Κατά τη συνήθειά μου να σηκώνομαι νωρίς, είχα βγει χαράματα στην αβλή. Ήρεμα άνοιγε τα μάτια της η μέρα και κανένα απαίσιο σημάδι δεν προμήναγε τη θύελλα που ερχότανε. Τα μάγουλα της αβγούλας ροδίνιζαν ανάμεσα από τα σκορπισμένα σύννεφα που βόσκανε τον ουρανό. Τα κοκόρια λαλούσανε κλαγγόφωνα, το μούγκρισμα του πρώτου τραμ είχε δονήσει τον αέρα της γειτονιάς, κ' η τονάτη παιδιάτικη φωνή πρόσφερνε «ζεστά κουλούρια» στον έρημον δρόμο, όταν άξαφνα ένας ήχος, φοβερός κι αναπάντεχος συντάραξε την ήρεμη ροή της ζωής. Ούρλιαξε η σειρήνα.
Ούρλιασμα δυνατό, τραβηχτό, επίμονο, ανεβοκατέβαινε όλη τη σκάλα της φρίκης. Στο πρώτο ούρλιασμα έμπαινε δεύτερο, τρίτο, από άλλες σειρήνες, κοντινές και μακρινές, γινότανε ούρλιασμα κανόνας, ούρλιασμα φούγκα, στρίγγλικη μουσική, η μουσική πού έμελλε για χρόνια να γδέρνει τα αφτιά των κατοίκων της πολιτείας και να τους κόβει το αίμα. Γιόμιζε η στρίγγλικη βουή τα ουράνια, σαν για να ξεσηκώσει τους πεθαμένους της γης. Οι ζωντανοί πετάχτηκαν αλαφιασμένοι απ' τα κρεβάτια τους.
Έτσι ακούσαμε τη γνωστή μελοδραματικήν ιστορία για το μεγάλο «Όχι», πού αν και ήτανε τόσο μεγάλο, ωστόσο ξεστομίστηκε μ' ευκολία. Έτσι μάθαμε κείνο που με φόβο και τρόμο περιμέναμε από καιρό, πως μπαίναμε κι εμείς η Ελλάδα στον πόλεμο.
Δυο αμέσως συναισθήματα κούνησαν τα αίματά μας. Το ένα φρικιαστικό από τη θέα του πολέμου. Το άλλο φλογερό, σαν λίβας, που φύσηξε από την ολάνοιχτη πόρτα της ελπίδας για λευτεριά.
Τον ξέραμε τον πόλεμο. Όχι από τις εφημερίδες. Τον είχαμε γνωρίσει καλά ζώντας τον από το Δώδεκα κι εδώθε, όλα αυτά τα δίσεχτα χρόνια, όλους τους οργισμένους μήνες, σε Μακεδονικούς κάμπους και Ηπειρωτικά βουνά, σε Θρακιώτικα ακρογιάλια και σε μεγαλοπολιτείες της Ευρώπης, σε λαγκαδιές νεκροσπαρμένες, σε ποτάμια αιματοβαμμένα, σε χωριά να τα τρώνε οι πυρκαγιές, σε πολιτείες να τις χαλάνε οι μπόμπες, σε έφοδες με τη λόγχη, σε τάφρους μάχης, σε κάστρα αντίστασης, σε στρατόπεδα αιχμαλωσίας, σε γιορτάδες νίκης.
Είχαμε γνωρίσει, είχαμε νιώσει με όλες τις αισθήσεις μας, με τον βρασμό του αιμάτου και το ανατρίχιασμα του τομαριού μας, με τα χτυποκάρδια από την πάλη και τους πόνους από τις λαβωματιές, και τους όλμους και τα φλογοβόλα, τ' άσφυξιογόνα και τα τανκς, και τα υποβρύχια και τ' αερόπλανα και τις τορπίλες και τις ρουκέτες... Είχαμε ιδεί μωροζώντανους ξεκαφκάλωτους, να ζυμώνουν με τα ίδια τους τα δάχτυλα τα χυμένα μυαλά τους, ξεκοιλιασμένους να τρέχουν σκούζοντας, κρατώντας με τις χούφτες τους τα χυμένα άντερά τους, είχαμε ιδεί άλλους να ξερνάνε τα πλεμόνια τους. Γνωρίζαμε τις μαυροφορεμένες χήρες και τα παραπονεμένα ορφανά, τους ζητιάνους ανάπηρους και τους νεόπλουτους μαυραγορίτες και εμπόρους των πολέμων.
Όλα τα γνωρίζαμε κι απ' όσα γνωρίζαμε η φαντασία μας έπλαθε τα όσα φοβερότερα έμελλε να γίνουν.
Κι όμως. Τη θανατίλα του Άρη του χαλαστή την εσκέπασε η ζωηρή ελπίδα του αγώνα για λευτεριά. Το σύνθημα όλης της ζωής μας ήταν αισιόδοξο σάλπισμα: "Απάνω του! Ένας είναι ο εχτρός. Απάνω του. Και πάλι και πάλι και πάντα: Απάνω του. Εμπρός στον αγώνα»!
Με τον αγωνιστικό ρυθμό συνταιριαγμένο το βήμα, βγήκαμε στην πόλη.
Όλη η Αθήνα έδειχνε συνεπαρμένη απ' το ίδιο σύνθημα. Ο λαός δεν εδίστασε ούτε μια στιγμή για να πάρει την απόφασή του και να φωνάξει παρών. Τα σπίτια σήκωσον σημαίες. Οι κεντρικοί δρόμοι κι οι πλατείες πλημμύρισαν από κόσμο ζωηρόν, που τρέχανε, ο καθένας να παρουσιαστεί στη θέση του, και παρατώντας δουλειές και συνήθειες, φίλους και δικούς, ν' αρματωθεί και να ξεκινήσει, έκαστος εφ' ω ετάχθη.
Οι ζωηρότεροι κι ανεβάσταγοι κι ανεύθυνοι είχανε κάμει κιόλας τα δικά τους. Είχανε σπάσει τα Ιταλικά μαγαζιά.
Συναπαντιέμαι μ' έναν θεατρίνο γνωστόν μου. Ήταν έξαλλος: «Τους κάναμε σμπαράλια!». Τόνε μάλωσα για να τόνε συνεφέρω, λέγοντάς του πώς είναι αλλού ο πόλεμος.
Παρακάτω βρέθηκα μύτη με μύτη μ' έναν άλλον γνωστόν μου, χρηματιστή: «Τώρα, μου λέει, άλλος γίνεται πλούσιος, άλλος χάνεται». Τράβηξε τον δρόμο του, τον δρόμο του που θα τον έκανε πλούσιο (όπως και τον έκαμε).
Μη έχοντας, εγώ απόμαχος πια, θέση στις γραμμές των αρμάτων, αλλά και μη μπορώντας να μείνω έξω απ' τον αγώνα, αποφάσισα κι έβαλα μπρος να οργανώσω ένα από τα δυο: Είτε έναν θίασο για το μέτωπο, είτε μια εφημερίδα για τα μετόπισθεν. Έδωσα κιόλα για δημοσίεψη πρόσκληση να παρουσιαστούνε, όσοι θεατρίνοι δεν είχανε στρατιωτικήν υποχρέωση, στο θέατρο Κυβέλης για να συγκροτήσουμε θίασο για το μέτωπο.
Όλη την ημέρα ο πυρετός της Αθήνας ανέβαινε. Επίστρατοι φεύγαν. Αρματωμένοι στρατιώτες γιόμισαν τους δρόμους. Τραγούδια πολεμικά αντηχούσανε στις ταβέρνες και τα διασκεδαστικά κέντρα, θρήνοι αποχωρισμού ξεπετιόντουσαν απ' τα σπίτια. Τα πιο τρελά νέα κυκλοφορούσαν. Μα πάνω απ' όλα κυριαρχούσε η αισιόδοξη ορμή του λαού, που όχι μόνον δεν έδειχνε δείλιασμα από τον φοβερόν αγώνα που έμπαινε η Ελλάδα, παρά αντίθετα πεποίθηση στην νίκη... Όλοι ειρωνευόντουσαν τους Ιταλούς.
Το βράδυ αργά γυρίζοντας στο σπίτι μου συνάντησα έναν πού κουβάλαγε ένα τσουβάλι καφέ στο σπίτι του. Ήταν ο πρώτος μαυραγορίτης. Δε με θυμάται πια. Είναι σήμερα μέγας και πολύς. Πολλούς έκανε μεγάλους και τρανούς και τούτος ο πόλεμος. Κι ο φασισμός, φασισμός. Αλλά τι, εμείς ένα έχουμε σύνθημα: και τώρα όπως και τότε και πάντα: Απάνω του!
* "Ελεύθερα Γράμματα", αρ. 24-25, 26 Οκτωβρίου 1945.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου