Παρ' όλο που αποτελεί λογικό επακόλουθο της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, το χτύπημα που δέχθηκε η Χρυσή Αυγή από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς αιφνιδίασε. Αυτό το αίσθημα αιφνιδιασμού αποτελεί αξιοσημείωτο γεγονός και χρήζει σχολιασμού.
Κατ' αρχήν δείχνει πόσο είχε εμπεδωθεί στην κοινή γνώμη η ανοχή και συνενοχή του κράτους και της κυβέρνησης έναντι της βίαιης δραστηριότητας αλλά και της γενικότερης παρουσίας της νεοναζιστικής οργάνωσης στο πολιτικό σκηνικό. Από τη διάβρωση της Αστυνομίας μέχρι τη «θεωρία των δύο άκρων», και από τις επιχειρήσεις «Ξένιος Ζευς» μέχρι τις Αμυγδαλέζες και την τροποποίηση του κώδικα ιθαγένειας, κράτος και μνημονιακά κόμματα έκαναν ό,τι μπορούσαν τα τελευταία χρόνια για να καταστήσουν νόμιμο το λόγο της Χρυσής Αυγής και για να προσφέρουν κάλυψη στην πολύμορφη εγκληματική της δραστηριότητα. Από την άλλη, ας μην ξεχνάμε ότι το να στρέφεται το ελληνικό κράτος ενάντια σε εν ενεργεία ακροδεξιούς μηχανισμούς αποτελεί μια καλοδεχούμενη μεν, ιστορικής σημασίας δε καινοτομία. Για να το πούμε διαφορετικά, το ότι αιφνιδίασε η σύλληψη ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής αποτελεί μια επιπλέον απόδειξη ότι στην Ελλάδα εδώ και καιρό έχει καταλυθεί κάθε αίσθηση «ομαλότητας».
Οτι η χώρα και η κοινωνία βιώνουν τη μονιμοποίηση ενός «καθεστώτος εξαίρεσης», με κύρια χαρακτηριστικά την εξαθλίωση της πλειονότητας, την κατάρρευση βασικών λειτουργιών του κράτους και τον εντεινόμενο αυταρχισμό.
Ενός καθεστώτος εξαίρεσης, βασισμένου σε ένα συνδυασμό συστημικής βίας και ανοιχτής καταστολής, προϊόν του οποίου είναι και η εκτόξευση της επιρροής της Χρυσής Αυγής και η εμφάνιση, πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, του φασισμού ως κινήματος με μαζική βάση και όχι ως υποπροϊόντος ξένης κατοχής, ή παρακρατικής απόφυσης δικτατορικών και μετεμφυλιακών μορφωμάτων.
Προϊόν της κατάστασης εξαίρεσης, η Χρυσή Αυγή αποτελεί ταυτόχρονα και παράγοντα κλιμάκωσής της. Αποθρασυμένοι από τη μακροχρόνια συγκάλυψη που έχαιραν, οι εγκέφαλοί της αποφάσισαν να κάνουν αυτό το φθινόπωρο ένα επιπλέον βήμα, ανοίγοντας «θερμό» μέτωπο με την Αριστερά και στοχεύοντας στην περαιτέρω αναβάθμιση του ρόλου της οργάνωσης και τη γενικότερη πολιτική αποσταθεροποίηση. Μια τέτοια κίνηση δύσκολα όμως μπορούσε να μείνει αναπάντητη. Κράτος και κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις κατάλαβαν, λύνοντας έστω προσωρινά τις αντιφάσεις τους επί του θέματος, ότι το σοκ που προκάλεσε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα δημιουργούσε τις συνθήκες της επανομιμοποίησης του κράτους ως εγγυητή του νόμου και της τάξης, καθώς και της αναβάπτισης του μνημονιακού μπλοκ στην κολυμβήθρα του όψιμου «αντιφασισμού».
Αυτή η κίνηση δείχνει ότι αν μη τι άλλο, κατανοήθηκε η ανάγκη έκτακτων μέτρων για να απαντηθεί μια έκτακτη κατάσταση. Ενέχει όμως και ρίσκο. Κατ' αρχήν γιατί επιβάλλει μια σύγκρουση με απρόβλεπτη έκβαση με τα πλέον διαβρωμένα από το ακροδεξιό καρκίνωμα τμήματα των κρατικών μηχανισμών. Και κυρίως γιατί αποτελεί επικίνδυνη ψευδαίθηση η ιδέα ότι ξεμπερδεύουμε με μια οργάνωση με υπολογίσιμη, και μάλιστα διευρυνόμενη το τελευταίο διάστημα, λαϊκή βάση, απλά μέσω της Δικαιοσύνης και της κρατικής καταστολής.
Δεν μπορεί να αποκλεισθεί το γεγονός ότι η καταστολή μπορεί να δημιουργήσει αντισυσπείρωση αυτής της βάσης και να εδραιώσει την εικόνα της Χρυσής Αυγής ως του πλέον επικίνδυνου εχθρού του συστήματος. Τόσο επικίνδυνου μάλιστα, ώστε όλοι οι άλλοι ενώνονται και ομονοούν για τον χτυπήσουν.
Αποφασιστικής σημασίας είναι εδώ ο ρόλος της Αριστεράς. Εαν σε αυτές τις συνθήκες η Αριστερά προτάξει ένα λόγο υπεράσπισης της «ομαλότητας» και των «θεσμών», τότε έχει αυτοαναιρεθεί ως πολιτική δύναμη. Διότι την εποχή του Μνημονίου κάθε έννοια ομαλότητας έχει προ πολλού αναιρεθεί, τόσο στην καθημερινότητα των πολιτών όσο και στο ίδιο το πολιτικό σύστημα. Και θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο να το έχουν αυτό όλοι κατανοήσει, εκτός από τη δύναμη που έχει την αλλαγή της κοινωνίας ως λόγο ύπαρξης.
Για να το πούμε διαφορετικά: δεν είμαστε πια στην εποχή που η λογική των «συνταγματικών τόξων» και των «ευρύτερων συναινέσεων» ενσωμάτωνε μεν την Αριστερά στο σύστημα, αλλά βοηθούσε και στη σταθεροποίησή του με όρους μιας σχετικά προχωρημένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σήμερα το πολιτικό σύστημα είναι υπό κατάρρευση, το διαλυμένο στην κοινωνική του διάσταση κράτος σε διαδικασία αυταρχικής μετάλλαξης, η λαϊκή οργή διάχυτη και η κοινωνία βαθιά τραυματισμένη και πολωμένη.
Υπό τέτοιες συνθήκες, η Αριστερά δεν μπορεί παρά να προτάξει τη δική της εκδοχή της κατάστασης εξαίρεσης που έχει ως όνομα «ανατροπή». Δηλαδή την ανάδειξή της ως δύναμης ανταγωνιστικής, φορέα ριζικής κοινωνικής αλλαγής βασισμένης στη λαϊκή κινητοποίηση και αυτενέργεια. Της μόνης που μπορεί να δημιουργήσει μια αυθεντική δημοκρατική δυναμική, ακριβώς γιατί αναμετριέται με τις βαθύτερες αιτίες που θρέφουν το φασισμό και που καταδεικνύει με συγκεκριμένο τρόπο, και όχι απλά με ρητορική καταγγελία, τον κάλπικο χαρακτήρα της αντισυστημικότητάς του.
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο King's College του Λονδίνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου