του Γιωργου Παπασωτηριου...
Η Ελλάδα στα δύο. Από τη μία πλευρά η Αθήνα και η Αττική, το
«κέντρο», και από την άλλη η υπόλοιπη χώρα, η περιφέρεια. Στην πρώτη, η
κρίση φαίνεται να είναι περισσότερο έκδηλη και οξεία, ενώ στη δεύτερη
πιο ήπια. Εδώ στη… μακρινή Ήπειρο, στην περιοχή που είναι πρώτη σε
ανέργους σε ολόκληρη τη χώρα, η «ανεργία» εξακολουθεί να συνιστά
κοινωνικό στίγμα,
να αποτελεί ρατσιστικό στόχο, ενώ η πελατειακή λογική της «πράσινης εποχής» αλλά και το καταναλωτικό «κύρος» εξακολουθούν να κυριαρχούν.
Όλοι επιζητούν την επιστροφή στην πρότερη περίοδο της δανεικής ευμάρειας. Αυτή την επιστροφή που υποσχόταν και ο Χίτλερ στους χρεοκοπημένους Γερμανούς του μεσοπολέμου πριν τους ρίξει στην περιπέτεια του δεύτερου πολέμου. Εδώ, βέβαια, δεν τους υπόσχονται «επιστροφή» αλλά «σταθερότητα». Ότι, δηλαδή, αυτοί δεν θα χρεοκοπήσουν! Έτσι, ο κοινωνικός αυτοματισμός, η αντιπαλότητα, αναπτύσσεται μεταξύ της Ελλάδας που χρεοκόπησε και της Ελλάδας που δεν χρεοκόπησε ακόμα, μεταξύ αυτών που έχουν ακόμη δουλειά (ακόμα και κακοπληρωμένη και σε περιβάλλον εργασιακού μεσαίωνα) κι εκείνων που δεν έχουν.
Μεταξύ εκείνων που δεν έχουν τίποτα να χάσουν και ρίχνονται στην «περιπέτεια» του ΣΥΡΙΖΑ και σ’ εκείνους που έχουν ακόμα να χάσουν και καλούνται να υπερψηφίσουν τη συγκυβέρνηση. Ο αυτοματισμός αυτός φάνηκε σε πανελλήνια κλίμακα, τόσο μεταξύ κέντρου και περιφέρειας αλλά και στο εσωτερικό των επί μέρους τοπικών κοινωνιών. Πάντα, όμως, οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη μας τις αποχρώσεις, όπως εν προκειμένω τις ιδιαιτερότητες των αυτοδιοικητικών εκλογών με τις χιλιάδες των υποψηφίων (μόνο στο νομό Άρτας υπήρχαν 2.881 υποψήφιοι!).
Αλλά αυτό δεν αρκεί. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές της Αττικής είδαμε μεγάλο μέρος των πρώην «πράσινων» ψηφοφόρων να κινείται τόσο προς τον «πράσινο» Σγουρό όσο και προς τη Δούρου. Στην περιφέρεια, από την άλλη πλευρά, παρατηρήθηκε μεγαλύτερη ποικιλία μετακινήσεων, αφού είχαμε και «πράσινους» υποψηφίους στα… γαλαζο-ανεξάρτητα ψηφοδέλτια. Με άλλα λόγια, η πολιτικοποίηση των αυτοδιοικητικών εκλογών δεν λειτούργησε στην περιφέρεια, όπου η ψήφος ήταν περισσότερο «οικογενειακή» και… «αυτοδιοικητική».
Όμως αυτό δεν αρκεί για να εξηγήσει την κατακρήμνιση του ΣΥΡΙΖΑ στην περιφέρεια, ο οποίος κατατροπώθηκε (παρά κάποια υψηλά ποσοστά, όπως αυτό στην Περιφέρεια Ηπείρου). Εδώ αναδεικνύονται οι αδυναμίες του ναρκισσισμού των μικρών διαφορών που φύονται πάντα στο «έδαφος» της Αριστεράς και οι οποίες λειτουργούν ανασταλτικά στη δημιουργία ευρύτερων κοινωνικών συσπειρώσεων. Επίσης, αποδείχθηκε, ευτυχώς νωρίς, πόσο επικίνδυνη είναι η αλαζονεία κομματικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, που διεκδίκησαν παντού θέσεις, ετοιμάζοντας τα κοστούμια της δικής τους εξουσίας.
Δυστυχώς, κάποιοι ανάγουν την πρεσβυωπία τους σε συγκριτικό, πολιτικό τους πλεονέκτημα. Ακόμη, αποδοκιμάστηκε η «κεντρική» εμφύτευση βουλευτών ως υποψηφίων. Αποδοκιμάστηκε, δηλαδή, ο πολιτικός συγκεντρωτισμός. Με άλλα λόγια, φάνηκε ότι οι οπαδοί και τα μέλη του ΠΑΣΟΚ δεν αποδέχονται το «καπέλωμα» από τα στελέχη του 4% και διεκδικούν είτε την πολιτική τους έκφραση, η οποία στην προκειμένη περίπτωση εκφράστηκε με την αυτονόμησή τους ή την υπερψήφιση άλλων σχηματισμών πέραν του ΣΥΡΙΖΑ. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν αντιληφθεί ότι αντλούν τη δύναμή τους από τη δεξαμενή του ΠΑΣΟΚ.
Ή όπως γράφαμε τον περασμένο Γενάρη στην «Ελευθεροτυπία», στο ΣΥΡΙΖΑ «συναντώνται, πλέον, μέλη και στελέχη με πασοκογενή (σοσιαλδημοκρατική) και μέλη και στελέχη με αριστερή (ή κομμουνιστογενή) προέλευση. Στο εσωτερικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης συγκρούονται όχι μόνο διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις, αλλά και διαφορετικές κουλτούρες.
Από τη μια πλευρά είναι οι ενταγμένοι στην κυρίαρχη συμβολική τάξη, τα μέλη με το ισχυρό συμβολικό κεφάλαιο της πρώην «πράσινης» ηγεμονίας, τα άτομα του μεγάλου ατομικισμού, εν οις και πολλοί «μεγάλοι-», και από την άλλη πλευρά τα άτομα του «ναρκισσισμού των μικρών διαφορών», αυτά που σαν τον Σαιν-Ζυστ, το σύντροφο του Ροβεσπιέρου στήνουν το άγαλμά τους ενώπιόν μας, λέγοντας με αλαζονική ταπεινότητα: ακούστε «τη σκόνη που με αποτελεί και σας μιλά»!
Άραγε, υπάρχει τρόπος σύνθεσης όλων αυτών των «υλικών»; Ναι. Αρκεί η ανατροπή της κυρίαρχης συμβολικής τάξης στο πλαίσιο των ατόμων να αντιστοιχεί και σε αλλαγή εντός των πολιτικών θεσμών, των οποίων η δημοκρατικότητα θα αρνείται τόσο το σύγχρονο δυτικό ιμπέριουμ (με τη νέο-αποικιοκρατία του, το ρατσισμό και τον άκρατο, κανιβαλικό ατομικισμό του), το νεοναζισμό όσο και τους ποικίλους γιακωβινισμούς.
Η νέα συμβολική τάξη καλείται να συνθέσει την ατομικότητα και τη συλλογικότητα, διάφορα προκαπιταλιστικά, καπιταλιστικά και μετακαπιταλιστικά στοιχεία μέσα στην Πράξη των «αγώνων» αλλά και μέσω της κυβερνητικής εξουσίας. Στο ΣΥΡΙΖΑ, όπου λαμβάνει χώρα, σήμερα, μία ενδιαφέρουσα διεργασία «σύνθεσης», υπάρχει η πεποίθηση της «από τα πάνω» ανατροπής, η οποία θα λειτουργήσει σαν Λυδία λίθος για την αλλαγή στον ευρωπαϊκό νότο και ακολούθως σε όλη την Ευρώπη.
Δεν υπάρχει, όμως, καμία διευκρίνιση τι θα γίνει σ’ ένα ενδεχόμενο οικονομικού αποκλεισμού της Ελλάδας. Εδώ βρίσκεται η ύλη για την τροφοδοσία του μεγάλου φόβου. Και ο φόβος καλλιεργείται στους «από κάτω», σ’ εκείνους που έχουν ακόμη εργασία, καθώς η καταστροφή του καπιταλισμού σημαίνει και τη δική τους καταστροφή καθώς βρίσκονται σε εξαρτημένη μορφή –εσωτερική σχέση- με το κεφάλαιο.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο φόβος τροφοδοτεί τον «εμφύλιο των κάτω», δηλαδή όσων δεν έχουν εργασία έναντι όσων έχουν. Η αντιπαράθεση αυτή μπορεί να αρθεί μόνο μέσα από νέες μορφές οργάνωσης και συλλογικότητας, μέσα από την ένωση των κατακερματισμένων αντιστάσεων. Γιατί η οργή μπορεί να είναι και μια πολλαπλότητα κραυγών, ένα σύμπλεγμα αντίστασης, που μετατοπίζεται συνεχώς, μία ετερογένεια συγκρούσεων και ανταγωνισμών, που αντιστοιχούν σε χιλιάδες μορφές αντίστασης και όχι στην «καθαρή» δυαδική αντιπαράθεση: κεφαλαίου-εργασίας…». Για την ώρα, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τα ψυχανεμίζεται όλα αυτά αλλά αδυνατεί να τα κάνει Πράξη.
να αποτελεί ρατσιστικό στόχο, ενώ η πελατειακή λογική της «πράσινης εποχής» αλλά και το καταναλωτικό «κύρος» εξακολουθούν να κυριαρχούν.
Όλοι επιζητούν την επιστροφή στην πρότερη περίοδο της δανεικής ευμάρειας. Αυτή την επιστροφή που υποσχόταν και ο Χίτλερ στους χρεοκοπημένους Γερμανούς του μεσοπολέμου πριν τους ρίξει στην περιπέτεια του δεύτερου πολέμου. Εδώ, βέβαια, δεν τους υπόσχονται «επιστροφή» αλλά «σταθερότητα». Ότι, δηλαδή, αυτοί δεν θα χρεοκοπήσουν! Έτσι, ο κοινωνικός αυτοματισμός, η αντιπαλότητα, αναπτύσσεται μεταξύ της Ελλάδας που χρεοκόπησε και της Ελλάδας που δεν χρεοκόπησε ακόμα, μεταξύ αυτών που έχουν ακόμη δουλειά (ακόμα και κακοπληρωμένη και σε περιβάλλον εργασιακού μεσαίωνα) κι εκείνων που δεν έχουν.
Μεταξύ εκείνων που δεν έχουν τίποτα να χάσουν και ρίχνονται στην «περιπέτεια» του ΣΥΡΙΖΑ και σ’ εκείνους που έχουν ακόμα να χάσουν και καλούνται να υπερψηφίσουν τη συγκυβέρνηση. Ο αυτοματισμός αυτός φάνηκε σε πανελλήνια κλίμακα, τόσο μεταξύ κέντρου και περιφέρειας αλλά και στο εσωτερικό των επί μέρους τοπικών κοινωνιών. Πάντα, όμως, οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη μας τις αποχρώσεις, όπως εν προκειμένω τις ιδιαιτερότητες των αυτοδιοικητικών εκλογών με τις χιλιάδες των υποψηφίων (μόνο στο νομό Άρτας υπήρχαν 2.881 υποψήφιοι!).
Αλλά αυτό δεν αρκεί. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές της Αττικής είδαμε μεγάλο μέρος των πρώην «πράσινων» ψηφοφόρων να κινείται τόσο προς τον «πράσινο» Σγουρό όσο και προς τη Δούρου. Στην περιφέρεια, από την άλλη πλευρά, παρατηρήθηκε μεγαλύτερη ποικιλία μετακινήσεων, αφού είχαμε και «πράσινους» υποψηφίους στα… γαλαζο-ανεξάρτητα ψηφοδέλτια. Με άλλα λόγια, η πολιτικοποίηση των αυτοδιοικητικών εκλογών δεν λειτούργησε στην περιφέρεια, όπου η ψήφος ήταν περισσότερο «οικογενειακή» και… «αυτοδιοικητική».
Όμως αυτό δεν αρκεί για να εξηγήσει την κατακρήμνιση του ΣΥΡΙΖΑ στην περιφέρεια, ο οποίος κατατροπώθηκε (παρά κάποια υψηλά ποσοστά, όπως αυτό στην Περιφέρεια Ηπείρου). Εδώ αναδεικνύονται οι αδυναμίες του ναρκισσισμού των μικρών διαφορών που φύονται πάντα στο «έδαφος» της Αριστεράς και οι οποίες λειτουργούν ανασταλτικά στη δημιουργία ευρύτερων κοινωνικών συσπειρώσεων. Επίσης, αποδείχθηκε, ευτυχώς νωρίς, πόσο επικίνδυνη είναι η αλαζονεία κομματικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, που διεκδίκησαν παντού θέσεις, ετοιμάζοντας τα κοστούμια της δικής τους εξουσίας.
Δυστυχώς, κάποιοι ανάγουν την πρεσβυωπία τους σε συγκριτικό, πολιτικό τους πλεονέκτημα. Ακόμη, αποδοκιμάστηκε η «κεντρική» εμφύτευση βουλευτών ως υποψηφίων. Αποδοκιμάστηκε, δηλαδή, ο πολιτικός συγκεντρωτισμός. Με άλλα λόγια, φάνηκε ότι οι οπαδοί και τα μέλη του ΠΑΣΟΚ δεν αποδέχονται το «καπέλωμα» από τα στελέχη του 4% και διεκδικούν είτε την πολιτική τους έκφραση, η οποία στην προκειμένη περίπτωση εκφράστηκε με την αυτονόμησή τους ή την υπερψήφιση άλλων σχηματισμών πέραν του ΣΥΡΙΖΑ. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν αντιληφθεί ότι αντλούν τη δύναμή τους από τη δεξαμενή του ΠΑΣΟΚ.
Ή όπως γράφαμε τον περασμένο Γενάρη στην «Ελευθεροτυπία», στο ΣΥΡΙΖΑ «συναντώνται, πλέον, μέλη και στελέχη με πασοκογενή (σοσιαλδημοκρατική) και μέλη και στελέχη με αριστερή (ή κομμουνιστογενή) προέλευση. Στο εσωτερικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης συγκρούονται όχι μόνο διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις, αλλά και διαφορετικές κουλτούρες.
Από τη μια πλευρά είναι οι ενταγμένοι στην κυρίαρχη συμβολική τάξη, τα μέλη με το ισχυρό συμβολικό κεφάλαιο της πρώην «πράσινης» ηγεμονίας, τα άτομα του μεγάλου ατομικισμού, εν οις και πολλοί «μεγάλοι-», και από την άλλη πλευρά τα άτομα του «ναρκισσισμού των μικρών διαφορών», αυτά που σαν τον Σαιν-Ζυστ, το σύντροφο του Ροβεσπιέρου στήνουν το άγαλμά τους ενώπιόν μας, λέγοντας με αλαζονική ταπεινότητα: ακούστε «τη σκόνη που με αποτελεί και σας μιλά»!
Άραγε, υπάρχει τρόπος σύνθεσης όλων αυτών των «υλικών»; Ναι. Αρκεί η ανατροπή της κυρίαρχης συμβολικής τάξης στο πλαίσιο των ατόμων να αντιστοιχεί και σε αλλαγή εντός των πολιτικών θεσμών, των οποίων η δημοκρατικότητα θα αρνείται τόσο το σύγχρονο δυτικό ιμπέριουμ (με τη νέο-αποικιοκρατία του, το ρατσισμό και τον άκρατο, κανιβαλικό ατομικισμό του), το νεοναζισμό όσο και τους ποικίλους γιακωβινισμούς.
Η νέα συμβολική τάξη καλείται να συνθέσει την ατομικότητα και τη συλλογικότητα, διάφορα προκαπιταλιστικά, καπιταλιστικά και μετακαπιταλιστικά στοιχεία μέσα στην Πράξη των «αγώνων» αλλά και μέσω της κυβερνητικής εξουσίας. Στο ΣΥΡΙΖΑ, όπου λαμβάνει χώρα, σήμερα, μία ενδιαφέρουσα διεργασία «σύνθεσης», υπάρχει η πεποίθηση της «από τα πάνω» ανατροπής, η οποία θα λειτουργήσει σαν Λυδία λίθος για την αλλαγή στον ευρωπαϊκό νότο και ακολούθως σε όλη την Ευρώπη.
Δεν υπάρχει, όμως, καμία διευκρίνιση τι θα γίνει σ’ ένα ενδεχόμενο οικονομικού αποκλεισμού της Ελλάδας. Εδώ βρίσκεται η ύλη για την τροφοδοσία του μεγάλου φόβου. Και ο φόβος καλλιεργείται στους «από κάτω», σ’ εκείνους που έχουν ακόμη εργασία, καθώς η καταστροφή του καπιταλισμού σημαίνει και τη δική τους καταστροφή καθώς βρίσκονται σε εξαρτημένη μορφή –εσωτερική σχέση- με το κεφάλαιο.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο φόβος τροφοδοτεί τον «εμφύλιο των κάτω», δηλαδή όσων δεν έχουν εργασία έναντι όσων έχουν. Η αντιπαράθεση αυτή μπορεί να αρθεί μόνο μέσα από νέες μορφές οργάνωσης και συλλογικότητας, μέσα από την ένωση των κατακερματισμένων αντιστάσεων. Γιατί η οργή μπορεί να είναι και μια πολλαπλότητα κραυγών, ένα σύμπλεγμα αντίστασης, που μετατοπίζεται συνεχώς, μία ετερογένεια συγκρούσεων και ανταγωνισμών, που αντιστοιχούν σε χιλιάδες μορφές αντίστασης και όχι στην «καθαρή» δυαδική αντιπαράθεση: κεφαλαίου-εργασίας…». Για την ώρα, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τα ψυχανεμίζεται όλα αυτά αλλά αδυνατεί να τα κάνει Πράξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου