πρέπει να το οργανώσουν), δεν είναι εφικτή η οριοθέτηση της αστυνομικής ασυδοσίας αν δημοτικές επιτροπές δεν διεκδικούν να ενημερώνονται από τους εκπροσώπους των Αρχών για την κατάσταση στα αστυνομικά τμήματα (και κάποιος πρέπει να το σκεφτεί).
* Στη συγκυρία αυτή, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ δεν ξεκινάει από το μηδέν. Με αυτή την έννοια, χρειάζεται να ενισχύσει την ταυτότητα που σφυρηλατούμε ήδη από τα χρόνια του “Χώρου Διαλόγου” και της “Διεθνούς Δράσης” και να αναβαθμίσει πρακτικές που ήδη συναντά κάνεις στις γραμμές ή στην περιφέρειά του. Οι άνθρωποί του, για παράδειγμα, στηρίζουν το εμπόριο “Χωρίς Μεσάζοντες”. Χρειάζονται όμως δυνάμεις και “κεντρική γραμμή”, ώστε αυτό που σήμερα είναι “παράδειγμα”, αύριο να αποτελέσει κυβερνητική πολιτική: το μεσοδιάστημα περιλαμβάνει τη δημιουργία μόνιμων δομών, συνεταιρισμών παραγωγών-καταναλωτών, έλεγχο των προϊόντων και των τιμών, εξασφάλιση της χρηματοδότησης. Πρέπει μήπως οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ να μεταμφιεστούν οι ίδιες σε συνεταιρισμούς; Για κανένα λόγο. Χρειάζεται, όμως, να περάσουν από το στάδιο του “απλώς συμβολικού” στον πραγματικό σχεδιασμό.
* Αυτή η πραγματική κίνηση θα είναι η ύλη του περίφημου “προγράμματος”, που στην περίπτωση της Αριστεράς δεν σημαίνει ένα σύνολο προτάσεων, αλλά αξιοποίηση των “καλών πρακτικών” και της οργανωμένης συλλογικής ευφυϊας. Χωρίς αυτό το πρόγραμμα, που προϋποθέτει τη συνέργεια των πολλών και ταυτόχρονα την ενισχύει, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι δύσκολο να δεσμευτεί με συγκεκριμένο τρόπο σχεδόν για οτιδήποτε. Διαβάζεται και αντίστροφα: όσες και όσοι θεωρούν τριτεύοντα και “απλώς φιλανθρωπικά” τα δίκτυα αλληλεγγύης, όσοι θεωρούν ότι αρκεί η αυτοδιαχείριση σήμερα της ΒΙΟΜΕ δεν είναι τίποτα μπροστά στην αυριανή εθνικοποίησή τους, απλώς δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό που σήμερα είναι “παράδειγμα”, αύριο θα είναι μια μορφή δυαδικής εξουσίας. Διακατέχονται, έτσι, από το σύνδρομο του παράφορου εραστή, για τον οποίο τίποτα απ΄ ό,τι γίνεται σήμερα δεν μπορεί να συγκριθεί με το ιδανικό αύριο που έχει συλλάβει -με αποτέλεσμα να παρακολουθεί τη σχέση διαρκώς από μια θέση εκτός.
* Με δεδομένη την πεποίθηση μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας, ότι για την καταστροφή που βιώνουμε σήμερα υπεύθυνη είναι πρωτίστως η Ευρώπη, ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται να εξηγήσει: Πρώτον, ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα κοιτάξει γενικώς πώς να τα βρει μ΄ αυτή την Ευρώπη, αλλά πώς θα συγκρουστεί μαζί της για να εφαρμόσει το κυβερνητικό της πρόγραμμα. Δεύτερον, ότι για να έρθει η στιγμή αυτής της σύγκρουσης, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να νικήσει γενικώς “την Ευρώπη”, αλλά ειδικώς την ελληνική κυβέρνηση του Μνημονίου. Τρίτον, ότι ακριβώς επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ το εννοεί ότι θέλει να συγκρουστεί μ΄ αυτή την Ευρώπη, επιδιώκει συμμαχίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σήμερα, αυτό σημαίνει μέσα και ενάντια: είναι φάρσα να συζητάς για τους πόρους της παραγωγικής ανασυγκρότησης, για μια άλλη μεταναστευτική πολιτική, για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και για τόσα άλλα, και να πιστεύεις στα σοβαρά ότι αυτά τα μπορεί μόνο του ένα γαλατικό χωριό, όσο ηρωισμό κι αν κουβαλάει στο DNA του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου