Του Νικόλα Μιτζάλη*, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
Η ένταση της κρατικής βίας ως προς διαμαρτυρόμενες συλλογικότητες και ατομικότητες δεν προκαλεί μονάχα ανησυχητικούς συνειρμούς και πονηρούς συσχετισμούς με τις επικείμενες εκλογές και το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ,
αλλά εγείρει και έντονο προβληματισμό ως προς τη χρήση της, η οποία τη μετατρέπει σε μοναδικό και μόνο μέσο για τον «θρίαμβο των δικών της ιδεών» (βλ. Νορμπέρτο Μπόμπιο).
Η κυβέρνηση, έχοντας απολέσει την εξουσία «ex-contractu», δηλαδή την εξουσία που η κοινωνία παραχωρεί συναινετικά στα πλαίσια του κοινωνικού συμβολαίου που επικυρώνεται από τη δημοκρατική διαδικασία, προσπαθεί να επιβάλει την εξουσία τού «αιωνίου χθες», δηλαδή την έξη για υπακοή ως δεύτερη φύση στον πολίτη, σύμφωνα και με τον Μαξ Βέμπερ.
Η απώλεια οφείλεται στην αδυναμία ή αδιαφορία «ακοής» των φωνών της κοινωνίας που στενάζει, ενώ η τυφλή υπακοή που επιζητείται από τους πολίτες φαίνεται να επικυρώνει τη θεώρηση του Λουί Αλτουσέρ για το κράτος ως μια «μηχανή» καταπίεσης(1) που επιτρέπει στις κυρίαρχες τάξεις να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους επί των λοιπών, εργατικών και μη.
Η εξουσία του κράτους δεν μπορεί να διατηρηθεί διαφορετικά. Το ιδεολογικό επιχείρημα περί πολιτικού μονόδρομου εξαιτίας της δαμόκλειου σπάθης του χρέους καταρρέει ακόμα και στις συνειδήσεις των οπαδών της συγκυβέρνησης, που αντιλαμβάνονται την επιμήκυνση της κρίσης, και άρα η συστράτευση για την ακολουθία της μοναδικής και μόνης λύσης-επιλογής δεν μπορεί να επιτευχθεί. Τουλάχιστον όχι χωρίς την πειθώ της εξω-δύναμης επιβολής που το κράτος χρησιμοποιεί εναλλασσόμενης με την ιδεολογία: τη βία. Εκείνης που εκτείνεται από τις συνέπειες των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τις απολύσεις μέχρι τη σωματική βία και τον εγκλεισμό.
Η μοναδική λύση ταυτίζεται από την εξουσία με το Δίκαιο που η ίδια καθορίζει, χρίζοντας την ίδια στιγμή ως δυνάμει παραβατικούς, όχι μονάχα όσους διαμαρτύρονται (από αυτούς που κάνουν καταλήψεις μέχρι εκείνους που κολλάνε αυτοκόλλητα ή σηκώνουν πανό), αλλά και όσους προτείνουν κάτι διαφορετικό (βλ. αξιωματική αντιπολίτευση).
Ούτε όμως και αυτή η τακτική κίνηση αποδίδει τα μέγιστα, καθώς ο επιχειρούμενος συσχετισμός του ΣΥΡΙΖΑ με την τρομοκρατία ή με το «ακραίο περιθώριο» υπερβαίνει τη σφαίρα του εξωφρενικού, με αποτέλεσμα η βία να διοχετεύεται εξολοκλήρου σε αντιεξουσιαστές, αναρχικούς (δεκάδες εκ των οποίων τα σπίτια ερευνώνται με διάφορα προσχήματα) και λοιπούς διαμαρτυρόμενους και διαδηλωτές. Ακόμα και εάν αυτοί διαμαρτύρονται ειρηνικά και εντός των ορίων που η εξουσία θέτει.
Η βία, εφαρμοζόμενη κατ” αυτόν τον τρόπο, εξυπηρετεί τη συντήρηση της εξουσίας του κράτους και της συγκυβέρνησης δρώντας προληπτικά για τυχόν μελλοντικές μαζικότερες κοινωνικές αντεπιθέσεις-αντιστάσεις. Σε συνάφεια λοιπόν και η ενίσχυση των ΕΚΑΜ, η προστασία του μισθολογίου των ένστολων και η δημιουργία φυλακών υψίστης ασφαλείας.
Η κοινωνική ειρήνη όμως, που βασίζεται κυρίως στον φόβο και στο θεσμικό μονοπώλιο της κρατικής βίας, είναι πάντα επισφαλής. Είναι απαραίτητη και η σύμπραξη των λοιπών εξουσιών, όπως της επιχειρηματικής ή εκείνης των συστημικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, για την επίτευξη ενός πιο αποτελεσματικού ελέγχου-περιορισμού της κοινωνίας και της εμφύτευσης της άποψης ότι η τελευταία έχει συμφέρον από την παραμονή της συγκυβέρνησης στην εξουσία. Η διοχέτευση της ιδέας ότι η συνεχιζόμενη εκμετάλλευση είναι προς όφελος του εκμεταλλευόμενου, όσο επιτήδεια κι αν παρουσιάζεται, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή πια στην ελληνική πραγματικότητα.
Η αδέξια διαχείριση της επικείμενης ήττας της συγκυβέρνησης όχι μόνο καταφεύγει στη βία ως τελευταίο της στρατηγικό εργαλείο αλλά έχει και το θράσος να ζητήσει εκ νέου την ψήφο εμπιστοσύνης ποντάροντας στην πολιτική αδράνεια των καταπιεσμένων. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι τελευταίοι δεν έχουν επίγνωση πως είναι καταπιεζόμενοι, αλλά, όπως έγραφε ο Πάουλο Φρέιρε, η συναίσθησή τους έχει συζευχθεί με το βούλιαγμά τους στην πραγματικότητα της καταπίεσης(2).
Το βάρος της άρσης αυτής της αντίφασης καλείται να επωμισθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ως Ριζοσπαστική Αριστερά οφείλει να λύσει αυτή την αντίφαση και να αναδείξει τον άνθρωπο που θα γεννηθεί μέσα από αυτήν, έναν άνθρωπο ελεύθερο.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………
* Δρ Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ
1. L. Althusser, 1977, «Lenin and Philosophy» and Other Essays, New Left Books, σ. 137
2. Πάουλο Φρέιρε, 1977, Η αγωγή του καταπιεζόμενου, Ράππα, σ. 42
Η ένταση της κρατικής βίας ως προς διαμαρτυρόμενες συλλογικότητες και ατομικότητες δεν προκαλεί μονάχα ανησυχητικούς συνειρμούς και πονηρούς συσχετισμούς με τις επικείμενες εκλογές και το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ,
αλλά εγείρει και έντονο προβληματισμό ως προς τη χρήση της, η οποία τη μετατρέπει σε μοναδικό και μόνο μέσο για τον «θρίαμβο των δικών της ιδεών» (βλ. Νορμπέρτο Μπόμπιο).
Η κυβέρνηση, έχοντας απολέσει την εξουσία «ex-contractu», δηλαδή την εξουσία που η κοινωνία παραχωρεί συναινετικά στα πλαίσια του κοινωνικού συμβολαίου που επικυρώνεται από τη δημοκρατική διαδικασία, προσπαθεί να επιβάλει την εξουσία τού «αιωνίου χθες», δηλαδή την έξη για υπακοή ως δεύτερη φύση στον πολίτη, σύμφωνα και με τον Μαξ Βέμπερ.
Η απώλεια οφείλεται στην αδυναμία ή αδιαφορία «ακοής» των φωνών της κοινωνίας που στενάζει, ενώ η τυφλή υπακοή που επιζητείται από τους πολίτες φαίνεται να επικυρώνει τη θεώρηση του Λουί Αλτουσέρ για το κράτος ως μια «μηχανή» καταπίεσης(1) που επιτρέπει στις κυρίαρχες τάξεις να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους επί των λοιπών, εργατικών και μη.
Η εξουσία του κράτους δεν μπορεί να διατηρηθεί διαφορετικά. Το ιδεολογικό επιχείρημα περί πολιτικού μονόδρομου εξαιτίας της δαμόκλειου σπάθης του χρέους καταρρέει ακόμα και στις συνειδήσεις των οπαδών της συγκυβέρνησης, που αντιλαμβάνονται την επιμήκυνση της κρίσης, και άρα η συστράτευση για την ακολουθία της μοναδικής και μόνης λύσης-επιλογής δεν μπορεί να επιτευχθεί. Τουλάχιστον όχι χωρίς την πειθώ της εξω-δύναμης επιβολής που το κράτος χρησιμοποιεί εναλλασσόμενης με την ιδεολογία: τη βία. Εκείνης που εκτείνεται από τις συνέπειες των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τις απολύσεις μέχρι τη σωματική βία και τον εγκλεισμό.
Η μοναδική λύση ταυτίζεται από την εξουσία με το Δίκαιο που η ίδια καθορίζει, χρίζοντας την ίδια στιγμή ως δυνάμει παραβατικούς, όχι μονάχα όσους διαμαρτύρονται (από αυτούς που κάνουν καταλήψεις μέχρι εκείνους που κολλάνε αυτοκόλλητα ή σηκώνουν πανό), αλλά και όσους προτείνουν κάτι διαφορετικό (βλ. αξιωματική αντιπολίτευση).
Ούτε όμως και αυτή η τακτική κίνηση αποδίδει τα μέγιστα, καθώς ο επιχειρούμενος συσχετισμός του ΣΥΡΙΖΑ με την τρομοκρατία ή με το «ακραίο περιθώριο» υπερβαίνει τη σφαίρα του εξωφρενικού, με αποτέλεσμα η βία να διοχετεύεται εξολοκλήρου σε αντιεξουσιαστές, αναρχικούς (δεκάδες εκ των οποίων τα σπίτια ερευνώνται με διάφορα προσχήματα) και λοιπούς διαμαρτυρόμενους και διαδηλωτές. Ακόμα και εάν αυτοί διαμαρτύρονται ειρηνικά και εντός των ορίων που η εξουσία θέτει.
Η βία, εφαρμοζόμενη κατ” αυτόν τον τρόπο, εξυπηρετεί τη συντήρηση της εξουσίας του κράτους και της συγκυβέρνησης δρώντας προληπτικά για τυχόν μελλοντικές μαζικότερες κοινωνικές αντεπιθέσεις-αντιστάσεις. Σε συνάφεια λοιπόν και η ενίσχυση των ΕΚΑΜ, η προστασία του μισθολογίου των ένστολων και η δημιουργία φυλακών υψίστης ασφαλείας.
Η κοινωνική ειρήνη όμως, που βασίζεται κυρίως στον φόβο και στο θεσμικό μονοπώλιο της κρατικής βίας, είναι πάντα επισφαλής. Είναι απαραίτητη και η σύμπραξη των λοιπών εξουσιών, όπως της επιχειρηματικής ή εκείνης των συστημικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, για την επίτευξη ενός πιο αποτελεσματικού ελέγχου-περιορισμού της κοινωνίας και της εμφύτευσης της άποψης ότι η τελευταία έχει συμφέρον από την παραμονή της συγκυβέρνησης στην εξουσία. Η διοχέτευση της ιδέας ότι η συνεχιζόμενη εκμετάλλευση είναι προς όφελος του εκμεταλλευόμενου, όσο επιτήδεια κι αν παρουσιάζεται, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή πια στην ελληνική πραγματικότητα.
Η αδέξια διαχείριση της επικείμενης ήττας της συγκυβέρνησης όχι μόνο καταφεύγει στη βία ως τελευταίο της στρατηγικό εργαλείο αλλά έχει και το θράσος να ζητήσει εκ νέου την ψήφο εμπιστοσύνης ποντάροντας στην πολιτική αδράνεια των καταπιεσμένων. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι τελευταίοι δεν έχουν επίγνωση πως είναι καταπιεζόμενοι, αλλά, όπως έγραφε ο Πάουλο Φρέιρε, η συναίσθησή τους έχει συζευχθεί με το βούλιαγμά τους στην πραγματικότητα της καταπίεσης(2).
Το βάρος της άρσης αυτής της αντίφασης καλείται να επωμισθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ως Ριζοσπαστική Αριστερά οφείλει να λύσει αυτή την αντίφαση και να αναδείξει τον άνθρωπο που θα γεννηθεί μέσα από αυτήν, έναν άνθρωπο ελεύθερο.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………
* Δρ Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ
1. L. Althusser, 1977, «Lenin and Philosophy» and Other Essays, New Left Books, σ. 137
2. Πάουλο Φρέιρε, 1977, Η αγωγή του καταπιεζόμενου, Ράππα, σ. 42
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου