Κάθε χρόνο γίνεται κανείς όλο και λιγότερο πιστευτός όταν μιλάει για καλοκαίρια. Όχι μόνο γιατί το καλοκαίρι μικραίνει χρονιά με τη χρονιά, υπενθυμίζοντας ότι η απόσταση από την ατέλειωτη θερινή ασυδοσία των παιδικών χρόνων μεγαλώνει. Αλλά και γιατί, για όποιον τουλάχιστον παίρνει τις λέξεις στα σοβαρά, καλοκαίρι σημαίνει ευημερία, καλές μέρες - κι αυτές τις βρίσκει κανείς ευκολότερα πια σε φωτογραφίες και σε "πράγματα παραμελημένα", όπως λέει ο Λειβαδίτης.
Κι όμως, αυτό ακριβώς δίνει αξία στις αποδράσεις και τις χαμηλές πτήσεις του φετινού καλοκαιριού: ότι ανάμεσα στους θανατερούς χάρτες της Αιγύπτου και της Συρίας και τις ανά την Ελλάδα Αμυγδαλέζες, ανάμεσα στη μισάνθρωπη αδιαφορία για το μέλλον που κλείνει σχολεία και παιδικούς σταθμούς, και την αγνωμοσύνη για το παρελθόν που σφραγίζει νοσοκομεία, ανάμεσα στα καλοκαίρια που έφυγαν και σε εκείνα που αναμένονταν αλλά δεν ήρθαν, οι στιγμές αυτές διασώζουν δηλώσεις υπέρ της ζωής που λιγοστεύουν, όσο η εργασία και η ζωή απαξιώνονται.
Μπροστά σε δυσκολότερες μέρες, οι δηλώσεις αυτές -τουλάχιστον εκεί που αναζήτηση της χαράς δεν σημαίνει υστερική άρνηση της πραγματικότητας-, αξίζουν όσο κανένα τουριστικό πρακτορείο δεν μπορεί να εκτιμήσει. Παρά τη μέριμνα των κρατούντων να σώσουν θάλασσες και βουνά από τους επικίνδυνους κατασκηνωτές (όπως "σώζουν" έξι καλοκαίρια τώρα τα δάση από τον Στρατηγό Άνεμο...), παρά την επιδεξιότητα των "ανθρώπων του τουρισμού" στην αξιοποίηση του Αυγούστου ως μήνα που θρέφει τους έντεκα (ανεξαρτήτως διακυμάνσεων του ΦΠΑ στην εστίαση...), οι αποδράσεις του καλοκαιριού, έστω και για λίγο, έστω με δανεικά, βρίσκουν τον τρόπο να ξεφεύγουν απ' την καπατσοσύνη της εθνικής μας "βαριάς βιομηχανίας". Φτάνοντας στον προορισμό, το καταλαβαίνεις αυτό από την πρώτη κιόλας στιγμή που ξαναθυμάσαι να θαυμάζεις: από τη στιγμή που η αίσθηση του χρόνου της πόλης χάνεται, χωρίς να χάνεται -ακριβώς το αντίθετο- η σημασία του χρόνου: για το πρωινό ξύπνημα και τη μεσημεριανή ανάβαση, για τον ύπνο κάτω από το πεύκο, το μπάνιο την ώρα που δύει ο ήλιος και το μελτέμι που δυναμώνει το βράδυ.
Σε ένα ορισμένο ύψος, το μελτέμι στις Κυκλάδες είναι σειρήνα και μαζί η πιο σοβαρή απειλή για τη θερινή ειρήνη: ένα αναίμακτο πολεμικό ανακοινωθέν, που αν σε βρει έκθετο, σε σπρώχνει κακήν κακώς στο πιο κοντινό καταφύγιο μέχρι να λήξει ο συναγερμός ή να περάσει το λεωφορείο που διασχίζει τη Δονούσα. Οι αυτοσχέδιες τέντες των κατασκηνωτών -τέσσερα καλάμια κι ένα τεντωμένο πανί, δεμένο από πάνω και στο πλάι- είναι μια κάποια λύση για όσους αποφεύγουν υπερβολικές για τη high season ανέσεις. Σε διαφορετική περίπτωση, ο ύπνος είναι μια δοκιμασία που τελειώνει άδοξα κατά τις οχτώ το πρωί.
Δεν είναι αλήθεια ότι το καλοκαίρι αδειάζει κανείς από σκέψεις. Στην πραγματικότητα επινοεί στρατηγικές ή απλά κερδίζει χρόνο μεταθέτοντας τις αναμετρήσεις για ευνοϊκότερη στιγμή. Μέχρι να έρθει η στιγμή αυτή, πασχίζει με το βλέμμα και την αφή να μαζέψει εφόδια: αιχμαλωτίζοντας βράχους, φεγγάρια και ηλιοβασιλέματα για τον χειμώνα??? μετρώντας αποχρώσεις του πράσινου, του γαλάζιου και του πορτοκαλί??? κρατώντας αποστάσεις, τις αναγκαίες μόνο, από τα γυμνά σώματα. Δεν είναι αλήθεια, λοιπόν, παρά εν μέρει: οι αναμετρήσεις είναι αναπόφευκτες και τα βλέμματα που όρισαν τις συντεταγμένες (και) αυτού του καλοκαιριού -σωστότερα: το "επιτηρούν βλέμμα"- επιδρούν ανεξαρτήτως αποστάσεων. Αλλάζουμε το δέρμα μας. Όμως δεν αποποιούμαστε τίποτα και ποτέ.
Στην Ηρακλειά, ο ουρανός μοιάζει να ξημερώνει από τις δέκα. Εκείνη την ώρα, ο Φρίξος (-"Φριξ, Φιξ!", κατά τη συνήθη παραγγελία της Κλαούντια), συμπληρώνει δεκαπέντε ώρες δουλειάς και αποσύρεται μέχρι το επόμενο πρωί στις εφτά. Την ίδια ώρα, μια παρέα εικοσάρηδων -τα κορίτσια σε παρέες, τα αγόρια ανά ζευγάρια ή μόνοι τους- τραγουδάνε στην παραλία Λοκομόντο, "Χατζή" και Σαββόπουλο, τη "Συννεφούλα". Με τον τελευταίο δυσκολεύονται κάπως στους στίχους??? απαιτούν άλλο είδος μνημονικού. Κανένα πρόβλημα, όμως, για κάτι τέτοια υπάρχει το ίντερνετ στο κινητό.
Στις θερινές αποδράσεις δεν αδειάζεις από σκέψεις. Ο χρόνος όμως ξεφεύγει από το διαρκώς απαιτητικό παρόν και μετράει αλλιώς. Δεν είναι "νεκρός" χρόνος. Αντίθετα, δίνει νόημα σε μορφές ζωής που δεν είναι ούτε εργασία ούτε κατανάλωση. Καθώς η αίσθησή του αλλάζει τόσο που γίνεται εγκυρότερη, καθώς η αφή γίνεται πιο άμεση και η ματιά επανοικειοποιείται όσα κρύβει η ζωή στην πόλη, τα πράγματα επανέρχονται στις σωστές διαστάσεις, οι ιεραρχήσεις αποκαθίστανται, οι αντοχές των ανθρώπων -στη μοναξιά και την υποχρεωτική κοινωνικότητα, στα ανόητα φλερτ και τους μίζερους καβγάδες των γύρω- δοκιμάζονται και αναθεωρούνται κι αυτές.
Ο Φρίξος πιστεύει ότι όλα αυτά είναι "μοτίβα". Αρκεί να αλλάξεις το μοτίβο, λέει, και όλα τα βλέπεις απλούστερα. Δεν ασχολείται με την πολιτική: δεν βρίσκει κανένα νόημα σ' όλο αυτό. Δουλεύοντας από τα δεκαπέντε, πιστεύει μόνο στα χέρια του και στις αντοχές του, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι το φθινόπωρο θα ψάχνει δουλειά στο εξωτερικό. Ανεξαρτήτως των απόψεών του, όμως, όλα επιμένουν (όλα: από τη δική του φυγή, τις ειλημμένες αποφάσεις για πλειστηριασμούς και απολύσεις, μέχρι την ελληνική στήριξη στον πόλεμο, που όσο διαψεύδεται αλλά τόσο ενθαρρύνεται) ότι αυτή η "άσκοπη" πολιτική θα μοιάζει διαρκώς με πόλεμο. Οι πόλεμοι δεν είναι διανοητικά παιχνίδια. Απαιτούν απ' όλους να πάρουν θέση, δοκιμάζουν σχέδια, αντοχές και "μοτίβα", και φυσούν πάνω στα αποθέματα που προλάβαμε και σώσαμε από το καλοκαίρι. Δεν είχαμε χρόνο να μιλήσουμε για όλα αυτά στις διακοπές: ο Φροίξος δουλεύει δεκαπέντε ώρες τη μέρα και στα διαλείμματα αναλαμβάνει να σπάσει τον πάγο με τους τουρίστες. Δεν είπαμε πώς θα υπερασπιστούμε τη ζωή που απαξιώνεται και κινδυνεύει - τη ζωή: ούτε τη ζωούλα, ούτε την επιβίωση. Σε λίγες μέρες που θα τον δω από κοντά, όμως, θα μπορέσουμε να τα πούμε. Μέχρι τότε, όπως λέει κι αυτός σε κάτι παρέες ιταλίδων, "γουί χαβ μέλον".
Κι όμως, αυτό ακριβώς δίνει αξία στις αποδράσεις και τις χαμηλές πτήσεις του φετινού καλοκαιριού: ότι ανάμεσα στους θανατερούς χάρτες της Αιγύπτου και της Συρίας και τις ανά την Ελλάδα Αμυγδαλέζες, ανάμεσα στη μισάνθρωπη αδιαφορία για το μέλλον που κλείνει σχολεία και παιδικούς σταθμούς, και την αγνωμοσύνη για το παρελθόν που σφραγίζει νοσοκομεία, ανάμεσα στα καλοκαίρια που έφυγαν και σε εκείνα που αναμένονταν αλλά δεν ήρθαν, οι στιγμές αυτές διασώζουν δηλώσεις υπέρ της ζωής που λιγοστεύουν, όσο η εργασία και η ζωή απαξιώνονται.
Μπροστά σε δυσκολότερες μέρες, οι δηλώσεις αυτές -τουλάχιστον εκεί που αναζήτηση της χαράς δεν σημαίνει υστερική άρνηση της πραγματικότητας-, αξίζουν όσο κανένα τουριστικό πρακτορείο δεν μπορεί να εκτιμήσει. Παρά τη μέριμνα των κρατούντων να σώσουν θάλασσες και βουνά από τους επικίνδυνους κατασκηνωτές (όπως "σώζουν" έξι καλοκαίρια τώρα τα δάση από τον Στρατηγό Άνεμο...), παρά την επιδεξιότητα των "ανθρώπων του τουρισμού" στην αξιοποίηση του Αυγούστου ως μήνα που θρέφει τους έντεκα (ανεξαρτήτως διακυμάνσεων του ΦΠΑ στην εστίαση...), οι αποδράσεις του καλοκαιριού, έστω και για λίγο, έστω με δανεικά, βρίσκουν τον τρόπο να ξεφεύγουν απ' την καπατσοσύνη της εθνικής μας "βαριάς βιομηχανίας". Φτάνοντας στον προορισμό, το καταλαβαίνεις αυτό από την πρώτη κιόλας στιγμή που ξαναθυμάσαι να θαυμάζεις: από τη στιγμή που η αίσθηση του χρόνου της πόλης χάνεται, χωρίς να χάνεται -ακριβώς το αντίθετο- η σημασία του χρόνου: για το πρωινό ξύπνημα και τη μεσημεριανή ανάβαση, για τον ύπνο κάτω από το πεύκο, το μπάνιο την ώρα που δύει ο ήλιος και το μελτέμι που δυναμώνει το βράδυ.
Σε ένα ορισμένο ύψος, το μελτέμι στις Κυκλάδες είναι σειρήνα και μαζί η πιο σοβαρή απειλή για τη θερινή ειρήνη: ένα αναίμακτο πολεμικό ανακοινωθέν, που αν σε βρει έκθετο, σε σπρώχνει κακήν κακώς στο πιο κοντινό καταφύγιο μέχρι να λήξει ο συναγερμός ή να περάσει το λεωφορείο που διασχίζει τη Δονούσα. Οι αυτοσχέδιες τέντες των κατασκηνωτών -τέσσερα καλάμια κι ένα τεντωμένο πανί, δεμένο από πάνω και στο πλάι- είναι μια κάποια λύση για όσους αποφεύγουν υπερβολικές για τη high season ανέσεις. Σε διαφορετική περίπτωση, ο ύπνος είναι μια δοκιμασία που τελειώνει άδοξα κατά τις οχτώ το πρωί.
Δεν είναι αλήθεια ότι το καλοκαίρι αδειάζει κανείς από σκέψεις. Στην πραγματικότητα επινοεί στρατηγικές ή απλά κερδίζει χρόνο μεταθέτοντας τις αναμετρήσεις για ευνοϊκότερη στιγμή. Μέχρι να έρθει η στιγμή αυτή, πασχίζει με το βλέμμα και την αφή να μαζέψει εφόδια: αιχμαλωτίζοντας βράχους, φεγγάρια και ηλιοβασιλέματα για τον χειμώνα??? μετρώντας αποχρώσεις του πράσινου, του γαλάζιου και του πορτοκαλί??? κρατώντας αποστάσεις, τις αναγκαίες μόνο, από τα γυμνά σώματα. Δεν είναι αλήθεια, λοιπόν, παρά εν μέρει: οι αναμετρήσεις είναι αναπόφευκτες και τα βλέμματα που όρισαν τις συντεταγμένες (και) αυτού του καλοκαιριού -σωστότερα: το "επιτηρούν βλέμμα"- επιδρούν ανεξαρτήτως αποστάσεων. Αλλάζουμε το δέρμα μας. Όμως δεν αποποιούμαστε τίποτα και ποτέ.
Στην Ηρακλειά, ο ουρανός μοιάζει να ξημερώνει από τις δέκα. Εκείνη την ώρα, ο Φρίξος (-"Φριξ, Φιξ!", κατά τη συνήθη παραγγελία της Κλαούντια), συμπληρώνει δεκαπέντε ώρες δουλειάς και αποσύρεται μέχρι το επόμενο πρωί στις εφτά. Την ίδια ώρα, μια παρέα εικοσάρηδων -τα κορίτσια σε παρέες, τα αγόρια ανά ζευγάρια ή μόνοι τους- τραγουδάνε στην παραλία Λοκομόντο, "Χατζή" και Σαββόπουλο, τη "Συννεφούλα". Με τον τελευταίο δυσκολεύονται κάπως στους στίχους??? απαιτούν άλλο είδος μνημονικού. Κανένα πρόβλημα, όμως, για κάτι τέτοια υπάρχει το ίντερνετ στο κινητό.
Στις θερινές αποδράσεις δεν αδειάζεις από σκέψεις. Ο χρόνος όμως ξεφεύγει από το διαρκώς απαιτητικό παρόν και μετράει αλλιώς. Δεν είναι "νεκρός" χρόνος. Αντίθετα, δίνει νόημα σε μορφές ζωής που δεν είναι ούτε εργασία ούτε κατανάλωση. Καθώς η αίσθησή του αλλάζει τόσο που γίνεται εγκυρότερη, καθώς η αφή γίνεται πιο άμεση και η ματιά επανοικειοποιείται όσα κρύβει η ζωή στην πόλη, τα πράγματα επανέρχονται στις σωστές διαστάσεις, οι ιεραρχήσεις αποκαθίστανται, οι αντοχές των ανθρώπων -στη μοναξιά και την υποχρεωτική κοινωνικότητα, στα ανόητα φλερτ και τους μίζερους καβγάδες των γύρω- δοκιμάζονται και αναθεωρούνται κι αυτές.
Ο Φρίξος πιστεύει ότι όλα αυτά είναι "μοτίβα". Αρκεί να αλλάξεις το μοτίβο, λέει, και όλα τα βλέπεις απλούστερα. Δεν ασχολείται με την πολιτική: δεν βρίσκει κανένα νόημα σ' όλο αυτό. Δουλεύοντας από τα δεκαπέντε, πιστεύει μόνο στα χέρια του και στις αντοχές του, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι το φθινόπωρο θα ψάχνει δουλειά στο εξωτερικό. Ανεξαρτήτως των απόψεών του, όμως, όλα επιμένουν (όλα: από τη δική του φυγή, τις ειλημμένες αποφάσεις για πλειστηριασμούς και απολύσεις, μέχρι την ελληνική στήριξη στον πόλεμο, που όσο διαψεύδεται αλλά τόσο ενθαρρύνεται) ότι αυτή η "άσκοπη" πολιτική θα μοιάζει διαρκώς με πόλεμο. Οι πόλεμοι δεν είναι διανοητικά παιχνίδια. Απαιτούν απ' όλους να πάρουν θέση, δοκιμάζουν σχέδια, αντοχές και "μοτίβα", και φυσούν πάνω στα αποθέματα που προλάβαμε και σώσαμε από το καλοκαίρι. Δεν είχαμε χρόνο να μιλήσουμε για όλα αυτά στις διακοπές: ο Φροίξος δουλεύει δεκαπέντε ώρες τη μέρα και στα διαλείμματα αναλαμβάνει να σπάσει τον πάγο με τους τουρίστες. Δεν είπαμε πώς θα υπερασπιστούμε τη ζωή που απαξιώνεται και κινδυνεύει - τη ζωή: ούτε τη ζωούλα, ούτε την επιβίωση. Σε λίγες μέρες που θα τον δω από κοντά, όμως, θα μπορέσουμε να τα πούμε. Μέχρι τότε, όπως λέει κι αυτός σε κάτι παρέες ιταλίδων, "γουί χαβ μέλον".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου