του Πετρου Παπακωνσταντινου, απο την Καθημερινη...
Την εκτίμηση ότι η Ευρώπη αρχίζει να βγαίνει από τη χειρότερη μεταπολεμική ύφεση διατυπώνουν στο χθεσινό τους φύλλο οι Financial Times. Τα επίσημα στοιχεία της Ενωσης, που αναμένεται να ανακοινωθούν σήμερα, θα πιστοποιήσουν ότι, ύστερα από έξι αλλεπάλληλα τρίμηνα οικονομικής συρρίκνωσης, η Ευρωζώνη καταγράφει για πρώτη φορά ανάπτυξη. Τη συγκρατημένη αισιοδοξία ενισχύουν οι προσδοκίες ότι, μετά τις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου, η Γερμανία θα ακολουθήσει περισσότερο αναπτυξιακή πολιτική, χαλαρώνοντας την ασφυκτικά περιοριστική λιτότητα στον ευρωπαϊκό Νότο. Η διαρροή εσωτερικού εγγράφου της Bundesbank περί αναγκαιότητας νέας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους εγγράφεται στην ίδια μεγάλη εικόνα. Εν ολίγοις, τα χειρότερα είναι πίσω μας – ή μήπως όχι;
Υπάρχουν πολλοί λόγοι να είναι κανείς επιφυλακτικός. Πρώτα απ’ όλα, η οικονομική μεγέθυνση της Ευρωζώνης προβλέπεται να φτάσει μόλις το 1,2% στα τέλη του 2014. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η ανεργία θα διατηρηθεί στα ίδια πολύ υψηλά επίπεδα – 12,1% σε κλίμακα Ευρωζώνης, με μείωση μόλις 0,1% και σε στρατοσφαρικά ύψη, άνω του 25%, στην Ελλάδα και την Ισπανία. Αλλά ακόμη και αυτή η γλίσχρα ανάπτυξη προοιωνίζεται ευάλωτη. Το τραπεζικό σύστημα της Ενωσης παραμένει σε εξαιρετικά ασταθή κατάσταση, με πάρα πολλούς σκελετούς στα ντουλάπια του, διαιωνίζοντας ατμόσφαιρα πιστωτικής ασφυξίας. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Αμερικής σφίγγει τα λουριά περιορίζοντας το τύπωμα χρήματος που απειλεί να ξετινάξει τα δημόσια οικονομικά της υπερδύναμης, ενώ οι ατμομηχανές των αναδυόμενων οικονομικών γιγάντων (BRICs) εμφανίζουν συμπτώματα κόπωσης.
Ο κυριότερος παράγοντας αβεβαιότητας αφορά στην επιταχυνόμενη πολιτική αστάθεια της Ευρωζώνης. Οι ευάλωτες κυβερνήσεις του Νότου έχουν σχεδόν εξαντλήσει τα περιθώρια λήψης περιοριστικών μέτρων και η αποδόμηση της υφιστάμενης πολιτικής τάξης, με ατυπικά φαινόμενα τύπου Μπέπε Γκρίλο, εγγράφεται στην ημερησία διάταξη. Σε συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας και απέχθειας για τα παραδοσιακά κόμματα, οι ευρωεκλογές του προσεχούς Μαΐου απειλούν να προκαλέσουν πανευρωπαϊκό «σεισμό», εκτοξεύοντας στα ουράνια ριζοσπαστικά ρεύματα. Κι αν μέχρι πρόσφατα η εναντίωση στην Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν σημαία κυρίως κομμάτων της εθνικιστικής Δεξιάς, όπως το βρετανικό Κόμμα της Ανεξαρτησίας και το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο, το τελευταίο διάστημα εναντίον του ευρώ τάσσεται σημαντικό τμήμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Πολιτικοί βαρέων βαρών, όπως ο Οσκαρ Λαφοντέν στη Γερμανία και διεθνή έντυπα κύρους, όπως η Le Monde Diplomatique, τάσσονται υπέρ της κατάργησης του κοινού νομίσματος.
Ανεδαφικές εμφανίζονται και οι προσδοκίες περί θεαματικής στροφής της γερμανικής πολιτικής – και όχι μόνο γιατί η Αγκελα Μέρκελ εμφανίζεται ως αδιαφιλονίκητο φαβορί των εκλογών. Οι Σοσιαλδημοκράτες ουδέποτε αμφισβήτησαν τις βασικές αρχές της γερμανικής στρατηγικής, η οποία στηρίζεται στη δυναμική προώθηση των εξαγωγών με συμπίεση των εργατικών μισθών – ουσιαστικά, μια πολιτική «πτώχευσης του γείτονα». Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ ήταν εκείνος που έθεσε τα θεμέλια αυτής της στρατηγικής με την «Ατζέντα 2010» και ο σημερινός αντίπαλος της Μέρκελ, Πέερ Στάινμπρουκ, υπήρξε υπουργός Οικονομικών της Μέρκελ σε κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού». Επομένως, αν η Γερμανία αναγκασθεί για τους δικούς της λόγους να δεχθεί ευνοϊκά, για τις φτωχότερες χώρες, μέτρα όπως τη μερική διαγραφή του χρέους ή (λιγότερο πιθανό) την έκδοση ευρωομολόγων, είναι βέβαιο –και εντελώς λογικό από την πλευρά της– ότι θα απαιτήσει σκληρότατα ανταλλάγματα, όπως νέα Μνημόνια και εκχωρήσεις εθνικής κυριαρχίας. Με αυτά τα δεδομένα, η δροσερή, καλοκαιρινή αύρα των ημερών είναι πιθανό να δώσει γρήγορα τη θέση της σε φθινοπωρινές καταιγίδες, οι οποίες, αν μη τι άλλο, θα διαλύσουν την ομίχλη των ρόδινων αυταπατών και των εύκολων λύσεων.
Την εκτίμηση ότι η Ευρώπη αρχίζει να βγαίνει από τη χειρότερη μεταπολεμική ύφεση διατυπώνουν στο χθεσινό τους φύλλο οι Financial Times. Τα επίσημα στοιχεία της Ενωσης, που αναμένεται να ανακοινωθούν σήμερα, θα πιστοποιήσουν ότι, ύστερα από έξι αλλεπάλληλα τρίμηνα οικονομικής συρρίκνωσης, η Ευρωζώνη καταγράφει για πρώτη φορά ανάπτυξη. Τη συγκρατημένη αισιοδοξία ενισχύουν οι προσδοκίες ότι, μετά τις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου, η Γερμανία θα ακολουθήσει περισσότερο αναπτυξιακή πολιτική, χαλαρώνοντας την ασφυκτικά περιοριστική λιτότητα στον ευρωπαϊκό Νότο. Η διαρροή εσωτερικού εγγράφου της Bundesbank περί αναγκαιότητας νέας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους εγγράφεται στην ίδια μεγάλη εικόνα. Εν ολίγοις, τα χειρότερα είναι πίσω μας – ή μήπως όχι;
Υπάρχουν πολλοί λόγοι να είναι κανείς επιφυλακτικός. Πρώτα απ’ όλα, η οικονομική μεγέθυνση της Ευρωζώνης προβλέπεται να φτάσει μόλις το 1,2% στα τέλη του 2014. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η ανεργία θα διατηρηθεί στα ίδια πολύ υψηλά επίπεδα – 12,1% σε κλίμακα Ευρωζώνης, με μείωση μόλις 0,1% και σε στρατοσφαρικά ύψη, άνω του 25%, στην Ελλάδα και την Ισπανία. Αλλά ακόμη και αυτή η γλίσχρα ανάπτυξη προοιωνίζεται ευάλωτη. Το τραπεζικό σύστημα της Ενωσης παραμένει σε εξαιρετικά ασταθή κατάσταση, με πάρα πολλούς σκελετούς στα ντουλάπια του, διαιωνίζοντας ατμόσφαιρα πιστωτικής ασφυξίας. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Αμερικής σφίγγει τα λουριά περιορίζοντας το τύπωμα χρήματος που απειλεί να ξετινάξει τα δημόσια οικονομικά της υπερδύναμης, ενώ οι ατμομηχανές των αναδυόμενων οικονομικών γιγάντων (BRICs) εμφανίζουν συμπτώματα κόπωσης.
Ο κυριότερος παράγοντας αβεβαιότητας αφορά στην επιταχυνόμενη πολιτική αστάθεια της Ευρωζώνης. Οι ευάλωτες κυβερνήσεις του Νότου έχουν σχεδόν εξαντλήσει τα περιθώρια λήψης περιοριστικών μέτρων και η αποδόμηση της υφιστάμενης πολιτικής τάξης, με ατυπικά φαινόμενα τύπου Μπέπε Γκρίλο, εγγράφεται στην ημερησία διάταξη. Σε συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας και απέχθειας για τα παραδοσιακά κόμματα, οι ευρωεκλογές του προσεχούς Μαΐου απειλούν να προκαλέσουν πανευρωπαϊκό «σεισμό», εκτοξεύοντας στα ουράνια ριζοσπαστικά ρεύματα. Κι αν μέχρι πρόσφατα η εναντίωση στην Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν σημαία κυρίως κομμάτων της εθνικιστικής Δεξιάς, όπως το βρετανικό Κόμμα της Ανεξαρτησίας και το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο, το τελευταίο διάστημα εναντίον του ευρώ τάσσεται σημαντικό τμήμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Πολιτικοί βαρέων βαρών, όπως ο Οσκαρ Λαφοντέν στη Γερμανία και διεθνή έντυπα κύρους, όπως η Le Monde Diplomatique, τάσσονται υπέρ της κατάργησης του κοινού νομίσματος.
Ανεδαφικές εμφανίζονται και οι προσδοκίες περί θεαματικής στροφής της γερμανικής πολιτικής – και όχι μόνο γιατί η Αγκελα Μέρκελ εμφανίζεται ως αδιαφιλονίκητο φαβορί των εκλογών. Οι Σοσιαλδημοκράτες ουδέποτε αμφισβήτησαν τις βασικές αρχές της γερμανικής στρατηγικής, η οποία στηρίζεται στη δυναμική προώθηση των εξαγωγών με συμπίεση των εργατικών μισθών – ουσιαστικά, μια πολιτική «πτώχευσης του γείτονα». Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ ήταν εκείνος που έθεσε τα θεμέλια αυτής της στρατηγικής με την «Ατζέντα 2010» και ο σημερινός αντίπαλος της Μέρκελ, Πέερ Στάινμπρουκ, υπήρξε υπουργός Οικονομικών της Μέρκελ σε κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού». Επομένως, αν η Γερμανία αναγκασθεί για τους δικούς της λόγους να δεχθεί ευνοϊκά, για τις φτωχότερες χώρες, μέτρα όπως τη μερική διαγραφή του χρέους ή (λιγότερο πιθανό) την έκδοση ευρωομολόγων, είναι βέβαιο –και εντελώς λογικό από την πλευρά της– ότι θα απαιτήσει σκληρότατα ανταλλάγματα, όπως νέα Μνημόνια και εκχωρήσεις εθνικής κυριαρχίας. Με αυτά τα δεδομένα, η δροσερή, καλοκαιρινή αύρα των ημερών είναι πιθανό να δώσει γρήγορα τη θέση της σε φθινοπωρινές καταιγίδες, οι οποίες, αν μη τι άλλο, θα διαλύσουν την ομίχλη των ρόδινων αυταπατών και των εύκολων λύσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου