Του Μανόλη Γ. Δρεττάκη*, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
Ακολουθώντας την πρακτική προηγούμενων συναδέλφων του, ο σημερινός υπουργός Παιδείας αλλάζει, ακόμα μια φορά, το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ της χώρας με λίγα άρθρα σε 10 σελίδες ενός νομοσχεδίου-σκούπα του υπουργείου του, εκτάσεως άνω των 100 σελίδων. Πρόκειται για ακόμη μια προχειρότητα καθιέρωσης ενός συστήματος εισαγωγής στα ΑΕΙ.
Το «νέο» σύστημα αποτελεί ένα προβληματικό συνονθύλευμα προηγούμενων συστημάτων, από τα μειονεκτήματα των οποίων το υπουργείο δεν έχει διδαχτεί τίποτε. Το χειρότερο είναι ότι αυτό το νομοσχέδιο-μαμούθ περνάει με διαδικασίες-εξπρές από θερινό τμήμα της Βουλής, γεγονός που δεν δίνει τη δυνατότητα ουσιαστικής συζήτησης και βελτιώσεών του. Τις συνέπειες και αυτής της προχειρότητας θα τις πληρώσουν οι μαθητές και οι οικογένειές τους, αλλά και η χώρα γενικότερα, δεδομένου ότι η εφαρμογή του συστήματος αυτού θα αυξήσει τις ήδη μεγάλες ανισότητες που υπάρχουν στο εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Το «νέο» σύστημα είναι ένα μείγμα των πανελλήνιων εξετάσεων της δεκαετίας του 1980 και των εξετάσεων με βάση τις δέσμες ή κύκλους, οι οποίοι τώρα ονομάζονται Επιστημονικά Πεδία Εξειδίκευσης. Το κύριο βάρος για την εισαγωγή σε κάθε ένα από το πεδία αυτά πέφτει στα 4 μαθήματα στα οποία εξετάζονται οι υποψήφιοι στο πεδίο που επιλέγουν, δεδομένου ότι οι βαθμοί που παίρνουν στα μαθήματα αυτά αποτελούν το 80% του συνολικού βαθμού από τον οποίο θα κρίνεται η επιτυχία τους.
Το υπόλοιπο 20% του συνολικού βαθμού αποτελεί ο μέσος όρος των βαθμών των τριών τάξεων του λυκείου που σταθμίζονται με ορισμένους συντελεστές. Ο μέσος αυτός όρος, αν διαφέρει πάνω από τη μία μονάδα από τον μέσο όρο των 4 μαθημάτων που εξετάζονται πανελλαδικά μετά την αποφοίτηση από το λύκειο, προσαρμόζεται ώστε να μη διαφέρει πάνω από τη μία μονάδα από τον μέσο αυτό όρο.
Αν και το ποσοστό συμμετοχής του μέσου όρου των βαθμών προαγωγής-απόλυσης από το λύκειο στον συνολικό βαθμό από τον οποίο κρίνεται η επιτυχία ή όχι είναι σχετικά μικρό, εν τούτοις σε οριακές ή και σε λιγότερο οριακές περιπτώσεις μπορεί να παίξει κρίσιμο ρόλο. Κατά συνέπεια έχει μεγάλη σημασία ο μέσος αυτός όρος να είναι συγκρίσιμος με τους βαθμούς που δίνονται στα 4 μαθήματα που εξετάζονται πανελλαδικά για το κάθε πεδίο. Δυστυχώς δεν είναι, και γι’ αυτό νοθεύει το σύστημα. Πιο συγκεκριμένα:
Ο μέσος όρος βαθμός προαγωγής-απόλυσης από κάθε τάξη προκύπτει από τους βαθμούς στο κάθε μάθημα, οι οποίοι με τη σειρά τους προκύπτουν από την εξέταση ενδοσχολικά σε θέματα που κατά 50% επιλέγονται (υποθέτω πανελλαδικά) από τράπεζα θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας και κατά 50% από τον διδάσκοντα το μάθημα και βαθμολογούνται από τον ίδιο. Είναι προφανές ότι τόσο η επιλογή του 50% των εξεταζόμενων θεμάτων από τον διδάσκοντα όσο και η βαθμολόγηση των γραπτών από τον ίδιο, νοθεύει την αντικειμενικότητα του νέου συστήματος εισαγωγής στα ΑΕΙ.
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι το νέο εξεταστικό σύστημα είναι χειρότερο από όλα τα προηγούμενα, δεδομένου ότι, εκτός από το πρόβλημα της αντικειμενικότητάς του που προαναφέρθηκε, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των φροντιστηρίων σε όλα τα μαθήματα όλων των τάξεων του λυκείου, γεγονός το οποίο θα αυξήσει τις ήδη υπάρχουσες ανισότητες στην πρόσβαση στα ΑΕΙ λόγω των συνεπειών των μέτρων των Μνημονίων (ανεργία και μείωση μισθών), οι οποίες στερούν τη δυνατότητα φροντιστηρίων ή ιδιαίτερων μαθημάτων σε πολύ περισσότερα παιδιά, δεδομένου ότι οικογένειες που σε προηγούμενα χρόνια είχαν τη δυνατότητα να καλύψουν τη σχετική δαπάνη, σήμερα δεν την έχουν.
Εξαιτίας των όσων προαναφέρθηκαν, είναι σαφές ότι το νέο εξεταστικό σύστημα κάθε άλλο παρά αναβαθμίζει το λύκειο, το οποίο θα υποστεί μεγάλη υποβάθμιση από τη νέα σχολική χρονιά εξαιτίας της μείωσης του διδακτικού προσωπικού, που θα επέλθει από τα μέτρα διαθεσιμότητας-κινητικότητας, τις μετατάξεις, τις συνταξιοδοτήσεις καθηγητών, της δραστικής μείωσης του αριθμού των αναπληρωτών σε σχέση με τα προηγούμενα έτη και φυσικά της μείωσης των δαπανών για τις άλλες ανάγκες των σχολικών μονάδων.
Με την ψήφιση ακόμα ενός εξεταστικού συστήματος εισαγωγής στα ΑΕΙ από μια δικομματική κυβέρνηση μειοψηφίας στον λαό σε θερινό τμήμα της Βουλής, χάνεται ακόμα μια φορά η ευκαιρία καθιέρωσης του Εθνικού Απολυτηρίου, το οποίο είχα την τιμή να προτείνω σε διημερίδα της ΟΛΜΕ στις αρχές του 1994 και το είχα αναλύσει σε άρθρο μου στην «Ελευθεροτυπία» το ίδιο έτος και σε πολλά άρθρα μου στη συνέχεια.
Η καθιέρωση του Εθνικού Απολυτηρίου θα αναβάθμιζε πραγματικά το λύκειο, δεδομένου ότι η Α΄ λυκείου θα ήταν μια τάξη γενικής παιδείας ενώ οι βαθμοί των πανελλαδικά εξεταζόμενων μαθημάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας στη Β΄ και Γ΄ λυκείου θα αποτελούσαν το Εθνικό Απολυτήριο (αντίστοιχο του γαλλικού Baccalaureat), οι βαθμοί ορισμένων μαθημάτων του οποίου μαζί με τον γενικό βαθμό θα αποτελούσαν το κριτήριο εισαγωγής στα ΑΕΙ, ενώ ο γενικός βαθμός του θα ήταν ένα αντικειμενικό κριτήριο με το οποίο θα μπορούσαν να γίνουν προσλήψεις τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
* Ο Μανόλης Γ. Δρεττάκης είναι πρώην: αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ
Ακολουθώντας την πρακτική προηγούμενων συναδέλφων του, ο σημερινός υπουργός Παιδείας αλλάζει, ακόμα μια φορά, το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ της χώρας με λίγα άρθρα σε 10 σελίδες ενός νομοσχεδίου-σκούπα του υπουργείου του, εκτάσεως άνω των 100 σελίδων. Πρόκειται για ακόμη μια προχειρότητα καθιέρωσης ενός συστήματος εισαγωγής στα ΑΕΙ.
Το «νέο» σύστημα αποτελεί ένα προβληματικό συνονθύλευμα προηγούμενων συστημάτων, από τα μειονεκτήματα των οποίων το υπουργείο δεν έχει διδαχτεί τίποτε. Το χειρότερο είναι ότι αυτό το νομοσχέδιο-μαμούθ περνάει με διαδικασίες-εξπρές από θερινό τμήμα της Βουλής, γεγονός που δεν δίνει τη δυνατότητα ουσιαστικής συζήτησης και βελτιώσεών του. Τις συνέπειες και αυτής της προχειρότητας θα τις πληρώσουν οι μαθητές και οι οικογένειές τους, αλλά και η χώρα γενικότερα, δεδομένου ότι η εφαρμογή του συστήματος αυτού θα αυξήσει τις ήδη μεγάλες ανισότητες που υπάρχουν στο εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Το «νέο» σύστημα είναι ένα μείγμα των πανελλήνιων εξετάσεων της δεκαετίας του 1980 και των εξετάσεων με βάση τις δέσμες ή κύκλους, οι οποίοι τώρα ονομάζονται Επιστημονικά Πεδία Εξειδίκευσης. Το κύριο βάρος για την εισαγωγή σε κάθε ένα από το πεδία αυτά πέφτει στα 4 μαθήματα στα οποία εξετάζονται οι υποψήφιοι στο πεδίο που επιλέγουν, δεδομένου ότι οι βαθμοί που παίρνουν στα μαθήματα αυτά αποτελούν το 80% του συνολικού βαθμού από τον οποίο θα κρίνεται η επιτυχία τους.
Το υπόλοιπο 20% του συνολικού βαθμού αποτελεί ο μέσος όρος των βαθμών των τριών τάξεων του λυκείου που σταθμίζονται με ορισμένους συντελεστές. Ο μέσος αυτός όρος, αν διαφέρει πάνω από τη μία μονάδα από τον μέσο όρο των 4 μαθημάτων που εξετάζονται πανελλαδικά μετά την αποφοίτηση από το λύκειο, προσαρμόζεται ώστε να μη διαφέρει πάνω από τη μία μονάδα από τον μέσο αυτό όρο.
Αν και το ποσοστό συμμετοχής του μέσου όρου των βαθμών προαγωγής-απόλυσης από το λύκειο στον συνολικό βαθμό από τον οποίο κρίνεται η επιτυχία ή όχι είναι σχετικά μικρό, εν τούτοις σε οριακές ή και σε λιγότερο οριακές περιπτώσεις μπορεί να παίξει κρίσιμο ρόλο. Κατά συνέπεια έχει μεγάλη σημασία ο μέσος αυτός όρος να είναι συγκρίσιμος με τους βαθμούς που δίνονται στα 4 μαθήματα που εξετάζονται πανελλαδικά για το κάθε πεδίο. Δυστυχώς δεν είναι, και γι’ αυτό νοθεύει το σύστημα. Πιο συγκεκριμένα:
Ο μέσος όρος βαθμός προαγωγής-απόλυσης από κάθε τάξη προκύπτει από τους βαθμούς στο κάθε μάθημα, οι οποίοι με τη σειρά τους προκύπτουν από την εξέταση ενδοσχολικά σε θέματα που κατά 50% επιλέγονται (υποθέτω πανελλαδικά) από τράπεζα θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας και κατά 50% από τον διδάσκοντα το μάθημα και βαθμολογούνται από τον ίδιο. Είναι προφανές ότι τόσο η επιλογή του 50% των εξεταζόμενων θεμάτων από τον διδάσκοντα όσο και η βαθμολόγηση των γραπτών από τον ίδιο, νοθεύει την αντικειμενικότητα του νέου συστήματος εισαγωγής στα ΑΕΙ.
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι το νέο εξεταστικό σύστημα είναι χειρότερο από όλα τα προηγούμενα, δεδομένου ότι, εκτός από το πρόβλημα της αντικειμενικότητάς του που προαναφέρθηκε, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των φροντιστηρίων σε όλα τα μαθήματα όλων των τάξεων του λυκείου, γεγονός το οποίο θα αυξήσει τις ήδη υπάρχουσες ανισότητες στην πρόσβαση στα ΑΕΙ λόγω των συνεπειών των μέτρων των Μνημονίων (ανεργία και μείωση μισθών), οι οποίες στερούν τη δυνατότητα φροντιστηρίων ή ιδιαίτερων μαθημάτων σε πολύ περισσότερα παιδιά, δεδομένου ότι οικογένειες που σε προηγούμενα χρόνια είχαν τη δυνατότητα να καλύψουν τη σχετική δαπάνη, σήμερα δεν την έχουν.
Εξαιτίας των όσων προαναφέρθηκαν, είναι σαφές ότι το νέο εξεταστικό σύστημα κάθε άλλο παρά αναβαθμίζει το λύκειο, το οποίο θα υποστεί μεγάλη υποβάθμιση από τη νέα σχολική χρονιά εξαιτίας της μείωσης του διδακτικού προσωπικού, που θα επέλθει από τα μέτρα διαθεσιμότητας-κινητικότητας, τις μετατάξεις, τις συνταξιοδοτήσεις καθηγητών, της δραστικής μείωσης του αριθμού των αναπληρωτών σε σχέση με τα προηγούμενα έτη και φυσικά της μείωσης των δαπανών για τις άλλες ανάγκες των σχολικών μονάδων.
Με την ψήφιση ακόμα ενός εξεταστικού συστήματος εισαγωγής στα ΑΕΙ από μια δικομματική κυβέρνηση μειοψηφίας στον λαό σε θερινό τμήμα της Βουλής, χάνεται ακόμα μια φορά η ευκαιρία καθιέρωσης του Εθνικού Απολυτηρίου, το οποίο είχα την τιμή να προτείνω σε διημερίδα της ΟΛΜΕ στις αρχές του 1994 και το είχα αναλύσει σε άρθρο μου στην «Ελευθεροτυπία» το ίδιο έτος και σε πολλά άρθρα μου στη συνέχεια.
Η καθιέρωση του Εθνικού Απολυτηρίου θα αναβάθμιζε πραγματικά το λύκειο, δεδομένου ότι η Α΄ λυκείου θα ήταν μια τάξη γενικής παιδείας ενώ οι βαθμοί των πανελλαδικά εξεταζόμενων μαθημάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας στη Β΄ και Γ΄ λυκείου θα αποτελούσαν το Εθνικό Απολυτήριο (αντίστοιχο του γαλλικού Baccalaureat), οι βαθμοί ορισμένων μαθημάτων του οποίου μαζί με τον γενικό βαθμό θα αποτελούσαν το κριτήριο εισαγωγής στα ΑΕΙ, ενώ ο γενικός βαθμός του θα ήταν ένα αντικειμενικό κριτήριο με το οποίο θα μπορούσαν να γίνουν προσλήψεις τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
* Ο Μανόλης Γ. Δρεττάκης είναι πρώην: αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου