Πριν από περίπου ένα χρόνο, η Ελλάδα -αλλά και η Ευρώπη, όπως υποδήλωνε το πρωτοφανές ενδιαφέρον των ξένων ΜΜΕ, αλλά και η άμεση ανάμιξη των κυρίαρχων κύκλων της Ε.Ε. κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας- γνώρισε την κρισιμότερη εκλογική αναμέτρηση των τελευταίων δεκαετιών.
Για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς έθετε θέμα κυβερνητικής εξουσίας, με ένα πρόγραμμα που το έθετε σε τροχιά σύγκρουσης με τις δυνάμεις του εγχώριου και του διεθνούς -και κυρίως ευρωπαϊκού- συστήματος. Η συγκυρία εκείνη δεν ήταν προφανώς μια συνηθισμένη, έστω σχετικά μακράς διάρκειας, εκλογική στιγμή. Εφερε τη σφραγίδα της παρατεταμένης λαϊκής κινητοποίησης, που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία τα δύο πρώτα χρόνια της μνημονιακής περιόδου. Γι' αυτό βεβαίως και προκάλεσε φόβο από τη μια πλευρά, ελπίδα από την άλλη και έντονη πολιτική και ταξική πόλωση στο εκλογικό σώμα. Ενα χρόνο μετά, είναι προφανές ότι το τοπίο έχει αλλάξει δραματικά. Υπό τη σκέπη της τρικομματικής κυβέρνησης, το μνημονιακό μπλοκ ανασυντάχθηκε και πέρασε σε μια διαρκή αντεπίθεση, περνώντας ακόμη πιο δρακόντεια μέτρα και κλιμακώνοντας την αυταρχική θωράκιση του κράτους.
Τα Μνημόνια πέρασαν σπέρνοντας τον όλεθρο της βίαιης εξαθλίωσης της λαϊκής πλειοψηφίας, του ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου, της θεσμοποίησης του κοινωνικού κανιβαλισμού. Οι κινητοποιήσεις κάμφθηκαν, τα αισθήματα ανημπόριας και απελπισίας έγιναν κυρίαρχα, ο νεοφασισμός όλο και πιο απειλητικός.
Η δυναμική της Αριστεράς ανακόπηκε και η κύρια δύναμή της φάνηκε να μετατοπίζεται σε πιο «ρεαλιστικές» θέσεις, προβάλλοντας λύσεις «ενδιάμεσου» χαρακτήρα που θα διευκόλυναν, υποτίθεται, τη διεύρυνση του ακροατηρίου της σε πιο συντηρητικά στρώματα και θα καθησύχαζαν τα κέντρα εξουσίας εντός και εκτός της χώρας.
Ο δρόμος αυτός όμως δεν είναι ούτε ευθύγραμμος ούτε ικανός να οδηγήσει σε κάποια σταθεροποίηση. Παρά τη χοντροκομμένη προπαγάνδα για το ελληνικό success story, η οικονομία συνεχίζει να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, ενώ η ανεργία ξεπερνά ακόμη και τα ιστορικά διεθνή ρεκόρ της δεκαετίας του 1930. Καμία κυβέρνηση, ακόμη και εκτός πλαισίων κοινοβουλευτισμού, δεν μπορεί να πει ότι πατά σε σταθερό έδαφος όσο συνεχίζεται ένας οικονομικός και κοινωνικός κατακλυσμός τέτοιας έκτασης.
Η αδυναμία επίτευξης ουσιαστικών συναινέσεων στην ακολουθούμενη πολιτική εξηγούν βεβαίως και την κλιμάκωση σε πολιτικό επίπεδο του αυταρχικού κατήφορου, με ορόσημο τις τέσσερις επιστρατεύσεις απεργών. Η κορύφωσή του στάθηκε όμως η ανήκουστη για δεδομένα κοινοβουλευτικής δημοκρατίας προχθεσινή απόφαση για ακαριαίο κλείσιμο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.
Η στρατηγική της κυβέρνησης -και πιο συγκεκριμένα της Νέας Δημοκρατίας- έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αυταρχικής φυγής προς τα εμπρός.
Προκαλεί τη σύγκρουση, τη θέλει μετωπική και εξόχως φορτισμένη συμβολικά, για να νικήσει κατά κράτος τους αντιπάλους της και να υποτάξει πλήρως τους εταίρους της.
Εάν το επιτύχει, είναι πιθανό ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του, που ούτως ή άλλως απολαμβάνουν πολύ πιο στέρεη λαϊκή υποστήριξη από τη δική μας τρικομματική, να φαντάζουν σαν πρότυπα δημοκρατίας.
Εάν όμως βρεθεί αντιμέτωπη με μια λαϊκή αντίδραση ευρύτερη του αναμενόμενου και, το κυριότερο ίσως, με την πολιτική στήριξη που στερούνται οι διαδηλωτές της πλατείας Ταξίμ, τότε κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχο της κατάστασης.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι δύσκολο να διατυπωθεί πρόβλεψη για την έκβαση της σύγκρουσης. Το μόνο σίγουρο είναι ότι διαλύονται όσες ψευδαισθήσεις ακόμη υπήρχαν για την επίλυση του ελληνικού δράματος με ομαλό και θεσμικά απρόσκοπτο τρόπο. Και ότι, περισσότερο από ποτέ, η ανατροπή της επίκινδυνης αυτής κυβέρνησης αποτελεί δημοκρατική και, με όλη τη σημασία της λέξης, εθνική προσταγή. Η τύχη της χώρας για ακόμη μία φορά είναι στα χέρια του λαού της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου