Κιμπι...
Η ιστορία είναι, φυσικά, επινοημένη, δεν σας εκμυστηρεύομαι την περιπέτεια ενός δικού μου συγγραφικού απωθημένου, ούτε το άδοξο τέλος ενός άγνωστου αριστουργήματος. Η επινόηση, ωστόσο, συντίθεται από στοιχεία της πραγματικότητας κι η πραγματικότητα είναι ότι, σε αντίθεση με το ανόητο νεοφιλελεύθερο κλισέ πως τάχα «η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες», η κρίση κυρίως καταστρέφει ευκαιρίες.
(Επενδυτής, 30/11/2013)
Ένας νέος εκκολαπτόμενος συγγραφέας, με πηγαίο και δοκιμασμένο σε μικρά πονήματα ταλέντο, με εξαιρετικές σπουδές και βαθιά γνώση της λογοτεχνίας, έχει μόλις ολοκληρώσει ένα ογκώδες μυθιστόρημα, προϊόν πολύχρονης μελέτης και προσπάθειας.
Οι λίγοι στους οποίους εμπιστεύτηκε την ανάγνωσή του, ανάμεσά τους κι ένας έμπειρος πλην συνταξιούχος κριτικός, έμειναν άναυδοι απ’ αυτό που διάβασαν. «Είναι το έπος της εποχής μας», του είπε συγκινημένος ένας φίλος, ενώ ο κριτικός τού εκμυστηρεύτηκε την πεποίθησή του ότι η κυκλοφορία του βιβλίου θ’ αλλάξει την ιστορία της λογοτεχνίας. Ενθαρρυμένος από τα καλά λόγια των φίλων, ο συγγραφέας αποφασίζει να χτυπήσει τις πόρτες των εκδοτικών οίκων, ξέροντας ότι έχει μπροστά του έναν Γολγοθά.
Όσοι μεγάλοι ή μεσαίοι εκδοτικοί οίκοι επιβιώνουν παραλαμβάνουν αδιάφορα το ογκώδες πακέτο με τις περίπου 700 εκτυπωμένες σελίδες Α4, το στικάκι με το ψηφιακό έγγραφο και την εγκωμιαστική επιστολή του συνταξιούχου κριτικού. Το αρχειοθετούν ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα υποψήφια προς έκδοση βιβλία επίδοξων συγγραφέων.
Έχουν προ πολλού απολύσει τους δικούς τους έμπειρους κριτικούς, τους αξιολογητές, τους επιμελητές, τους διορθωτές και ξεπροβοδίζουν τον νέο συγγραφέα αφήνοντάς του ελάχιστες ελπίδες ότι το δημιούργημά του θα έχει την τύχη έστω της απλής ανάγνωσης από κάποιο εξασκημένο μάτι. «Είναι και πολλές σελίδες, βρε παιδί μου», είναι ένα από τα σχόλια που κόβει τα φτερά του συγγραφέα. Περνούν μήνες, χρόνος, δύο χρόνια περιπλάνησης του χειρογράφου και του USB με το μυθιστόρημα και εναγώνιων οχλήσεων και τηλεφωνημάτων στους εκδότες. Δεν υπάρχει ούτε καν μια απορριπτική απάντηση, διότι πολύ απλά δεν υπάρχει κανείς να το διαβάσει. Οι εκδότες και οι λίγοι επιτελείς τους δεν έχουν τον χρόνο και την πολυτέλεια να ασχοληθούν με κάτι που δεν έχει πιθανότητα εμπορικής επιτυχίας ή τουλάχιστον ότι θα βγάλει τα έξοδά του.
Ο συγγραφέας μας αποφασίζει να απευθυνθεί σε μικρότερους εκδοτικούς οίκους, επιλέγει μερικές δεκάδες απ’ αυτούς που έχουν στο ενεργητικό τους ενδιαφέρουσες δουλειές κι αρχίζει έναν νέο γύρο περιπλάνησης. Ανακαλύπτει ότι οι μισοί απ’ αυτούς έχουν κλείσει κι οι άλλοι μισοί φυτοζωούν, κατά κανόνα με μόνο απασχολούμενο τον ίδιο τον εκδότη και μερικούς συνεργάτες part time ή με το κομμάτι.
Όσοι μεγάλοι ή μεσαίοι εκδοτικοί οίκοι επιβιώνουν παραλαμβάνουν αδιάφορα το ογκώδες πακέτο με τις περίπου 700 εκτυπωμένες σελίδες Α4, το στικάκι με το ψηφιακό έγγραφο και την εγκωμιαστική επιστολή του συνταξιούχου κριτικού. Το αρχειοθετούν ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα υποψήφια προς έκδοση βιβλία επίδοξων συγγραφέων.
Έχουν προ πολλού απολύσει τους δικούς τους έμπειρους κριτικούς, τους αξιολογητές, τους επιμελητές, τους διορθωτές και ξεπροβοδίζουν τον νέο συγγραφέα αφήνοντάς του ελάχιστες ελπίδες ότι το δημιούργημά του θα έχει την τύχη έστω της απλής ανάγνωσης από κάποιο εξασκημένο μάτι. «Είναι και πολλές σελίδες, βρε παιδί μου», είναι ένα από τα σχόλια που κόβει τα φτερά του συγγραφέα. Περνούν μήνες, χρόνος, δύο χρόνια περιπλάνησης του χειρογράφου και του USB με το μυθιστόρημα και εναγώνιων οχλήσεων και τηλεφωνημάτων στους εκδότες. Δεν υπάρχει ούτε καν μια απορριπτική απάντηση, διότι πολύ απλά δεν υπάρχει κανείς να το διαβάσει. Οι εκδότες και οι λίγοι επιτελείς τους δεν έχουν τον χρόνο και την πολυτέλεια να ασχοληθούν με κάτι που δεν έχει πιθανότητα εμπορικής επιτυχίας ή τουλάχιστον ότι θα βγάλει τα έξοδά του.
Ο συγγραφέας μας αποφασίζει να απευθυνθεί σε μικρότερους εκδοτικούς οίκους, επιλέγει μερικές δεκάδες απ’ αυτούς που έχουν στο ενεργητικό τους ενδιαφέρουσες δουλειές κι αρχίζει έναν νέο γύρο περιπλάνησης. Ανακαλύπτει ότι οι μισοί απ’ αυτούς έχουν κλείσει κι οι άλλοι μισοί φυτοζωούν, κατά κανόνα με μόνο απασχολούμενο τον ίδιο τον εκδότη και μερικούς συνεργάτες part time ή με το κομμάτι.
Σχεδόν όλοι τους τρομάζουν με τον όγκο του βιβλίου. «Είναι πολλά τα εκτυπωτικά, δεν συμφέρει, κι ύστερα, τι τιμή να βάλεις, κανείς δεν δίνει 30 ευρώ για βιβλίο στις μέρες μας». Ένας από τους εκδότες του προτείνει τη λύση της αυτοέκδοσης, «θα βάλεις τα τυπογραφικά, και τα υπόλοιπα άσ’ τα σε μένα». Ο συγγραφέας μας, που ξέρει ότι ο χρόνος δουλεύει εις βάρος του, το σκέφτεται κι αποφασίζει να θυσιάσει τις οικονομίες του για να τυπωθούν 1.000 αντίτυπα.
Παραλαμβάνει με συγκίνηση το τυπωμένο βιβλίο, συγχύζεται όταν διαπιστώνει την προχειρότητα τα έκδοσης, με λάθη από την πρώτη σελίδα, δεν συνεχίζει, μοιράζει σε φίλους μερικές δεκάδες αντίτυπα και περιμένει τα «υπόλοιπα» που έχει αναλάβει ο εκδότης. Ο εκδότης, όμως, δεν έχει κανένα μηχανισμό προώθησης του βιβλίου, το δελτίο Τύπου που στέλνει στις εφημερίδες πιθανότατα το ανέθεσε σε κάποιον που δεν διάβασε καν το βιβλίο, οι εφημερίδες έχουν κόψει τα σχετικά ένθετα, κι όσες τα διατηρούν περιορίζονται στη δημοσίευση των δελτίων τύπου.
Τα ειδικά περιοδικά για το βιβλίο, επίσης, έχουν προ πολλού κλείσει, ενώ μια σκέψη για παρουσίαση του βιβλίου αποκλείστηκε γιατί ο εκδότης απαιτούσε επιπλέον χρήματα από τον συγγραφέα για τη διοργάνωσή της. Το αποτέλεσμα είναι ότι, έναν χρόνο μετά την έκδοσή του, για το βιβλίο δεν υπήρξαν παρά μερικές αναπαραγωγές του δελτίου Τύπου, πουλήθηκαν λιγότερα από 200 αντίτυπα και τα υπόλοιπα παραμένουν ξεχασμένα στα ράφια περιφερειακών βιβλιοπωλείων, καθώς στα κεντρικά ήταν αδύνατη η τοποθέτησή του γιατί οι υπεύθυνοι ζητούσαν χρήματα που ο εκδότης δεν ήταν διατεθειμένος να δώσει.
Αγορασμένο από 200 ανθρώπους, διαβασμένο από λιγότερους, το βιβλίο δεν συνάντησε ποτέ το πεπρωμένο του να γίνει «το μυθιστόρημα που θα άλλαζε την ιστορία της λογοτεχνίας». «Δεν το κάνεις λίγο πιο περιληπτικό;», ήταν το μόνο που βρήκε να πει στον αποθαρρυμένο πια συγγραφέα μας ο εκδότης.
Η ιστορία είναι, φυσικά, επινοημένη, δεν σας εκμυστηρεύομαι την περιπέτεια ενός δικού μου συγγραφικού απωθημένου, ούτε το άδοξο τέλος ενός άγνωστου αριστουργήματος. Η επινόηση, ωστόσο, συντίθεται από στοιχεία της πραγματικότητας κι η πραγματικότητα είναι ότι, σε αντίθεση με το ανόητο νεοφιλελεύθερο κλισέ πως τάχα «η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες», η κρίση κυρίως καταστρέφει ευκαιρίες.
Χιλιάδες ταλαντούχοι άνθρωποι, χιλιάδες ευφυείς και δημιουργικές ιδέες δεν πρόκειται να βρουν ποτέ παραγωγική διέξοδο, διότι πολύ απλά η κρίση, και ιδιαίτερα η ειδική εκδήλωση της κρίσης στην Ελλάδα, που καθίσταται το παγκόσμιο παράδειγμα επταετούς αδιάλειπτης ύφεσης, οδηγεί τους κατόχους κεφαλαίου είτε στην καταστροφή είτε στον ανταγωνισμό μείωσης του κόστους και στην αποεπένδυση.
Ανάμεσα στους 1,5 εκατ. ανέργους, στην πλειοψηφία τους νέους και με προσόντα και δεξιότητες που ποτέ μέχρι σήμερα δεν διέθετε σε τόση έκταση ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός της χώρας, προφανώς υπάρχουν αρκετοί που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη δημιουργία ενός επαναστατικού φαρμάκου για την καταπολέμηση του καρκίνου, να βρουν ένα νέο φθηνό και φιλικό στο περιβάλλον δομικό υλικό, να αναπτύξουν μια ευφυή εφαρμογή στα κινητά ή στα PC που θα είναι κοινωνικά χρήσιμη και δεν θα εξαντλείται στο ροκάνισμα του νεκρού χρόνου, να προτείνουν μια νέα μέθοδο ανακύκλωσης, να γίνουν οι εισηγητές μιας τεχνολογικής επανάστασης, να γράψουν συγκλονιστικά μυθιστορήματα και ποιήματα, να δημιουργήσουν πρωτοποριακά έργα τέχνης, να γράψουν πανέμορφη μουσική, να διατυπώσουν νέες απελευθερωτικές ιδέες για την κοινωνία, την οικονομία, τη φιλοσοφία, την Ιστορία, το μέλλον της ανθρωπότητας.
Το τι συμβαίνει, όμως, μας είναι γνωστό. Οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι, με ταλέντο ή χωρίς, είναι υποχρεωμένοι να προσγειώσουν τις φιλοδοξίες και τη δημιουργικότητά τους στην άμεση ανάγκη: στην επιβίωση. Οι δημόσιοι πόροι, που τόσο άπληστα αντλούνται από τα συρρικνούμενα εισοδήματα, πάνε υπέρ πίστεως (τραπεζικής) και άλλων πατρίδων, ήτοι υπέρ δανειστών.
Το τι συμβαίνει, όμως, μας είναι γνωστό. Οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι, με ταλέντο ή χωρίς, είναι υποχρεωμένοι να προσγειώσουν τις φιλοδοξίες και τη δημιουργικότητά τους στην άμεση ανάγκη: στην επιβίωση. Οι δημόσιοι πόροι, που τόσο άπληστα αντλούνται από τα συρρικνούμενα εισοδήματα, πάνε υπέρ πίστεως (τραπεζικής) και άλλων πατρίδων, ήτοι υπέρ δανειστών.
Την ώρα που το κράτος θα έπρεπε να αναπληρώσει την απρόθυμη ή ανίκανη ιδιωτική οικονομία σε επένδυση στην έρευνα, στην καινοτομία, στη δημιουργικότητα του ανθρώπινου δυναμικού, αυτό υποχρεώνεται σε δραστική συρρίκνωση, εξαναγκαστική αποεπένδυση, «εξυγιαντική» αυτοκατάργηση.
Οι κάτοχοι του χρήματος από την άλλη πλευρά, όσοι εγχώριοι ή ξένοι έχουν πλεόνασμα ρευστότητας να επενδύσουν στις «ευκαιρίες», έχουν άλλα κριτήρια και προτεραιότητες για να ορίσουν τι είναι «ευκαιρία» και τι όχι. Και βασικά ένα κριτήριο: τι θα κάνει άμεσα αποδοτική και κερδοφόρα την επένδυσή τους. Κι αυτό πολλές φορές σημαίνει ότι θα χρειαστεί όχι να αξιοποιήσουν, αλλά να εκτρέψουν και να καταστρέψουν την «ευκαιρία», τη λαμπερή ιδέα, την ευφυή λύση και τελικά το κρυμμένο ταλέντο ενός νέου ανθρώπου.
Τι πιο χαρακτηριστικό από το γεγονός ότι οι νέοι που συνωθούνται για τις λιγοστές θέσεις εργασίας που προσφέρονται, υποβάλλονται σε έναν ανταγωνισμό προσόντων -γλώσσες, μεταπτυχιακά, διδακτορικά, έρευνες, συνέδρια- τα οποία ζητούνται μόνο και μόνο για να απαξιωθούν σε απασχόληση που αντιστοιχεί σ’ ένα γκισέ, ένα call center ή μια θέση πωλητή.
Αυτή είναι η συνταγή μιας ιστορικής παρακμής. Πολλά άγνωστα αριστουργήματα δεν θα βγουν ποτέ στο φως, πολλοί ταλαντούχοι άνθρωποι θα σπαταλήσουν τα χαρίσματα και τις δεξιότητές τους στη μετανάστευση και στην εργασιακή περιπλάνηση σε υποβαθμισμένες, βραχύβιες και κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας. Εδώ συντελείται, συν τοις άλλοις, μια πνευματική γενοκτονία.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Γεννήθηκα στις 13-3-1988 στην Αθήνα. Αποφοίτησα από το ΤΕΙ γραφιστικής το 2011. Γνωρίζω άριστα photoshop/illustrator/indesign/premiere/after effects/flash/dreamweaver/corel draw/3d max/maya/html/web design/java/c+/. Επίσης μπορώ να κρατάω τα λογιστικά βιβλία και να σκουπίζω/σφουγγαρίζω το γραφείο ώστε να μη χρειάζεστε επιπλέον προσωπικό γι’ αυτές τις εργασίες. Ακόμη γνωρίζω παραγωγή πολλών ειδών καφέ, όπως capuccino/esspresso/φραπέ/νες (χτυπημένο στο χέρι, να κάνει τον κατάλληλο αφρό). Έχω εκπληρωμένες στρατιωτικές υποχρεώσεις. Μπορώ να εργάζομαι αδιάκοπα για πάνω από 12 ώρες συνεχόμενες αδιαμαρτύρητα. Επίσης, δεν έχω προσωπική ζωή, δεν έχω φίλους, δεν έχω κοπέλα, δεν σκοπεύω να κάνω οικογένεια ποτέ (οπότε δεν έχω αυξημένες οικονομικές απαιτήσεις), δεν έχω όνειρα πέρα από το καλό της εταιρείας.
Δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν τρώω, δεν χρειάζομαι ποτέ διάλειμμα. Δεν γνωρίζω τι σημαίνει υπερωρία. Μπορώ να μην κοιμάμαι για πάνω από τρεις μέρες για να ικανοποιήσω και τα πιο παράλογα χρονοδιαγράμματα που έχει συμφωνήσει ο εργοδότης μου με τον πελάτη του (…). Τέλος, θα ήθελα να σας γνωστοποιήσω πως δεν ζητάω πάνω από 300 ευρώ το μήνα, μπορώ δε να πληρώνομαι και με καθυστέρηση 5-6 μηνών, καθώς δεν τρέχουν τα νοίκια (μένω με τους γονείς μου)… Δέχομαι ακόμα και να εργαστώ δωρεάν, καθώς θα έχω την τιμή να δω δουλειά μου δημοσιευμένη.
Οσονούπω μετανάστης, «Το τέλειο βιογραφικό» (από το «Το ημερολόγιο ενός ανέργου», www.imerologioanergou.gr)
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Γεννήθηκα στις 13-3-1988 στην Αθήνα. Αποφοίτησα από το ΤΕΙ γραφιστικής το 2011. Γνωρίζω άριστα photoshop/illustrator/indesign/premiere/after effects/flash/dreamweaver/corel draw/3d max/maya/html/web design/java/c+/. Επίσης μπορώ να κρατάω τα λογιστικά βιβλία και να σκουπίζω/σφουγγαρίζω το γραφείο ώστε να μη χρειάζεστε επιπλέον προσωπικό γι’ αυτές τις εργασίες. Ακόμη γνωρίζω παραγωγή πολλών ειδών καφέ, όπως capuccino/esspresso/φραπέ/νες (χτυπημένο στο χέρι, να κάνει τον κατάλληλο αφρό). Έχω εκπληρωμένες στρατιωτικές υποχρεώσεις. Μπορώ να εργάζομαι αδιάκοπα για πάνω από 12 ώρες συνεχόμενες αδιαμαρτύρητα. Επίσης, δεν έχω προσωπική ζωή, δεν έχω φίλους, δεν έχω κοπέλα, δεν σκοπεύω να κάνω οικογένεια ποτέ (οπότε δεν έχω αυξημένες οικονομικές απαιτήσεις), δεν έχω όνειρα πέρα από το καλό της εταιρείας.
Δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν τρώω, δεν χρειάζομαι ποτέ διάλειμμα. Δεν γνωρίζω τι σημαίνει υπερωρία. Μπορώ να μην κοιμάμαι για πάνω από τρεις μέρες για να ικανοποιήσω και τα πιο παράλογα χρονοδιαγράμματα που έχει συμφωνήσει ο εργοδότης μου με τον πελάτη του (…). Τέλος, θα ήθελα να σας γνωστοποιήσω πως δεν ζητάω πάνω από 300 ευρώ το μήνα, μπορώ δε να πληρώνομαι και με καθυστέρηση 5-6 μηνών, καθώς δεν τρέχουν τα νοίκια (μένω με τους γονείς μου)… Δέχομαι ακόμα και να εργαστώ δωρεάν, καθώς θα έχω την τιμή να δω δουλειά μου δημοσιευμένη.
Οσονούπω μετανάστης, «Το τέλειο βιογραφικό» (από το «Το ημερολόγιο ενός ανέργου», www.imerologioanergou.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου