Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Νομίζεις ότι δεν θα έρθει κι η σειρά σου;

«Λίγο πριν από το ξεκίνημα του συμμοριτοπόλεμου, φτιαχτήκανε τα ΕΑΟΚ - Εθνικές Αντικομμουνιστικές Ομάδες Κυνηγών. Οι αρχηγοί τους γυρίσανε τα χωριά και ζητούσανε τα σερνικά παιδιά. Παίρνανε ένα από κάθε σπίτι. Απ' το δικό μας ζητήσανε τον αδερφό μου σαν πιο μεγάλο, αλλά πήγα τελικά εγώ καθ' ότι εκείνος ήταν φιλάσθενος.
Νεκρά σώματα και κομμένα κεφάλια ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού, εκτεθειμένα στους Μολάους Λακωνίας, από παρακρατικές ομάδες.
Τα ΕΑΟΚ ήταν στράτευμα κανονικό. Υπήρχε οργάνωση, ιεραρχία, εκπαίδευση. Οπλα μάς προμήθευαν οι επίσημες αρχές. Δεν χρειάζεται πολύ μυαλό για να καταλάβει κανένας ποια ήταν η αποστολή μας: να καθαρίσουμε τον τόπο απ' τους εχθρούς του έθνους.
Μας έλεγαν παρακρατικούς αλλά εμείς ξέραμε πως ήμασταν το κράτος. Είχαμε ορκιστεί "πίστη εις τον βασιλέα, τους νόμους, τα κελεύσματα του κράτους, υποταγή εις τους ανωτέρους. Να πολεμήσουμε με πάθος, να σαρώσουμε από παντού το μίασμα και να αποπλύνουμε την ελληνική Ιστορία από το άγος του κομμουνισμού. Να ξεχυθούμε να λυτρώσουμε τον τόπο από τους εξωμότες και τους κακούργους. Να στείλουμε τα μιαρά αποβράσματα ή μακριά στον μπολσεβίκικο παράδεισο ή στο μαύρο χώμα". Και το πετύχαμε. Αγωνιστήκαμε για το κράτος και το κρατήσαμε όρθιο, όταν οι άλλοι ήθελαν να το καταργήσουν. Γι' αυτό και το κράτος μάς αντάμειψε ύστερα.
Εμένα με διόρισαν στο τελωνείο, αλλά βασική μου δουλειά ήταν να μαζεύω και να δίνω πληροφορίες για αντιφρονούντες στους χωροφυλάκους. Στα καφενεία και τα μπακάλικα όλοι μού έβγαζαν το καπέλο. Αλλοι από σεβασμό, αλλά οι περισσότεροι από φόβο, για να τα 'χουν καλά μαζί μου.
Ομόνος που δεν με υπολόγιζε και τόσο ήταν ο άνδρας της αδερφής μου. Βάσταγε από καλή οικογένεια, είχε μια μικρή επιχείρηση, ήτανε μορφωμένος και ωραίος. Ωραίος από όλες τις απόψεις, όμορφος στην εμφάνιση, ευγενικός στους τρόπους, καλός στην ψυχή. Ενα κουσούρι είχε μόνο: ήταν συνοδοιπόρος, συμπαθών τους αριστερούς. Και ανακατευότανε με τα πολιτικά. Και ξεσήκωνε τον κόσμο με τους λόγους του κατά του κράτους. Τι να 'κανα κι εγώ, διακρίσεις; Ημουνα υποχρεωμένος να δίνω ραπόρτο και για ελόγου του στην αστυνομία. Οπότε τον τραβολογούσανε κάθε τρεις και λίγο στα τμήματα.
Κάποια φορά ήρθε εντολή από ψηλά και μου ζήταγε να βρω τρόπο να τον αναγκάσω να φύγει απ' τα μέρη μας. Επιασα κι εγώ τον πολεοδόμο και το δήμαρχο (συναγωνιστές από τα ΕΑΟΚ κι οι δυο) και τους είπα να φροντίσουν ο καινούργιος δρόμος, που ήταν στα σχέδια να χαραχτεί, να περάσει πάνω απ' το σπίτι του. Το μόνο που δεν σκέφτηκα ήταν ότι αν κατεδαφιζόταν το δικό του, θα είχε την ίδια τύχη και το δικό μου, που βρισκόταν ακριβώς δίπλα. Το συνειδητοποίησα όταν οι μπουλντόζες έφτασαν σε απόσταση αναπνοής.
Μη μπορώντας να σκαρφιστώ κάποια λύση και καθώς το κράτος έδειχνε απρόθυμο να με βοηθήσει, έπιασα τον κουνιάδο μου και του τα ομολόγησα. Με έβρισε ρουφιάνο, ότι δεν έχω τσίπα κι αξιοπρέπεια και ότι τέτοιους παρτάκηδες σαν τα μούτρα μου βρίσκει το σύστημα να του κάνουν τη βρόμικη δουλειά κι έπειτα τους πετάει σαν στυμμένες λεμονόκουπες. "Βγάλ' τα πέρα μόνος σου", μου έριξε δυο φάσκελα. Εκείνος πήγε στα δικαστήρια, το γλίτωσε το σπίτι του. Το δικό μου το πήρε ο δρόμος τελικά».
* Τα ΕΑΟΚ συγκροτήθηκαν στη Λακωνία. Ο «όρκος» από προπαγανδιστική τοπική έκδοση του 1949.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων