Του Χρήστου Βαλλιάνου, απο το Red NoteBook...
Με αφορμή το θάνατο του άτυχου 18χρονου
Έχουν περάσει περισσότερα από τριάντα χρόνια από την εποχή που η νεοσύστατη –τότε– κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ψήφισε τη δωρεάν επιβίβαση στα ΜΜΜ για το διάστημα 5-8 πμ, σαν ένα μέτρο προώθησης της χρήσης των ΜΜΜ έναντι των ΙΧ, αλλά και μικρής έστω ανακούφισης των εργαζόμενων των λαϊκών τάξεων, που πηγαίνοντας ή αποχωρώντας από τη δουλειά τους υφίσταντο την ταλαιπωρία των άθλιων αθηναϊκών λεωφορείων.
Στη διάρκεια των τριάντα αυτών χρόνων έχει κυλίσει πολύ νερό στο αυλάκι της ιστορίας αυτού του τόπου. Δεν πρόκειται μόνο για το γεγονός ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κοινωνικά συμβόλαια («συμβόλαια με το λαό» τα έλεγαν τότε…) αποσύρθηκαν άρον – άρον για να καταχωνιαστούν αρχικά στο ντουλάπι με τα αζήτητα, και να στοχοποιηθούν, πρόσφατα, ως η έσχατη αιτία των σημερινών δεινών: Το ότι το 1983 ένας νέος 18 χρονών είχε τη δυνατότητα να πηγαίνει στη δουλειά του δωρεάν, ενώ σήμερα, τα 2,80 ευρώ της καθημερινής διαδρομής παριστούν για ένα νέο που έχει την …τιμή να πληρώνεται [1] με τα 511 μνημονιακά ευρώ μικτά (κάπου 460 καθαρά), περίπου το 15% των τελικών αποδοχών του, κάτι που αμφιβάλω έχει το αντίστοιχό της σε οποιαδήποτε άλλη πρωτεύουσα του πρώτου, του δεύτερου, ή του τρίτου κόσμου, είναι οπωσδήποτε σημαντικό αλλά δεν είναι το κύριο. Οι αλλαγές στο «επίπεδο» της κοινωνικής συνείδησης αλλά και αυτό της λειτουργίας του κράτους, ή της πολιτικής που παράγεται και υλοποιείται μέσω αυτού, είναι επίσης δραματικές.
Και ως προς τις αλλαγές –σωστότερα: τις μεταλλάξεις– του κράτους που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας με κινηματογραφική ταχύτητα τα τελευταία δυο-τρία χρόνια, έχουν γραφτεί πολλά, και δεν θα είχα να προσθέσω κάτι σημαντικό σ’ αυτά: Πράγματι, αυτό που ο περισσότερος κόσμος βιώνει ως αναλγησία των κρατικών αρχών απέναντι στις ζωτικές ανάγκες του χαμηλόμισθου, του συνταξιούχου, του άνεργου, είναι ουσιαστικά η απόσυρση του κράτους από το ρόλο του εγγυητή της κοινωνικής ειρήνης και η επικέντρωσή τους στο ρόλο του ενορχηστρωτή μιας επίθεσης για λογαριασμό των συμφερόντων του κεφαλαίου, σε όλα τα μέτωπα: μισθοί, εργασιακά δικαιώματα, δημόσια αγαθά, δημοκρατικές ελευθερίες, κλπ. Στις συνθήκες αυτές, πλήρους αποξένωσης της «διοίκησης» από τον «πολίτη», το να συλληφθείς από τον εκπρόσωπο του νόμου και της τάξης χωρίς εισιτήριο λειτουργεί στο λαϊκό υποσυνείδητο περίπου σαν να έχεις συλληφθεί από τις δυνάμεις ενός στρατού κατοχής ως ύποπτος οργάνωσης σαμποτάζ. Το τι θα επακολουθήσει είναι μάλλον θέμα τύχης. Από αυτή την άποψη, θα τολμούσα να ισχυριστώ ότι ο θάνατος του άτυχου 18χρονου δεν ήταν και τόσο «παράπλευρη απώλεια»…
Θα περιοριστώ ωστόσο σε ένα σχόλιο για τις σταδιακές και γι αυτό όχι τόσο κραυγαλέες, αλλαγές στη σφαίρα της κοινωνικής συνείδησης. Μιλάμε φυσικά για την επικράτηση των ιδεών και αξιών του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό που χαρακτήρισε την ψήφιση του μέτρου της δωρεάν επιβίβασης στα ΜΜΜ πριν από τριάντα χρόνια ήταν η ουσιαστική απουσία οποιασδήποτε άρνησής του, εκτός ίσως από κάποιες αναφορές σε φτηνό λαϊκισμό, κλπ. Κανείς τέλος πάντων δεν σκέφτηκε να πει ότι το μέτρο αυτό είναι άδικο γιατί αντιστρατεύεται τη βασική (νεοφιλελεύθερη) αρχή ότι για τις όποιες υπηρεσίες πρέπει να πληρώνει ο χρήστης και όχι το «κοινωνικό σύνολο των φορολογούμενων»!
Σήμερα λοιπόν βρισκόμαστε ακριβώς εδώ: Μετά από τριάντα χρόνια συστηματικής προβολής τους από τα media και το σύνολο των θεσμών του κράτους, αλλά κυρίως, μετά από μια ισόχρονη περίοδο πολιτικών νικών των δυνάμεων του αστισμού, με τη σημαία του νεοφιλελευθερισμού, τα κλισέ του τελευταίου απέκτησαν την ισχύ του αυταπόδεικτου που εφαρμόζεται σε κάθε περίσταση και σε κάθε εποχή. Έτσι λοιπόν η αρχή «να πληρώνει ο χρήστης» προβάλλεται μονότονα κα με κάθε αφορμή, ως απάντηση – πασπαρτού, απέναντι σε όσους θεώρησαν ότι δεν είναι αποδεκτό να υπάρχουν διόδια στους εθνικούς δρόμους (είτε αυτοί έχουν κατασκευαστεί, είτε όχι….), ή σε αυτούς που διεκδικούν το δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στις παραλίες, στα μουσεία, κ.α.
Αυτό που δεν έχει γίνει καθαρό, ακόμα κι αν έχουμε ζήσει τόσα χρόνια νεοφιλελεύθερων μύθων, είναι ότι η ιδέα «πληρώνει ο χρήστης» εκτός του ότι είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο το κατά πόσο είναι μια «δίκαιη» ιδέα, είναι από την άποψη της κοινωνίας συνολικά, μη λειτουργική και συχνά αδιέξοδη. Ας σκεφτούμε μόνο την κοινωνική τραγωδία που θα προέκυπτε αν εφαρμοζόταν αυτή η αρχή στο χώρο της υγείας, αν δηλ. θα έπρεπε ο κάθε πολίτης να χρηματοδοτεί ο ίδιος την ιατρική του περίθαλψη [το γεγονός ότι οι κήνσορες του νεοφιλελευθερισμού δεν έχουν τολμήσει να θέσουν ανοιχτά το θέμα μιας τέτοιας αναμόρφωσης του συστήματος παροχής υπηρεσιών υγείας δεν σημαίνει ότι αυτή είναι έξω από την οπτική τους – κάθε άλλο μάλιστα!]. Ας σκεφτούμε ακόμα πόσες πολιτιστικές εκδηλώσεις υψηλών απαιτήσεων θα ήταν καταδικασμένες να διεξαχθούν μπροστά σε άδεια καθίσματα (ή μάλλον να μην διεξαχθούν καθόλου…) αν οι διοργανώτριες αρχές επέμεναν να μεταθέσουν στα εισιτήρια ολόκληρο το κόστος της οργάνωσής τους.
Αυτό που είναι αναντίρρητο γεγονός είναι ότι η επιβολή ενός αντιτίμου για την πρόσβαση ενός πολίτη σε οποιαδήποτε δημόσιο αγαθό, ή τη χρήση ενός δημόσιου έργου, λειτουργεί αποτρεπτικά για ένα αριθμό οικονομικά ασθενέστερων ατόμων, με τελικό αποτέλεσμα το δημόσιο αγαθό ή το δημόσιο έργο να το απολαμβάνει ένας μικρότερος αριθμός πολιτών από αυτό που αυτό θα μπορούσε δυνητικά να προσελκύσει. Ένας αυτοκινητόδρομος με διόδια θα έχει μικρότερο αριθμό διερχόμενων αυτοκινήτων από αυτόν που θα μπορούσε να έχει αν η διέλευση ήταν ελεύθερη για όλους. Ένας αριθμός οδηγών θα προτιμήσει το επαρχιακό δίκτυο, με ότι αυτό συνεπάγεται από την άποψη της ασφάλειας, της άνεσης κλπ, ενώ αν το δούμε το πράγμα, κάπως αφηρημένα, από την άποψη του κοινωνικού συνόλου, έχουν διατεθεί οι πόροι που θα επέτρεπαν την ασφαλή και άνετη κίνηση ενός πολύ μεγαλύτερου αριθμού πολιτών. Και βέβαια, δεν συζητώ καθόλου μια παράμετρο που επίσης αδυνατούν να κατανοήσουν οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού: Όταν χρηματοδοτείς τη λειτουργία μιας δημόσιας υπηρεσίας ή ενός δημόσιου έργου ως πολίτης μέσω της συμβολής σου στα φορολογικά έσοδα του κράτους έχεις μια σχέση συγκυριότητας αυτής της υπηρεσίας ή του έργου. Όταν καταβάλλεις ένα αντίτιμο έχεις μια σχέση μόνιμου ή περιστασιακού χρήστη.
Σε κάθε περίπτωση, επειδή ο αριθμός των πραγματικών χρηστών είναι μικρότερος από αυτόν των πολιτών που θα μπορούσαν να επωφεληθούν υπό καθεστώς ελεύθερης πρόσβασης, το κόστος που καταβάλλει ο καθένας απ’ αυτούς είναι αντίστοιχα μεγαλύτερο από την φορολογική επιβάρυνση που θα υφίσταντο αν η υπηρεσία αυτή χρηματοδοτούνταν από τα δημόσια έσοδα. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, όταν η απελπισία, η αίσθηση της αδικίας, ή απλά η ανέχεια σε σπρώχνει να παραβείς τους κανόνες που ορίζουν τα δικαιώματα της πρόσβασης στις δημόσια οργανωμένες υπηρεσίες, το τίμημα είναι απροσδόκητα ασύλληπτο.
_______
[1] Όταν πληρώνεται: Ας μην ξεχνάμε ότι η καταβολή των δεδουλευμένων έχει πάψει να είναι αυτονόητη στη μνημονιακή Ελλάδα. Πάνω από το 700 χιλιάδες εκτιμώνται οι εργαζόμενοι μισθωτοί που η πληρωμή τους καθυστερεί από τρεις μήνες και πάνω.
Έχουν περάσει περισσότερα από τριάντα χρόνια από την εποχή που η νεοσύστατη –τότε– κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ψήφισε τη δωρεάν επιβίβαση στα ΜΜΜ για το διάστημα 5-8 πμ, σαν ένα μέτρο προώθησης της χρήσης των ΜΜΜ έναντι των ΙΧ, αλλά και μικρής έστω ανακούφισης των εργαζόμενων των λαϊκών τάξεων, που πηγαίνοντας ή αποχωρώντας από τη δουλειά τους υφίσταντο την ταλαιπωρία των άθλιων αθηναϊκών λεωφορείων.
Στη διάρκεια των τριάντα αυτών χρόνων έχει κυλίσει πολύ νερό στο αυλάκι της ιστορίας αυτού του τόπου. Δεν πρόκειται μόνο για το γεγονός ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κοινωνικά συμβόλαια («συμβόλαια με το λαό» τα έλεγαν τότε…) αποσύρθηκαν άρον – άρον για να καταχωνιαστούν αρχικά στο ντουλάπι με τα αζήτητα, και να στοχοποιηθούν, πρόσφατα, ως η έσχατη αιτία των σημερινών δεινών: Το ότι το 1983 ένας νέος 18 χρονών είχε τη δυνατότητα να πηγαίνει στη δουλειά του δωρεάν, ενώ σήμερα, τα 2,80 ευρώ της καθημερινής διαδρομής παριστούν για ένα νέο που έχει την …τιμή να πληρώνεται [1] με τα 511 μνημονιακά ευρώ μικτά (κάπου 460 καθαρά), περίπου το 15% των τελικών αποδοχών του, κάτι που αμφιβάλω έχει το αντίστοιχό της σε οποιαδήποτε άλλη πρωτεύουσα του πρώτου, του δεύτερου, ή του τρίτου κόσμου, είναι οπωσδήποτε σημαντικό αλλά δεν είναι το κύριο. Οι αλλαγές στο «επίπεδο» της κοινωνικής συνείδησης αλλά και αυτό της λειτουργίας του κράτους, ή της πολιτικής που παράγεται και υλοποιείται μέσω αυτού, είναι επίσης δραματικές.
Και ως προς τις αλλαγές –σωστότερα: τις μεταλλάξεις– του κράτους που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας με κινηματογραφική ταχύτητα τα τελευταία δυο-τρία χρόνια, έχουν γραφτεί πολλά, και δεν θα είχα να προσθέσω κάτι σημαντικό σ’ αυτά: Πράγματι, αυτό που ο περισσότερος κόσμος βιώνει ως αναλγησία των κρατικών αρχών απέναντι στις ζωτικές ανάγκες του χαμηλόμισθου, του συνταξιούχου, του άνεργου, είναι ουσιαστικά η απόσυρση του κράτους από το ρόλο του εγγυητή της κοινωνικής ειρήνης και η επικέντρωσή τους στο ρόλο του ενορχηστρωτή μιας επίθεσης για λογαριασμό των συμφερόντων του κεφαλαίου, σε όλα τα μέτωπα: μισθοί, εργασιακά δικαιώματα, δημόσια αγαθά, δημοκρατικές ελευθερίες, κλπ. Στις συνθήκες αυτές, πλήρους αποξένωσης της «διοίκησης» από τον «πολίτη», το να συλληφθείς από τον εκπρόσωπο του νόμου και της τάξης χωρίς εισιτήριο λειτουργεί στο λαϊκό υποσυνείδητο περίπου σαν να έχεις συλληφθεί από τις δυνάμεις ενός στρατού κατοχής ως ύποπτος οργάνωσης σαμποτάζ. Το τι θα επακολουθήσει είναι μάλλον θέμα τύχης. Από αυτή την άποψη, θα τολμούσα να ισχυριστώ ότι ο θάνατος του άτυχου 18χρονου δεν ήταν και τόσο «παράπλευρη απώλεια»…
Θα περιοριστώ ωστόσο σε ένα σχόλιο για τις σταδιακές και γι αυτό όχι τόσο κραυγαλέες, αλλαγές στη σφαίρα της κοινωνικής συνείδησης. Μιλάμε φυσικά για την επικράτηση των ιδεών και αξιών του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό που χαρακτήρισε την ψήφιση του μέτρου της δωρεάν επιβίβασης στα ΜΜΜ πριν από τριάντα χρόνια ήταν η ουσιαστική απουσία οποιασδήποτε άρνησής του, εκτός ίσως από κάποιες αναφορές σε φτηνό λαϊκισμό, κλπ. Κανείς τέλος πάντων δεν σκέφτηκε να πει ότι το μέτρο αυτό είναι άδικο γιατί αντιστρατεύεται τη βασική (νεοφιλελεύθερη) αρχή ότι για τις όποιες υπηρεσίες πρέπει να πληρώνει ο χρήστης και όχι το «κοινωνικό σύνολο των φορολογούμενων»!
Σήμερα λοιπόν βρισκόμαστε ακριβώς εδώ: Μετά από τριάντα χρόνια συστηματικής προβολής τους από τα media και το σύνολο των θεσμών του κράτους, αλλά κυρίως, μετά από μια ισόχρονη περίοδο πολιτικών νικών των δυνάμεων του αστισμού, με τη σημαία του νεοφιλελευθερισμού, τα κλισέ του τελευταίου απέκτησαν την ισχύ του αυταπόδεικτου που εφαρμόζεται σε κάθε περίσταση και σε κάθε εποχή. Έτσι λοιπόν η αρχή «να πληρώνει ο χρήστης» προβάλλεται μονότονα κα με κάθε αφορμή, ως απάντηση – πασπαρτού, απέναντι σε όσους θεώρησαν ότι δεν είναι αποδεκτό να υπάρχουν διόδια στους εθνικούς δρόμους (είτε αυτοί έχουν κατασκευαστεί, είτε όχι….), ή σε αυτούς που διεκδικούν το δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στις παραλίες, στα μουσεία, κ.α.
Αυτό που δεν έχει γίνει καθαρό, ακόμα κι αν έχουμε ζήσει τόσα χρόνια νεοφιλελεύθερων μύθων, είναι ότι η ιδέα «πληρώνει ο χρήστης» εκτός του ότι είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο το κατά πόσο είναι μια «δίκαιη» ιδέα, είναι από την άποψη της κοινωνίας συνολικά, μη λειτουργική και συχνά αδιέξοδη. Ας σκεφτούμε μόνο την κοινωνική τραγωδία που θα προέκυπτε αν εφαρμοζόταν αυτή η αρχή στο χώρο της υγείας, αν δηλ. θα έπρεπε ο κάθε πολίτης να χρηματοδοτεί ο ίδιος την ιατρική του περίθαλψη [το γεγονός ότι οι κήνσορες του νεοφιλελευθερισμού δεν έχουν τολμήσει να θέσουν ανοιχτά το θέμα μιας τέτοιας αναμόρφωσης του συστήματος παροχής υπηρεσιών υγείας δεν σημαίνει ότι αυτή είναι έξω από την οπτική τους – κάθε άλλο μάλιστα!]. Ας σκεφτούμε ακόμα πόσες πολιτιστικές εκδηλώσεις υψηλών απαιτήσεων θα ήταν καταδικασμένες να διεξαχθούν μπροστά σε άδεια καθίσματα (ή μάλλον να μην διεξαχθούν καθόλου…) αν οι διοργανώτριες αρχές επέμεναν να μεταθέσουν στα εισιτήρια ολόκληρο το κόστος της οργάνωσής τους.
Αυτό που είναι αναντίρρητο γεγονός είναι ότι η επιβολή ενός αντιτίμου για την πρόσβαση ενός πολίτη σε οποιαδήποτε δημόσιο αγαθό, ή τη χρήση ενός δημόσιου έργου, λειτουργεί αποτρεπτικά για ένα αριθμό οικονομικά ασθενέστερων ατόμων, με τελικό αποτέλεσμα το δημόσιο αγαθό ή το δημόσιο έργο να το απολαμβάνει ένας μικρότερος αριθμός πολιτών από αυτό που αυτό θα μπορούσε δυνητικά να προσελκύσει. Ένας αυτοκινητόδρομος με διόδια θα έχει μικρότερο αριθμό διερχόμενων αυτοκινήτων από αυτόν που θα μπορούσε να έχει αν η διέλευση ήταν ελεύθερη για όλους. Ένας αριθμός οδηγών θα προτιμήσει το επαρχιακό δίκτυο, με ότι αυτό συνεπάγεται από την άποψη της ασφάλειας, της άνεσης κλπ, ενώ αν το δούμε το πράγμα, κάπως αφηρημένα, από την άποψη του κοινωνικού συνόλου, έχουν διατεθεί οι πόροι που θα επέτρεπαν την ασφαλή και άνετη κίνηση ενός πολύ μεγαλύτερου αριθμού πολιτών. Και βέβαια, δεν συζητώ καθόλου μια παράμετρο που επίσης αδυνατούν να κατανοήσουν οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού: Όταν χρηματοδοτείς τη λειτουργία μιας δημόσιας υπηρεσίας ή ενός δημόσιου έργου ως πολίτης μέσω της συμβολής σου στα φορολογικά έσοδα του κράτους έχεις μια σχέση συγκυριότητας αυτής της υπηρεσίας ή του έργου. Όταν καταβάλλεις ένα αντίτιμο έχεις μια σχέση μόνιμου ή περιστασιακού χρήστη.
Σε κάθε περίπτωση, επειδή ο αριθμός των πραγματικών χρηστών είναι μικρότερος από αυτόν των πολιτών που θα μπορούσαν να επωφεληθούν υπό καθεστώς ελεύθερης πρόσβασης, το κόστος που καταβάλλει ο καθένας απ’ αυτούς είναι αντίστοιχα μεγαλύτερο από την φορολογική επιβάρυνση που θα υφίσταντο αν η υπηρεσία αυτή χρηματοδοτούνταν από τα δημόσια έσοδα. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, όταν η απελπισία, η αίσθηση της αδικίας, ή απλά η ανέχεια σε σπρώχνει να παραβείς τους κανόνες που ορίζουν τα δικαιώματα της πρόσβασης στις δημόσια οργανωμένες υπηρεσίες, το τίμημα είναι απροσδόκητα ασύλληπτο.
_______
[1] Όταν πληρώνεται: Ας μην ξεχνάμε ότι η καταβολή των δεδουλευμένων έχει πάψει να είναι αυτονόητη στη μνημονιακή Ελλάδα. Πάνω από το 700 χιλιάδες εκτιμώνται οι εργαζόμενοι μισθωτοί που η πληρωμή τους καθυστερεί από τρεις μήνες και πάνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου