Του Πέτρου Σταύρου, Red NoteBook...
Οι οικονομίες των χωρών του νότου θα «αναγεννηθούν από τις στάχτες τους» σαν τον φοίνικα. Αυτό, λίγο πολύ, είναι το δόγμα των πολιτικών λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης. Ειδικά για την Ελλάδα, ο διπλός στόχος του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος (αρκετά μεγάλο ως ποσοστό του ΑΕΠ για να πληρώνονται οι τόκοι του δημοσίου χρέους) και του πλεονασματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών επιτυγχάνεται μόνο με τις εξής μακροοικονομικές συνθήκες:
Α) Το εισόδημα (ΑΕΠ) στην Ελλάδα θα πρέπει να μειώνεται πιο γρήγορα (ύφεση) ή να αυξάνεται πιο αργά (εξαιρετικά ανεμική ανάπτυξη) από ό,τι το εισόδημα στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, και ειδικά στην Γερμανία: ας σκεφτούμε ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις για το 2013, το γερμανικό ΑΕΠ θα μειωθεί ελαφρά. Η προηγούμενη συνθήκη θα εξασφαλίσει το ταχύ κλείσιμο της ψαλίδας του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών και του εμπορικού ισοζυγίου. Βέβαια, δεν εισάγουμε μόνο πολυτελή αγαθά και γκατζετάκια, όπως λάθος πιστεύεται, αλλά κυρίως ενέργεια, βιομηχανικά υλικά, μηχανήματα και πρώτες ύλες, σε ποσοστό πάνω από το 65% της αξίας των εισαγωγών. Αν για μακρύ χρονικό διάστημα η ύφεση ελαχιστοποιήσει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου μειώνοντας σημαντικά τις εισαγωγές σε ενέργεια, βιομηχανικά υλικά, κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και πρώτες ύλες, τότε καταλαβαίνουμε ότι το παραγωγικό σύστημα μπαίνει σε παρατεταμένη κρίση αναπαραγωγής.
Β) Η διαρκής ύφεση μας οδηγεί στη δεύτερη συνθήκη, που είναι η διατήρηση ενός σημαντικού πρωτογενούς πλεονάσματος. Οι δαπάνες του δημοσίου θα πρέπει να μειώνονται ταχύτερα από τη μείωση του ΑΕΠ ή ταχύτερα από την μείωση των εσόδων (λόγω ύφεσης). Η παρατεταμένη και έντονη μείωση των δημοσίων δαπανών θα οδηγήσει σε κρίση αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (η οποία ήδη έχει υποστεί τη δραματική μείωση των μισθών, αλλά και ένα τρομακτικό και μη αναστρέψιμο ποσοστό ανεργίας).
Στα παραπάνω ας προσθέσουμε και μια τρίτη συνθήκη που ολοκληρώνει, πιστεύουμε, την πολιτική του «θαύματος» του φοίνικα. Η τρίτη συνθήκη είναι η πολιτική της χρηματοδότησης - εκμετάλλευσης. Τι χρειάζεται η οικονομία; Πρώτα την «ανάκαμψη» του τραπεζικού τομέα με δημιουργία νέας μόχλευσης, με νέα δάνεια και κατά συνέπεια νέες καταθέσεις (διότι το δάνειο δημιουργεί καταθέσεις και βάση για νέα μόχλευση και όχι η κατάθεση δηλαδή η αποταμίευση νέα δάνεια) ή πρώτα την ανάκαμψη του μη χρηματοπιστωτικού τομέα με τις εσωτερικές του δυνάμεις (εξοικονόμηση κεφαλαίου, συγκεντροποίηση κεφαλαίου, εξαγωγές, μη καταβολές μισθών κλπ) και χωρίς τη βοήθεια του χρηματοπιστωτικού τομέα; Η απάντηση που η πολιτική της λιτότητας δίνει στο δίλημμα, με σαφήνεια και σθένος, είναι φυσικά η δεύτερη.
Αν κατά την περίοδο της ταχύτατης μόχλευσης και της πιστωτικής επέκτασης ο χρηματοπιστωτικός τομέας καθοδηγούσε το υπόλοιπο κεφάλαιο στην αναζήτηση των υψηλότερων αποδόσεων και της αποτελεσματικότερης τακτικής εκμετάλλευσης, τώρα ο μη χρηματοπιστωτικός τομέας με την πολιτική καθοδήγηση της λιτότητας επιτείνει την εκμετάλλευση στο ίδιο το επίπεδο της μονάδας παραγωγής. Τα περιστατικά τύπου Mανωλάδας δεν αποτελούν τόσο φαινόμενα τοπικής βίας και ρατσισμού, όσο φαινόμενα ενδοεπιχειρησιακής καταπίεσης και φασισμού. Φαίνεται πως η πολιτική της λιτότητας και η κατάργηση του εργατικού δικαίου έχουν καταστήσει την ίδια την επιχείρηση και την αδιαμεσολάβητη σχέση εργαζόμενου – εργοδότη, που αναπτύσσεται εντός της, ως το κατεξοχήν όπλο για την υπεράσπιση των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Στη περίπτωση που τα πράγματα έχουν περίπου όπως περιγράφηκαν προηγουμένως, τότε αυτό σημαίνει ότι η κρίση δημόσιου χρέους έχει μετατραπεί εξολοκλήρου σε κρίση αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και του παραγωγικού συστήματος. Αυτό σημαίνει, περαιτέρω, πως οι επόμενες συγκρούσεις (εκλογικές, ιδεολογικές και κοινωνικές) δεν θα γίνουν τόσο γύρω από τις απειλές της βίαιης εξόδου της χώρας από το ευρώ και την ευρωζώνη, αλλά κυρίως γύρω από τα διλήμματα του τι είδους συσσώρευση κεφαλαίου θέλουμε, τι είδους εργατικό δυναμικό, πόση εκμετάλλευση σηκώνει ο τράχηλος της εργατικής τάξης, ποιος επενδύει, τι καλύπτει ο μισθός, τι είναι “κοινωφελής” εργασία και τι όχι κλπ. Το ζήτημα δεν θα είναι τόσο που θα βρούμε τους πόρους, αλλά με τι είδους εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις θα προσελκύσουμε τους επενδυτικούς πόρους. Εδώ, ο αντίπαλος θα αναγκαστεί να επιχειρηματολογήσει για το αδιανόητο: Οι επενδύσεις (που προς το παρόν τις κάνουν μόνο μεγάλα κρατικά κεφάλαια χωρών της Ανατολής) θα πρέπει να γίνουν πάνω σε κοινωνική έρημο. Ανάπτυξη ίσον εξαθλίωση!
Α) Το εισόδημα (ΑΕΠ) στην Ελλάδα θα πρέπει να μειώνεται πιο γρήγορα (ύφεση) ή να αυξάνεται πιο αργά (εξαιρετικά ανεμική ανάπτυξη) από ό,τι το εισόδημα στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, και ειδικά στην Γερμανία: ας σκεφτούμε ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις για το 2013, το γερμανικό ΑΕΠ θα μειωθεί ελαφρά. Η προηγούμενη συνθήκη θα εξασφαλίσει το ταχύ κλείσιμο της ψαλίδας του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών και του εμπορικού ισοζυγίου. Βέβαια, δεν εισάγουμε μόνο πολυτελή αγαθά και γκατζετάκια, όπως λάθος πιστεύεται, αλλά κυρίως ενέργεια, βιομηχανικά υλικά, μηχανήματα και πρώτες ύλες, σε ποσοστό πάνω από το 65% της αξίας των εισαγωγών. Αν για μακρύ χρονικό διάστημα η ύφεση ελαχιστοποιήσει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου μειώνοντας σημαντικά τις εισαγωγές σε ενέργεια, βιομηχανικά υλικά, κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και πρώτες ύλες, τότε καταλαβαίνουμε ότι το παραγωγικό σύστημα μπαίνει σε παρατεταμένη κρίση αναπαραγωγής.
Β) Η διαρκής ύφεση μας οδηγεί στη δεύτερη συνθήκη, που είναι η διατήρηση ενός σημαντικού πρωτογενούς πλεονάσματος. Οι δαπάνες του δημοσίου θα πρέπει να μειώνονται ταχύτερα από τη μείωση του ΑΕΠ ή ταχύτερα από την μείωση των εσόδων (λόγω ύφεσης). Η παρατεταμένη και έντονη μείωση των δημοσίων δαπανών θα οδηγήσει σε κρίση αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (η οποία ήδη έχει υποστεί τη δραματική μείωση των μισθών, αλλά και ένα τρομακτικό και μη αναστρέψιμο ποσοστό ανεργίας).
Στα παραπάνω ας προσθέσουμε και μια τρίτη συνθήκη που ολοκληρώνει, πιστεύουμε, την πολιτική του «θαύματος» του φοίνικα. Η τρίτη συνθήκη είναι η πολιτική της χρηματοδότησης - εκμετάλλευσης. Τι χρειάζεται η οικονομία; Πρώτα την «ανάκαμψη» του τραπεζικού τομέα με δημιουργία νέας μόχλευσης, με νέα δάνεια και κατά συνέπεια νέες καταθέσεις (διότι το δάνειο δημιουργεί καταθέσεις και βάση για νέα μόχλευση και όχι η κατάθεση δηλαδή η αποταμίευση νέα δάνεια) ή πρώτα την ανάκαμψη του μη χρηματοπιστωτικού τομέα με τις εσωτερικές του δυνάμεις (εξοικονόμηση κεφαλαίου, συγκεντροποίηση κεφαλαίου, εξαγωγές, μη καταβολές μισθών κλπ) και χωρίς τη βοήθεια του χρηματοπιστωτικού τομέα; Η απάντηση που η πολιτική της λιτότητας δίνει στο δίλημμα, με σαφήνεια και σθένος, είναι φυσικά η δεύτερη.
Αν κατά την περίοδο της ταχύτατης μόχλευσης και της πιστωτικής επέκτασης ο χρηματοπιστωτικός τομέας καθοδηγούσε το υπόλοιπο κεφάλαιο στην αναζήτηση των υψηλότερων αποδόσεων και της αποτελεσματικότερης τακτικής εκμετάλλευσης, τώρα ο μη χρηματοπιστωτικός τομέας με την πολιτική καθοδήγηση της λιτότητας επιτείνει την εκμετάλλευση στο ίδιο το επίπεδο της μονάδας παραγωγής. Τα περιστατικά τύπου Mανωλάδας δεν αποτελούν τόσο φαινόμενα τοπικής βίας και ρατσισμού, όσο φαινόμενα ενδοεπιχειρησιακής καταπίεσης και φασισμού. Φαίνεται πως η πολιτική της λιτότητας και η κατάργηση του εργατικού δικαίου έχουν καταστήσει την ίδια την επιχείρηση και την αδιαμεσολάβητη σχέση εργαζόμενου – εργοδότη, που αναπτύσσεται εντός της, ως το κατεξοχήν όπλο για την υπεράσπιση των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Στη περίπτωση που τα πράγματα έχουν περίπου όπως περιγράφηκαν προηγουμένως, τότε αυτό σημαίνει ότι η κρίση δημόσιου χρέους έχει μετατραπεί εξολοκλήρου σε κρίση αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και του παραγωγικού συστήματος. Αυτό σημαίνει, περαιτέρω, πως οι επόμενες συγκρούσεις (εκλογικές, ιδεολογικές και κοινωνικές) δεν θα γίνουν τόσο γύρω από τις απειλές της βίαιης εξόδου της χώρας από το ευρώ και την ευρωζώνη, αλλά κυρίως γύρω από τα διλήμματα του τι είδους συσσώρευση κεφαλαίου θέλουμε, τι είδους εργατικό δυναμικό, πόση εκμετάλλευση σηκώνει ο τράχηλος της εργατικής τάξης, ποιος επενδύει, τι καλύπτει ο μισθός, τι είναι “κοινωφελής” εργασία και τι όχι κλπ. Το ζήτημα δεν θα είναι τόσο που θα βρούμε τους πόρους, αλλά με τι είδους εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις θα προσελκύσουμε τους επενδυτικούς πόρους. Εδώ, ο αντίπαλος θα αναγκαστεί να επιχειρηματολογήσει για το αδιανόητο: Οι επενδύσεις (που προς το παρόν τις κάνουν μόνο μεγάλα κρατικά κεφάλαια χωρών της Ανατολής) θα πρέπει να γίνουν πάνω σε κοινωνική έρημο. Ανάπτυξη ίσον εξαθλίωση!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου