«Δεν του 'μενε ούτε ίχνος αυτοσεβασμού. Διέσχιζε τη ζωή του με το απαθές βλέμμα ενός υποταγμένου. Με το απλανές βλέμμα ενός υπνωτισμένου. Του 'χε μπει η ιδέα ότι αυτό ήταν και τίποτ' άλλο».
Θα μπορούσε να μεταχειριστεί αυτό το απόσπασμα από ποίημά του, για να προσδιορίσει τον Ελληνα της κρίσης ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης («Σκάι»-Πόπη Τσαπανίδου).
Θα μπορούσε επίσης ο ερμηνευτικός ισχυρισμός του ποιητή να είχε ακουστεί το 1983, όταν έγραψε το ποίημα «Υπογραφή με άλλοθι». Το σίγουρο είναι ότι η επιστολή του Νάνου Βαλαωρίτη θα είχε μικρότερη δραστικότητα, εάν διαβαζόταν προηγουμένως και ευρέως η ποίησή του.Θα μπορούσε να μεταχειριστεί αυτό το απόσπασμα από ποίημά του, για να προσδιορίσει τον Ελληνα της κρίσης ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης («Σκάι»-Πόπη Τσαπανίδου).
Εάν δηλαδή η τάξη της ποίησης, οι οξείς υπαινιγμοί, ο ελεύθερος ρεαλισμός ρύθμιζαν αυτά που δεν μπορεί η τρέχουσα πολιτική και ο διάχυτος μικροπολιτισμός των συμπεριφορών. Ούτως ή άλλως η επιστολή του Νάνου Βαλαωρίτη για το νεοφασισμό, η απάντηση του πρωθυπουργού, οι τηλεοπτικές συνεντεύξεις του αναπτύσσονται στην περιφέρεια ενός προβλήματος, δομής και ρίζας.
Η κρίση έχει προϋπάρξει ως σταδιακή έκπτωση από ένα κεντρικό συστατικό του μοντερνισμού, την κριτική, και ως σταδιακή κατίσχυση ενός άλλου κεντρικού συστατικού του μοντερνισμού: του ιδανικού της εκτατικής προόδου. Η κρίση συνέθεσε και την εύθραυστη παραγωγική επιδερμίδα και την πολιτική φτώχεια και την αμόρφωτη πολυμάθεια, που βυθίζουν τριπλά και τυφλά τον τόπο μας. Και βύθιση δεν είναι μόνο η ανεξοικείωτη επαφή με τη φτώχεια, είναι η αλλόφρων εκλογίκευσή της.
Η Ελλάδα δεν περιμένει τον Βαλαωρίτη, γιατί αγνοεί την ποίηση, πρωτίστως τη γλώσσα, εξόχως την εννόηση. Ετσι δεν μπορεί να διδαχτεί και έτσι ακριβώς παράγει και νομιμοποιεί και εξουσιοδοτεί τα νεοφασιστικά μορφώματα, αλλά κυρίως τη διασπορά τής νεοφασιστικής μεταφυσικής σε όλο το πολιτικό και κοινωνικό σώμα. Γιατί το φαινόμενο του νεοφασισμού (το έχω ξαναγράψει σε αρκετά άρθρα μου) είναι ευρύτερο, διαρκέστερο και υπερνομικό. Είναι ηθικό. Ο νεοφασισμός θεμελιώνεται ως ηθική κατηγορία, ως λαϊκή αξιωματική, ως αυτόματη ανάκληση. Εκφράζεται με τους ξυλοδαρμούς μεταναστών και το ενέσιμο πολιτικό body building, αλλά διατρέχει το συλλογικό υποσυνείδητο, ως συμβολική «απάντηση» και ψυχική «στήριξη», απέναντι στο διάχυτο και ακατανόητο «κακό που μας βρήκε». Γιατί η κοινωνική ανάπτυξη που επελέγη θεωρεί το «κακό» αδιανόητο και γιατί το ιδανικό της διαρκούς ηδονοθηρικής και πλουτιστικής προόδου, που δόμησε το μεταπολεμικό καπιταλισμό, διέστρεψε κάθε έννοια βελτίωσης, κάθε έννοια κοπιώδους ανέλιξης, κάθε έννοια μετριοπάθειας και αναστοχασμού.
Το «κακό» είναι αδιανόητο από το ακραιφνές βλέμμα μιας αφόρητης και αγράμματης και ακάματης πολιτισμικής έπαρσης, που αφού απέσπασε το αγαθό από τη χρηστική του σημασία, αφού το συμβολοποίησε ως ισοδύναμο κοινωνικής ισχύος και ηθικής τελείωσης, τώρα το μεταστρέφει σε είδος κοινωνικής ενοχής, σε όχημα απονοηματοδότησης και συντριβής. Ο διάλογος ποιητή και πρωθυπουργού είναι διάλογος κωφών, αφού εξουσιοδοτούν δύο διαφορετικά εννοιολογικά σύμπαντα. Ενας ηλικιωμένος ανθρωπισμός και οι παραστάσεις του αντιφασιστικού πολέμου δεν μπορούν να συναλλαχθούν με τις σύνθετες διαμεσολαβήσεις της τρέχουσας πολιτικής αργκό. Το νομοσχέδιο κατά του ρατσισμού, οι νομικές βελτιώσεις, τα αντινομοσχέδια και οι υποπαράγραφοι πάνε να ρυθμίσουν αυτό που ολόκληρη η πολιτική επιτέλεση κτίζει και επιμελείται: την εξαχρείωση και την εξοικονόμηση και όχι την περίσκεψη.
Η μαζική θεσμική και πολιτική βία δεν απομορφώνει αλλά παραμορφώνει. Δεν οδηγεί τα πλήθη στο νεοφασιστικό άντρο, αλλά τεκμηριώνει το νεοφασισμό ως μια έγκυρη και ισόκυρη πολιτική δυνατότητα. Γιατί αν απλώς απονομιμοποιείς αυτό που πολιτικά θεμελιώνεις, τότε σκίζεις στα δύο το δίκαιο από τη δικαιοσύνη. Και ξέρουμε από την ιστορία ότι αυτή η τομή παρήκμασε τον κόσμο -βεβαίως θέρμανε την οικονομία και απόξεσε τη μνήμη. «Την τελευταία στιγμή εισήχθη Μια μετατροπή στο νόμο. Ο νόμος ψηφίστηκε αργά Τη νύχτα με την παρουσία λίγων μόνο αντιπροσώπων Στην αίθουσα».
Με το δεύτερο απόσπασμα του ποιητή, θα μπορούσε να τελειώσει το άρθρο. Διαλέγω όμως ένα τρίτο: «Μαζέψαμε σιγά σιγά τα πράματά μας. Και βγήκαμε απ' την πόρτα χωρίς να πούμε λέξη».
* Ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ dsevastakis@arch.ntua.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου