Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, απο το Red NoteBook...
Με αφορμή (και) το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο
Με αφορμή (και) το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο
Δεν διαχειρίζεται απλά ένα «αναπόφευκτο» αντικοινωνικό πρόγραμμα, δεν επικαλείται μηχανιστικά την προηγούμενη κατάσταση, ούτε ενδιαφέρεται για την ελαχιστοποίηση της βλάβης που προκαλεί. Επιδρά στον συσχετισμό, δηλαδή επιτίθεται και ανοίγει μέτωπα. Δίνει ιδεολογικές μάχες, δημιουργεί πολώσεις -- πασχίζει, εν τέλει, πολύ πιο πέρα από το άμεσο και το συγκεκριμένο.
Τη βοηθά, βεβαίως, η θέση της: οι διεθνείς και εγχώριες συμμαχίες, ο έλεγχος των μέσων καταναγκασμού και χειραγώγησης, το γεγονός τελικά ότι είναι κυβέρνηση. Όμως, μια αναδρομή στην τελευταία τετραετία, στο διάστημα δηλαδή από την εσωκομματική επικράτηση του Σαμαρά μέχρι σήμερα, δείχνει ότι αυτή η στρατηγική προηγείται. Θυμίζω, εντελώς ενδεικτικά, το βάπτισμα του πυρός της «νέας» ΝΔ στην «υπαρξιακή», όπως αποκλήθηκε, μάχη για την ιθαγένεια.
Σε τι συνίσταται αυτή η στρατηγική; Νομίζω σ΄ αυτό που πρώτος ο ΛΑΟΣ είχε θέσει με τόση σαφήνεια: αμφισβήτηση της ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς, απενοχοποίηση της Δεξιάς.
Υιοθετώντας το πρόταγμα αυτό, η σημερινή ΝΔ κεφαλαιοποιεί διεργασίες που πάνε πίσω στη δεκαετία του ΄90. Διεργασίες που συναρτώνται με την αποϊδεολογικοποίηση και εξουδετέρωση της Αριστεράς, και οι οποίες δεν συνιστούν ελληνική ιδιαιτερότητα. Για να τις καταλάβουμε, μου φαίνεται χρήσιμη η διάκριση που προτείνει ο Μίμο Πορκάρο, ανάμεσα σε «τυπικό» και «πραγματικό» κόμμα (βλ. «Η διαλεκτική του μαζικού συνεκτικού κόμματος», Δρόμος, 25.5.2013).
Σε όλη τη δεκαετία του ΄90, λοιπόν, παράλληλα με τη ΝΔ (τυπικό κόμμα), δρουν ως πραγματικό κόμμα φορείς που επιτελούν λειτουργίες κόμματος: κοινωνικές οργανώσεις, πολιτιστικές ομάδες, εφημερίδες και κανάλια, κύκλοι διανοουμένων και τμήματα του κρατικού μηχανισμού -ειδικά δε η Εκκλησία. Πρόκειται για τη δεκαετία της μετάβασης στη «μεταπολιτική» εποχή: μια εποχή, δηλαδή, όπου την πολιτική υποκαθιστά η διοίκηση των ειδημόνων (εκσυγχρονιστική «διακυβέρνηση»), και μια εποχή όπου ως μόνη νόμιμη αντιπολίτευση αναδεικνύεται η πολιτισμική (εθνικο-φυλετική και θρησκευτική) σύγκρουση. Αυτή υπερπροβάλλεται, αυτή εξάπτει πολιτικά πάθη, συγκροτεί ταυτότητες και χαράσσει διαχωριστικές.
Αυτό το δυναμικό, των ηττημένων -κοινωνικά και πολιτικά- της εκσυγχρονιστικής διακυβέρνησης έκανε πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή· στο δυναμικό αυτό στηρίχτηκε μια καινούρια ηγεμονία, στο πλαίσιο της οποίας ενισχυόταν ο ΛΑΟΣ χωρίς να αμφισβητείται η πρωτιά της ΝΔ· ως αυθεντικός εκπρόσωπος αυτής της ηγεμονίας επιβλήθηκε τελικά ο Σαμαράς, που σήμερα οικοδομεί το άκρο της Δεξιάς με τη συνδρομή του «πραγματικού» κόμματος (όμιλοι Αλαφούζου και Λαμπράκη, Δημοκρατία και EXTRA3, Πρώτο Θέμα και Παραπολιτικά, ΤΑΙΠΕΔ και ειδικές ομάδες της ΕΛ.ΑΣ, κύκλοι του Δικτύου 21 και του ΛΑΟΣ). Και για όλους αυτούς τους λόγους, η Χρυσή Αυγή δεν είναι «παροδικό φαινόμενο».
Συσσωρεύοντας πολιτικό κεφάλαιο και συγκροτώντας τον «λαό» της στο έδαφος της μεταπολιτικής (για να αξιοποιήσει αυτές τις συναινέσεις στο κοινωνικό ζήτημα), φροντίζοντας για την «απενοχοποίησή» της και εξοπλίζοντας τον «στρατό» της, όπως λέει σήμερα ο Μπερλουσκόνι, οργανώνοντας τέλος το «πραγματικό» κόμμα, η Δεξιά επιδρά στον συσχετισμό δύναμης: προβλέπει ότι θα φθαρεί, και θωρακίζεται εκ των προτέρων απέναντι στη στρατηγική αξιοποίησης της φθοράς της. Κατά συνέπεια, η πολιτική του ώριμου φρούτου την αφήνει αλώβητη.
Αν είναι, λοιπόν, να κερδίσει η Αριστερά αυτή τη Δεξιά, θα την κερδίσει στο βαθμό που και εκείνη θα έχει φροντίσει για την ενδοχώρα της, πολιτική και κοινωνική: για τον δικό της «στρατό», και για να βρίσκεται αυτός εκεί που διαγράφεται η σύγκρουση – χωρίς να την υποκαθιστά, χωρίς όμως και να την υποβαθμίζει. Στο βαθμό που θα έχει πείσει ως καλύτερη κυβέρνηση -όχι ως λιγότερο κακή-, και θα έχει εξηγήσει από σήμερα τι μπορεί να κάνει μία καλύτερη κυβέρνηση (γιατί αυτά που δεν μπορεί, στο παρόν πλαίσιο, τα γνωρίζουμε ήδη). Θα έχει ανοίξει μέτωπα (όπως το κάνουμε με τα καθεστωτικά ΜΜΕ), θα έχει εμπλακεί από θέσεις αυτονομίας στο ηγεμονικό παιχνίδι, και ταυτόχρονα δεν θα μπερδεύει την αυτονομία με την απομόνωση. Θα έχει συγκρουστεί, όπως το κάνουμε χρόνια τώρα, παρά το κόστος.
Νομίζω ότι αυτά θα πρέπει να συζητήσει το Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Κατ΄ αρχάς γιατί δεν θα μπορούσαν να συζητηθούν πουθενά αλλού. Και έπειτα, αν όχι αυτά, τότε τι;
Το κείμενο δημοσιεύεται στην Αυγή της 1.6.2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου