Ευθύμης Τσιλικίδης, απο το περιοδικο Χρονος...
Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι ένα ζήτημα που παραμένει
έξω από τον ουσιαστικό δημόσιο διάλογο παρά το γεγονός ότι κινδυνεύει
να επιφέρει άμεσες αλλαγές στο κλίμα και στις σχέσεις εξουσίας μεταξύ
των εργαζομένων στο σχολείο.
Παρά τις συνθήκες γενικευμένης κρίσης, δεν είναι δύσκολο για την κρατική εξουσία να μεταθέτει πειστικά τις ευθύνες για τις αποτυχίες στους πολίτες. Το διαίρει και βασίλευε που στοχεύει στον αλληλοσπαραγμό των κοινωνικών ομάδων και, από την άλλη πλευρά, η τάση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού να εξακολουθεί να εναποθέτει τις ελπίδες του στον ισχυρό, διασφαλίζουν την επιτυχία αυτής της στρατηγικής.
Το ίδιο συμβαίνει με τα νομοσχέδια για την αξιολόγηση-αυτοαξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Για μια ακόμη φορά, η Πολιτεία επιδιώκει να αποποιηθεί τις ευθύνες της για τα προβλήματα της παιδείας και να τα φορτώσει στις πλάτες των εργαζομένων. Ουδέποτε επέλεξε τον δρόμο μιας σοβαρής αυτοκριτικής και, ενώ με συνεπή συγκεντρωτισμό φροντίζει να διατηρεί τους εκπαιδευτικούς έξω από τη διαδικασία λήψης κάθε σοβαρής απόφασης αποφεύγοντας συστηματικά τον ουσιαστικό διάλογο και τη σύνθεση ιδεών με τις Ομοσπονδίες τους, προχωρά σταθερά στη στοχοποίησή τους ως κύρια αιτία των δεινών. Έτσι, στρατευμένη σε μια (καθ’ υπόδειξη των εταίρων, του Ο.Ο.Σ.Α. κ.λπ.) νεοφιλελεύθερη ανάγνωση της εκπαιδευτικής πραγματικότητας, επιχειρεί να επιβάλει την αξιολόγηση ως μια αναγκαία, πολλά υποσχόμενη λύση.
Άλλωστε το κλίμα είναι ευνοϊκό. Παρόμοιες αυταρχικές επιλογές δημιουργούν με την ευλογία των Μ.Μ.Ε. καλή εντύπωση στο πολιτικό κοινό της χώρας, εφόσον ερμηνεύονται ως ένδειξη κυβερνητικού σφρίγους. Επίσης, αφού η αξιολόγηση έχει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο νομιμοποιηθεί στην αντίληψη μιας μερίδας των πολιτών, εκτός των άμεσα ενδιαφερομένων, δεν ασχολείται κανείς σοβαρά με το ίδιο το νομοθέτημα.
Εδώ όμως βρίσκεται το πραγματικό πρόβλημα. Ελάχιστοι πολίτες πέρα από τους στενούς εκπαιδευτικούς κύκλους έχουν αντιληφθεί τις συνέπειες της επικείμενης εφαρμογής του.
Η εισαγωγή και κυριαρχία των ποσοτικοποιήσεων στο διδακτικό αποτέλεσμα, η υποχρεωτική κατάταξη του 15% των αξιολογούμενων εκπαιδευτικών στην επικίνδυνη κατηγορία των «ελλιπών», οι δυνατότητες σύγκρισης των επιδόσεων των σχολείων με πιθανές συνέπειες στην ήδη προβληματική χρηματοδότησή τους, το κλείσιμο του ματιού στη λογική της αγοράς είναι κάποιες μόνο από τις προβληματικές καινοτομίες-δυνατότητες που εισάγονται. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, η πιο επικίνδυνη πτυχή του αφορά στο ζήτημα των άμεσων αλλαγών που επιφέρει στο κλίμα και στις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των εργαζομένων στο σχολείο, όπου και θα εστιάσω.
Πέρα από την παρακολούθηση της τυπικής άσκησης των υπηρεσιακών καθηκόντων, στην πράξη με το νομοσχέδιο της αξιολόγησης εισάγεται ο διαρκής και σε βάθος έλεγχος των εκπαιδευτικών στην τυφλή, αδιαπραγμάτευτη εφαρμογή των πολιτικών και επιστημονικών επιλογών της κρατικής αυθεντίας για τη στοχοθεσία, το αναλυτικό και ωρολόγιο πρόγραμμα, τα διδακτικά εγχειρίδια, τα εκπαιδευτικά προγράμματα, τις υποδομές κ.λπ. Μάλιστα, για να γίνει αποτελεσματικός αυτός ο έλεγχος, η αξιολόγηση συνδέεται με την καθιέρωση πολλαπλών ατομικών εξαρτήσεων του υπαλλήλου, οι οποίες αφορούν την οικονομική και υπηρεσιακή του εξέλιξη.
Εντούτοις το πρόβλημα δεν σταματά εκεί. Η εξέλιξη δεν εξαρτάται μόνο από τον βαθμό πειθάρχησης, αλλά και από την υποκειμενική κρίση δύο στελεχών-εκπροσώπων του κράτους που, ως ιεραρχικά ανώτεροι, επιστρατεύονται για να υλοποιήσουν τη διαδικασία: του διευθυντή σχολικής μονάδας και του σχολικού συμβούλου. Έτσι, αποκτούν καθοριστική σημασία όχι μόνο οι πολιτικές και επιστημονικές διαφωνίες των εκπαιδευτικών αλλά και οι διαπροσωπικές σχέσεις που ήδη έχουν διαμορφώσει ή θα αναπτύξουν με τους αξιολογητές τους στο σχολικό, συνδικαλιστικό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Κάθε διαφοροποίηση του υφισταμένου θα έχει κόστος και, όσο πιο συστηματική και συγκρουσιακή είναι αυτή η διαφοροποίηση, τόσο πιο επώδυνη θα γίνεται για τον εκπαιδευτικό. Αντιθέτως, ευνοείται η δημιουργία «αυλής» και η υποτέλεια σε πρόσωπα που, ας μην το ξεχνάμε, θα έχουν ήδη αξιολογηθεί επιτυχώς και επιλεγεί από το ίδιο το κράτος (άρα, αν μη τι άλλο, δεν θα εναντιώνονται ιδεολογικά) και θα έχουν τις προσωπικές τους βλέψεις-φιλοδοξίες για περαιτέρω εξέλιξη. Επιπρόσθετα, η τελική κατάταξη των αξιολογούμενων στις τέσσερις κατηγορίες (με την τελευταία να συνδέεται με την απόλυση) αναμένεται να ενισχύσει τον ατομικισμό, τον ανταγωνισμό, την ευνοιοκρατία, την υποκρισία, την έλλειψη εμπιστοσύνης, τον φατριασμό, τις μυστικές συνεννοήσεις και συναλλαγές.
Είναι εμφανές ότι η πίεση που ασκείται από την εξουσία μέσω της επιβολής της κρατικής-επιστημονικής αυθεντίας και της εγκαθίδρυσης στενής ιεραρχίας για την επιτήρηση αναδιπλασιάζεται και οδηγεί ευθέως στην καθυπόταξη. Όποιες κι αν είναι οι αντιστάσεις, η τάση της ιδεολογικής αναπαραγωγής μέσα από τους κρατικούς μηχανισμούς θα είναι κυρίαρχη. Η δημόσια εκπαίδευση, από τους ελάχιστους εναπομείναντες χώρους στους οποίους μπορούν ακόμη οι εργαζόμενοι να διατηρούν μια σχετική αυτονομία, θα μετατραπεί μακροπρόθεσμα σε ένα πεδίο σταδιακής υποκειμενοποίησης και νεοφιλελεύθερης αναμόρφωσης των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών, διαμέσου της αναγκαστικής εφαρμογής των σχετικών διατάξεων, ό,τι εν συντομία η Judith Butler όρισε ως επιτελεστικότητα. Ο κίνδυνος απεμπόλησης των παιδαγωγικών, ατομικών και πολιτικών ελευθεριών των εκπαιδευτικών προκειμένου οι τελευταίοι να διασφαλίσουν την επαγγελματική τους συνέχεια και εξέλιξη είναι φανερός. Θεωρώ, μάλιστα, ότι η εννοιολόγηση του Quentin Skinner για την ελευθερία ως μη εξάρτηση, μη κυριαρχία από κάποιον άλλο, μας βοηθά πολύ στην ακριβή περιγραφή του μέλλοντος της πλειονότητας των εκπαιδευτικών: σε σύντομο διάστημα για τους περισσότερους δεν θα χρειάζεται καν η επιβολή κάποιου εξωτερικού καταναγκασμού. Η απλή εξάρτηση από την προαίρεση του ιεραρχικά ανώτερου αξιολογητή θα είναι αρκετή για να παραιτείται κάποιος από την επιστημονική και πολιτική του ελευθερία.
Εύλογα, λοιπόν, προκύπτουν τα ερωτήματα: πόση διάθεση για καλά έργα, καινοτομίες και πρωτοβουλίες θα έχουν οι ανελεύθεροι εκπαιδευτικοί; Πώς θα διδάσκουν στους μελλοντικούς πολίτες την κριτική σκέψη, τη δημοκρατία, τον ακτιβισμό, την αλληλεγγύη όντας υποταγμένοι; Είναι συμβατός με την επιστημονική-ερευνητική τους ιδιότητα ο εθισμός στην αδιαμαρτύρητη εκτέλεση καθηκόντων;
Επιπλέον, για να μη μένει ο εκπαιδευτικός με την ψευδαίσθηση ότι δεν παρακολουθείται συνεχώς, πέρα από τις ενδοσχολικές αξιολογήσεις, το υπουργείο εξετάζει το ενδεχόμενο να συμπληρώσει τα όποια κενά επιτήρησης με τις γνωμοδοτήσεις των γονέων και μαθητών για την επίδοση και τη συμπεριφορά του εκπαιδευτικού. Πρόκειται για τη θέσπιση πρόσθετων ελέγχων, ενδεικτικών της υποτιμητικής αντίληψης που έχει το υπουργείο για τους εκπαιδευτικούς, με τους οποίους παραχωρούνται αρμοδιότητες αξιολογητή, εν πολλοίς, στην κοινή γνώμη. Είναι ευνόητο ότι, αν τελικά θεσπιστούν αυτές οι γνωμοδοτήσεις, οι εκπαιδευτικοί θα αντιμετωπίσουν πρόσθετες δυσχέρειες, αφού παραδίδονται ως βορά στον κάθε λογής κακοπροαίρετο. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, με την ανάθεση της λογοδοσίας των εκπαιδευτικών και στην κοινωνία, το πιθανότερο είναι ότι οι ομάδες ανθρώπων που θα αποκτήσουν βαρύνοντα λόγο στα σχολικά πράγματα θα είναι οι τοπικές πολιτικές, οικονομικές και θρησκευτικές ελίτ με τις αντίστοιχες ιδεολογίες τους, ως αποτέλεσμα της ισχυρής κοινωνικής επιρροής που διαθέτουν. Ως εκ τούτου, με πρόφαση την ανάρμοστη συμπεριφορά ελάχιστων εκπαιδευτικών (που έτσι κι αλλιώς παρακολουθούνταν πάντα από προϊσταμένους με τη θεσμική αρμοδιότητα να τους επαναφέρουν στην κανονικότητα), αυτοί που πάλι θα πληγούν είναι οι ριζοσπάστες και κριτικοί εκπαιδευτικοί, εκείνοι που οργανώνουν την κοινωνική δράση και τη διδασκαλία τους αντιδρώντας στις φυσικοποιημένες κρατικές και κοινωνικές νόρμες. Καθώς οι κομφορμιστικές πιέσεις στο σχολείο θα ενισχύονται, οι εκπαιδευτικοί θα συναντούν πολύ περισσότερες δυσκολίες στην προσπάθειά τους να υλοποιήσουν, π.χ., μια κριτική διδασκαλία της σχολικής ιστορίας από τη σκοπιά της πανανθρώπινης χειραφέτησης ή να δώσουν έμφαση σε προγράμματα ενίσχυσης των αδύναμων μαθητών/-τριών.
Έτσι, αντί για τα ξερά θα καούν τα χλωρά. Με την παραχώρηση της δυνατότητας παρέμβασης στις ισχυρές ομάδες μιας κοινωνίας με ατομικιστικά αντανακλαστικά, προσαρμοσμένης σε μεγάλο βαθμό στη λογική της αγοράς και στην αποδοχή της κρατικής αυθεντίας, ο ήδη συντηρητικός ιδεολογικός μηχανισμός της εκπαίδευσης θα γίνει ακόμη συντηρητικότερος, ακόμη λιγότερο δεκτικός στην καινοτομία, στην πρωτοβουλία, σε νέα κοινωνικά αιτήματα. Κρατική νομοθεσία, επίβλεψη αξιολογητών και κοινωνικός κομφορμισμός θα επιτύχουν τον στόχο της υπαγωγής του εκπαιδευτικού και του έργου του στον πανοπτικό έλεγχο, την ίδια στιγμή που δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη άλλοι παράγοντες που το επηρεάζουν (και το επιβαρύνουν) άμεσα, όπως οι ιδιαίτερες συνθήκες της τοπικής κοινωνίας, της τάξης, των σχολικών υποδομών και της προσωπικής κατάστασης του ίδιου, που χειροτερεύει διαρκώς με τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων, την εργασιακή επισφάλεια και τις μειώσεις των αποδοχών.
Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω εξηγούν γιατί το Υ.ΠΑΙ.Θ. (που βρίσκει ευήκοα ώτα κυρίως σε όσα στελέχη της εκπαίδευσης δεν επιθυμούν να διακινδυνεύσουν την καριέρα τους) δεν ευτύχησε να δει κανέναν υποστηρικτή του να επιχειρηματολογεί με παρρησία, δημόσια, υπέρ των διατάξεων του συγκεκριμένου νομοσχεδίου. Όσοι υψηλόβαθμοι επιθυμούν την αξιολόγηση, ασκούν μεν (ενίοτε εκφοβιστικά) την επιρροή τους στους υφισταμένους τους υπέρ της (ως μέρος των ειλημμένων καθηκόντων τους;), αποφεύγουν όμως να προβούν σε μια αναλυτική υπεράσπιση των βασικών διατάξεων του νόμου, μάλλον διότι αντιλαμβάνονται ότι θα εκτεθούν ανεπανόρθωτα.
Συνεπώς, μέσα στην καταιγιστική ροή των αρνητικών γεγονότων της μνημονιακής Ελλάδας, με εξαίρεση τις σθεναρές αντιδράσεις του εκπαιδευτικού συνδικαλιστικού κινήματος και μιας μερίδας πανεπιστημιακών που συμπαραστέκεται μαχητικά, δεν διενεργείται κάποιος δημόσιος διάλογος για την ουσία του νομοθετήματος. Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι ένα ζήτημα που παραμένει στην αφάνεια κι έχει εκτοπιστεί από την πολιτική ατζέντα των φιλοκυβερνητικών Μ.Μ.Ε. Έτσι, το Υ.ΠΑΙ.Θ., χωρίς άλλες αντίρροπες κοινωνικές πιέσεις, επιστρατεύοντας μάλιστα –προς επιβεβαίωση της άποψης ότι χαρακτηρίζεται από συνέπεια μέσων και σκοπών– τον αυταρχισμό ενάντια στη δεδηλωμένη αντίθεση της συντριπτικής πλειονότητας των εκπαιδευτικών, προχωρά αταλάντευτο στην εφαρμογή του.
Παρά τις συνθήκες γενικευμένης κρίσης, δεν είναι δύσκολο για την κρατική εξουσία να μεταθέτει πειστικά τις ευθύνες για τις αποτυχίες στους πολίτες. Το διαίρει και βασίλευε που στοχεύει στον αλληλοσπαραγμό των κοινωνικών ομάδων και, από την άλλη πλευρά, η τάση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού να εξακολουθεί να εναποθέτει τις ελπίδες του στον ισχυρό, διασφαλίζουν την επιτυχία αυτής της στρατηγικής.
Το ίδιο συμβαίνει με τα νομοσχέδια για την αξιολόγηση-αυτοαξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Για μια ακόμη φορά, η Πολιτεία επιδιώκει να αποποιηθεί τις ευθύνες της για τα προβλήματα της παιδείας και να τα φορτώσει στις πλάτες των εργαζομένων. Ουδέποτε επέλεξε τον δρόμο μιας σοβαρής αυτοκριτικής και, ενώ με συνεπή συγκεντρωτισμό φροντίζει να διατηρεί τους εκπαιδευτικούς έξω από τη διαδικασία λήψης κάθε σοβαρής απόφασης αποφεύγοντας συστηματικά τον ουσιαστικό διάλογο και τη σύνθεση ιδεών με τις Ομοσπονδίες τους, προχωρά σταθερά στη στοχοποίησή τους ως κύρια αιτία των δεινών. Έτσι, στρατευμένη σε μια (καθ’ υπόδειξη των εταίρων, του Ο.Ο.Σ.Α. κ.λπ.) νεοφιλελεύθερη ανάγνωση της εκπαιδευτικής πραγματικότητας, επιχειρεί να επιβάλει την αξιολόγηση ως μια αναγκαία, πολλά υποσχόμενη λύση.
Άλλωστε το κλίμα είναι ευνοϊκό. Παρόμοιες αυταρχικές επιλογές δημιουργούν με την ευλογία των Μ.Μ.Ε. καλή εντύπωση στο πολιτικό κοινό της χώρας, εφόσον ερμηνεύονται ως ένδειξη κυβερνητικού σφρίγους. Επίσης, αφού η αξιολόγηση έχει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο νομιμοποιηθεί στην αντίληψη μιας μερίδας των πολιτών, εκτός των άμεσα ενδιαφερομένων, δεν ασχολείται κανείς σοβαρά με το ίδιο το νομοθέτημα.
Εδώ όμως βρίσκεται το πραγματικό πρόβλημα. Ελάχιστοι πολίτες πέρα από τους στενούς εκπαιδευτικούς κύκλους έχουν αντιληφθεί τις συνέπειες της επικείμενης εφαρμογής του.
Η εισαγωγή και κυριαρχία των ποσοτικοποιήσεων στο διδακτικό αποτέλεσμα, η υποχρεωτική κατάταξη του 15% των αξιολογούμενων εκπαιδευτικών στην επικίνδυνη κατηγορία των «ελλιπών», οι δυνατότητες σύγκρισης των επιδόσεων των σχολείων με πιθανές συνέπειες στην ήδη προβληματική χρηματοδότησή τους, το κλείσιμο του ματιού στη λογική της αγοράς είναι κάποιες μόνο από τις προβληματικές καινοτομίες-δυνατότητες που εισάγονται. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, η πιο επικίνδυνη πτυχή του αφορά στο ζήτημα των άμεσων αλλαγών που επιφέρει στο κλίμα και στις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των εργαζομένων στο σχολείο, όπου και θα εστιάσω.
Πέρα από την παρακολούθηση της τυπικής άσκησης των υπηρεσιακών καθηκόντων, στην πράξη με το νομοσχέδιο της αξιολόγησης εισάγεται ο διαρκής και σε βάθος έλεγχος των εκπαιδευτικών στην τυφλή, αδιαπραγμάτευτη εφαρμογή των πολιτικών και επιστημονικών επιλογών της κρατικής αυθεντίας για τη στοχοθεσία, το αναλυτικό και ωρολόγιο πρόγραμμα, τα διδακτικά εγχειρίδια, τα εκπαιδευτικά προγράμματα, τις υποδομές κ.λπ. Μάλιστα, για να γίνει αποτελεσματικός αυτός ο έλεγχος, η αξιολόγηση συνδέεται με την καθιέρωση πολλαπλών ατομικών εξαρτήσεων του υπαλλήλου, οι οποίες αφορούν την οικονομική και υπηρεσιακή του εξέλιξη.
Εντούτοις το πρόβλημα δεν σταματά εκεί. Η εξέλιξη δεν εξαρτάται μόνο από τον βαθμό πειθάρχησης, αλλά και από την υποκειμενική κρίση δύο στελεχών-εκπροσώπων του κράτους που, ως ιεραρχικά ανώτεροι, επιστρατεύονται για να υλοποιήσουν τη διαδικασία: του διευθυντή σχολικής μονάδας και του σχολικού συμβούλου. Έτσι, αποκτούν καθοριστική σημασία όχι μόνο οι πολιτικές και επιστημονικές διαφωνίες των εκπαιδευτικών αλλά και οι διαπροσωπικές σχέσεις που ήδη έχουν διαμορφώσει ή θα αναπτύξουν με τους αξιολογητές τους στο σχολικό, συνδικαλιστικό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Κάθε διαφοροποίηση του υφισταμένου θα έχει κόστος και, όσο πιο συστηματική και συγκρουσιακή είναι αυτή η διαφοροποίηση, τόσο πιο επώδυνη θα γίνεται για τον εκπαιδευτικό. Αντιθέτως, ευνοείται η δημιουργία «αυλής» και η υποτέλεια σε πρόσωπα που, ας μην το ξεχνάμε, θα έχουν ήδη αξιολογηθεί επιτυχώς και επιλεγεί από το ίδιο το κράτος (άρα, αν μη τι άλλο, δεν θα εναντιώνονται ιδεολογικά) και θα έχουν τις προσωπικές τους βλέψεις-φιλοδοξίες για περαιτέρω εξέλιξη. Επιπρόσθετα, η τελική κατάταξη των αξιολογούμενων στις τέσσερις κατηγορίες (με την τελευταία να συνδέεται με την απόλυση) αναμένεται να ενισχύσει τον ατομικισμό, τον ανταγωνισμό, την ευνοιοκρατία, την υποκρισία, την έλλειψη εμπιστοσύνης, τον φατριασμό, τις μυστικές συνεννοήσεις και συναλλαγές.
Είναι εμφανές ότι η πίεση που ασκείται από την εξουσία μέσω της επιβολής της κρατικής-επιστημονικής αυθεντίας και της εγκαθίδρυσης στενής ιεραρχίας για την επιτήρηση αναδιπλασιάζεται και οδηγεί ευθέως στην καθυπόταξη. Όποιες κι αν είναι οι αντιστάσεις, η τάση της ιδεολογικής αναπαραγωγής μέσα από τους κρατικούς μηχανισμούς θα είναι κυρίαρχη. Η δημόσια εκπαίδευση, από τους ελάχιστους εναπομείναντες χώρους στους οποίους μπορούν ακόμη οι εργαζόμενοι να διατηρούν μια σχετική αυτονομία, θα μετατραπεί μακροπρόθεσμα σε ένα πεδίο σταδιακής υποκειμενοποίησης και νεοφιλελεύθερης αναμόρφωσης των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών, διαμέσου της αναγκαστικής εφαρμογής των σχετικών διατάξεων, ό,τι εν συντομία η Judith Butler όρισε ως επιτελεστικότητα. Ο κίνδυνος απεμπόλησης των παιδαγωγικών, ατομικών και πολιτικών ελευθεριών των εκπαιδευτικών προκειμένου οι τελευταίοι να διασφαλίσουν την επαγγελματική τους συνέχεια και εξέλιξη είναι φανερός. Θεωρώ, μάλιστα, ότι η εννοιολόγηση του Quentin Skinner για την ελευθερία ως μη εξάρτηση, μη κυριαρχία από κάποιον άλλο, μας βοηθά πολύ στην ακριβή περιγραφή του μέλλοντος της πλειονότητας των εκπαιδευτικών: σε σύντομο διάστημα για τους περισσότερους δεν θα χρειάζεται καν η επιβολή κάποιου εξωτερικού καταναγκασμού. Η απλή εξάρτηση από την προαίρεση του ιεραρχικά ανώτερου αξιολογητή θα είναι αρκετή για να παραιτείται κάποιος από την επιστημονική και πολιτική του ελευθερία.
Εύλογα, λοιπόν, προκύπτουν τα ερωτήματα: πόση διάθεση για καλά έργα, καινοτομίες και πρωτοβουλίες θα έχουν οι ανελεύθεροι εκπαιδευτικοί; Πώς θα διδάσκουν στους μελλοντικούς πολίτες την κριτική σκέψη, τη δημοκρατία, τον ακτιβισμό, την αλληλεγγύη όντας υποταγμένοι; Είναι συμβατός με την επιστημονική-ερευνητική τους ιδιότητα ο εθισμός στην αδιαμαρτύρητη εκτέλεση καθηκόντων;
Επιπλέον, για να μη μένει ο εκπαιδευτικός με την ψευδαίσθηση ότι δεν παρακολουθείται συνεχώς, πέρα από τις ενδοσχολικές αξιολογήσεις, το υπουργείο εξετάζει το ενδεχόμενο να συμπληρώσει τα όποια κενά επιτήρησης με τις γνωμοδοτήσεις των γονέων και μαθητών για την επίδοση και τη συμπεριφορά του εκπαιδευτικού. Πρόκειται για τη θέσπιση πρόσθετων ελέγχων, ενδεικτικών της υποτιμητικής αντίληψης που έχει το υπουργείο για τους εκπαιδευτικούς, με τους οποίους παραχωρούνται αρμοδιότητες αξιολογητή, εν πολλοίς, στην κοινή γνώμη. Είναι ευνόητο ότι, αν τελικά θεσπιστούν αυτές οι γνωμοδοτήσεις, οι εκπαιδευτικοί θα αντιμετωπίσουν πρόσθετες δυσχέρειες, αφού παραδίδονται ως βορά στον κάθε λογής κακοπροαίρετο. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, με την ανάθεση της λογοδοσίας των εκπαιδευτικών και στην κοινωνία, το πιθανότερο είναι ότι οι ομάδες ανθρώπων που θα αποκτήσουν βαρύνοντα λόγο στα σχολικά πράγματα θα είναι οι τοπικές πολιτικές, οικονομικές και θρησκευτικές ελίτ με τις αντίστοιχες ιδεολογίες τους, ως αποτέλεσμα της ισχυρής κοινωνικής επιρροής που διαθέτουν. Ως εκ τούτου, με πρόφαση την ανάρμοστη συμπεριφορά ελάχιστων εκπαιδευτικών (που έτσι κι αλλιώς παρακολουθούνταν πάντα από προϊσταμένους με τη θεσμική αρμοδιότητα να τους επαναφέρουν στην κανονικότητα), αυτοί που πάλι θα πληγούν είναι οι ριζοσπάστες και κριτικοί εκπαιδευτικοί, εκείνοι που οργανώνουν την κοινωνική δράση και τη διδασκαλία τους αντιδρώντας στις φυσικοποιημένες κρατικές και κοινωνικές νόρμες. Καθώς οι κομφορμιστικές πιέσεις στο σχολείο θα ενισχύονται, οι εκπαιδευτικοί θα συναντούν πολύ περισσότερες δυσκολίες στην προσπάθειά τους να υλοποιήσουν, π.χ., μια κριτική διδασκαλία της σχολικής ιστορίας από τη σκοπιά της πανανθρώπινης χειραφέτησης ή να δώσουν έμφαση σε προγράμματα ενίσχυσης των αδύναμων μαθητών/-τριών.
Έτσι, αντί για τα ξερά θα καούν τα χλωρά. Με την παραχώρηση της δυνατότητας παρέμβασης στις ισχυρές ομάδες μιας κοινωνίας με ατομικιστικά αντανακλαστικά, προσαρμοσμένης σε μεγάλο βαθμό στη λογική της αγοράς και στην αποδοχή της κρατικής αυθεντίας, ο ήδη συντηρητικός ιδεολογικός μηχανισμός της εκπαίδευσης θα γίνει ακόμη συντηρητικότερος, ακόμη λιγότερο δεκτικός στην καινοτομία, στην πρωτοβουλία, σε νέα κοινωνικά αιτήματα. Κρατική νομοθεσία, επίβλεψη αξιολογητών και κοινωνικός κομφορμισμός θα επιτύχουν τον στόχο της υπαγωγής του εκπαιδευτικού και του έργου του στον πανοπτικό έλεγχο, την ίδια στιγμή που δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη άλλοι παράγοντες που το επηρεάζουν (και το επιβαρύνουν) άμεσα, όπως οι ιδιαίτερες συνθήκες της τοπικής κοινωνίας, της τάξης, των σχολικών υποδομών και της προσωπικής κατάστασης του ίδιου, που χειροτερεύει διαρκώς με τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων, την εργασιακή επισφάλεια και τις μειώσεις των αποδοχών.
Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω εξηγούν γιατί το Υ.ΠΑΙ.Θ. (που βρίσκει ευήκοα ώτα κυρίως σε όσα στελέχη της εκπαίδευσης δεν επιθυμούν να διακινδυνεύσουν την καριέρα τους) δεν ευτύχησε να δει κανέναν υποστηρικτή του να επιχειρηματολογεί με παρρησία, δημόσια, υπέρ των διατάξεων του συγκεκριμένου νομοσχεδίου. Όσοι υψηλόβαθμοι επιθυμούν την αξιολόγηση, ασκούν μεν (ενίοτε εκφοβιστικά) την επιρροή τους στους υφισταμένους τους υπέρ της (ως μέρος των ειλημμένων καθηκόντων τους;), αποφεύγουν όμως να προβούν σε μια αναλυτική υπεράσπιση των βασικών διατάξεων του νόμου, μάλλον διότι αντιλαμβάνονται ότι θα εκτεθούν ανεπανόρθωτα.
Συνεπώς, μέσα στην καταιγιστική ροή των αρνητικών γεγονότων της μνημονιακής Ελλάδας, με εξαίρεση τις σθεναρές αντιδράσεις του εκπαιδευτικού συνδικαλιστικού κινήματος και μιας μερίδας πανεπιστημιακών που συμπαραστέκεται μαχητικά, δεν διενεργείται κάποιος δημόσιος διάλογος για την ουσία του νομοθετήματος. Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι ένα ζήτημα που παραμένει στην αφάνεια κι έχει εκτοπιστεί από την πολιτική ατζέντα των φιλοκυβερνητικών Μ.Μ.Ε. Έτσι, το Υ.ΠΑΙ.Θ., χωρίς άλλες αντίρροπες κοινωνικές πιέσεις, επιστρατεύοντας μάλιστα –προς επιβεβαίωση της άποψης ότι χαρακτηρίζεται από συνέπεια μέσων και σκοπών– τον αυταρχισμό ενάντια στη δεδηλωμένη αντίθεση της συντριπτικής πλειονότητας των εκπαιδευτικών, προχωρά αταλάντευτο στην εφαρμογή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου