Σέρτζο Μπολόνια, απο το Red NoteBook...
Η εκδήλωση με τίτλο «Η Βαϊμάρη και οι σημερινές αναβιώσεις της σε Ελλάδα και Ευρώπη», που διοργάνωσε το Αντιφασιστικό Χωριό την Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ των Νέων ΣΥΡΙΖΑ, ξεκίνησε με την παρέμβαση του Σέρτζο Μπολόνια. Δυστυχώς, ένα πρόβλημα υγείας τον υποχρέωσε να μείνει στην Ιταλία. Όμως η παρέμβασή του, έστω και με γραπτό κείμενο, ήταν μια σημαντική συμβολή. Το κείμενο έχει ως εξής:
Αγαπητοί φίλοι, αγαπητοί σύντροφοι,
Αυτές τις στιγμές πιθανότατα αναρωτιέστε πώς να αντιδράσετε στη φασιστική δολοφονία που αφαίρεσε τη ζωή ενός από εσάς. Όμως, πριν αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα, επιτρέψτε μου ορισμένες διευκρινίσεις για το βιβλίο “Ναζισμός και Εργατική Τάξη”, που κάποιοι από εσάς θα έχετε διαβάσει. Αυτές οι διευκρινίσεις θα μου χρειαστούν για να αποσαφηνίσω όσα θα πω στη συνέχεια για τη φασιστική τρομοκρατία.
Έγραψα το “Ναζισμός και Εργατική Τάξη” την περίοδο 1992-93, για να θυμίσω την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία εξήντα χρόνια πριν, το Γενάρη του 1933. Ήξερα ότι με την ευκαιρία της επετείου θα άρχιζε πάλι μια συζήτηση στον Τύπο για το πώς πήγαν τα πράγματα στη Γερμανία της Βαϊμάρης και ποιες ήταν οι ευθύνες για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας.
Φανταζόμουν, λοιπόν, ότι ο “ιστορικός αναθεωρητισμός”, που από καιρό κυριαρχούσε στη δημόσια σκηνή, υποστηριζόμενος από τα μέσα ενημέρωσης, θα έβγαινε στην επίθεση για να επαναλάβει τα ψέματά του (με το λεγόμενο “αρνητισμό”, που τολμούσε να αρνείται την ύπαρξη των στρατοπέδων εξόντωσης και τη γενοκτονία του εβραϊκού λαού) ή για να επαναλάβει μια ερμηνεία των πραγμάτων που τείνει να αποδίδει την ευθύνη για τη νίκη του Χίτλερ στην πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων και των αναρχοσυνδικαλιστικών κινημάτων. Οι “αρνητιστές” ιστορικοί, εξάλλου, έβρισκαν ευήκοα ώτα ανάμεσα στο μουσουλμανικό κόσμο, γι΄ αυτό και οι απόψεις τους κέρδιζαν μεγάλη δημοσιότητα.
Πάντα όμως θεωρούσα πιο επικίνδυνους τους “αναθεωρητές” ιστορικούς, αυτούς που για να αναγνωρίσουν και να καταδικάσουν την πολιτική της εξόντωσης, είχαν αλλάξει την ερμηνεία που είχε δώσει η ιστοριογραφία για τη λεγόμενη “χιτλερική επανάσταση”. Η ιστοριογραφία αυτή, ποικίλων τάσεων –φιλελεύθερη, καθολική, ακόμα και σοσιαλδημοκρατική–, είχε αναγνωρίσει τις ευθύνες του μεγάλου βιομηχανικού-χρηματιστικού κεφαλαίου και της πρωσικής γαιοκτησίας, και την ίδια στιγμή θεωρούσε τη μικρή ιδιοκτησία, που απογοητεύτηκε και καταστράφηκε στην οικονομική κρίση του ΄29, ως κοινωνική βάση του εθνικοσοσιαλισμού. Οι “αναθεωρητές”, αντίθετα, επιτελούσαν μια λειτουργία πολύ πιο λεπτή και επικίνδυνη, αποδίδοντας στην εργατική τάξη, στο προλεταριάτο, μεγάλο μέρος της λαϊκής στήριξης προς το Χίτλερ – όχι μόνο μεταξύ 1928 και 1933, αλλά κυρίως μετά, όταν το καθεστώς πέτυχε την πλήρη απασχόληση, αφού βεβαίως είχε έκλεισε στη φυλακή χιλιάδες αντιφρονούντες, προερχόμενους κυρίως από τις τάξεις των εργατών.
Για τους λόγους αυτούς με ενδιέφερε να δείξω ότι η θέση αυτή ήταν λάθος, πράγμα που μπορούσα να κάνω μόνο αν επαναλάμβανα την ιστορία των κοινωνικών αγώνων της περιόδου της Βαϊμάρης. Η δουλειά μου αυτή εντασσόταν σε ένα ευρύτερο εγχείρημα κριτικής στον ιστορικό αναθεωρητσμό, το οποίο και οδήγησε στην έκδοση ενός τόμου στη Βιβλιοθήκη Calusca του Μιλάνου.
Δεν ήταν όμως στις προθέσεις μου να προσφέρω καθοδήγηση ή προτάσεις για τον αντιφασιστικό αγώνα στην Ιταλία των αρχών του ΄90 – γι΄ αυτό και πιστεύω ότι αυτή μου η παρέμβαση λίγα μπορεί να προσφέρει στην κατανόηση της κατάστασης σήμερα στην Ελλάδα. Κάθε παραλληλισμός της σημερινής κατάστασης με εκείνη της Βαϊμάρης θα ήταν λάθος. Σήμερα η δύναμη και ο τρόπος λειτουργίας του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού δεν έχει αναλογίες με καμία άλλη ιστορική περίοδο, και δεν προέκυψε παρά από ιδιωτικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που είχαν εξουσίες μεγαλύτερες από τις κεντρικές τράπεζες των ισχυρότερων κρατών, εξ ου και μπόρεσαν να επιβάλουν στα κράτη νομισματικές πολιτικές.
Σήμερα, η εξουσία του ανώνυμου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού μπορεί να επιτρέψει ένα επίπεδο εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης σε πλανητικό επίπεδο, το οποίο δεν μπόρεσε να πετύχει ποτέ καμία φασιστική δικτατορία. Σήμερα το κεφάλαιο δεν έχει πια ανάγκη το φασισμό, όπως δεν τον είχε ούτε όταν η εξουσία του τέθηκε σε αμφισβήτηση από τους κοινωνικούς και εργατικούς αγώνες (σ.σ.: των δεκαετιών ΄60 και ΄70). Σήμερα στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, τη Γερμανία κ.λπ κυριαρχεί μια κοινωνική ειρήνη εδώ και πάρα πολύ καιρό, ενώ οι διαμαρτυρίες που ξεκίνησαν στις χώρες αυτές μετά το 2008 είναι τις περισσότερες περιπτώσεις χωρίς διέξοδο. Παρ΄ όλα αυτά είναι σημαντικές, γιατί χρησιμεύουν στο να ξαναδημιουργηθεί ένα ελάχιστο δίχτυ αλληλεγγύης και συλλογικής δράσης, πάνω στο οποίο θα είναι αύριο εφικτό να φτιάξουμε κομμάτια μιας καινούριας κοινωνίας.
Σκέφτομαι ότι θα πρέπει να είμαστε πολύ κριτικοί σε ό,τι αφορά τη μορφή “διαμαρτυρία”. Το να συναντιόμαστε για μια διαδήλωση, να φωνάζουμε συνθήματα, να συγκροτούμε μπλοκ κ.ο.κ. δεν απαιτεί ούτε ένα ιδιαίτερο πολιτικό “know how”, ούτε μεγάλο κόπο. Το να οργανώσουμε με διαφορετικό τρόπο μια γειτονιά, να πείσουμε τους ανθρώπους να βγει καθένας από την απομόνωσή του και να υιοθετήσει διαφορετικές καταναλωτικές συνήθειες ή να αφιερώσει ένα μέρος από το χρόνο του στο κοινό καλό, στην αλληλεγγύη προς τους όμοιους και τους διαφορετικούς, το να ιδρύσουμε πολιτιστικούς κύκλους, συνεταιρισμούς και το να επινοήσουμε καινούριες γλώσσες, δηλαδή μια εναλλακτική κοινωνία – αυτό είναι πιο δύσκολο, απαιτεί περισσότερο χρόνο, πολύ περισσότερες θυσίες, πλήρη δέσμευση χρόνου, και κυρίως, απαιτεί μια γνώση όλων των όψεων της κοινωνικής ζωής, των ευκαιριών και των κινδύνων μιας οργανωμένης δομής. Αν όμως κατφέρουμε ένα τέτοιο στόχο, τότε ναι, θα έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε μια μορφή αντίστασης, που μπορεί ταυτόχρονα να γίνει και μορφή αυτοάμυνας. Πρόκειται για την ανάκτηση αυτού του “επαγγελματισμού”, αυτής της αφοσίωσης και αυτής της ευφυϊας που είχαν οι εργάτες όταν δημιουργούσαν τις πρώτες κοινωνίες αλληλοβοήθειας, τα πρώτα συνδικάτα, τους πρώτους συνεταιρισμούς, τις πρώτες σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές δομές. Από ένα σημείο και μετά, θέλω να πω, η διαμαρτυρία από μόνη της εξαντλείται.
Όλα αυτά αξίζουν περισσότερο όταν, μαζί με την καταστροφή που παράγει ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός και οι κυρίαρχες τάξεις μιας χώρας, έχει κανείς να αντιμετωπίσει και τη φασιστική τρομοκρατία. Τα φασιστικά κινήματα είχαν πάντα κάτι να κερδίσουν από την τρομοκρατία: αυτό είναι το έδαφος όπου κινούνται με μεγαλύτερη ευχέρεια. Η δικαιοσύνη και η αστυνομία είτε κινούνται με καθυστέρηση, είτε δεν κινούνται καθόλου για να σταματήσουν τη φασιστική τρομοκρατία, η οποία γνωρίζει πώς να κερδίζει ασυλία. Η ευρωπαϊκή Αριστερά, αντίθετα, είχε μόνο να χάσει από την τρομοκρατία. Το παράδειγμα της Ιταλίας του ΄70 είναι το πιο σαφές σε όλη την πρόσφατη ιστορία. Στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, οι ένοπλες ομάδες του αντικαπιταλιστικού αντάρτικου πόλης είχαν φτάσει σε σημείο να οργανώνουν μία δολοφονία ανά τρεις ώρες. Ήταν όμως αρκετό το κράτος να αποφασίσει να εγκαταλείψει νομικούς περιορισμούς, και ήταν αρκετό η Βουλή να εγκρίνει νόμους που έδιναν στην αστυνομία και τη δικαιοσύνη την εξουσία να πραγματοποιούν συλλήψεις στη βάση και μόνο της απλής υπόνοιας ότι κάποιος ήταν ένοχος ή συνδεόταν με ένοπλες ομάδες – ήταν αρκετά αυτά ώστε το κίνημα του αντάρτικου πόλης να διαλυθεί περίπου σε ένα μήνα και να υποστεί μια ήττα την οποία δεν επρόκειτο να ξεπεράσει ποτέ. Το χειρότερο δε, η πραγματική καταστροφή, ήταν η ηθική και πολιτισμική κατάρρευση μιας γενιάς που είχε συμμετάσχει και ήξερε από πρώτο χέρι τα κινήματα του ΄68 και αυτά που ακολούθησαν, και η οποία πέρασε προς τη μεριά του νεοφιλελευθερισμού, αφήνοντας μόνα και απομονωμένα τα κινήματα που συνέχιζαν την αντιπολίτευση.
Σήμερα, η Ιταλία των μεγάλων εργατικών αγώνων της δεκαετίας του ΄70 και των μεγάλων κινημάτων της αντιπολίτευσης έχει γίνει μια χώρα αγνώριστη – μια χώρα όπου η ανεργία των νέων αγγίζει το 40%, ωστόσο ακόμα δεν υπάρχει μαζική απάντηση. Μια χώρα που κινδυνεύει να ξαναπάει σε εκλογές και να ψηφίσει και πάλι το Μπερλουσκόνι, μια χώρα όπου η λεγόμενη “κυβερνησιμότητα” θεωρείται σημαντικότερη από τη δημοκρατία και όπου οι κυβερνήσεις δεν σέβονται τη θέληση που εκφράζεται μέσω της ψήφου.
Στις τελευταίες εκλογές, το Φεβρουάριο αυτής της χρονιάς, η κεντροδεξιά έχασε 8.5 εκ ψήφους, οι ψηφοφόροι δηλαδή έδωσαν ένα σαφές μήνυμα ότι δεν ήθελαν πια τον Μπερλουσκόνι. Όμως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επέβαλε μια κυβέρνηση που ζει υπό τον διαρκή εκβιασμό του Μπερλουσκόνι – μια κυβέρνηση που δημιουργήθηκε για να υπακούει στα δόγματα των διεθνών δανειστών, μια κυβέρνηση που παραχωρεί καθημερινά κομμάτια κυριαρχίας, που δεν υπερασπίζεται τα συμφέροντα της χώρας, που αυτές τις μέρες επιδεικνύει την ανικανότητά της στην περίπτωση της πώλησης της Telecom στην ισπανική Telefonica. Η πώληση αυτή θέτει σε κίνδυνο τη δυνατότητα της Ιταλίας να έχει μια υποδομή πληροφορικής με σε βάθος χρόνου. Για να δημιουργήσουμε ένα σύγχρονο ψηφιακό δίκτυο, χρειαζόμαστε σοβαρές επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες: πώς θα τις κάνει μια Telefonica, το χρέος της οποίας είναι μεγαλύτερο από αυτό της Telecom (λέγεται μάλιστα ότι φτάνει στα 70 δις ευρώ); Και πώς μπορεί να είναι ανταγωνιστική μια χώρα στις διεθνείς αγορές, όταν η υποδομή της είναι τόσο καθυστερημένη;
Υπάρχουν και στην Ιταλία πολλά κινήματα διαμαρτυρίας, κυρίως εργαζόμενων που δεν δέχονται το κλείσιμο των εργοστασίων ή των γραφείων τους. Στην πλειοψηφία τους, δυστυχώς, πρόκειται για αγώνες χαμένους από την εκκίνηση. Υπάρχουν επίσης σοβαρά αντιπολιτευόμενα κινήματα, που καταφέρνουν να έχουν μια ορισμένη διάρκεια, να εδραιώσουν μια δομή, να δημιουργούν κομμάτια μιας εναλλακτικής κοινωνίας· υπάρχουν, όμως είναι ακόμα πολύ αδύναμα, αν τα συγκρίνει κανείς με την ένταση της καπιταλιστικής επίθεσης. Υπάρχουν ακόμα εργατικοί αγώνες, όχι μόνο αμυντικοί, αλλά και αγώνες που θέτουν σε κρίση τη μαφιόζικη εξουσία πάνω στην εργατική δύναμη των μεταναστών - αγώνες που αναπτύσσονται κυρίως στον τομέα της λογιστικής.
Δεν μου αρέσει να κρίνω και να δίνω συμβουλές για μια κατάσταση που δεν γνωρίζω καλά και την οποία δεν ζω καθημερινά. Γι΄ αυτό και θα περιοριστώ σε μια σκέψη πάνω σε όσα συνέβησαν σ΄ εσάς. Όταν ένας σύντροφος, ένας φίλος, δολοφονείται, το πρώτο αντανακλαστικό είναι αυτό της εκδίκησης. Είναι αναγκαίο, ωστόσο, να είναι κανείς νηφάλιος και να ψάξει την απάντηση σε ένα πεδίο λιγότερο ευνοϊκό για τον αντίπαλο. Το να σκοτώσεις έναν άνθρωπο δεν είναι δύσκολο: δεν απαιτεί ούτε οργάνωση, ούτε κουράγιο. Το καλύτερο είναι να προλάβεις τα πράγματα, ώστε η δολοφονία να μην αποτελέσει ένα βήμα μπροστά για τις φασιστικές ομάδες, μια νέα ευκαιρία για να κάνουν στρατολογήσεις. Πρέπει να αντιδράσεις με τρόπο ώστε άνθρωποι που συμπαθούν την ξενόφοβη Δεξιά –αλλά δεν συμμετέχουν σε αυτήν και δεν αποδέχονται τις εύνοιές της–, να αναγνωρίσουν την τρομοκρατική φύση της και το ρόλο του μαντρόσκυλου του χρηματοπιστωτιικού κεφαλαίου που παίζουν οι φασιστικές ομάδες. Σ΄ αυτή τη μεμονωμένη τρομοκρατική ενέργεια, πρέπει να ξέρεις να απαντήσεις με μια μαζική δράση, επιταχύνοντας το πέρασμα από το κίνημα της απλής διαμαρτυρίας στη σταθερή οργάνωση: όχι πια με τη μορφή του κόμματος, μα με τις μορφές μιας παράλληλης κοινωνίας που εφαρμόζει τις αξίες της αλληλεγγύης και της κοινωνικής αλληλοβοήθειας χωρίς να φοβάται να μάθει από τους αντιπάλους. Σκέφτομαι, για παράδειγμα, συντηρητικά καθολικά κινήματα στην Ιταλία, τα οποία ισχυροποιήθηκαν μιμούμενα μορφές οργάνωσης τυπικές στα κομμουνιστικά κόμματα, συνδυάζοντάς τες με μορφές πρωτοχριστιανικής ζωής.
Αυτό που σήμερα λείπει από την Ιταλία, την Ελλάδα, την Ισπανία, δεν είναι τόσο μια κουλτούρα, μια διανοητική σαφήνεια όσον αφορά τις καταστροφές που παρήγαγε ο διεθνής χρηματοπιστωτιικός καπιταλισμός – εξάλλου αυτές είναι εντελώς προφανείς για να μην τις καταλαβαίνει κάποιος. Αυτό που λείπει είναι μια εξοικείωση στην πρακτική – σε μια πρακτική διαρκή, καθημερινή, που οικοδομεί μια παράλληλη κοινωνία αρχίζοντας από την αλληλοβοήθεια. Όπου η δράση αυτή έχει προχωρήσει με πείσμα και επιμονή, όπως έχει συμβεί και στην Ιταλία, έχει ήδη δώσει καρπούς.
Διαβάστε επίσης
Βιογραφικό του Σέρτζο Μπολόνια
Για να διαβάσεις τον Μαρξ, δεν χρειάζεται να είσαι μαρξιστής (η εισαγωγή από το τελευταίο του βιβλίο Banche e crisi [Τράπεζες και κρίση] που κυκλοφορεί στην Ιταλία, από την Εποχή [29.9.2013], σε μετάφραση της Τόνιας Τσιτσοβιτς
Αγαπητοί φίλοι, αγαπητοί σύντροφοι,
Αυτές τις στιγμές πιθανότατα αναρωτιέστε πώς να αντιδράσετε στη φασιστική δολοφονία που αφαίρεσε τη ζωή ενός από εσάς. Όμως, πριν αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα, επιτρέψτε μου ορισμένες διευκρινίσεις για το βιβλίο “Ναζισμός και Εργατική Τάξη”, που κάποιοι από εσάς θα έχετε διαβάσει. Αυτές οι διευκρινίσεις θα μου χρειαστούν για να αποσαφηνίσω όσα θα πω στη συνέχεια για τη φασιστική τρομοκρατία.
Έγραψα το “Ναζισμός και Εργατική Τάξη” την περίοδο 1992-93, για να θυμίσω την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία εξήντα χρόνια πριν, το Γενάρη του 1933. Ήξερα ότι με την ευκαιρία της επετείου θα άρχιζε πάλι μια συζήτηση στον Τύπο για το πώς πήγαν τα πράγματα στη Γερμανία της Βαϊμάρης και ποιες ήταν οι ευθύνες για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας.
Φανταζόμουν, λοιπόν, ότι ο “ιστορικός αναθεωρητισμός”, που από καιρό κυριαρχούσε στη δημόσια σκηνή, υποστηριζόμενος από τα μέσα ενημέρωσης, θα έβγαινε στην επίθεση για να επαναλάβει τα ψέματά του (με το λεγόμενο “αρνητισμό”, που τολμούσε να αρνείται την ύπαρξη των στρατοπέδων εξόντωσης και τη γενοκτονία του εβραϊκού λαού) ή για να επαναλάβει μια ερμηνεία των πραγμάτων που τείνει να αποδίδει την ευθύνη για τη νίκη του Χίτλερ στην πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων και των αναρχοσυνδικαλιστικών κινημάτων. Οι “αρνητιστές” ιστορικοί, εξάλλου, έβρισκαν ευήκοα ώτα ανάμεσα στο μουσουλμανικό κόσμο, γι΄ αυτό και οι απόψεις τους κέρδιζαν μεγάλη δημοσιότητα.
Πάντα όμως θεωρούσα πιο επικίνδυνους τους “αναθεωρητές” ιστορικούς, αυτούς που για να αναγνωρίσουν και να καταδικάσουν την πολιτική της εξόντωσης, είχαν αλλάξει την ερμηνεία που είχε δώσει η ιστοριογραφία για τη λεγόμενη “χιτλερική επανάσταση”. Η ιστοριογραφία αυτή, ποικίλων τάσεων –φιλελεύθερη, καθολική, ακόμα και σοσιαλδημοκρατική–, είχε αναγνωρίσει τις ευθύνες του μεγάλου βιομηχανικού-χρηματιστικού κεφαλαίου και της πρωσικής γαιοκτησίας, και την ίδια στιγμή θεωρούσε τη μικρή ιδιοκτησία, που απογοητεύτηκε και καταστράφηκε στην οικονομική κρίση του ΄29, ως κοινωνική βάση του εθνικοσοσιαλισμού. Οι “αναθεωρητές”, αντίθετα, επιτελούσαν μια λειτουργία πολύ πιο λεπτή και επικίνδυνη, αποδίδοντας στην εργατική τάξη, στο προλεταριάτο, μεγάλο μέρος της λαϊκής στήριξης προς το Χίτλερ – όχι μόνο μεταξύ 1928 και 1933, αλλά κυρίως μετά, όταν το καθεστώς πέτυχε την πλήρη απασχόληση, αφού βεβαίως είχε έκλεισε στη φυλακή χιλιάδες αντιφρονούντες, προερχόμενους κυρίως από τις τάξεις των εργατών.
Για τους λόγους αυτούς με ενδιέφερε να δείξω ότι η θέση αυτή ήταν λάθος, πράγμα που μπορούσα να κάνω μόνο αν επαναλάμβανα την ιστορία των κοινωνικών αγώνων της περιόδου της Βαϊμάρης. Η δουλειά μου αυτή εντασσόταν σε ένα ευρύτερο εγχείρημα κριτικής στον ιστορικό αναθεωρητσμό, το οποίο και οδήγησε στην έκδοση ενός τόμου στη Βιβλιοθήκη Calusca του Μιλάνου.
Δεν ήταν όμως στις προθέσεις μου να προσφέρω καθοδήγηση ή προτάσεις για τον αντιφασιστικό αγώνα στην Ιταλία των αρχών του ΄90 – γι΄ αυτό και πιστεύω ότι αυτή μου η παρέμβαση λίγα μπορεί να προσφέρει στην κατανόηση της κατάστασης σήμερα στην Ελλάδα. Κάθε παραλληλισμός της σημερινής κατάστασης με εκείνη της Βαϊμάρης θα ήταν λάθος. Σήμερα η δύναμη και ο τρόπος λειτουργίας του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού δεν έχει αναλογίες με καμία άλλη ιστορική περίοδο, και δεν προέκυψε παρά από ιδιωτικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που είχαν εξουσίες μεγαλύτερες από τις κεντρικές τράπεζες των ισχυρότερων κρατών, εξ ου και μπόρεσαν να επιβάλουν στα κράτη νομισματικές πολιτικές.
Σήμερα, η εξουσία του ανώνυμου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού μπορεί να επιτρέψει ένα επίπεδο εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης σε πλανητικό επίπεδο, το οποίο δεν μπόρεσε να πετύχει ποτέ καμία φασιστική δικτατορία. Σήμερα το κεφάλαιο δεν έχει πια ανάγκη το φασισμό, όπως δεν τον είχε ούτε όταν η εξουσία του τέθηκε σε αμφισβήτηση από τους κοινωνικούς και εργατικούς αγώνες (σ.σ.: των δεκαετιών ΄60 και ΄70). Σήμερα στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, τη Γερμανία κ.λπ κυριαρχεί μια κοινωνική ειρήνη εδώ και πάρα πολύ καιρό, ενώ οι διαμαρτυρίες που ξεκίνησαν στις χώρες αυτές μετά το 2008 είναι τις περισσότερες περιπτώσεις χωρίς διέξοδο. Παρ΄ όλα αυτά είναι σημαντικές, γιατί χρησιμεύουν στο να ξαναδημιουργηθεί ένα ελάχιστο δίχτυ αλληλεγγύης και συλλογικής δράσης, πάνω στο οποίο θα είναι αύριο εφικτό να φτιάξουμε κομμάτια μιας καινούριας κοινωνίας.
Σκέφτομαι ότι θα πρέπει να είμαστε πολύ κριτικοί σε ό,τι αφορά τη μορφή “διαμαρτυρία”. Το να συναντιόμαστε για μια διαδήλωση, να φωνάζουμε συνθήματα, να συγκροτούμε μπλοκ κ.ο.κ. δεν απαιτεί ούτε ένα ιδιαίτερο πολιτικό “know how”, ούτε μεγάλο κόπο. Το να οργανώσουμε με διαφορετικό τρόπο μια γειτονιά, να πείσουμε τους ανθρώπους να βγει καθένας από την απομόνωσή του και να υιοθετήσει διαφορετικές καταναλωτικές συνήθειες ή να αφιερώσει ένα μέρος από το χρόνο του στο κοινό καλό, στην αλληλεγγύη προς τους όμοιους και τους διαφορετικούς, το να ιδρύσουμε πολιτιστικούς κύκλους, συνεταιρισμούς και το να επινοήσουμε καινούριες γλώσσες, δηλαδή μια εναλλακτική κοινωνία – αυτό είναι πιο δύσκολο, απαιτεί περισσότερο χρόνο, πολύ περισσότερες θυσίες, πλήρη δέσμευση χρόνου, και κυρίως, απαιτεί μια γνώση όλων των όψεων της κοινωνικής ζωής, των ευκαιριών και των κινδύνων μιας οργανωμένης δομής. Αν όμως κατφέρουμε ένα τέτοιο στόχο, τότε ναι, θα έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε μια μορφή αντίστασης, που μπορεί ταυτόχρονα να γίνει και μορφή αυτοάμυνας. Πρόκειται για την ανάκτηση αυτού του “επαγγελματισμού”, αυτής της αφοσίωσης και αυτής της ευφυϊας που είχαν οι εργάτες όταν δημιουργούσαν τις πρώτες κοινωνίες αλληλοβοήθειας, τα πρώτα συνδικάτα, τους πρώτους συνεταιρισμούς, τις πρώτες σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές δομές. Από ένα σημείο και μετά, θέλω να πω, η διαμαρτυρία από μόνη της εξαντλείται.
Όλα αυτά αξίζουν περισσότερο όταν, μαζί με την καταστροφή που παράγει ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός και οι κυρίαρχες τάξεις μιας χώρας, έχει κανείς να αντιμετωπίσει και τη φασιστική τρομοκρατία. Τα φασιστικά κινήματα είχαν πάντα κάτι να κερδίσουν από την τρομοκρατία: αυτό είναι το έδαφος όπου κινούνται με μεγαλύτερη ευχέρεια. Η δικαιοσύνη και η αστυνομία είτε κινούνται με καθυστέρηση, είτε δεν κινούνται καθόλου για να σταματήσουν τη φασιστική τρομοκρατία, η οποία γνωρίζει πώς να κερδίζει ασυλία. Η ευρωπαϊκή Αριστερά, αντίθετα, είχε μόνο να χάσει από την τρομοκρατία. Το παράδειγμα της Ιταλίας του ΄70 είναι το πιο σαφές σε όλη την πρόσφατη ιστορία. Στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, οι ένοπλες ομάδες του αντικαπιταλιστικού αντάρτικου πόλης είχαν φτάσει σε σημείο να οργανώνουν μία δολοφονία ανά τρεις ώρες. Ήταν όμως αρκετό το κράτος να αποφασίσει να εγκαταλείψει νομικούς περιορισμούς, και ήταν αρκετό η Βουλή να εγκρίνει νόμους που έδιναν στην αστυνομία και τη δικαιοσύνη την εξουσία να πραγματοποιούν συλλήψεις στη βάση και μόνο της απλής υπόνοιας ότι κάποιος ήταν ένοχος ή συνδεόταν με ένοπλες ομάδες – ήταν αρκετά αυτά ώστε το κίνημα του αντάρτικου πόλης να διαλυθεί περίπου σε ένα μήνα και να υποστεί μια ήττα την οποία δεν επρόκειτο να ξεπεράσει ποτέ. Το χειρότερο δε, η πραγματική καταστροφή, ήταν η ηθική και πολιτισμική κατάρρευση μιας γενιάς που είχε συμμετάσχει και ήξερε από πρώτο χέρι τα κινήματα του ΄68 και αυτά που ακολούθησαν, και η οποία πέρασε προς τη μεριά του νεοφιλελευθερισμού, αφήνοντας μόνα και απομονωμένα τα κινήματα που συνέχιζαν την αντιπολίτευση.
Σήμερα, η Ιταλία των μεγάλων εργατικών αγώνων της δεκαετίας του ΄70 και των μεγάλων κινημάτων της αντιπολίτευσης έχει γίνει μια χώρα αγνώριστη – μια χώρα όπου η ανεργία των νέων αγγίζει το 40%, ωστόσο ακόμα δεν υπάρχει μαζική απάντηση. Μια χώρα που κινδυνεύει να ξαναπάει σε εκλογές και να ψηφίσει και πάλι το Μπερλουσκόνι, μια χώρα όπου η λεγόμενη “κυβερνησιμότητα” θεωρείται σημαντικότερη από τη δημοκρατία και όπου οι κυβερνήσεις δεν σέβονται τη θέληση που εκφράζεται μέσω της ψήφου.
Στις τελευταίες εκλογές, το Φεβρουάριο αυτής της χρονιάς, η κεντροδεξιά έχασε 8.5 εκ ψήφους, οι ψηφοφόροι δηλαδή έδωσαν ένα σαφές μήνυμα ότι δεν ήθελαν πια τον Μπερλουσκόνι. Όμως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επέβαλε μια κυβέρνηση που ζει υπό τον διαρκή εκβιασμό του Μπερλουσκόνι – μια κυβέρνηση που δημιουργήθηκε για να υπακούει στα δόγματα των διεθνών δανειστών, μια κυβέρνηση που παραχωρεί καθημερινά κομμάτια κυριαρχίας, που δεν υπερασπίζεται τα συμφέροντα της χώρας, που αυτές τις μέρες επιδεικνύει την ανικανότητά της στην περίπτωση της πώλησης της Telecom στην ισπανική Telefonica. Η πώληση αυτή θέτει σε κίνδυνο τη δυνατότητα της Ιταλίας να έχει μια υποδομή πληροφορικής με σε βάθος χρόνου. Για να δημιουργήσουμε ένα σύγχρονο ψηφιακό δίκτυο, χρειαζόμαστε σοβαρές επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες: πώς θα τις κάνει μια Telefonica, το χρέος της οποίας είναι μεγαλύτερο από αυτό της Telecom (λέγεται μάλιστα ότι φτάνει στα 70 δις ευρώ); Και πώς μπορεί να είναι ανταγωνιστική μια χώρα στις διεθνείς αγορές, όταν η υποδομή της είναι τόσο καθυστερημένη;
Υπάρχουν και στην Ιταλία πολλά κινήματα διαμαρτυρίας, κυρίως εργαζόμενων που δεν δέχονται το κλείσιμο των εργοστασίων ή των γραφείων τους. Στην πλειοψηφία τους, δυστυχώς, πρόκειται για αγώνες χαμένους από την εκκίνηση. Υπάρχουν επίσης σοβαρά αντιπολιτευόμενα κινήματα, που καταφέρνουν να έχουν μια ορισμένη διάρκεια, να εδραιώσουν μια δομή, να δημιουργούν κομμάτια μιας εναλλακτικής κοινωνίας· υπάρχουν, όμως είναι ακόμα πολύ αδύναμα, αν τα συγκρίνει κανείς με την ένταση της καπιταλιστικής επίθεσης. Υπάρχουν ακόμα εργατικοί αγώνες, όχι μόνο αμυντικοί, αλλά και αγώνες που θέτουν σε κρίση τη μαφιόζικη εξουσία πάνω στην εργατική δύναμη των μεταναστών - αγώνες που αναπτύσσονται κυρίως στον τομέα της λογιστικής.
Δεν μου αρέσει να κρίνω και να δίνω συμβουλές για μια κατάσταση που δεν γνωρίζω καλά και την οποία δεν ζω καθημερινά. Γι΄ αυτό και θα περιοριστώ σε μια σκέψη πάνω σε όσα συνέβησαν σ΄ εσάς. Όταν ένας σύντροφος, ένας φίλος, δολοφονείται, το πρώτο αντανακλαστικό είναι αυτό της εκδίκησης. Είναι αναγκαίο, ωστόσο, να είναι κανείς νηφάλιος και να ψάξει την απάντηση σε ένα πεδίο λιγότερο ευνοϊκό για τον αντίπαλο. Το να σκοτώσεις έναν άνθρωπο δεν είναι δύσκολο: δεν απαιτεί ούτε οργάνωση, ούτε κουράγιο. Το καλύτερο είναι να προλάβεις τα πράγματα, ώστε η δολοφονία να μην αποτελέσει ένα βήμα μπροστά για τις φασιστικές ομάδες, μια νέα ευκαιρία για να κάνουν στρατολογήσεις. Πρέπει να αντιδράσεις με τρόπο ώστε άνθρωποι που συμπαθούν την ξενόφοβη Δεξιά –αλλά δεν συμμετέχουν σε αυτήν και δεν αποδέχονται τις εύνοιές της–, να αναγνωρίσουν την τρομοκρατική φύση της και το ρόλο του μαντρόσκυλου του χρηματοπιστωτιικού κεφαλαίου που παίζουν οι φασιστικές ομάδες. Σ΄ αυτή τη μεμονωμένη τρομοκρατική ενέργεια, πρέπει να ξέρεις να απαντήσεις με μια μαζική δράση, επιταχύνοντας το πέρασμα από το κίνημα της απλής διαμαρτυρίας στη σταθερή οργάνωση: όχι πια με τη μορφή του κόμματος, μα με τις μορφές μιας παράλληλης κοινωνίας που εφαρμόζει τις αξίες της αλληλεγγύης και της κοινωνικής αλληλοβοήθειας χωρίς να φοβάται να μάθει από τους αντιπάλους. Σκέφτομαι, για παράδειγμα, συντηρητικά καθολικά κινήματα στην Ιταλία, τα οποία ισχυροποιήθηκαν μιμούμενα μορφές οργάνωσης τυπικές στα κομμουνιστικά κόμματα, συνδυάζοντάς τες με μορφές πρωτοχριστιανικής ζωής.
Αυτό που σήμερα λείπει από την Ιταλία, την Ελλάδα, την Ισπανία, δεν είναι τόσο μια κουλτούρα, μια διανοητική σαφήνεια όσον αφορά τις καταστροφές που παρήγαγε ο διεθνής χρηματοπιστωτιικός καπιταλισμός – εξάλλου αυτές είναι εντελώς προφανείς για να μην τις καταλαβαίνει κάποιος. Αυτό που λείπει είναι μια εξοικείωση στην πρακτική – σε μια πρακτική διαρκή, καθημερινή, που οικοδομεί μια παράλληλη κοινωνία αρχίζοντας από την αλληλοβοήθεια. Όπου η δράση αυτή έχει προχωρήσει με πείσμα και επιμονή, όπως έχει συμβεί και στην Ιταλία, έχει ήδη δώσει καρπούς.
Διαβάστε επίσης
Βιογραφικό του Σέρτζο Μπολόνια
Για να διαβάσεις τον Μαρξ, δεν χρειάζεται να είσαι μαρξιστής (η εισαγωγή από το τελευταίο του βιβλίο Banche e crisi [Τράπεζες και κρίση] που κυκλοφορεί στην Ιταλία, από την Εποχή [29.9.2013], σε μετάφραση της Τόνιας Τσιτσοβιτς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου