Γ. Νικολάου, απο την AlfaVita...
Ήταν ένα απ’ αυτά τα μεγάλα καράβια, γεμάτα κόσμο, κυρίως παιδιά, ψυχές αγνές, αμόλυντες που σε ξεκούφαιναν με τις φωνές τους, τα παιχνίδια τους, τους καυγάδες και τα τραγούδια. Το καράβι είχε βάλει πλώρη για μια νέα γη, πλούσια, όμορφη, κατάφορτη με αγαθά που όλοι είχαν ακούσει ότι υπάρχει, κανείς όμως δεν την είχε αντικρίσει από κοντά. Πολλοί δεν πίστευαν καν ότι υπάρχει. Τα παιδιά όμως το πίστευαν, ήταν βέβαια ότι θα την ανακαλύψουν. Δυστυχώς γι’ αυτά οι κυβερνήτες του πλοίου με τις στολές και τα γαλόνια είχαν άλλα σχέδια και όλο έστριβαν το πηδάλιο προς άλλες κατευθύνσεις, θαρρείς καμιά φορά πως θέλαν στα βράχια να το ρίξουν. Μα το καράβι αυτό ήταν κωπήλατο με πολλές σειρές πάγκους σε τρία επίπεδα, με χιλιάδες κωπηλάτες που τραβούσαν κουπί, συχνά κόντρα στα ρεύματα και στον άνεμο, με κακοκαιρία και φουρτούνα, ασταμάτητα και αγόγγυστα. Στο χαμηλότερο επίπεδο, κάτω κι από την ίσαλο σχεδόν, ήταν οι λεγόμενοι «τεχνικοί», αυτοί έκαναν πιο βαριά δουλειά και οι άλλοι δεν τους υπολόγιζαν σαν ίσους, πολλοί δεν ήξεραν καν ότι υπήρχαν. Όμως οι «τεχνικοί» συνέχιζαν με πείσμα, βοηθούσαν με όλες τους τις δυνάμεις και αυτοί ήταν κυρίως που έφερναν το πλοίο στα ίσα του όταν παρέκκλινε και κινδύνευε να πέσει σε ύφαλα και ξέρες από τις στραβοτιμονιές των καπεταναίων.
Ξαφνικά μια μέρα παράδοξα ήρεμη, με θάλασσα γαλήνια και ουρανό καθάριο ακούστηκε ένας θόρυβος. Είχαν κατέβει κάποιοι γαλονάδες και με τη βία άρπαξαν κάποιους κωπηλάτες από τους «τεχνικούς» και τους πέταξαν στη θάλασσα. «Μην ανησυχείτε», τους είπαν, «κολυμπήστε λίγο, λάδι είναι η θάλασσα και θα περάσει να σας πάρει ένα άλλο πλοίο, εκεί θα είστε πιο χρήσιμοι».
Σηκώθηκαν κάποιοι συνάδελφοι «τεχνικοί», φώναξαν. «Τι θα κάνουν, θα πνιγούν οι άνθρωποι, έρχονται αντάρες και καταιγίδες, εδώ τους χρειαζόμαστε, το πλοίο χωρίς αυτούς κινδυνεύει, τι θα γίνουν τα παιδιά;» Τίποτε, καμιά ανταπόκριση, οι γαλονάδες φύγανε, ανέβηκαν να δώσουνε ραπόρτο στον καπετάνιο, αποστολή εξετελέσθη.
Πολλοί κωπηλάτες παράτησαν τα κουπιά και πήγαν να βρουν τους συναδέλφους τους, στην άλλη άκρη του πλοίου, να τους ενημερώσουν, να τους πείσουν να μην τραβήξουν άλλο κουπί, να φωνάξουν να σταματήσει λίγο το πλοίο, να περιμαζέψουν τους συναδέλφους τους από τα κρύα νερά, είχαν φανεί και κάποια σύννεφα, κακό προμήνυμα.
«Δεν ακούσατε ένα θόρυβο, άνθρωποι στη θάλασσα, τους πέταξαν», φώναζαν οι κοντινοί στους ναυαγούς κωπηλάτες και φίλοι τους.
«Τι λέτε;» απαντούσαν οι άλλοι, «δεν ακούσαμε τίποτε, δεν σας πιστεύουμε. Και εκεί κάτω που λέτε πως έγινε, δεν έχει ναύτες, μόνο φορτία, σίδερα».
Άλλοι σιγοψιθυρίζανε μεταξύ τους, να μην ακουστούν: «Ε, μάλλον περίσσευαν αυτοί, γι’ αυτό τους έριξαν, αφού ακούσαμε ότι θα τους πάρουν σ’ άλλο πλοίο, τι παραπονιούνται;»
«Αυτό είναι η αρχή» φωνάζαν οι διαμαρτυρόμενοι, «θα ‘ρθει κι η δική μας η σειρά, κι η δική σας, θα φουντάρει το πλοίο, τα παιδιά μας τι θα γίνουν;»
Είχε αρχίσει μια μικρή τρικυμία και τα κύματα απομάκρυναν γρήγορα τους κωπηλάτες που θαλασσοδέρνονταν, οι φωνές τους σχεδόν έπαψαν να ακούγονται. Άρχισαν τότε λίγοι φίλοι τους να κωπηλατούν ανάποδα, να γυρίσει το καράβι, να προλάβουν να τους ξαναπάρουν πριν πνιγούνε. Όμως μάταια. Στα πάνω επίπεδα, θαρρείς πως όχι μόνο δεν σταμάτησαν αλλά λες και τώρα κωπηλατούσαν πιο γρήγορα, πιο δυνατά, λες και έπρεπε να φτάσουν την ίδια μέρα στο τέρμα του ταξιδιού, και τα λόγια, οι διαμαρτυρίες τούς καθυστερούσαν.
«Τι δουλειά έχουμε εμείς μ’ αυτούς» λέγανε, «ΕΜΕΙΣ μόνο χρειαζόμαστε, ΕΜΕΙΣ είμαστε οι βασικοί κωπηλάτες, οι άλλοι ήλθαν μόνοι τους, ποιος τους προσκάλεσε, τι θέλουν με τα παιδιά μας;»
Κύλησε ο χρόνος, πέρασε, το πλοίο ξεμάκρυνε, ξεχάστηκαν οι ναυαγοί, όλοι τώρα τράβαγαν ίσα το κουπί, με ρυθμό, ούτε λεπτό δεν έχασε το πλοίο μα λες πως τώρα κάτι είχε αλλάξει και μια ανησυχία κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα.
Σα να λιγόστεψαν τα γέλια και οι φωνές απ’ τα παιδιά, κάποια ήταν πια μαζεμένα και αμίλητα, σκεφτικά. Τα καλόπιαναν οι γαλονάδες, τους τάζανε ζωή χαρισάμενη, τα παιδιά είχανε μεγαλώσει, νιώθανε την κοροϊδία, την απάτη.
Και σα να μην έφτανε κι αυτό, οι γαλονάδες πετάξανε κι άλλους στη θάλασσα, «ήρεμα είναι τα νερά» λέγανε, «δεν χρειάζονται τόσα χέρια, θ’ ανοίξουμε και πανιά». Τώρα όλο και περισσότεροι διαμαρτύρονταν, όλο και περισσότεροι καταλάβαιναν. Κάνανε σχέδια, μιλάγανε θαρρετά, δυνατά, αντιδρούσαν. Είναι βέβαιο ότι σύντομα θα διώχνανε τους παλιούς κυβερνήτες, θα παίρνανε το πλοίο στα χέρια τους, τα παιδιά θα βρίσκανε ξανά το δρόμο τους.
Κάνανε κουμάντο, σώσανε κάποιους από τη δεύτερη φουρνιά, πήρανε αποφάσεις, οργανωθήκανε. Μπήκε το νερό στ’ αυλάκι. Μα για τους πρώτους συναδέλφους τους όμως που πετάχτηκαν από το πλοίο, κανείς δεν ξανάκουσε.
Γ. Νικολάου, εκπαιδευτικός (διαθέσιμος …)
Ξαφνικά μια μέρα παράδοξα ήρεμη, με θάλασσα γαλήνια και ουρανό καθάριο ακούστηκε ένας θόρυβος. Είχαν κατέβει κάποιοι γαλονάδες και με τη βία άρπαξαν κάποιους κωπηλάτες από τους «τεχνικούς» και τους πέταξαν στη θάλασσα. «Μην ανησυχείτε», τους είπαν, «κολυμπήστε λίγο, λάδι είναι η θάλασσα και θα περάσει να σας πάρει ένα άλλο πλοίο, εκεί θα είστε πιο χρήσιμοι».
Σηκώθηκαν κάποιοι συνάδελφοι «τεχνικοί», φώναξαν. «Τι θα κάνουν, θα πνιγούν οι άνθρωποι, έρχονται αντάρες και καταιγίδες, εδώ τους χρειαζόμαστε, το πλοίο χωρίς αυτούς κινδυνεύει, τι θα γίνουν τα παιδιά;» Τίποτε, καμιά ανταπόκριση, οι γαλονάδες φύγανε, ανέβηκαν να δώσουνε ραπόρτο στον καπετάνιο, αποστολή εξετελέσθη.
Πολλοί κωπηλάτες παράτησαν τα κουπιά και πήγαν να βρουν τους συναδέλφους τους, στην άλλη άκρη του πλοίου, να τους ενημερώσουν, να τους πείσουν να μην τραβήξουν άλλο κουπί, να φωνάξουν να σταματήσει λίγο το πλοίο, να περιμαζέψουν τους συναδέλφους τους από τα κρύα νερά, είχαν φανεί και κάποια σύννεφα, κακό προμήνυμα.
«Δεν ακούσατε ένα θόρυβο, άνθρωποι στη θάλασσα, τους πέταξαν», φώναζαν οι κοντινοί στους ναυαγούς κωπηλάτες και φίλοι τους.
«Τι λέτε;» απαντούσαν οι άλλοι, «δεν ακούσαμε τίποτε, δεν σας πιστεύουμε. Και εκεί κάτω που λέτε πως έγινε, δεν έχει ναύτες, μόνο φορτία, σίδερα».
Άλλοι σιγοψιθυρίζανε μεταξύ τους, να μην ακουστούν: «Ε, μάλλον περίσσευαν αυτοί, γι’ αυτό τους έριξαν, αφού ακούσαμε ότι θα τους πάρουν σ’ άλλο πλοίο, τι παραπονιούνται;»
«Αυτό είναι η αρχή» φωνάζαν οι διαμαρτυρόμενοι, «θα ‘ρθει κι η δική μας η σειρά, κι η δική σας, θα φουντάρει το πλοίο, τα παιδιά μας τι θα γίνουν;»
Είχε αρχίσει μια μικρή τρικυμία και τα κύματα απομάκρυναν γρήγορα τους κωπηλάτες που θαλασσοδέρνονταν, οι φωνές τους σχεδόν έπαψαν να ακούγονται. Άρχισαν τότε λίγοι φίλοι τους να κωπηλατούν ανάποδα, να γυρίσει το καράβι, να προλάβουν να τους ξαναπάρουν πριν πνιγούνε. Όμως μάταια. Στα πάνω επίπεδα, θαρρείς πως όχι μόνο δεν σταμάτησαν αλλά λες και τώρα κωπηλατούσαν πιο γρήγορα, πιο δυνατά, λες και έπρεπε να φτάσουν την ίδια μέρα στο τέρμα του ταξιδιού, και τα λόγια, οι διαμαρτυρίες τούς καθυστερούσαν.
«Τι δουλειά έχουμε εμείς μ’ αυτούς» λέγανε, «ΕΜΕΙΣ μόνο χρειαζόμαστε, ΕΜΕΙΣ είμαστε οι βασικοί κωπηλάτες, οι άλλοι ήλθαν μόνοι τους, ποιος τους προσκάλεσε, τι θέλουν με τα παιδιά μας;»
Κύλησε ο χρόνος, πέρασε, το πλοίο ξεμάκρυνε, ξεχάστηκαν οι ναυαγοί, όλοι τώρα τράβαγαν ίσα το κουπί, με ρυθμό, ούτε λεπτό δεν έχασε το πλοίο μα λες πως τώρα κάτι είχε αλλάξει και μια ανησυχία κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα.
Σα να λιγόστεψαν τα γέλια και οι φωνές απ’ τα παιδιά, κάποια ήταν πια μαζεμένα και αμίλητα, σκεφτικά. Τα καλόπιαναν οι γαλονάδες, τους τάζανε ζωή χαρισάμενη, τα παιδιά είχανε μεγαλώσει, νιώθανε την κοροϊδία, την απάτη.
Και σα να μην έφτανε κι αυτό, οι γαλονάδες πετάξανε κι άλλους στη θάλασσα, «ήρεμα είναι τα νερά» λέγανε, «δεν χρειάζονται τόσα χέρια, θ’ ανοίξουμε και πανιά». Τώρα όλο και περισσότεροι διαμαρτύρονταν, όλο και περισσότεροι καταλάβαιναν. Κάνανε σχέδια, μιλάγανε θαρρετά, δυνατά, αντιδρούσαν. Είναι βέβαιο ότι σύντομα θα διώχνανε τους παλιούς κυβερνήτες, θα παίρνανε το πλοίο στα χέρια τους, τα παιδιά θα βρίσκανε ξανά το δρόμο τους.
Κάνανε κουμάντο, σώσανε κάποιους από τη δεύτερη φουρνιά, πήρανε αποφάσεις, οργανωθήκανε. Μπήκε το νερό στ’ αυλάκι. Μα για τους πρώτους συναδέλφους τους όμως που πετάχτηκαν από το πλοίο, κανείς δεν ξανάκουσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου