Η σχολική χρονιά ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς. Από τα δεκαοχτώ χρόνια εμπειρίας μου σε σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συγκρατώ τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη ως μια διαδικασία επανεύρεσης-επανασύνδεσης του συλλόγου των καθηγητών από τις καλοκαιρινές διακοπές, με αφηγήσεις και συζητήσεις που σε ταξίδευαν.
Ταυτόχρονα, μέσα από τις καθημερινές εργασίες για την προετοιμασία της έναρξης των μαθημάτων, προσγειωνόσουν στη σχολική καθημερινότητα.
Όχι πως παλιότερα δεν υπήρχαν προβλήματα, ιδιαίτερα τις χρονιές των αιφνίδιων αυγουστιάτικων «μεταρρυθμίσεων» και «δομικών αλλαγών» στην παιδεία. Ωστόσο, το φετινό καλοκαίρι δεν νομίζω να ξεκουράστηκε πραγματικά κανείς. Ο χορός του άγχους και της ανασφάλειας ξεκίνησε με τη δίωρη αύξηση του διδακτικού ωραρίου, που είχε ως συνέπεια την υπεραριθμία και την κατάργηση οργανικών θέσεων. Ο ξαφνικός θάνατος της ΕΡΤ, που συνοδεύτηκε με την εν μια νυκτί «κατάργηση» 2.600 εργαζομένων, διέλυσε κάθε αμφιβολία σχετικά με την ανάλγητη αποφασιστικότητα της κυβέρνησης, για να ακολουθήσει ο εφιαλτικός Ιούλιος με την κατάργηση των ειδικοτήτων στα ΕΠΑΛ και την επιβολή του καθεστώτος της διαθεσιμότητας. Ο νόμος για το νέο λύκειο, που οργανώνει όλη τη σχολική διαδικασία με βάση τις εξετάσεις, επέφερε νέες μειώσεις διδακτικών ωρών σε κάποιες ειδικότητες, ενώ στο γυμνάσιο επιχειρήθηκε να καταργηθεί το μάθημα της τεχνολογίας.
Τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη οι περισσότεροι συνάδελφοι ήταν σκεφτικοί και μουδιασμένοι, παραδομένοι σε μια βουβή απελπισία. Αγχωμένα μισόλογα για ένα αβέβαιο μέλλον, περισσή οργή και αγανάκτηση που εκτονώνεται σε έντονους αφοριστικούς λόγους, λυτρώνοντας προσωρινά από τη θλίψη, σαν παυσίπονο. Ένα διάχυτο παράπονο. Όχι μόνο για τις μειώσεις των μισθών, την εργασιακή ανασφάλεια, το φάσμα της διαθεσιμότητας και της απόλυσης. Περισσότερο πονάει η απαξίωση και η περιφρόνηση. Όταν έχεις καταθέσει την ψυχή σου δυο δεκαετίες στις σχολικές αίθουσες, δεν συμβιβάζεσαι εύκολα με τη μετατροπή σου σε σφάγιο της μνημονιακής μεταρρύθμισης…
Κάποιοι αντιμετωπίζουν την κατάσταση σαν φυσικό φαινόμενο, περιμένοντας να περάσει «το κακό που μας βρήκε». Οι περισσότεροι, ωστόσο, αναμετρούν μονάχοι τους τις δυνάμεις τους και τις αντοχές τους. «Κάτι πρέπει να κάνουμε… Τι, όμως;» «Πόσο αντέχεις εσύ;». Η απεργία, τα συλλαλητήρια, ο αγώνας, στον δρόμο, ελπίδα και ελπίδες…
Ο καθένας αναλογίζεται την οικογένειά του, τις οικονομικές του υποχρεώσεις, τα βάρη του. Ντρέπονται να μιλήσουν για τις αντοχές τους, φοβούνται για τη δική τους ανεπάρκεια. Ξέρουν ότι έχουν να αντικρίσουν τους γονείς των παιδιών, μέλη μιας κοινωνίας ισοπεδωμένης, που σέρνουν τους δικούς τους σταυρούς, και. πολλοί απ’ αυτούς, βλέπουν την όποια αντίδραση σαν ένα επιπλέον εμπόδιο στην ήδη δυσβάστακτη καθημερινότητά τους. Πρέπει να επικοινωνήσουν με αγχωμένα και καταπιεσμένα παιδιά, μπολιασμένα με το «μικρόβιο» της αριστείας και στοιχειωμένα από το φόβητρο της σχολικής αποτυχίας, με μόνη διέξοδο που βλέπουν μπροστά τους την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση, μήπως και αποκτήσουν κάποιες πιθανότητες επαγγελματικής αποκατάστασης. (Αλήθεια, πόσες, με την ανεργία στους νέους να καλπάζει στο 60%;). Τέλος, έχουν απέναντί τους τα ΜΜΕ διατεταγμένα, έτοιμα να τους φάνε.
Και το Υπουργείο Παιδείας συνεχίζει το κυνήγι κεφαλών, αφαιρώντας αναθέσεις μαθημάτων από ειδικότητες, υπολογίζοντας εξονυχιστικά τους αριθμούς των μαθητών ανά τμήμα, επιδιώκοντας φανατικά τη μέγιστη οικονομία. Φυσικά, όχι προς όφελος της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το σχολείο βομβαρδίζεται καθημερινά με αλληλοσυγκρουόμενες αποφάσεις που αναιρούν η μία την άλλη, με αποτέλεσμα τη δυσκολία οργάνωσης του εκπαιδευτικού έργου, καθώς τα ωράρια των διδασκόντων και τα ωρολόγια προγράμματα βρίσκονται συνεχώς στον αέρα. Η σύγχυση που επικρατεί στα ανώτερα κλιμάκια της εκπαίδευσης προδίδει την απουσία σοβαρού σχεδιασμού, επιτείνοντας το κλίμα ρευστότητας και ανασφάλειας στο διδακτικό προσωπικό.
Σ’ αυτό το ανοργάνωτο πλαίσιο, σε ένα ελλιπέστατα χρηματοδοτούμενο, κακοσυντηρημένο και μίζερο σχολείο, με την αυτοπεποίθησή του να βουλιάζει, ο καθηγητής καλείται να παράγει εκπαιδευτικό έργο. Πολλοί από τους αναγνώστες ίσως αγνοούν ότι η εκπαιδευτική διαδικασία απέχει πολύ από τη γραφειοκρατική διεκπεραίωση εγγράφων (χωρίς να υποτιμάται η συνεισφορά της δεύτερης, η οποία απαιτεί άλλου είδους ικανότητες και οργανωτικό πνεύμα). Η διδασκαλία προϋποθέτει, πάνω απ’ όλα, πνευματική επικοινωνία. Απαιτεί εγρήγορση, έμπνευση, υιοθέτηση ποικίλων ρόλων. Ο δάσκαλος είναι, ως ένα σημείο, «ηθοποιός», περφόρμερ, οφείλει να ενεργοποιεί θετικά τα παιδιά στην αναζήτηση, να εξάπτει την περιέργειά τους, ώστε να επιτελεστεί η πολυπόθητη «ενεργητική εποικοδομητική γνώση». Ως εκ τούτου, οφείλει να εγκαταλείψει μέρος του εαυτού του έξω από την πόρτα της σχολικής αίθουσας. Πόσο εφικτό, άραγε, είναι να το επιτύχει στη σημερινή κατάσταση;
Ο Πέτρος Καραθάνος είναι φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου