του Θωμα Τσαλαπατη...
-Γιέ μου, πόσο έχεις γεράσει!
Και οδεύει κατά το κίτρινο χρώμα για να κλάψει, γιατί με βρίσκει γηρασμένο, στην κόψη του σπαθιού, στην εκβολή του προσώπου μου. Κλαίει για μένα, θλίβεται για μένα.
Πόσο θα λείψουν τα παιδικά μου χρόνια, αν πάντα μείνω ο γιός της; Γιατί θλίβονται οι μάνες όταν βρίσκουν πως γέρασαν οι γιοί τους, αφού η ηλικία τους ποτέ δε θα φτάσει τη δική τους; Και γιατί οι γιοί, όσο πιο πολύ γερνάνε, τόσο περισσότερο πλησιάζουν τους γονείς τους; Η μάνα μου κλαίει γιατί γέρασα από το χρόνο μου και γιατί δε θα γεράσω ποτέ από το δικό της!
Αυτά γράφει ο ποιητής César Vallejo, περιγράφοντας την άλλη κλίμακα του χρόνου. Ανάμεσα σε αναμονές και παύσεις, διακεκομμένες ροές και λιμνασμένα δευτερόλεπτα, με τι βηματισμό γερνάει ο χρόνος στη σήμερα Ελλάδα;
Εδώ ο χρόνος χάνει τους αρμούς του. Τις περασμένες δεκαετίες , η έκταση της ενηλικίωσης περιεγράφηκε με συγκεκριμένες στάσεις: Σχολείο, Πανεπιστήμιο, δουλειά, οικογένεια. Μες τον συντηρητισμό της νόρμας, το σχήμα περιέγραφε έναν κανόνα, ένα μέτρο με το οποίο θα έκρινες τη συγκατάβαση ή την αντίθεσή σου, για ό, τι συνέτασσε την ταυτότητα, για ό,τι περιέγραφε την ηλικία. Μα οι δύο πρώτες στάσεις στέκουν μετέωρες στην θεσμική τους απαξίωση και οι δύο επόμενες ακυρωμένες, με το παρελθόν της ανάμνησης ενός κανόνα και το μέλλον της προσδοκίας να ξεμακραίνουν απειλητικά από το παρόν.
Η ηλικία βρίσκεται διχοτομημένη ανάμεσα στη βιολογική της έξαρση και την πρόωρα γερασμένη προοπτική της. Εδώ τίποτα δεν γερνά και όλα είναι γερασμένα.
Οι δείκτες της ανεργίας, οι δείκτες της υπογεννητικότητας, προσφέρουν πολύ περισσότερα από μια στατιστική. Περιγράφουν όλη την έκταση της παρατεταμένα κλεμμένης μας ενηλικίωσης. Επισφαλής εργασία, ανοιχτές συμβάσεις, απροσδιόριστα ωράρια, εργοδοτική αυθαιρεσία και καθυστερημένες εξοφλήσεις, μαύρες πληρωμές και λευκές επιταγές. Δουλειές χωρίς μισθό (όλο και περισσότερο) με μόνη ανταμοιβή την εμπειρία και κυρίως την ενοικίαση λίγης προοπτικής, την παραχώρηση λίγης κίνησης μακριά απ’ τη θηλειά του άεργου, μακριά απ’ την ακινησία του τίποτα. Όλα αυτά δεν περιγράφουν μόνο τις συνθήκες εργασίας, περιγράφουν τις συνθήκες ηλικίας. Στο μόνιμα ξαφνικό παρόν, κάτω από την μόνιμη έκτακτη άρση.
Οι δεσμοί που δεν συντάσσονται, τα παιδιά που δεν προκύπτουν, δεν μιλούν αποκλειστικά για έναν γερασμένο δείκτη, αλλά για το λίμνασμα της παιδικότητας πίσω από την ακύρωση του ξεπεράσματός της, της άλλοτε αναμενόμενης υπέρβασής της. Για μια παρατεταμένη ελληνική εφηβεία, όταν οι ηλικίες κολυμπούν στο ίδιο δοχείο.
Και όλα αυτά να συμβαίνουν με φόντο το σάουντρακ ενός συναισθηματικού τραμπουκισμού, της ιδιότυπης νεολαγνείας που –ειδικά προεκλογικά- ξεκουφαίνει ακόμα και την πιο ψύχραιμη ακοή. Τα ‘’ελληνόπουλα’’, οι ‘’νέοι μας’’, τα ‘’φτωχά αυτά παιδιά που σε τίποτα δεν έφταιξαν’’, γίνονται συστατικά ενός μείγματος χιλιοστημένης ενοχής και γάργαρης υποκρισίας στα στόματα όσων δημιούργησαν τις παραπάνω συνθήκες (ρε δεν γαμιέστε λέω γω;).
Η νέα γενιά -μας είπαν- μετρούσε χαμένα μεσημέρια με το καλαμάκι του Φραπέ. Περνούσε από τα pause στα stop στη διάρκεια λίγων καρέ. Τουλάχιστον μέχρι κάποιος να πετάξει το τηλεκοντρόλ στον τοίχο, τουλάχιστον μέχρι τα αντικείμενα να γίνουν και πάλι υποκείμενα. Έτσι, μια σειρά από κινήσεις, γεγονότα και πρακτικές, διεκδικούν μια σκληρή ωρίμανση στις πιο άγουρες εποχές. Κινήσεις συνεργατικές, συναδελφικές, καλλιτεχνικές, αλληλέγγυες, με λίγες δυνάμεις αλλά πολλή έκταση, συντάσσουν τον τρόπο του χρόνου ξανά από την αρχή, συμπυκνώνοντας και επιταχύνοντας.
Και ανάμεσα στα παράδοξα των ηλικιών, έρχεται στο νου μια ιστορία από την ταινία ‘Καπνός’’ του PaulAuster: το παιδί έχασε τον πατέρα του σε πολύ μικρή ηλικία, πριν από χρόνια σε μια χιονοστιβάδα, ενώ εκείνος έκανε σκι. Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Τώρα το παιδί κάνει σκι στο ίδιο ακριβώς σημείο. Και ενώ κάθεται να ξεκουραστεί, βλέπει στον πάγο ανάμεσα στα χιόνια την αντανάκλασή του. Όμως το πρόσωπο, ενώ του μοιάζει δεν είναι το δικό του. Το παιδί βλέπει τον πατέρα του συντηρημένο μέσα στον πάγο, όπως ήταν χρόνια πριν. Και τώρα το παιδί συνειδητοποιεί πως είναι μεγαλύτερο από τον πατέρα.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
-Γιέ μου, πόσο έχεις γεράσει!
Και οδεύει κατά το κίτρινο χρώμα για να κλάψει, γιατί με βρίσκει γηρασμένο, στην κόψη του σπαθιού, στην εκβολή του προσώπου μου. Κλαίει για μένα, θλίβεται για μένα.
Πόσο θα λείψουν τα παιδικά μου χρόνια, αν πάντα μείνω ο γιός της; Γιατί θλίβονται οι μάνες όταν βρίσκουν πως γέρασαν οι γιοί τους, αφού η ηλικία τους ποτέ δε θα φτάσει τη δική τους; Και γιατί οι γιοί, όσο πιο πολύ γερνάνε, τόσο περισσότερο πλησιάζουν τους γονείς τους; Η μάνα μου κλαίει γιατί γέρασα από το χρόνο μου και γιατί δε θα γεράσω ποτέ από το δικό της!
Αυτά γράφει ο ποιητής César Vallejo, περιγράφοντας την άλλη κλίμακα του χρόνου. Ανάμεσα σε αναμονές και παύσεις, διακεκομμένες ροές και λιμνασμένα δευτερόλεπτα, με τι βηματισμό γερνάει ο χρόνος στη σήμερα Ελλάδα;
Εδώ ο χρόνος χάνει τους αρμούς του. Τις περασμένες δεκαετίες , η έκταση της ενηλικίωσης περιεγράφηκε με συγκεκριμένες στάσεις: Σχολείο, Πανεπιστήμιο, δουλειά, οικογένεια. Μες τον συντηρητισμό της νόρμας, το σχήμα περιέγραφε έναν κανόνα, ένα μέτρο με το οποίο θα έκρινες τη συγκατάβαση ή την αντίθεσή σου, για ό, τι συνέτασσε την ταυτότητα, για ό,τι περιέγραφε την ηλικία. Μα οι δύο πρώτες στάσεις στέκουν μετέωρες στην θεσμική τους απαξίωση και οι δύο επόμενες ακυρωμένες, με το παρελθόν της ανάμνησης ενός κανόνα και το μέλλον της προσδοκίας να ξεμακραίνουν απειλητικά από το παρόν.
Η ηλικία βρίσκεται διχοτομημένη ανάμεσα στη βιολογική της έξαρση και την πρόωρα γερασμένη προοπτική της. Εδώ τίποτα δεν γερνά και όλα είναι γερασμένα.
Οι δείκτες της ανεργίας, οι δείκτες της υπογεννητικότητας, προσφέρουν πολύ περισσότερα από μια στατιστική. Περιγράφουν όλη την έκταση της παρατεταμένα κλεμμένης μας ενηλικίωσης. Επισφαλής εργασία, ανοιχτές συμβάσεις, απροσδιόριστα ωράρια, εργοδοτική αυθαιρεσία και καθυστερημένες εξοφλήσεις, μαύρες πληρωμές και λευκές επιταγές. Δουλειές χωρίς μισθό (όλο και περισσότερο) με μόνη ανταμοιβή την εμπειρία και κυρίως την ενοικίαση λίγης προοπτικής, την παραχώρηση λίγης κίνησης μακριά απ’ τη θηλειά του άεργου, μακριά απ’ την ακινησία του τίποτα. Όλα αυτά δεν περιγράφουν μόνο τις συνθήκες εργασίας, περιγράφουν τις συνθήκες ηλικίας. Στο μόνιμα ξαφνικό παρόν, κάτω από την μόνιμη έκτακτη άρση.
Οι δεσμοί που δεν συντάσσονται, τα παιδιά που δεν προκύπτουν, δεν μιλούν αποκλειστικά για έναν γερασμένο δείκτη, αλλά για το λίμνασμα της παιδικότητας πίσω από την ακύρωση του ξεπεράσματός της, της άλλοτε αναμενόμενης υπέρβασής της. Για μια παρατεταμένη ελληνική εφηβεία, όταν οι ηλικίες κολυμπούν στο ίδιο δοχείο.
Και όλα αυτά να συμβαίνουν με φόντο το σάουντρακ ενός συναισθηματικού τραμπουκισμού, της ιδιότυπης νεολαγνείας που –ειδικά προεκλογικά- ξεκουφαίνει ακόμα και την πιο ψύχραιμη ακοή. Τα ‘’ελληνόπουλα’’, οι ‘’νέοι μας’’, τα ‘’φτωχά αυτά παιδιά που σε τίποτα δεν έφταιξαν’’, γίνονται συστατικά ενός μείγματος χιλιοστημένης ενοχής και γάργαρης υποκρισίας στα στόματα όσων δημιούργησαν τις παραπάνω συνθήκες (ρε δεν γαμιέστε λέω γω;).
Η νέα γενιά -μας είπαν- μετρούσε χαμένα μεσημέρια με το καλαμάκι του Φραπέ. Περνούσε από τα pause στα stop στη διάρκεια λίγων καρέ. Τουλάχιστον μέχρι κάποιος να πετάξει το τηλεκοντρόλ στον τοίχο, τουλάχιστον μέχρι τα αντικείμενα να γίνουν και πάλι υποκείμενα. Έτσι, μια σειρά από κινήσεις, γεγονότα και πρακτικές, διεκδικούν μια σκληρή ωρίμανση στις πιο άγουρες εποχές. Κινήσεις συνεργατικές, συναδελφικές, καλλιτεχνικές, αλληλέγγυες, με λίγες δυνάμεις αλλά πολλή έκταση, συντάσσουν τον τρόπο του χρόνου ξανά από την αρχή, συμπυκνώνοντας και επιταχύνοντας.
Και ανάμεσα στα παράδοξα των ηλικιών, έρχεται στο νου μια ιστορία από την ταινία ‘Καπνός’’ του PaulAuster: το παιδί έχασε τον πατέρα του σε πολύ μικρή ηλικία, πριν από χρόνια σε μια χιονοστιβάδα, ενώ εκείνος έκανε σκι. Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Τώρα το παιδί κάνει σκι στο ίδιο ακριβώς σημείο. Και ενώ κάθεται να ξεκουραστεί, βλέπει στον πάγο ανάμεσα στα χιόνια την αντανάκλασή του. Όμως το πρόσωπο, ενώ του μοιάζει δεν είναι το δικό του. Το παιδί βλέπει τον πατέρα του συντηρημένο μέσα στον πάγο, όπως ήταν χρόνια πριν. Και τώρα το παιδί συνειδητοποιεί πως είναι μεγαλύτερο από τον πατέρα.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου