απο τις Οικοτριβες...
Αυτή ήταν η κεντρική ιδέα του Ευρωπαϊκού προγράμματος CIRCE, τα αποτελέσματα του οποίου δημοσιεύτηκαν πρόσφατα [1]. Το ερωτηματικό δικό μας.
Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν την τάση των αλλαγών που υποδείκνυαν και οι προηγούμενες εκθέσεις του IPCC για τη Μεσόγειο και τα οποία θα συμπεριληφθούν στην επόμενη έκθεση [2] που θα ανακοινωθεί μέσα στο 2014. Επιγραμματικά και λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις αβεβαιότητες στις εκτιμήσεις των κλιματικών μοντέλων, ιδιαίτερα για τη λεκάνη της Μεσογείου, το σενάριο που προκύπτει είναι, κατά μέσο όρο, α)αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα κατά 2°C περίπου και της θάλασσας από 0,8 έως 1,8°C, β) αύξηση της στάθμης της θάλασσας από 6 έως 12 εκατοστά, γ) μείωση της ποσότητας βροχής κατά 5 με 10% και δ) αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης ακραίων φαινομένων. Και αυτά μέχρι το 2050.
Προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα, πραγματοποιήθηκε μία ολοκληρωμένη αποτίμηση σε τοπική κλίμακα των βιογεωφυσικών και κοινωνικών επιπτώσεων στις χώρες της Μεσογείου από την υφιστάμενη και τη μελλοντική κλιματική αλλαγή, με την επιλογή έντεκα περιοχών που αντιστοιχούν σε τρία διαφορετικά χαρακτηριστικά περιβάλλοντα της Μεσογείου (αστικό, αγροτικό και παράκτιο). Η Αθήνα βρίσκεται ανάμεσα στις περιοχές που μελετήθηκαν, αντιπροσωπεύοντας ένα χαρακτηριστικό αστικό περιβάλλον.
Στη συνέχεια, περιγράφονται τα αποτελέσματα για μερικούς από τους πιο ευάλωτους στην κλιματική αλλαγή τομείς, εστιάζοντας κυρίως στην ευρύτερη περιοχή του λεκανοπεδίου της Αθήνας.
Οι περιαστικές δασικές πυρκαγιές. Η καταστροφή των δασών οδηγεί σε πλημμύρες, διάβρωση και υποβάθμιση της γονιμότητας των εδαφών. Επιπρόσθετα, οι περιαστικές πυρκαγιές παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση της θερμοκρασίας και της κυκλοφορίας του αέρα στο παρακείμενο αστικό περιβάλλον, συμβάλλοντας στην αύξηση της θερμοκρασίας στην πόλη κατά τους θερινούς μήνες και στην ενίσχυση της αστικής θερμικής νησίδας [3]. Παράλληλα, η εκδήλωση των πυρκαγιών επηρεάζεται σημαντικά από την κλιματική αλλαγή, καθώς η υγρασία της καυσίμου ύλης καθορίζεται από την βροχή, τη θερμοκρασία, την υγρασία του ατμοσφαιρικού αέρα και τον άνεμο.
Η εκτίμηση του κινδύνου πυρκαγιάς, σχετιζόμενου με τις μετεωρολογικές συνθήκες, γίνεται με τη βοήθεια του δείκτη FWI (Fire Weather Index), ο οποίος έχει αποδειχτεί αποτελεσματικός για τα ελληνικά δάση. Για την περιοχή της Αττικής, τιμές του δείκτη μεγαλύτερες από 30 συνεπάγονται συνθήκες υψηλού κινδύνου για την έναρξη πυρκαγιάς [4]. Ο αριθμός των κρίσιμων ημερών για την περιοχή αυτή υπολογίστηκε από 40 έως 60. Από την εκτίμηση του μελλοντικού κινδύνου πυρκαγιάς βρέθηκε ότι ο μέσος αριθμός των κρίσιμων ημερών ανά έτος για το προσεχές μέλλον (2021-2050) μπορεί να είναι αυξημένος κατά 10-15 μέρες το χρόνο σε σχέση με το παρελθόν (1961-1990).
Αν θέλουμε να έχουμε μία εικόνα για το μέλλον των δασικών πυρκαγιών και όχι μόνο, όπως αυτό προβάλλεται από τα κλιματικά μοντέλα, μπορούμε να κοιτάξουμε πίσω στο καλοκαίρι του 2007, το οποίο ήταν εξαιρετικά θερμό για πολλές περιοχές της νοτιοανατολικής Ευρώπης με αποκλίσεις από τη μέση τιμή θερμοκρασίας, που έφτασαν έως τους 4°C. Για την Ελλάδα ήταν πιθανότατα το θερμότερο καλοκαίρι, με θερμοκρασίες ρεκόρ σε ένα μεγάλο αριθμό περιοχών, κατά τη διάρκεια του οποίου οι δασικές πυρκαγιές κατέστρεψαν περίπου το 2% της συνολικής επιφάνειας της χώρας. Από τη σύγκριση των θερμοκρασιών του 2007 και των εκτιμήσεων των μοντέλων για το μέλλον, προκύπτει ότι οι τιμές που καταγράφησαν το 2007 για την Αθήνα βρίσκονται πολύ κοντά σε αυτές που προβλέπονται για τη μελλοντική περίοδο 2071-2100. Έτσι, ένα γεγονός που σήμερα θεωρείται εξαίρεση, μπορεί να είναι τυπικό για τέλος του αιώνα [5].
Η δημόσια υγεία. Έχει υπολογιστεί ότι η αύξηση της θερμοκρασίας οδηγεί σε περισσότερους θανάτους, έως και 8% αύξηση για κάθε επιπλέον βαθμό. Ακόμα δραματικότερα είναι τα αποτελέσματα των κυμάτων καύσωνα, με αύξηση της θνησιμότητας κατά 14% και των καρδιοαγγειακών και αναπνευστικών ασθενειών κατά 22 και 32%, αντίστοιχα. Μία ακόμα επίπτωση της αύξησης της θερμοκρασίας είναι ότι η θέρμανση ξηράς και θάλασσας συνεπάγεται την ανακατανομή των μολυσματικών ασθενειών. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι 33 μολυσματικές ασθένειες, οφειλόμενες σε παράσιτα, που επηρεάζονται από το κλίμα, όπως ο ιός του Δυτικού Νείλου, σταδιακά εκτείνονται προς τα βόρεια.
Τα αστικά περιβάλλοντα αναμένεται να γίνουν πιο ευάλωτα, καθώς οι περισσότερες μέρες καύσωνα ή ακραίες τιμές ρύπων επηρεάζουν ήδη τη δημόσια υγεία στις μεγάλες πόλεις. Συγκεκριμένα για την Αθήνα, με βάση στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας και τη χρήση ενός εμπειρικού στατιστικού μοντέλου, υπολογίστηκε ότι οι σχετιζόμενοι με τις υψηλές θερμοκρασίες θάνατοι προκαλούνται σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 34°C και μάλιστα αυξάνονται εκθετικά με την αύξηση της θερμοκρασίας. Κατά συνέπεια, μία μελλοντική αύξηση της θερμοκρασίας θα οδηγήσει και σε αντίστοιχη αύξηση των θανάτων που σχετίζονται με το θερμοκρασιακό στρες, ενώ οι θάνατοι θα αφορούν, ως επί το πλείστον, ηλικιωμένους, ανθρώπους με προβλήματα υγείας και τις χαμηλές εισοδηματικές ομάδες.
Η ποιότητα του αέρα. Γνωρίζουμε ότι οι μετεωρολογικές συνθήκες επιδρούν τόσο στην δριμύτητα όσο και στη διάρκεια των επεισοδίων ρύπανσης. Ταχύτερες χημικές αντιδράσεις, αυξημένες βιογενείς εκπομπές και συνθήκες ατμοσφαιρικής ευστάθειας (που ευνοούν τη συσσώρευση ρύπων) μπορούν να οδηγήσουν στην αύξηση των επεισοδίων ρύπανσης όζοντος (μέση συγκέντρωση 8ώρου μεγαλύτερη από 60ppb). Τα επεισόδια αυτά σχετίζονται στενά με την ανθρώπινη υγεία, τη βλάστηση και τα οικοσυστήματα, ενώ υπάρχουν μελέτες που αποδεικνύουν τη σχέση μεταξύ επεισοδίων όζοντος και αυξημένων περιστατικών νοσηλείας. Στην Αθήνα συμβαίνουν κατά μέσο όρο 85 επεισόδια όζοντος κάθε χρόνο, ενώ οι μελλοντικές προβολές (2021-2050) δείχνουν μία επιπρόσθετη αύξηση περίπου κατά μέρες, ενώ για το τέλος του αιώνα προβλέπεται ότι η αύξηση των ημερών με επεισόδια όζοντος θα προσεγγίζει τον ένα μήνα το χρόνο.
Ο τουρισμός. Για την ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στον τομέα του τουρισμού, χρησιμοποιείται ο δείκτης TCI (Tourism Climatic Index), που βασίζεται κυρίως στην έννοια της «ανθρώπινης άνεσης» και λαμβάνει υπόψη τις μετεωρολογικές συνθήκες, ενώ οι τιμές του κυμαίνονται από 0 για τις χειρότερες συνθήκες έως 100 για τις βέλτιστες. Σήμερα, τις υψηλότερες τιμές του δείκτη (80 με 90) τις συναντάμε σχεδόν σε όλη τη βόρεια Μεσόγειο και σε κάποια παράλια της Βόρειας Αφρικής. Μέχρι το 2050, για τις θερινές περιόδους, θα έχουν υποχωρήσει οι τιμές του δείκτη κατά 5% περίπου για όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, ενώ βελτίωση 5-10% των τουριστικών συνθηκών αρχίζει να διαφαίνεται για τις βορειότερες περιοχές της Ευρώπης. Αντίθετα, κατά τις χειμερινές περιόδους αναμένεται βελτίωση (5-10%) των τιμών για όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και κυρίως για τη Βόρεια Αφρική, γεγονός που θα την καταστήσει ελκυστικότερη για τους πληθυσμούς των βορειότερων περιοχών.
Στην Ελλάδα, οι κλιματικές μεταβολές θα μπορούσαν να αποτελούν όφελος για τον τουρισμό, λόγω της προβλεπόμενης βελτίωσης των κλιματικών συνθηκών κατά τη φθινοπωρινή και τη χειμερινή περίοδο. Καθώς, όμως, η τουριστική κίνηση κορυφώνεται τους καλοκαιρινούς μήνες, οι παρατεταμένες περίοδοι καύσωνα που προβλέπονται στο μέλλον θα καταστήσουν την Ελλάδα λιγότερο ελκυστικό προορισμό. Κατά συνέπεια, η επίπτωση στον τουρισμό θα είναι αρνητική ιδιαίτερα για την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα.
Το νερό. Η ξηρασία και η ερημοποίηση είναι λέξεις με τις οποίες θα ερχόμαστε διαρκώς αντιμέτωποι στο μέλλον. Λιγότερη βροχή και περισσότερη εξάτμιση θα οδηγήσουν στην εξάντληση των επιφανειακών (-36% από τα ποτάμια προς τη θάλασσα) και των υπόγειων υδάτων και στην υφαλμύρωση των παράκτιων υδροφορέων. Ήδη σήμερα 30 εκατομμύρια άνθρωποι στα νότια και ανατολικά τμήματα της Μεσογείου δεν έχουν πρόσβαση σε ασφαλές νερό.
Για παράδειγμα, η Βηρυτός αντιμετωπίζει ήδη τον κίνδυνο υφαλμύρωσης των υδροφορέων γλυκού νερού, καθώς οι μετρήσεις δείχνουν μία διαρκή αύξηση της αλατότητας από 340 το 1970 σε 5000mg/L σε κάποιες περιοχές το 2004. Παράλληλα, η ρύπανση του πόσιμου νερού από τις βιομηχανίες και η υφαλμύρωση είναι από τα σημαντικότερα ζητήματα και για την Αλεξάνδρεια και τις περιοχές γύρω από το Δέλτα του Νείλου. Στην Ελλάδα, η υπερεκμετάλλευση των παράκτιων υδροφόρων στρωμάτων έχει προκαλέσει οξύτατο πρόβλημα υφαλμύρωσης σχεδόν σε όλες τις παράκτιες περιοχές. Ακόμα και οι λίμνες στην Ευρώπη θα υποστούν θέρμανση και σταδιακό ευτροφισμό, π.χ. σήμερα στη λίμνη του Κόμο παρουσιάζεται μία αύξηση θερμοκρασίας κατά 1.2 °C στα πρώτα 20 μέτρα βάθος.
Το νερό θα γίνει μία αυξανόμενα πολύτιμη πηγή για οικιακή (ύδρευση), βιομηχανική χρήση και άρδευση. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη μοντέλων πρόγνωσης ισοζυγίου νερού είναι σημαντική για την εφαρμογή νέων πολιτικών προσαρμογής στην έλλειψή του. Τέτοιες είναι η ανακύκλωση και οι καινοτόμες προσεγγίσεις παγκόσμιας διαχείρισης του νερού [6], έστω κι αν οι έως τώρα πρακτικές είναι συχνά βαθιά ριζωμένες στις τοπικές παραδόσεις και κουλτούρες, καθιστώντας τις έτσι δύσκολα τροποποιήσιμες. Η έλλειψη νερού, η οποία έχει ξεκινήσει να αντιμετωπίζεται στην Ευρώπη, αλλά αποτελεί ακόμα άλυτο ζήτημα για τη Βόρεια Αφρική, είναι ένα σαφέστατο παράδειγμα του πώς η κλιματική αλλαγή μπορεί να εντείνει τις περιοχικές ανισότητες.
Η γεωργία και τα δάση. Το παζλ των οικοσυστημάτων στη Μεσόγειο επηρεάζεται από την κλιματική αλλαγή, αλλά και από μεταβολές παραμέτρων όπως το δημογραφικό και οι χρήσεις γης. Η μειωμένη διαθεσιμότητα νερού και η αυξημένη συχνότητα και ένταση των κυμάτων καύσωνα καθιστούν τα οικοσυστήματα πιο ευάλωτα, ενώ τα εδάφη μετατρέπονται από καταβόθρες σε πηγές εκπεμπόμενου άνθρακα.
Η κλιματική αλλαγή είναι πολύ γρήγορη για να επιτρέψει στα οικοσυστήματα να προσαρμοστούν. Μέχρι το τέλος του προηγούμενου αιώνα υπήρχε αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής, αλλά τα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα παρατηρείται μείωση κυρίως λόγω της αυξημένης ξηρασίας. Ιδιαίτερα φαίνεται να επηρεάζονται οι παραδοσιακές καλλιέργειες της Μεσογείου (σιτάρι, ελιές, αμπέλια), εξ αιτίας των υψηλότερων θερμοκρασιών και της λειψυδρίας. Η γεωγραφική κατανομή του σιταριού προβλέπεται ότι θα μειωθεί, κυρίως στην νοτιοανατολική Μεσόγειο και μέχρι το τέλος του αιώνα, ενώ οι ελιές θα καλλιεργούνται περισσότερο σε βόρεια γεωγραφικά πλάτη.
Τις τελευταίες δεκαετίες η δασώδης έκταση της Ευρώπης είχε αυξηθεί κυρίως εξ αιτίας της εγκατάλειψης της γεωργίας. Η θέρμανση και η μείωση της βροχής, όμως, οδηγούν σε μείωση της ανάπτυξης των δέντρων και ταυτόχρονα σε αυξημένη θνησιμότητά τους εξαιτίας πυρκαγιών και ασθενειών.
Τα θαλάσσια και παράκτια οικοσυστήματα. Οι μεσογειακές παράκτιες ζώνες περιλαμβάνουν τις μεγαλύτερες πληθυσμιακές πυκνότητες της περιοχής και υποστηρίζουν ένα τεράστιο αριθμό υποδομών. Είναι, επίσης, ζωτικής σημασίας για την μεγάλη βιολογική τους παραγωγικότητα και τη σύνδεση που παρέχουν μεταξύ χερσαίων και υδρόβιων οικοσυστημάτων.
Μία αποτίμηση των μελλοντικών προβολών για τον Κόλπο του Γκαμπές στην Αλγερία δείχνει ότι οι ατμοσφαιρικές και θαλάσσιες μεταβολές αναμένεται να οδηγήσουν σε ένα εύρος βιογεωφυσικών και κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων. Για παράδειγμα, για το θαλάσσιο οικοσύστημα, η αύξηση του αριθμού των μη ενδημικών ειδών προσδιορίστηκε στο 43% για κάθε 1°C αύξησης της θερμοκρασίας, γεγονός που θα οδηγήσει σε περίπου 106 νέα είδη το 2050 σε σχέση με το 2007. Μία τέτοια αύξηση μπορεί να έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις στη θαλάσσια βιοποικιλότητα της περιοχής και στην οικονομικά σημαντική για την περιοχή αλιεία.
Ο τρόπος με τον οποίο οι κοινωνίες σήμερα διαχειρίζονται τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής, παρέχει και τη βάση στους επιστήμονες για την αποτίμηση των μελλοντικών κλιματικών κινδύνων. Μέρος αυτής της διαδικασίας, βέβαια, αποτελεί και η αναγνώριση των πηγών και των επιπέδων αβεβαιότητας που εμπλέκονται στη λήψη αποφάσεων σε τοπική και περιοχική κλίμακα.
Η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεων της, θέτει στην ημερησία διάταξη την επιτακτική ανάγκη κοινωνικού, οικολογικού και δημοκρατικού μετασχηματισμού με επίκεντρο την αλληλεγγύη, την περιβαλλοντική προστασία, την εργασία και την ταχεία άμβλυνση των ανισοτήτων στη λεκάνη της Μεσογείου. Αυτές είναι και οι απαραίτητες προϋποθέσεις, τόσο για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών των πληθυσμών της, όσο και για την προστασία των οικοσυστημάτων της, που οργανικά συνδέονται με τις ζωτικές συνθήκες διαβίωσης της παρούσας, αλλά και των μελλοντικών γενεών.
Δρ. Μ. ΧΑΤΖΑΚΗ
επιστημονική συνεργάτης
Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών
[1]Regional Assessment of Climate Change in the Mediterranean, Vol 1, 2 and 3, Series Advances in Global Change Research, Vol 53. ISBN 978-94-007-5792-9 [2] Climate Change 2014: Impacts, Adaptation, and Vulnerability, Working Group II Contribution to the IPCC Fifth Assessment Report [3]Το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας αναφέρεται στην ύπαρξη υψηλότερων θερμοκρασιών στα αστικά κέντρα σε σχέση με τις γύρω περιαστικές περιοχές. [4]Karali, A.,Hatzaki, M., Giannakopoulos, C., Roussos, A., Xanthopoulos, G., and Tenentes, V.,2013.Sensitivity and evaluation of current fire risk and future projections due to climate change: the case study of Greece. Nat. Hazards Earth Syst. Sci. Discuss., 1, 4777-4800 [5]Founda, D. and Giannakopoulos, C., 2009. The exceptionally hot summer of 2007 in Athens, Greece – A typical summer in the future climate? Glob.Planet.Chang.,67, 227–236. [6] Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως το ζήτημα της διαχείρισης του νερού πρέπει να είναι οργανικά συνδεδεμένο με την απόλυτη θεώρηση του ως ζωτικού «κοινού αγαθού» σε αντιδιαστολή με τη νεοφιλελεύθερη θεώρησή του ως εμπόρευμα και τις αντίστοιχες προωθούμενες ιδιωτικοποιήσεις.
Αυτή ήταν η κεντρική ιδέα του Ευρωπαϊκού προγράμματος CIRCE, τα αποτελέσματα του οποίου δημοσιεύτηκαν πρόσφατα [1]. Το ερωτηματικό δικό μας.
Στο Ευρωπαϊκό πρόγραμμα CIRCE συμμετείχε η ερευνητική ομάδα του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών με επικεφαλής τον Δρ. Χρήστο Γιαννακόπουλο, αποτελούμενη από τους Δρ. Μ. Χατζάκη, Δρ Ε. Κωστοπούλου, Ά. Καράλη, Κ. Βαρώτσο, Δρ. Δ. Φουντά, Δρ. Β. ΨυλόγλουΛαμβάνοντας ως δεδομένη την κλιματική αλλαγή, τόσο σήμερα όσο και στο μέλλον, τα ερωτηματικά στρέφονται γύρω από το ποιες είναι οι επιπτώσεις της και πώς μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε με δεδομένο ότι πρωτίστως επιδιώκουμε την ανάσχεσή της. Για να μάθουμε, όμως, τι θα συμβεί την επόμενη μέρα, πρέπει να προσεγγίσουμε την κλιματική αλλαγή με έναν σύνθετο και πολύπλευρο τρόπο, δηλαδή εξετάζοντάς την σε συνάρτηση με την κοινωνική δυναμική (όπως οικονομικές και πολιτικές κρίσεις, πόλεμοι, εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση), τα οικονομικά ζητήματα, τις επιπτώσεις στην υγεία, στη γεωργία, στα δάση, στο νερό. Αυτό προσπάθησαν να κάνουν και οι ερευνητές που συμμετείχαν στο πρόγραμμα CIRCE, εστιάζοντας στη Μεσόγειο, μία περιοχή από τις πιο πολύπλοκες στον κόσμο, όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά κυρίως κοινωνικοπολιτικά. Τα κλιματικά μοντέλα νέας γενιάς που εφαρμόστηκαν, παρείχαν ρεαλιστικότερες και λεπτομερέστερες προσομοιώσεις αυτής της ιδιαίτερης περιοχής για την πρόβλεψη και ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και ταυτόχρονα για την εκτίμηση των σημαντικότερων συνεπειών στους πληθυσμούς της περιοχής.
Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν την τάση των αλλαγών που υποδείκνυαν και οι προηγούμενες εκθέσεις του IPCC για τη Μεσόγειο και τα οποία θα συμπεριληφθούν στην επόμενη έκθεση [2] που θα ανακοινωθεί μέσα στο 2014. Επιγραμματικά και λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις αβεβαιότητες στις εκτιμήσεις των κλιματικών μοντέλων, ιδιαίτερα για τη λεκάνη της Μεσογείου, το σενάριο που προκύπτει είναι, κατά μέσο όρο, α)αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα κατά 2°C περίπου και της θάλασσας από 0,8 έως 1,8°C, β) αύξηση της στάθμης της θάλασσας από 6 έως 12 εκατοστά, γ) μείωση της ποσότητας βροχής κατά 5 με 10% και δ) αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης ακραίων φαινομένων. Και αυτά μέχρι το 2050.
Προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα, πραγματοποιήθηκε μία ολοκληρωμένη αποτίμηση σε τοπική κλίμακα των βιογεωφυσικών και κοινωνικών επιπτώσεων στις χώρες της Μεσογείου από την υφιστάμενη και τη μελλοντική κλιματική αλλαγή, με την επιλογή έντεκα περιοχών που αντιστοιχούν σε τρία διαφορετικά χαρακτηριστικά περιβάλλοντα της Μεσογείου (αστικό, αγροτικό και παράκτιο). Η Αθήνα βρίσκεται ανάμεσα στις περιοχές που μελετήθηκαν, αντιπροσωπεύοντας ένα χαρακτηριστικό αστικό περιβάλλον.
Στη συνέχεια, περιγράφονται τα αποτελέσματα για μερικούς από τους πιο ευάλωτους στην κλιματική αλλαγή τομείς, εστιάζοντας κυρίως στην ευρύτερη περιοχή του λεκανοπεδίου της Αθήνας.
Οι περιαστικές δασικές πυρκαγιές. Η καταστροφή των δασών οδηγεί σε πλημμύρες, διάβρωση και υποβάθμιση της γονιμότητας των εδαφών. Επιπρόσθετα, οι περιαστικές πυρκαγιές παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση της θερμοκρασίας και της κυκλοφορίας του αέρα στο παρακείμενο αστικό περιβάλλον, συμβάλλοντας στην αύξηση της θερμοκρασίας στην πόλη κατά τους θερινούς μήνες και στην ενίσχυση της αστικής θερμικής νησίδας [3]. Παράλληλα, η εκδήλωση των πυρκαγιών επηρεάζεται σημαντικά από την κλιματική αλλαγή, καθώς η υγρασία της καυσίμου ύλης καθορίζεται από την βροχή, τη θερμοκρασία, την υγρασία του ατμοσφαιρικού αέρα και τον άνεμο.
Η εκτίμηση του κινδύνου πυρκαγιάς, σχετιζόμενου με τις μετεωρολογικές συνθήκες, γίνεται με τη βοήθεια του δείκτη FWI (Fire Weather Index), ο οποίος έχει αποδειχτεί αποτελεσματικός για τα ελληνικά δάση. Για την περιοχή της Αττικής, τιμές του δείκτη μεγαλύτερες από 30 συνεπάγονται συνθήκες υψηλού κινδύνου για την έναρξη πυρκαγιάς [4]. Ο αριθμός των κρίσιμων ημερών για την περιοχή αυτή υπολογίστηκε από 40 έως 60. Από την εκτίμηση του μελλοντικού κινδύνου πυρκαγιάς βρέθηκε ότι ο μέσος αριθμός των κρίσιμων ημερών ανά έτος για το προσεχές μέλλον (2021-2050) μπορεί να είναι αυξημένος κατά 10-15 μέρες το χρόνο σε σχέση με το παρελθόν (1961-1990).
Αν θέλουμε να έχουμε μία εικόνα για το μέλλον των δασικών πυρκαγιών και όχι μόνο, όπως αυτό προβάλλεται από τα κλιματικά μοντέλα, μπορούμε να κοιτάξουμε πίσω στο καλοκαίρι του 2007, το οποίο ήταν εξαιρετικά θερμό για πολλές περιοχές της νοτιοανατολικής Ευρώπης με αποκλίσεις από τη μέση τιμή θερμοκρασίας, που έφτασαν έως τους 4°C. Για την Ελλάδα ήταν πιθανότατα το θερμότερο καλοκαίρι, με θερμοκρασίες ρεκόρ σε ένα μεγάλο αριθμό περιοχών, κατά τη διάρκεια του οποίου οι δασικές πυρκαγιές κατέστρεψαν περίπου το 2% της συνολικής επιφάνειας της χώρας. Από τη σύγκριση των θερμοκρασιών του 2007 και των εκτιμήσεων των μοντέλων για το μέλλον, προκύπτει ότι οι τιμές που καταγράφησαν το 2007 για την Αθήνα βρίσκονται πολύ κοντά σε αυτές που προβλέπονται για τη μελλοντική περίοδο 2071-2100. Έτσι, ένα γεγονός που σήμερα θεωρείται εξαίρεση, μπορεί να είναι τυπικό για τέλος του αιώνα [5].
Η δημόσια υγεία. Έχει υπολογιστεί ότι η αύξηση της θερμοκρασίας οδηγεί σε περισσότερους θανάτους, έως και 8% αύξηση για κάθε επιπλέον βαθμό. Ακόμα δραματικότερα είναι τα αποτελέσματα των κυμάτων καύσωνα, με αύξηση της θνησιμότητας κατά 14% και των καρδιοαγγειακών και αναπνευστικών ασθενειών κατά 22 και 32%, αντίστοιχα. Μία ακόμα επίπτωση της αύξησης της θερμοκρασίας είναι ότι η θέρμανση ξηράς και θάλασσας συνεπάγεται την ανακατανομή των μολυσματικών ασθενειών. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι 33 μολυσματικές ασθένειες, οφειλόμενες σε παράσιτα, που επηρεάζονται από το κλίμα, όπως ο ιός του Δυτικού Νείλου, σταδιακά εκτείνονται προς τα βόρεια.
Τα αστικά περιβάλλοντα αναμένεται να γίνουν πιο ευάλωτα, καθώς οι περισσότερες μέρες καύσωνα ή ακραίες τιμές ρύπων επηρεάζουν ήδη τη δημόσια υγεία στις μεγάλες πόλεις. Συγκεκριμένα για την Αθήνα, με βάση στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας και τη χρήση ενός εμπειρικού στατιστικού μοντέλου, υπολογίστηκε ότι οι σχετιζόμενοι με τις υψηλές θερμοκρασίες θάνατοι προκαλούνται σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 34°C και μάλιστα αυξάνονται εκθετικά με την αύξηση της θερμοκρασίας. Κατά συνέπεια, μία μελλοντική αύξηση της θερμοκρασίας θα οδηγήσει και σε αντίστοιχη αύξηση των θανάτων που σχετίζονται με το θερμοκρασιακό στρες, ενώ οι θάνατοι θα αφορούν, ως επί το πλείστον, ηλικιωμένους, ανθρώπους με προβλήματα υγείας και τις χαμηλές εισοδηματικές ομάδες.
Η ποιότητα του αέρα. Γνωρίζουμε ότι οι μετεωρολογικές συνθήκες επιδρούν τόσο στην δριμύτητα όσο και στη διάρκεια των επεισοδίων ρύπανσης. Ταχύτερες χημικές αντιδράσεις, αυξημένες βιογενείς εκπομπές και συνθήκες ατμοσφαιρικής ευστάθειας (που ευνοούν τη συσσώρευση ρύπων) μπορούν να οδηγήσουν στην αύξηση των επεισοδίων ρύπανσης όζοντος (μέση συγκέντρωση 8ώρου μεγαλύτερη από 60ppb). Τα επεισόδια αυτά σχετίζονται στενά με την ανθρώπινη υγεία, τη βλάστηση και τα οικοσυστήματα, ενώ υπάρχουν μελέτες που αποδεικνύουν τη σχέση μεταξύ επεισοδίων όζοντος και αυξημένων περιστατικών νοσηλείας. Στην Αθήνα συμβαίνουν κατά μέσο όρο 85 επεισόδια όζοντος κάθε χρόνο, ενώ οι μελλοντικές προβολές (2021-2050) δείχνουν μία επιπρόσθετη αύξηση περίπου κατά μέρες, ενώ για το τέλος του αιώνα προβλέπεται ότι η αύξηση των ημερών με επεισόδια όζοντος θα προσεγγίζει τον ένα μήνα το χρόνο.
Ο τουρισμός. Για την ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στον τομέα του τουρισμού, χρησιμοποιείται ο δείκτης TCI (Tourism Climatic Index), που βασίζεται κυρίως στην έννοια της «ανθρώπινης άνεσης» και λαμβάνει υπόψη τις μετεωρολογικές συνθήκες, ενώ οι τιμές του κυμαίνονται από 0 για τις χειρότερες συνθήκες έως 100 για τις βέλτιστες. Σήμερα, τις υψηλότερες τιμές του δείκτη (80 με 90) τις συναντάμε σχεδόν σε όλη τη βόρεια Μεσόγειο και σε κάποια παράλια της Βόρειας Αφρικής. Μέχρι το 2050, για τις θερινές περιόδους, θα έχουν υποχωρήσει οι τιμές του δείκτη κατά 5% περίπου για όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, ενώ βελτίωση 5-10% των τουριστικών συνθηκών αρχίζει να διαφαίνεται για τις βορειότερες περιοχές της Ευρώπης. Αντίθετα, κατά τις χειμερινές περιόδους αναμένεται βελτίωση (5-10%) των τιμών για όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και κυρίως για τη Βόρεια Αφρική, γεγονός που θα την καταστήσει ελκυστικότερη για τους πληθυσμούς των βορειότερων περιοχών.
Στην Ελλάδα, οι κλιματικές μεταβολές θα μπορούσαν να αποτελούν όφελος για τον τουρισμό, λόγω της προβλεπόμενης βελτίωσης των κλιματικών συνθηκών κατά τη φθινοπωρινή και τη χειμερινή περίοδο. Καθώς, όμως, η τουριστική κίνηση κορυφώνεται τους καλοκαιρινούς μήνες, οι παρατεταμένες περίοδοι καύσωνα που προβλέπονται στο μέλλον θα καταστήσουν την Ελλάδα λιγότερο ελκυστικό προορισμό. Κατά συνέπεια, η επίπτωση στον τουρισμό θα είναι αρνητική ιδιαίτερα για την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα.
Το νερό. Η ξηρασία και η ερημοποίηση είναι λέξεις με τις οποίες θα ερχόμαστε διαρκώς αντιμέτωποι στο μέλλον. Λιγότερη βροχή και περισσότερη εξάτμιση θα οδηγήσουν στην εξάντληση των επιφανειακών (-36% από τα ποτάμια προς τη θάλασσα) και των υπόγειων υδάτων και στην υφαλμύρωση των παράκτιων υδροφορέων. Ήδη σήμερα 30 εκατομμύρια άνθρωποι στα νότια και ανατολικά τμήματα της Μεσογείου δεν έχουν πρόσβαση σε ασφαλές νερό.
Για παράδειγμα, η Βηρυτός αντιμετωπίζει ήδη τον κίνδυνο υφαλμύρωσης των υδροφορέων γλυκού νερού, καθώς οι μετρήσεις δείχνουν μία διαρκή αύξηση της αλατότητας από 340 το 1970 σε 5000mg/L σε κάποιες περιοχές το 2004. Παράλληλα, η ρύπανση του πόσιμου νερού από τις βιομηχανίες και η υφαλμύρωση είναι από τα σημαντικότερα ζητήματα και για την Αλεξάνδρεια και τις περιοχές γύρω από το Δέλτα του Νείλου. Στην Ελλάδα, η υπερεκμετάλλευση των παράκτιων υδροφόρων στρωμάτων έχει προκαλέσει οξύτατο πρόβλημα υφαλμύρωσης σχεδόν σε όλες τις παράκτιες περιοχές. Ακόμα και οι λίμνες στην Ευρώπη θα υποστούν θέρμανση και σταδιακό ευτροφισμό, π.χ. σήμερα στη λίμνη του Κόμο παρουσιάζεται μία αύξηση θερμοκρασίας κατά 1.2 °C στα πρώτα 20 μέτρα βάθος.
Το νερό θα γίνει μία αυξανόμενα πολύτιμη πηγή για οικιακή (ύδρευση), βιομηχανική χρήση και άρδευση. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη μοντέλων πρόγνωσης ισοζυγίου νερού είναι σημαντική για την εφαρμογή νέων πολιτικών προσαρμογής στην έλλειψή του. Τέτοιες είναι η ανακύκλωση και οι καινοτόμες προσεγγίσεις παγκόσμιας διαχείρισης του νερού [6], έστω κι αν οι έως τώρα πρακτικές είναι συχνά βαθιά ριζωμένες στις τοπικές παραδόσεις και κουλτούρες, καθιστώντας τις έτσι δύσκολα τροποποιήσιμες. Η έλλειψη νερού, η οποία έχει ξεκινήσει να αντιμετωπίζεται στην Ευρώπη, αλλά αποτελεί ακόμα άλυτο ζήτημα για τη Βόρεια Αφρική, είναι ένα σαφέστατο παράδειγμα του πώς η κλιματική αλλαγή μπορεί να εντείνει τις περιοχικές ανισότητες.
Η γεωργία και τα δάση. Το παζλ των οικοσυστημάτων στη Μεσόγειο επηρεάζεται από την κλιματική αλλαγή, αλλά και από μεταβολές παραμέτρων όπως το δημογραφικό και οι χρήσεις γης. Η μειωμένη διαθεσιμότητα νερού και η αυξημένη συχνότητα και ένταση των κυμάτων καύσωνα καθιστούν τα οικοσυστήματα πιο ευάλωτα, ενώ τα εδάφη μετατρέπονται από καταβόθρες σε πηγές εκπεμπόμενου άνθρακα.
Η κλιματική αλλαγή είναι πολύ γρήγορη για να επιτρέψει στα οικοσυστήματα να προσαρμοστούν. Μέχρι το τέλος του προηγούμενου αιώνα υπήρχε αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής, αλλά τα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα παρατηρείται μείωση κυρίως λόγω της αυξημένης ξηρασίας. Ιδιαίτερα φαίνεται να επηρεάζονται οι παραδοσιακές καλλιέργειες της Μεσογείου (σιτάρι, ελιές, αμπέλια), εξ αιτίας των υψηλότερων θερμοκρασιών και της λειψυδρίας. Η γεωγραφική κατανομή του σιταριού προβλέπεται ότι θα μειωθεί, κυρίως στην νοτιοανατολική Μεσόγειο και μέχρι το τέλος του αιώνα, ενώ οι ελιές θα καλλιεργούνται περισσότερο σε βόρεια γεωγραφικά πλάτη.
Τις τελευταίες δεκαετίες η δασώδης έκταση της Ευρώπης είχε αυξηθεί κυρίως εξ αιτίας της εγκατάλειψης της γεωργίας. Η θέρμανση και η μείωση της βροχής, όμως, οδηγούν σε μείωση της ανάπτυξης των δέντρων και ταυτόχρονα σε αυξημένη θνησιμότητά τους εξαιτίας πυρκαγιών και ασθενειών.
Τα θαλάσσια και παράκτια οικοσυστήματα. Οι μεσογειακές παράκτιες ζώνες περιλαμβάνουν τις μεγαλύτερες πληθυσμιακές πυκνότητες της περιοχής και υποστηρίζουν ένα τεράστιο αριθμό υποδομών. Είναι, επίσης, ζωτικής σημασίας για την μεγάλη βιολογική τους παραγωγικότητα και τη σύνδεση που παρέχουν μεταξύ χερσαίων και υδρόβιων οικοσυστημάτων.
Μία αποτίμηση των μελλοντικών προβολών για τον Κόλπο του Γκαμπές στην Αλγερία δείχνει ότι οι ατμοσφαιρικές και θαλάσσιες μεταβολές αναμένεται να οδηγήσουν σε ένα εύρος βιογεωφυσικών και κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων. Για παράδειγμα, για το θαλάσσιο οικοσύστημα, η αύξηση του αριθμού των μη ενδημικών ειδών προσδιορίστηκε στο 43% για κάθε 1°C αύξησης της θερμοκρασίας, γεγονός που θα οδηγήσει σε περίπου 106 νέα είδη το 2050 σε σχέση με το 2007. Μία τέτοια αύξηση μπορεί να έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις στη θαλάσσια βιοποικιλότητα της περιοχής και στην οικονομικά σημαντική για την περιοχή αλιεία.
Ο τρόπος με τον οποίο οι κοινωνίες σήμερα διαχειρίζονται τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής, παρέχει και τη βάση στους επιστήμονες για την αποτίμηση των μελλοντικών κλιματικών κινδύνων. Μέρος αυτής της διαδικασίας, βέβαια, αποτελεί και η αναγνώριση των πηγών και των επιπέδων αβεβαιότητας που εμπλέκονται στη λήψη αποφάσεων σε τοπική και περιοχική κλίμακα.
Η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεων της, θέτει στην ημερησία διάταξη την επιτακτική ανάγκη κοινωνικού, οικολογικού και δημοκρατικού μετασχηματισμού με επίκεντρο την αλληλεγγύη, την περιβαλλοντική προστασία, την εργασία και την ταχεία άμβλυνση των ανισοτήτων στη λεκάνη της Μεσογείου. Αυτές είναι και οι απαραίτητες προϋποθέσεις, τόσο για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών των πληθυσμών της, όσο και για την προστασία των οικοσυστημάτων της, που οργανικά συνδέονται με τις ζωτικές συνθήκες διαβίωσης της παρούσας, αλλά και των μελλοντικών γενεών.
Δρ. Μ. ΧΑΤΖΑΚΗ
επιστημονική συνεργάτης
Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών
[1]Regional Assessment of Climate Change in the Mediterranean, Vol 1, 2 and 3, Series Advances in Global Change Research, Vol 53. ISBN 978-94-007-5792-9 [2] Climate Change 2014: Impacts, Adaptation, and Vulnerability, Working Group II Contribution to the IPCC Fifth Assessment Report [3]Το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας αναφέρεται στην ύπαρξη υψηλότερων θερμοκρασιών στα αστικά κέντρα σε σχέση με τις γύρω περιαστικές περιοχές. [4]Karali, A.,Hatzaki, M., Giannakopoulos, C., Roussos, A., Xanthopoulos, G., and Tenentes, V.,2013.Sensitivity and evaluation of current fire risk and future projections due to climate change: the case study of Greece. Nat. Hazards Earth Syst. Sci. Discuss., 1, 4777-4800 [5]Founda, D. and Giannakopoulos, C., 2009. The exceptionally hot summer of 2007 in Athens, Greece – A typical summer in the future climate? Glob.Planet.Chang.,67, 227–236. [6] Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως το ζήτημα της διαχείρισης του νερού πρέπει να είναι οργανικά συνδεδεμένο με την απόλυτη θεώρηση του ως ζωτικού «κοινού αγαθού» σε αντιδιαστολή με τη νεοφιλελεύθερη θεώρησή του ως εμπόρευμα και τις αντίστοιχες προωθούμενες ιδιωτικοποιήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου